«Μας αλάλιασε η όραση» λέει σε μια από τις εξαίσιες διατυπώσεις του ο Νίκος Καρούζος. Και όντως, όταν κοιτάς στ’ αλήθεια, όχι βέβαια την ασήμαντη επιφάνεια των πραγμάτων, αλλά το πελώριο διαρκές γεγονός που είναι η ζωή, αλαλιάζεις από το μέγεθος και το απέραντο και την ανείπωτη τύχη ότι σου έλαχε να ζεις. Μια τύχη άπαξ. Και είναι αυτή η συνείδηση της φοβερής σου τύχης που σε σπρώχνει να σπαταληθείς για να μην τη σπαταλήσεις. Να «κοιτάξεις» όσο πιο πολύ γίνεται, για να κατανοήσεις ένα μικρό, μικρότατο μέρος του μεγαλείου που σε περιβάλλει, αλλά που είναι αρκετό για να φέρεις σε πέρας «το πιο μακρύ, το πιο δύσκολο και το πιο ωραίο ταξίδι που είναι το ταξίδι από τα μάτια του ενός στα μάτια του άλλου», για να θυμηθούμε και τη φράση του Κωστή Μοσκώφ. Ενός βαθύτατου ανθρώπου που τίμησε την όραση μετατρέποντάς τη σε αγαθοεργία, με την έννοια της συνειδητής, κοπιώδους, πληρωμένης με βαρύ προσωπικό κόστος αγαθής χειρονομίας. Γιατί, βέβαια, σε τέτοιους ανθρώπους η όραση δεν είναι τυχαία, ανερμάτιστη και αδιάφορη. Δεν έρχεται απ’ έξω. Σ’ αυτούς τους ανθρώπους η όραση αναβλύζει. Τα υπόλοιπα είναι τρέχοντα περιστατικά, ασύνδετα και γι’ αυτό αιχμηρά. Τεμαχίζουν την όραση κάνοντας τον κόσμο ασύστατο. Συμπίλημα περιπτώσεων ασύνδετων μεταξύ τους, έτσι που το «εν το παν» του Παρμενίδη να μοιάζει τυχαίο. Το θέμα, λοιπόν, είναι πόση καθολικότητα, πόσο πλήθος θα αναβλύσουν από το βλέμμα ώστε να δει η όραση το φως της. Δηλαδή, το γεωργημένο λυγρό της ευμετάβλητης σκιάς της που παρασέρνει τα υποκείμενα σε διαρκείς μετατοπίσεις μέσα στη μεγάλη εικόνα καθώς ρέει και μετασχηματίζεται. Το άφατο συγκεκριμένο που ρέει στην Ιστορία, στην Τέχνη, στην πολιτική, στη θρησκεία, στην οικονομία, στην επιστήμη, στην ερμηνεία, προπάντων στην ερμηνεία, και τις ποτίζει με αίμα. Σε μια προσπάθεια να μην είναι το αποτέλεσμα της όρασης κατώτερο των προσδοκιών. Των προσδοκιών που διατυπώνονται με μια γλώσσα που δεν χάνει μήτε τον ενθουσιασμό της μήτε τη λύπη της. Είναι η γλώσσα που προσπαθεί με το βαθύ βλέμμα της δημιουργίας να κοιτάξει όσο γίνεται πιο μακριά και να ερμηνεύσει το υπέροχο ακατανόητο του υπάρχειν. Και ας μην ξεχνάμε ότι αυτή η γλώσσα δεν τελειώνει πουθενά γιατί έρχεται από παντού. Κάποτε αρκεί ένας και μόνο αναστεναγμός για να χωρέσει η λύπη ολόκληρη. Και κάποτε αρκεί να κοιτάξεις ένα και μόνο δάκρυ στο πρόσωπο ενός παιδιού για να συγκλονιστείς από το πελώριο μέγεθος της σκληρότητας.
Αυτή λέω πως είναι η όραση που μας αξίζει.
Γι’ αυτό μου είναι στ’ αλήθεια ακατανόητος ο τρόπος που βλέπουν τη ζωή και τον κόσμο όλοι αυτοί που σφαγιάζουν λαούς ολόκληρους και οδηγούν στην ανείπωτη δυστυχία την οικουμένη. Μου είναι ακατανόητος ο δαίμονας της ισχύος, αυτή η ύβρις, που κατατρώει την όρασή τους και χάνουν το φως από τα μάτια τους. Αυτοί οι ένοχοι μιας εγκληματικής τυφλότητας, που τους οδηγεί στο καθεστώς του άδειου βλέμματος πάνω στον κόσμο, γιατί κοιτάζουν μόνο το βλέμμα τους και σιγά-σιγά γίνονται η εικόνα του βλέμματός τους. Δεν βλέπουν τίποτε άλλο οι πραγματικά αόμματοι της ύπαρξης. Γιατί η όραση είναι υπόθεση ολόκληρης της ύπαρξης. Θα ήταν, λοιπόν, ηλίθιος -για να χρησιμοποιήσω ένα κορυφαίο παράδειγμα- όποιος θεωρούσε τυφλό τον Μπόρχες. Άλλοι είναι οι ανίκανοι της όρασης, μ’ εκείνο το αφηνιασμένο βλέμμα μιας δειλίας που γκρεμίζεται διαρκώς μέσα στα μάτια της και σφάζει για να κρυφτεί. Οι ανίκανοι της όρασης με το νωθρό, αργόσυρτο βλέμμα στις τραγωδίες των ανθρώπων. Εκείνοι με το ακέφαλο βλέμμα. Και εκείνοι με το βλέμμα ασχήμιας που δεν θα καταφέρει ποτέ -από δειλία πάντα- να κοιτάξει στα ίσια τον μέγα εχθρό: τον εαυτό του. Φαντάσου, όμως, να βλέπεις τον κόσμο μ’ ένα βλέμμα που σε αποστρέφεται! Τότε δεν βλέπεις. μανιάζεις για εκδίκηση. Εκδικείσαι την ποίηση που είναι ο άνθρωπος. Γιατί ποτέ δεν θα αγρυπνήσεις με τον τρόπο του Διονυσίου Σολωμού όταν λέει:
Αυτή λέω πως είναι η όραση που μας αξίζει.
Γι’ αυτό μου είναι στ’ αλήθεια ακατανόητος ο τρόπος που βλέπουν τη ζωή και τον κόσμο όλοι αυτοί που σφαγιάζουν λαούς ολόκληρους και οδηγούν στην ανείπωτη δυστυχία την οικουμένη. Μου είναι ακατανόητος ο δαίμονας της ισχύος, αυτή η ύβρις, που κατατρώει την όρασή τους και χάνουν το φως από τα μάτια τους. Αυτοί οι ένοχοι μιας εγκληματικής τυφλότητας, που τους οδηγεί στο καθεστώς του άδειου βλέμματος πάνω στον κόσμο, γιατί κοιτάζουν μόνο το βλέμμα τους και σιγά-σιγά γίνονται η εικόνα του βλέμματός τους. Δεν βλέπουν τίποτε άλλο οι πραγματικά αόμματοι της ύπαρξης. Γιατί η όραση είναι υπόθεση ολόκληρης της ύπαρξης. Θα ήταν, λοιπόν, ηλίθιος -για να χρησιμοποιήσω ένα κορυφαίο παράδειγμα- όποιος θεωρούσε τυφλό τον Μπόρχες. Άλλοι είναι οι ανίκανοι της όρασης, μ’ εκείνο το αφηνιασμένο βλέμμα μιας δειλίας που γκρεμίζεται διαρκώς μέσα στα μάτια της και σφάζει για να κρυφτεί. Οι ανίκανοι της όρασης με το νωθρό, αργόσυρτο βλέμμα στις τραγωδίες των ανθρώπων. Εκείνοι με το ακέφαλο βλέμμα. Και εκείνοι με το βλέμμα ασχήμιας που δεν θα καταφέρει ποτέ -από δειλία πάντα- να κοιτάξει στα ίσια τον μέγα εχθρό: τον εαυτό του. Φαντάσου, όμως, να βλέπεις τον κόσμο μ’ ένα βλέμμα που σε αποστρέφεται! Τότε δεν βλέπεις. μανιάζεις για εκδίκηση. Εκδικείσαι την ποίηση που είναι ο άνθρωπος. Γιατί ποτέ δεν θα αγρυπνήσεις με τον τρόπο του Διονυσίου Σολωμού όταν λέει:
«Πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου».
Από την "Αυγή της Κυριακής"