18.1.21

ΠΕΡΙ ΑΟΡΓΗΣΙΑΣ (ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ)

(ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ : 
ΣΥΛΛΑΣ, ΦΟΥΝΔΑΝΟΣ)
ΣΥΛΛΑΣ: Σωστά, κατά τη γνώμη μου, Φουνδάνε, κάνουν οι ζωγράφοι, που παρατηρούν με προσοχή από καιρού εις καιρόν τα έργα τους προτού τα τελειώσουν. Το κάνουν γιατί, αποτραβώντας το βλέμμα τους και επιθεωρώντας το έργο τους συχνά μπορούν να το κρίνουν με νέα ματιά, που είναι πιο πιθανό να συλλάβει κάποια μικρή ασυμφωνία, την οποία το συνεχές κοίταγμα και η συνήθεια κρύβουν. Αφού λοιπόν είναι αδύνατο να παρατηρεί κάποιος με προσοχή τον εαυτό του από καιρού εις καιρόν χωριζόμενος από τον ίδιο τον εαυτό του και διακόπτοντας την αντίληψη της συνέχειάς του, το οποίο, κατά κύριο λόγο, κάνει τον άνθρωπο χειρότερο κριτή του εαυτού του απ’ ότι των άλλων, το επόμενο που θα μπορούσε να κάνει είναι να παρατηρεί κατά καιρούς τους φίλους του και ομοίως να προσφέρεται ο ίδιος σε κείνους για παρατήρηση, όχι για να δει αν γέρασε ξαφνικά ή αν το σώμα του είναι καλύτερο ή χειρότερο, αλλά για να εξετάσουν και τη συμπεριφορά και τον χαρακτήρα του και για να μάθει αν ο χρόνος του πρόσθεσε κάτι καλό ή αφαίρεσε κάτι κακό. Όσο για μένα, καθώς έφτασα στη Ρώμη μετά από ένα χρόνο απουσίας και καθώς τούτος είναι ο πέμπτος μήνας που βρίσκομαι μαζί σου, δεν εκπλήσσομαι ιδιαίτερα που οι αρετές που είχες ήδη από τη φύση αυξήθηκαν και αναπτύχθηκαν τόσο πολύ· όταν βλέπω, μάλιστα, πως η σφοδρή και παράφορη ροπή σου να θυμώνεις έχει γίνει τόσο ήπια και υποταγμένη στη λογική.Τι χρησιμοποίησες κι έκανες τον ευέξαπτο χαρακτήρα σου τόσο χαλιναγωγημένο και μαλακό, τόσο πράο και υπάκουο στη λογική;

ΦΟΥΝΔΑΝΟΣ: Δεν κοιτάς, όμως, πιστέ μου φίλε Σύλλα, μήπως και συ ο ίδιος από καλή προαίρεση και αγάπη απέναντί μου παραβλέπεις κάτι από τα στοιχεία του χαρακτήρα μου;

ΣΥΛ.: Τίποτα από τούτα δεν ισχύει, Φουνδάνε. Κάνε μου τη χάρη και πες μου αυτό που σου ζήτησα.

ΦΟΥΝΔ.: Ένας από τους εξαιρετικούς κανόνες του Μουσώνιου που θυμάμαι, Σύλλα, είναι ότι όποιος θέλει να περάσει τη ζωή του σώος και υγιής πρέπει συνεχώς ν’ ακολουθεί αγωγή θεραπείας. Δεν πιστεύω πως η λογική πρέπει να χρησιμοποιείται στη θεραπεία κάποιου όπως χρησιμοποιούμε τον ελλέβορο και να βγαίνει από το σώμα μαζί με την αρρώστια, αλλά πρέπει να παραμένει στην ψυχή, να συνέχει και να προφυλάσσει τις κρίσεις. Η δύναμη της λογικής δεν είναι όπως τα φάρμακα, αλλά όπως η υγιεινή τροφή, που γεννάει άριστη κατάσταση μαζί με μεγάλη ρώμη σε κείνους που τη συνηθίζουν. Έτσι, πλοίο εγκαταλειμμένο μεσοπέλαγα και μέσα στην καταιγίδα θα μπορέσει πιο εύκολα να πάρει κυβερνήτη απ’ έξω, απ’ ότι άνθρωπος που θαλασσοδέρνεται από τον θυμό και την οργή του θα δεχτεί τη λογική κάποιου άλλου, εκτός και αν έχει τη δική του λογική προετοιμασμένη (να τη δεχτεί). Όμως όπως εκείνοι που περιμένουν πολιορκία συγκεντρώνουν και αποθηκεύουν καθετί χρήσιμο, αν χάσουν τις ελπίδες τους για εξωτερική βοήθεια, με τον ίδιο τρόπο κατ’ εξοχήν πρέπει να παίρνουμε από πριν τις ενισχύσεις που παρέχει η φιλοσοφία ενάντια στον θυμό και να τις μεταφέρουμε στην ψυχή, γνωρίζοντας πως, όταν έρθει η περίσταση να τις χρειαστούμε, δεν θα είναι εύκολο να τις φέρουμε μέσα. Η ψυχή, δηλαδή, δεν ακούει τίποτα εξωτερικό εξαιτίας του θορύβου, εκτός και αν έχει μέσα της τον δικό της λόγο, σαν κελευστή που αμέσως αντιλαμβάνεται και καταλαβαίνει κάθε προσταγή που δίνεται. Αν, όμως, η ψυχή ακούει συμβουλές που δίνονται σιγανά και ήρεμα, τις περιφρονεί, ενώ απέναντι σε οποιονδήποτε επιμένει με τον πιο σκληρό τρόπο, εκνευρίζεται. Στην πραγματικότητα, ο θυμός είναι υπεροπτικός και αυθάδης και πολύ δύσκολα κινείται από κάποιον άλλον, αλλά, όπως η καλά οχυρωμένη τυραννία, πρέπει να έχει αυτόν που θα την καταλύσει συγκάτοικο και συγγενή της. Βέβαια, όταν η οργή είναι συνεχής και τα ξεσπάσματά της συχνά, δημιουργεί στην ψυχή κακή έξη που ονομάζεται οργιλότητα η οποία καταλήγει σε ξεσπάσματα οξυθυμίας, κακίας και δυστροπίας, όταν ο θυμός πληγιάζει, προσβάλλεται εύκολα και έχει την τάση να κατηγορεί τους άλλους για κάθε ασήμαντο σφάλμα, σαν το αδύναμο και λεπτό σίδερο που χαράζεται συνέχεια. Αν όμως η κρίση αντιταχθεί αμέσως στην οργή και την καταπιέσει, δεν τη θεραπεύει μόνο προσωρινά, αλλά κάνει και για το μέλλον την ψυχή εύτονη και τέτοια που δύσκολα να την προσβάλλουν τα πάθη. Στην δική μου περίπτωση, πάντως, όταν αντιστάθηκα στην οργή δύο ή τρεις φορές, μου συνέβη αυτό που έγινε με τους Θηβαίους, οι οποίοι, όταν απώθησαν για πρώτη φορά τους θεωρούμενους ανίκητους Λακεδαιμονίους, δεν ξανανικήθηκαν από αυτούς σε καμιά μάχη από κει και πέρα· απέκτησα δηλαδή πεποίθηση ότι η λογική μπορεί να κυριαρχήσει. Όχι μόνο είδα ότι η οργή παύει όταν τη ραντίσεις με κρύο νερό, όπως λέει ο Αριστοτέλης, αλλά ότι σβήνει επίσης και όταν της βάλεις επίθεμα φόβου. Και, μα τον Δία, όταν προστεθεί και η χαρά, σε πολλούς ανθρώπους ο θυμός “ζεσταίνεται”, όπως λέει και ο Όμηρος, και διαλύεται. Έτσι κατέληξα στην άποψη ότι το πάθος αυτό δεν είναι εντελώς αγιάτρευτο, για κείνους τουλάχιστον που θέλουν κάτι τέτοιο.

ΣΥΛΛΑΣ: Σωστά, κατά τη γνώμη μου, Φουνδάνε, κάνουν οι ζωγράφοι, που παρατηρούν με προσοχή από καιρού εις καιρόν τα έργα τους προτού τα τελειώσουν. Το κάνουν γιατί, αποτραβώντας το βλέμμα τους και επιθεωρώντας το έργο τους συχνά μπορούν να το κρίνουν με νέα ματιά, που είναι πιο πιθανό να συλλάβει κάποια μικρή ασυμφωνία, την οποία το συνεχές κοίταγμα και η συνήθεια κρύβουν. Αφού λοιπόν είναι αδύνατο να παρατηρεί κάποιος με προσοχή τον εαυτό του από καιρού εις καιρόν χωριζόμενος από τον ίδιο τον εαυτό του και διακόπτοντας την αντίληψη της συνέχειάς του, το οποίο, κατά κύριο λόγο, κάνει τον άνθρωπο χειρότερο κριτή του εαυτού του απ’ ότι των άλλων, το επόμενο που θα μπορούσε να κάνει είναι να παρατηρεί κατά καιρούς τους φίλους του και ομοίως να προσφέρεται ο ίδιος σε κείνους για παρατήρηση, όχι για να δει αν γέρασε ξαφνικά ή αν το σώμα του είναι καλύτερο ή χειρότερο, αλλά για να εξετάσουν και τη συμπεριφορά και τον χαρακτήρα του και για να μάθει αν ο χρόνος του πρόσθεσε κάτι καλό ή αφαίρεσε κάτι κακό. Όσο για μένα, καθώς έφτασα στη Ρώμη μετά από ένα χρόνο απουσίας και καθώς τούτος είναι ο πέμπτος μήνας που βρίσκομαι μαζί σου, δεν εκπλήσσομαι ιδιαίτερα που οι αρετές που είχες ήδη από τη φύση αυξήθηκαν και αναπτύχθηκαν τόσο πολύ· όταν βλέπω, μάλιστα, πως η σφοδρή και παράφορη ροπή σου να θυμώνεις έχει γίνει τόσο ήπια και υποταγμένη στη λογική.Τι χρησιμοποίησες κι έκανες τον ευέξαπτο χαρακτήρα σου τόσο χαλιναγωγημένο και μαλακό, τόσο πράο και υπάκουο στη λογική;

ΦΟΥΝΔΑΝΟΣ: Δεν κοιτάς, όμως, πιστέ μου φίλε Σύλλα, μήπως και συ ο ίδιος από καλή προαίρεση και αγάπη απέναντί μου παραβλέπεις κάτι από τα στοιχεία του χαρακτήρα μου;

ΣΥΛ.: Τίποτα από τούτα δεν ισχύει, Φουνδάνε. Κάνε μου τη χάρη και πες μου αυτό που σου ζήτησα.

ΦΟΥΝΔ.: Ένας από τους εξαιρετικούς κανόνες του Μουσώνιου που θυμάμαι, Σύλλα, είναι ότι όποιος θέλει να περάσει τη ζωή του σώος και υγιής πρέπει συνεχώς ν’ ακολουθεί αγωγή θεραπείας. Δεν πιστεύω πως η λογική πρέπει να χρησιμοποιείται στη θεραπεία κάποιου όπως χρησιμοποιούμε τον ελλέβορο και να βγαίνει από το σώμα μαζί με την αρρώστια, αλλά πρέπει να παραμένει στην ψυχή, να συνέχει και να προφυλάσσει τις κρίσεις. Η δύναμη της λογικής δεν είναι όπως τα φάρμακα, αλλά όπως η υγιεινή τροφή, που γεννάει άριστη κατάσταση μαζί με μεγάλη ρώμη σε κείνους που τη συνηθίζουν. Έτσι, πλοίο εγκαταλειμμένο μεσοπέλαγα και μέσα στην καταιγίδα θα μπορέσει πιο εύκολα να πάρει κυβερνήτη απ’ έξω, απ’ ότι άνθρωπος που θαλασσοδέρνεται από τον θυμό και την οργή του θα δεχτεί τη λογική κάποιου άλλου, εκτός και αν έχει τη δική του λογική προετοιμασμένη (να τη δεχτεί). Όμως όπως εκείνοι που περιμένουν πολιορκία συγκεντρώνουν και αποθηκεύουν καθετί χρήσιμο, αν χάσουν τις ελπίδες τους για εξωτερική βοήθεια, με τον ίδιο τρόπο κατ’ εξοχήν πρέπει να παίρνουμε από πριν τις ενισχύσεις που παρέχει η φιλοσοφία ενάντια στον θυμό και να τις μεταφέρουμε στην ψυχή, γνωρίζοντας πως, όταν έρθει η περίσταση να τις χρειαστούμε, δεν θα είναι εύκολο να τις φέρουμε μέσα. Η ψυχή, δηλαδή, δεν ακούει τίποτα εξωτερικό εξαιτίας του θορύβου, εκτός και αν έχει μέσα της τον δικό της λόγο, σαν κελευστή που αμέσως αντιλαμβάνεται και καταλαβαίνει κάθε προσταγή που δίνεται. Αν, όμως, η ψυχή ακούει συμβουλές που δίνονται σιγανά και ήρεμα, τις περιφρονεί, ενώ απέναντι σε οποιονδήποτε επιμένει με τον πιο σκληρό τρόπο, εκνευρίζεται. Στην πραγματικότητα, ο θυμός είναι υπεροπτικός και αυθάδης και πολύ δύσκολα κινείται από κάποιον άλλον, αλλά, όπως η καλά οχυρωμένη τυραννία, πρέπει να έχει αυτόν που θα την καταλύσει συγκάτοικο και συγγενή της. Βέβαια, όταν η οργή είναι συνεχής και τα ξεσπάσματά της συχνά, δημιουργεί στην ψυχή κακή έξη που ονομάζεται οργιλότητα η οποία καταλήγει σε ξεσπάσματα οξυθυμίας, κακίας και δυστροπίας, όταν ο θυμός πληγιάζει, προσβάλλεται εύκολα και έχει την τάση να κατηγορεί τους άλλους για κάθε ασήμαντο σφάλμα, σαν το αδύναμο και λεπτό σίδερο που χαράζεται συνέχεια. Αν όμως η κρίση αντιταχθεί αμέσως στην οργή και την καταπιέσει, δεν τη θεραπεύει μόνο προσωρινά, αλλά κάνει και για το μέλλον την ψυχή εύτονη και τέτοια που δύσκολα να την προσβάλλουν τα πάθη. Στην δική μου περίπτωση, πάντως, όταν αντιστάθηκα στην οργή δύο ή τρεις φορές, μου συνέβη αυτό που έγινε με τους Θηβαίους, οι οποίοι, όταν απώθησαν για πρώτη φορά τους θεωρούμενους ανίκητους Λακεδαιμονίους, δεν ξανανικήθηκαν από αυτούς σε καμιά μάχη από κει και πέρα· απέκτησα δηλαδή πεποίθηση ότι η λογική μπορεί να κυριαρχήσει. Όχι μόνο είδα ότι η οργή παύει όταν τη ραντίσεις με κρύο νερό, όπως λέει ο Αριστοτέλης, αλλά ότι σβήνει επίσης και όταν της βάλεις επίθεμα φόβου. Και, μα τον Δία, όταν προστεθεί και η χαρά, σε πολλούς ανθρώπους ο θυμός “ζεσταίνεται”, όπως λέει και ο Όμηρος, και διαλύεται. Έτσι κατέληξα στην άποψη ότι το πάθος αυτό δεν είναι εντελώς αγιάτρευτο, για κείνους τουλάχιστον που θέλουν κάτι τέτοιο.


ΗΘΙΚΑ
ΤΟΜΟΣ 12
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ
ΕΚΔΟΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

http://www.lecturesbureau.gr/1/on-placidity-part-a-1247/