1.5.20

Πρωτομαγιά Πέμπτη 1 Μαΐου 1994 στην Αγία Κόρη, μπροστά στο μικρό καταρράκτη. ΦΩΤΟ

 Ο παππούς ανακοίνωσε ότι μαζευτούν στην «Αγιά Κόρη». 
Ένα πανέμορφο μέρος όπου ασκήτεψε μια νεαρή αγία που δεν ήξεραν το όνομά της και της έδωσαν,
μεγάλη η χάρη της τον όνομα «Κόρη».
Έτσι θα μαζευόταν την Πρωτομαγιά Πέμπτη 1 Μαΐου 1994 στην Αγία Κόρη, μπροστά στο μικρό καταρράκτη.
Να ψήσουν, να φάνε, να πιούνε και να τα πούνε. Να παίξουν τα παιδιά. «Να ανταμώνουν για να μη «ξεσογιάζουν»…Να ξέρουν το σόι τους.

Την παραμονή η μάνα του, τηλεφώνησε στις θείες του, τις αδερφές και τις νύφες της και μοιράσανε τα εφόδια. 
Τις σαλάτες τα κρασιά, τις καυτερές.
 Τα λεμόνια. Τις σόδες. Τις κοκακόλες. 
Τους καφέδες. Τα πιάτα και τα ποτήρια μιας χρήσης κλπ κλπ, όλα τα εφόδια για το υπαίθριο μπάρμπεκιου.
Τον κιμά για τα μπιφτέκια και αυτά που έτρωγαν τα παιδιά «γιατί σαν καλομαθημένα που ήταν δεν έτρωγαν ότι να ναι». 
Τα κακομαθημένα.
Για όλα τα άλλα είχε κανονίσει ο παππούς. 
Με τον πατέρα του. Τα αρνιά. 4 αρνιά δωδεκάρια. Τα τυριά, τα ποτά. Κι ένα δωδεκάρι ουίσκι για το τέλος!
Όλα δωδεκάρια ήταν.

 Το δωδεκάρι ουίσκι ήταν σπέσιαλ. Με άλλη γεύση και υφή. Δωδεκάχρονης παλαίωσης. Τα δωδεκάρια αρνιά, ήταν ιδανικά για τη σούβλα. Μόλις είχαν αρχίσει να παχαίνουν. Το λίπος τους ήταν τόσο, ώστε πάνω στη φωτιά, να λιώσει, να μείνει το ψαχνό και η τσίκνα να δώσει εκείνη τη θεσπέσια γεύση και την ευωδιαστή μυρωδιά, που έκαναν το ψητό πεντανόστιμο!
Αρνιά, κρασιά, ουίσκι, τα εγγόνια, όλα δωδεκάρια ήταν εκείνη την πρωτομαγιά!
Ο καιρός είχε ανοίξει ήδη 3-4 μέρες. Ήταν καλός.
Ο ήλιος έλαμπε και 2-3 συννεφάκια μαζί με το φορτίο τους απομακρύνονταν από το αεράκι ανατολικά…Είχε μια ψύχρα πρωί- πρωί, που αντιμετωπίστηκε από τις μανάδες με…ζακέτες, σκούφους και κασκόλ!
Ο παππούς διάλεξε το χώρο. Έδειξε στις γυναίκες που να στρώσουν τα κιλίμια, και ύστερα έδειξε που θα στηθούν οι σούβλες. Πρόσταξε με ύφος που δε σήκωνε αντιρρήσεις τα εγγόνια να φέρουν τα ξύλα από το αγροτικό και μετά μεγάλες πέτρες γύρω από τον καταρράκτη, να περιφράξουν τα κάρβουνα, να φυλακίσουν τη φωτιά. Όταν ετοίμασαν τις σούβλες, ο παππούς με τον πατέρα, άναψαν φωτιές, σκαλίζοντας κάθε λίγο και λιγάκι τα κάρβουνα και τα ξύλα…περιμένοντας να γίνουν τα κάρβουνα.
Η μάνα του και οι θείες του είχαν στρώσει τα μάλλινα χειροποίητα χαλιά, τα κιλίμια, που είχε φτιάξει η χρυσοχέρα γιαγιά του μόνη της στον αργαλειό, πάνω στο καταπράσινο νοτισμένο χορτάρι, ακριβώς δίπλα στον μικρό καταρράκτη που σχημάτιζε μια μικρή λίμνη, μια «μπάρα» όπου έβαζαν μέσα τις μπύρες και τις ρετσίνες να παγώσουν.
Οι πιο τολμηροί μπήκαν στα παγωμένα νερά του Ολύμπου μέχρι τα γόνατα. Οι αντιδράσεις τους φανέρωναν του λόγου το αληθές. Ήταν σα να έμπαινες μέσα σε μπανιέρα με παγάκια!
«Μπούζζζζ»αναφώνησε ένα ξαδερφάκι του από το χωριό..!
Κόντευε να μεσημεριάσει, οι μυρωδιές τρυπούσαν τις μύτες. Κάθε τόσο, ο παππούς σηκωνόταν έκανε έναν έλεγχο στα ψητά. 
Με μια πιρούνα τρυπούσε τα μπούτια, άνοιγε να δει αν είχε ψηθεί μέσα, έκοβε με χειρουργική ακρίβεια μια πιρουνιά, την περιεργαζόταν, δοκίμαζε το κρέας…
 "Κρατάει ακόμη" έλεγε απευθυνόμενος στη γιαγιά που είχε το γενικό πρόσταγμα στις ετοιμασίες: «έχει αίμα, δεν ξεκόλλησε από το κόκκαλο το κρέας» και πρόσταζε να συνεχίσει στον ίδιο ρυθμό το γύρισμα.
«Σε 20 λεπτά θα είναι έτοιμο» ανακοίνωσε και οι γυναίκες σα να τις χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα, σηκώθηκαν και άρχισαν να στρώνουν το τραπέζι. Τα κιλίμια δηλαδή, που θα γινόταν το υπαίθριο τραπέζι καταγής.
Ο ήλιος άρχισε να καίει, το αεράκι δρόσιζε τα μάγουλά τους, η θέα των ψητών με τα τυριά, τις πίτες τις σαλάτες, όλα απλωμένα στο κέντρο και γύρω -γύρω όλοι πήραν θέση πάνω στα χαλιά και τα κιλίμια, κάθε οικογένεια μαζί, ο πατέρας, η μάνα και τα παιδιά…και στο σκαμνί –που κουβαλούσε στο αγροτικό του πάντα, ο παππούς. Έφαγαν χόρτασαν έσκασαν τραγούδησαν ήπιαν. 
Εκτός από 3-4 εγγονάκια, τα μικρότερα, 4-5 χρόνων, και τη μικρή Αλεξάνδρα την αδελφή του που ήταν σχεδό12 ετών, που το ένα τους ξίνιζε το άλλο τους μύριζε…
Η Αλεξάνδρα έφαγε λίγο και μετά ανέλαβε –σχεδόν σαν τιμωρία -την σούβλα με το μικρότερο αρνί. Αυτό, για συμπλήρωμα ή για την οικογένεια στο σπίτι. Έψηνε και σιγοτραγουδούσε…Είχαν ξεκοκαλίσει 2 χαρούμενα «ανοιξιάτικα» αρνιά ή ένα αρνί και 1 κατσίκι, ή 2 κατσίκια, που είχαν γλυτώσει το μαχαίρι την Πασχαλιά, αλλά όχι από τον παππού … την πρωτομαγιά!
Το μικρότερο δεν πρέπει να ήταν δωδεκάρι κοντά στα 10 κιλά το υπολόγισε η μάνα του, ψηνόταν αργά- αργά καθώς η φωτιά είχε «αδυνατήσει».
 Η τσίκνα από τα 3-4 τρία-τέσσερα κιλά χωριάτικα λουκάνικα με πράσο, -για ποικιλία- είχε απλωθεί στην πλάση, είχε κυριαρχήσει έναντι της απαλής μυρωδιάς των ευωδιαστών αγριολούλουδων, μισό δοχείο τυρί και σαλάτες, μαρούλια, παντζάρια, μελιτζανοσαλάτες, καυτερές πιπεριές. 
Έπιναν και κουβέντιαζαν. 
Για την πολιτική κατάσταση και τα οικονομικά. Σενάρια, συνομωσιολογία, εκτιμήσεις, προβλέψεις. Κορώνες, εξυπνάδες, χιούμορ, βρισιές. Άκουγε για Βασιλιάδες και Δικτάτορες, για δημοκράτες , κομμούνια και φασίστες και του φαινόταν τόσο απόμακρα σαν παραμύθι, αλλά ήταν διηγήσεις από τα στόματα του παππού, του θείου, του γαμπρού…
Δεν είχε καταλάβει ποιοι ήταν οι καλοί και ποιοι οι κακοί.Στο μυαλό του τους λογάριαζε όλους για κακούς. 
Μα τι τον ένοιαζε;

Ο παππούς έλαμπε από χαρά. Όλη η οικογένεια μαζεμένη και αυτός περήφανος, έπινε το κρασί του, κοιτούσε τριγύρω έναν έναν χωριστά…Χαμογελούσε.
Ξάπλωσε στο χορτάρι, ακουμπώντας στον βράχο που ήταν στην άκρη του μικρού ρέματος, κοιτούσε προς τον Όλυμπο. Κοίταξε τον ουρανό και σεργιάνησε με το βλέμμα του ολόκληρο τον ορίζοντα. Μετά έσκυψε το κεφάλι και τα μάτια του κόλλησαν ανάμεσα στα δάχτυλα και στις χάντρες του κομπολογιού του. Βυθίστηκε στη σιωπή..Ξαφνικά άρχισε να τραγουδάει…
«Ωρέ να ήσαν τα νιάτα δυο φορές…». Σχεδόν βούρκωσε. Βούρκωσε από ευτυχία. Αυτός και ένα τσούρμο παιδιά κι εγγόνια τριγύρω του. Η μεγαλύτερη ευτυχία. Τα παιδιά είναι ο πλούτος. «Έπιασε» μετά «τον αετό τον περήφανο», και ύστερα την «ιτιά» και άλλα…Οι άντρες έπιναν, κάπνιζαν, γελούσαν.Κοιτούσαν και προς τη διπλανή παρέα με τις ωραίες γυναίκες. Αρκετές φορές έσκυβαν και κάτι έλεγαν ψιθυριστά και κοίταζαν προς το μέρος τους. Κοίταζε κι αυτός.
Τα παιδιά έπαιζαν. Κυνηγητό, κρυφτό, μπάλα… Ένα άστοχο σουτ, γκρέμισε μπουκάλια και τάπερ…
Φώναξε η θεία Λέγκω αλλά ο παππούς με αυτοκρατορικό ύφος: «αφήστε τα παιδιά να παίξουν. Δε χάλασε ο κόσμος… Μην τα μαλώνετε τα παιδιά. Παιδιά είναι…».
Ο παππούς σηκώθηκε, πήγε πήρε ένα κομμάτι ψαχνό από το αρνί που είχε μείνει…Μπήκε ανάμεσα στα «μικρά» με τη μπάλα στα πόδια. Έτρωγε και έκανε ντρίπλες. Τον κυνηγούσαν όλα μαζί. Μασουλούσε κι έπαιζε.
Γελούσαν. Ανέμελες στιγμές. Οι διάδοχοι απολάμβαναν τα ανέμελα χρόνια τους, με ζωηρές φωνές και γέλια. Μετά άρπαξε στην αγκαλιά του τα πιο μικρά, τα σήκωσε με τα χέρια του ψηλά στον ουρανό. Μετά κυλιόταν στο χορτάρι, πάλευε μαζί τους και τα γαργαλούσε. Σα μικρό παιδί.
Είχε πάει 4 και ο ήλιος είχε κρυφτεί στα ριζά του Ολύμπου. Η σκιά έφερε δροσιά. Και κρύο. Οι γυναίκες στο πηγαδάκι τους παινευόταν για τα παιδιά και τις επιδόσεις τους, στο σχολείο, για τα έπιπλα, τα φουστάνια… Οι άντρες για τα λεφτά και την παραγωγή.Τα παιδιά, με τα παιχνίδια και τα παιδικά έργα της τηλεόρασης…Έτσι κύλησε η πρωτομαγιά.
Πρώτη η μάνα του σηκώθηκε με τις ζακέτες στο χέρι και φώναξε τα παιδιά να πλησιάσουν. Κανένα δε συγκινήθηκε. Ήταν κατακόκκινα και ιδρωμένα από το παιχνίδι.Όταν ο παππούς ρώτησε τι ώρα «πήγε» όλοι πετάχτηκαν όρθιοι. Για αναχώρηση. «Φεύγουμε» αναφώνησαν όλα μαζί, καθώς πλησίαζε η ώρα που θα έπαιζε στην τηλεόραση το αγαπημένο τους σήριαλ. Ο παππούς με μια χειρονομία έδωσε το σήμα. «Άιντε να φεύγουμε σιγά-σιγά».
Οι γυναίκες μάζεψαν τα φαγητά.
 Οι άντρες τις σούβλες.
Τα παιδιά τα σκουπίδια…
Σταμάτησαν «κόκαλο» όταν άκουσαν την κραυγή της μικρής ξαδερφούλας που είχε πέσει καταγής. Δεν έκλαιγε γι αυτό, αλλά για το τριβόλι που είχε καρφωθεί στην παλάμη της. 
Το περιστατικό αντιμετωπίσθηκε κατά το δοκούν. Πέρασε ίσα με μια ώρα μέχρι να ετοιμαστούν και να αναχωρήσουν ο καθένας για το σπίτι του. Στη διαδρομή ο Αχιλλέας άκουγε τον πατέρα του να σχολιάζει τα περιβόλια, τις φυτείες, δεξιά και αριστερά του δρόμου. Αυτός ο τόπος είναι εύφορος και πλούσιος. Έδινε μεγάλους και γευστικούς καρπούς. Κι όταν τον σκάλιζαν πιο βαθιά, η τσάπα και το αλέτρι έβγαζε και αρχαία κεραμικά , νομίσματα Ρωμαϊκά, αγαλματίδια, ιστορία και περηφάνια.
Σκάλιζαν τη γη, με τον ιδρώτα του προσώπου τους έτρωγαν το ψωμί τους.
Έτρωγαν βέβαια «ψωμί» αν πήγαινε καλά η χρονιά, αν δεν είχε καταστρέψει τη σοδιά χαλάζι ή πρώιμη παγωνιά. 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ από το βιβλίο Ο ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΣΕ ΤΗ ΓΟΡΓΟΝΑ του Θεοχάρη Μπικηρόπουλου και τις εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ