16.1.23

Γ. Καραμπελιάς: Η Γενιά του ’30 στο μεταίχμιο του 20ού αιώνα

Στο μεταίχμιο της ελληνικής ιστορίας
Μεγάλωσα σε μια εποχή που ένιωθε βαριά και ίσως αφόρητη την παρουσία της “γενιάς του ’30” πάνω της. Ανατράφηκα με τον Βενέζη και τον Θεοτοκά, τον “Κοτζάμπαση του Καστρό-πυργου” του Καραγάτση  και τον “Επιτάφιο” του Ρίτσου, το σεφερικό “Μυθιστόρημα” και το “Μαραμπού”, την Υψικάμινο” του Εμπειρίκου και τα δοκίμια του Δημαρά. Γνώρισα τα δοκίμια του Κάλας μέσα από ξεχασμένα τεύχη της “Κομμουνιστικής Επιθεώρησης”, κάτω από άγνωστα ψευδώνυμα (Σπιέρρος) και τραγούδησα το “Άξιον Εστί”. Είδα τη ζωγραφική με τα μάτια του Τσαρούχη και την Αρχαία τραγωδία μέσα από τη σκηνοθεσία του Δημήτρη Ροντήρη. Συχνά τότε, νέος, δυσανασχετώντας γι’ αυτήν την πανταχού παρούσα “ξεπερασμένη” γενιά, ευαγγελίστηκα την έλευση μιας “καινούργιας γενιάς” που θα ξεπερνούσε την “προηγούμενη”, τη “γενιά της ήττας”, του Αναγνωστάκη, του Κύρου, του Λεοντάρη, και θα οικοδομούσε ένα θαρραλέο μέλλον, “υπερβαίνοντας επιτέλους” τον επαρχιωτισμό της ψωροκώσταινας, ατενίζοντας ^ θαρραλέα και χωρίς μάταιους ελληνοκεντρισμούς τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο που ανέτελλε μέσα από τα οδοφράγματα του ’68, τους Μπητλς και τον κινηματογράφο του Γκοντάρ.

Βέβαια δεν είχα διαβάσει τότε το “Ελεύθερο Πνεύμα” του Γιώργου Θεοτοκά, για να κατανοήσω πως και η δική του γενιά, η “γενιά του ’30”, έτρεφε την ίδια ακριβώς φιλοδοξία, “να τρέξει επιτέλους με γρήγορα αυτοκίνητα” την “Λεωφόρο Συγγρού” και να ξεπεράσει τον “Καημό της ρωμιοσύνης”, να συμβάλει στη δημιουργία μιας Ελλάδας που θα έπαιζε στο εξής ενεργητικό ρόλο στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού. “Όταν ο παλιός κόσμος πίσω μας θα καίγεται”! Αυτό υπήρξε και το ιδεώδες της δικής μου γενιάς, της “γενιάς του ’60”. Οι γενιές μας έμοιαζαν, και ίσως γι’ αυτό νιώθαμε τόσο έντονα να μας βαραίνει η παρουσία της γενιάς του ’30. Υπήρξαμε και οι δύο μεταπολεμικές, και οι δύο μετά μια μεγάλη καταστροφή, την Μικρασιατική και τον Εμφύλιο, και οι δύο σε εποχές μεγάλων ζυμώσεων, η πρώτη μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, εμείς μετά την αντιαποικιακή. Μετά την Κύπρο, την Κούβα και τον Κάστρο, ταυτόχρονα με το Βιετνάμ, τον Γκεβάρα, τον Μάο και το κίνημα του ’68, της εφόδου στον ουρανό. Και οι δύο ζήσαμε σε μια στιγμή οικονομικής και πολιτιστικής άνθησης, που έλαβε τέλος με… μια δικτατορία, και μια κατοχή (είτε του ’40 είτε της Κύπρου).

Τώρα ο αιώνας μας έχει κλείσει, η δική μου η γενιά εξασκεί ίσως τη δικτατορία της πάνω στους νεώτερους και η απόσταση επιτρέπει έναν πρώτο απολογισμό και κάποιες αναπόφευκτες συγκρίσεις και διαφοροποιήσεις.

Διάβαζα πρόσφατα τα λόγια του πρωθυπουργού κ. Σημίτη, όταν απευθυνόμενος προς τους “διανοουμένους και τους πνευματικούς ανθρώπους”, χαρακτήριζε την παλιά Ελλάδα, την Ελλάδα του Σεφέρη και της Αντίστασης, ως “Ελλάδα της ήττας και της μιζέριας”, ενώ αντιστρόφως εξεθείαζε την σύγχρονη “ισχυρή” Ελλάδα. Αφαιρώντας το στοιχείο της πιθανής προεκλογικής υπερβολής, αυτή η άποψη εκφράζει ακριβώς εκείνο το πνεύμα της παρακμής “μεσ’ σιην ευδαιμονία της σαρκός”, που δεν διαπνέεται από καμία αυτογνωσία και ανακηρύσσει την κατά κεφαλή κατανάλωση μπιφτεκιών σε στοιχείο ισχύος και πολιτιστικής ακμής. Και αυτό από ένα έθνος που παρουσιάζει τα έσχατα δείγματα της παρακμής, του οποίου οι “πνευματικοί άνθρωποι” συνωθούνται στους προθαλάμους των τηλεοράσεων και κανένα συλλογικό όραμα δεν τους διαπερνά. Γι’ αυτό δυστυχώς δεν υπήρξε ούτε “γενιά του ’80”, ούτε “γενιά του ’90”, στη σύγχρονη Ελλάδα.

Ξαναγυρνώντας λοιπόν στη γενιά του ’30, με όλες τις αναπόφευκτες συγκρίσεις με τις προηγούμενες ή τις επόμενες γενιές, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε πως το βάρος της στην πνευματική και πολιτισμική πορεία του τόπου μας υπήρξε καθοριστικό, αποφασιστικό. Η γενιά του ’30 θα σφραγίσει ολόκληρο τον ελληνικό 20ό αιώνα. Σήμερα μπορούμε να το διαπιστώσουμε, έχοντας πάρει την απαραίτητη απόσταση.

Κι αυτό οφείλεται σε μια σειρά από αιτίες, συγκυρίες και συμπτώσεις. Η πλέον ουσιαστική, που αφορά στην εσωτερική δυναμική και την πραγματικότητα του ελληνισμού, πηγάζει από την φύση της ως γενιάς μεταιχμίου. Υπήρξε μια γενιά που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο απόγειο της ακμής του νεώτερου ελληνισμού, που στα μάτια της άστραψε -“και χάθηκε” θα συμπληρώσει ο Σεφέρης- το όραμα της Ελλάδας που επί τέλους θα χωρούσε στα σύνορα της τον ευρύτερο ελληνισμό, που έζησε τη φοβερότερη καταστροφή της σύγχρονης ιστορίας, το ’22, και στη συνέχεια πίστεψε ή θέλησε να πιστέψει πως ο ελληνισμός, με όλο το οικονομικό και πολιτιστικό δυναμικό του, θα μπορούσε να μεταλαμπαδευτεί στο Ελλαδικό κράτος που έχασε μεν το “Βυζάντιο”, αλλά εύρισκε στη νέα Αθήνα του μεταπολέμου, των προσφύγων, της βιομηχανοποίησης, μια σύγχρονη πρωτεύουσα που θα μπορούσε να “εσωτερικοποιήσει” τον ελληνισμό και να τον παντρέψει με μια Ευρώπη που πλέον δεν θα ήταν εισαγόμενη αλλά γηγενής.

Αυτή η γενιά δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα έργο ίδιας ποιότητας σε όλους τους τομείς. Ούτε κατόρθωσε να ξεπεράσει το πεδίο της τέχνης και να έχει μια ανάλογη συνεισφορά στους τομείς του φιλοσοφικού, του επιστημονικού ή του πολιτικού στοχασμού. Η δικτατορία του Μεταξά και προπαντός η Κατοχή, ο Εμφύλιος και το μετεμφυλιακό καθεστώς θα συντρίψουν τις απόπειρες για μια ωρίμανση και ολοκλήρωση της νεο-ελληνικής σκέψης. Και θα συντρίψουν, παρεμπιπτόντως, την γενιά που ακολουθούσε, εκείνη του ’40. Μετά την Κατοχή και τον Πόλεμο, τα καλύτερα μυαλά της Ελλάδας θα σιγήσουν είτε γνωρίζοντας τη μοίρα του Βελουχιώτη και των φυλακισμένων είτε την εσωτερική εξορία είτε τέλος θα εκπατριστούν αρδεύοντας αλλότρια εδάφη. Ο Νικόλας Κόλας, ο Κώστας Παπαϊωάννου ο Κορνήλιος Καστοριόδης, ο Μιχάλης Ράπτης, ο Αδωνις Κύρου υποδεικνύουν πως η νεοελληνική σκέψη θα μπορούσε να έχει μια άλλη εξέλιξη. Η δε “ποίηση της ήττας” και το έργο των Τσίρκα, Αναγνωστάκη, Κλείτου Κύρου, Καρούζου. Κατσαρού, Φραγκιά, κ.ά, επισημαίνουν τις δυνατότητες μιας γενιάς “που ρουφήχτηκε στο χώμα”.

Το έργο του μετασχηματισμού της νεοελληνικής σκέψης και πολιτισμού σε μια μείζονα, αυθεντική και πρωτόπυπη συνεισφορά στην ευρωπαϊκή σκέψη, θα μείνει ημιτελές. Διότι δεν θα προλάβει να ολοκληρωθεί αυτή η συγχώνευση εγχώριου και καθολικού, η μετεξέλιξη της βυζαντινής και νεοελληνικής λαϊκής παράδοσης σε έναν πρωτοτυπο νέο πολιτισμό. Όπως έλεγε ο Κωστής Μοσκώφ, μιλώντας για την αργόσυρτη και διαρκώς ανολοκλήρωτη μετεξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας, ο “καημός της ρωμιοσύνης” θα συνεχίσει να βαραίνει επάνω μας. Για άλλη μια φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το έργο θα μείνει ημιτελές και ο παρασιτισμός και η εθελοδουλία θα θριαμβεύσουν. Οι νεοέλληνες θα παραμείνουν διχασμένοι και σχιζοφρενικοί, απόλυτα εξαρτημένοι από τη Δύση σε ό,τι αφορά τον υλικό πολιτισμό, την ιδεολογία, τα πολιτικά ρεύματα, και ταυτόχρονα αγκιστρωμένοι στα ψήγματα της παράδοσης, σε μια μεταλλαγμένη ορθοδοξία, επιχειρώντας να επιβιώσουν σε έναν κόσμο που τους είχε θέσει στο περιθώριο. Πλέον θα έχει χαθεί η μεγάλη δύναμη του ελληνισμού που για τρεις χιλιάδες χρόνια, με ορόσημο αυτή “τη γενιά του τριάντα”, τροφοδοτούσε και επανατροφοδοτούσε τις αναγεννήσεις, τα όνειρα και τις αντιστάσεις μας. Γι’ αυτό και η “γενιά του ’60”, η δικιά μου γενιά, θα μείνει κατώτερη από εκείνη του ’30. Ο ορίζοντάς της είχε στενέψει, σε μια Ελλάδα άθυρμα της Δύσης. Ωστόσο συνιστά μια απόπειρα. Που οι επόμενες “γενιές”, ιδιαίτερα από το 1980 και μετά, ούτε καν θα επιχειρήσουν. “Πεθαίνω σα χώρα” θα γράψει στη δεκαετία του ’80 ο Δημήτρης Δημητριάδης σε ένα υπέροχο κείμενο. Και το αδιέξοδο θα το επισημαίνει η καθυστερημένη αναφορά στη “νεο-ορθοδοξία”.

Βαδίζοντας προς τα πίσω

Αν η γενιά του ’30 και μάλιστα στις πιο φωτεινές της μορφές, επιχείρησε, πατώντας στην παράδοση ή επανανακαλύπτοντάς την, να ξανοιχτεί στον ευρυτερο κόσμο και να θεμελιώσει έναν παγκόσμιας αξίας νεοελληνικό πολιτισμό, το ρεύμα της “νεο-ορθοδοξίας”, δημιούργημα της γενιας του ’60, το σημαντικότερο ελληνικο ιδεολογικό ρεύμα των δεκαετίας του ’80 και του ’90, θα υποχρεωθεί πάει πιο πίσω. Αντίκρυ στην έκπτωση της νεοελληνικής ταυτότητας, απέναντι στην απειλή της ολοκληρωτικης εξαφάνισης της ελληνικής ιδιοπροσωπίας, θα υποχρεωθεί να κάνει, για μια ακόμα φορά στα τέλη του 20ου αιώνα, ένα ταξίδι προς τα πίσω. Οχι πλεον στον Μακρυγιάννη ή τον Θεόφιλο, όχι πλέον σε ένα δημοτικό τραγούδι που σβήνει πια, όπως έκανε η γενιά του ’30, αλλά ένα ταξίδι στις ίδιες τις μακρινές ρίζες της νεο-ελληνικής ταυτότητας, στον Γρηγόριο τον Παλαμά και τους Πατέρες της εκκλησίας, στην αρχέγονη εκκλησιαστική κοινότητα και τον “ένδοξόν μας βυζαντινισμό”.

Αυτό το εγχείρημα που απεδείχθη εξαιρετικά γόνιμο και αποκάλυψε κρυμμένους θησαυρούς, μαρτυρά ταυτόχρονα την δεινή μας θέση καθώς και τα όριά του. Το ότι είμαστε σήμερα υποχρεωμένοι, απέναντι στην σαρωτική λαίλαπα του εκσυγχρονισμού, να αντιπαραθέτουμε όχι ένα όραμα για το μέλλον, έχοντας “χωνέψει” την παράδοσή μας με τη νεωτερική πραγματικότητα, αλλά αυτή καθ’ αυτή την απώτερη παράδοσή μας ως ένα στοιχείο αντίστασης, αυτό ακριβώς καταδεικνύει το αδιέξοδο μας. Όταν ο Χρήστος Γιανναράς επισημαίνει την απώλεια νοήματος του σύγχρονου ελλαδισμού, ορθά επισημαίνει ότι αυτή συνδέεται με την εξάλειψη της παλιάς κοινότητας, της εκκλησιαστικής “ενορίας”. Ωστόσο είναι εντελώς απελπισμένη και αδιέξοδη κάθε προσπάθεια αναβίωσής της. 0α έπρεπε να μπορούμε να φανταστούμε “νέες πολιτείες” και “νέες κοινότητες” που θα αντλούν από την παράδοσή μας και από την “εκκλησία”, αλλά θα είναι ταυτόχρονα σύγχρονες, δεμένες με νέα αιτήματα, με νέες πνευματικότητες, με νέες ανάγκες, με νέες κοινωνικές αναδύσεις. Το γεγονός ότι δεν μπορούμε να διαμορφώσουμε καμία τέτοια πρόταση και αντίθετα ζούμε σε ένα ζοφερό πνευματικό περιβάλλον μαϊμουδισμού και ακαδημαϊκής βλακείας, επιβεβαιώνει τόσο την αξία της “νεο-ορθοδοξίας”, ως ρεύματος που ανασκάπτει στα έγκατα της ταυτότητας μας και ως στοιχείο αντίστασης, αλλά ταυτόχρονα και τον αμυντικά και όχι οραματικό χαρακτήρα του εγχειρήματος. Παρ’ όλο λοιπόν που προχώρησε “περισσότερο” από τη γενιά του ’30, σε ορισμένες πλευρές ταυτόχρονα έμεινε “πίσω” ως προς την απόπειρα της σύνθεσης.

Αντίθετα, η γενιά του ’30, έστω σε ένα περιορισμένο πεδίο, της τέχνης κατεξοχήν, επιχείρησε να πραγματοποιήσει μια τέτοια σύνθεση και ως προς αυτό, παραμένει η σημαντικότερη “γενιά” του 20ού αιώνα, εκείνη που υποδεικνύει τις δυνατότητες και το ανολοκλήρωτο του σύγχρονου ελληνισμού.

Αν κάποτε υπάρξει στην Ελλάδα μια γενιά -και άμποτες αυτό να συμβεί όσο πιο σύντομα γίνεται- που θα επιχειρήσει και θα επιτύχει επί τέλους να πραγματοποιήσει την ωρίμανση του νεώτερου ελληνικού κόσμου, αν τέτοιο εγχείρημα είναι δυνατό στις μέρες μας, τότε θα ξαναβρεί στη γενιά του ’30 τη σημαντικότερη πηγή της έμπνευσης της. Για να πάψει “το μαρμάρινο τούτο κεφάλι” να εξαντλεί τους αγκώνες μας.

από το Άρδην τ. 25-26, Μάιος-Ιούλιος 2000


ΠΗΓΗ ΑΡΔΗΝ