2.7.21

Βαλεντίνη Βούλγαρη, «Νότες για την Ισαβέλλα»

Όταν ήρθε η ώρα των βιβλίων, των εγγράφων και των χειρογράφων, το όμορφο εξοχικό σπίτι των Βούλγαρη στο Γαστούρι είχε πια ξυπνήσει από το ληθαργικό ύπνο στον οποίο είχε περιπέσει τον εικοστό αιώνα.Αγκαλιασμένο στοργικά από το χωριό, το σπίτι κοίταζε προς τη δύση, πάνω από τους χαμηλούς μακρινούς λόφους με τις ελιές και τα κυπαρίσσια, και προς το χωριό των Αγίων Δέκα με το ψηλό καμπαναριό του, που θύμιζε αόριστα τη βενετοκρατία, και το πιο ήπιο καταπράσινο βουνό πίσω του με τις απαλές καμπύλες, από όπου ερχόταν η βροχή.
Το καταφύγιο χωριό —χωρισμένο στα δύο από το χαρούμενο ποτάμι, με την «Πηγή της Αυτοκράτειρας», που του χάρισε η αιώνια αγαπημένη του Αυτοκράτειρα της Αυστρίας Ελισάβετ (που δεν την είπε ποτέ «Σίσσυ»), όταν από όλη την ονειρεμένη Μεσόγειο, όπου τριγυρνούσε την ομορφιά της και τα αρχαία πάθη της διάλεξε τους λόφους του Γαστουριού για να χτίσει το σπίτι της εκατό χρόνια πριν— αποχαιρετούσε τον εικοστό αιώνα, με τα σπίτια του πολύβοα από παιδιά, με τις αναγεννησιακές του ώχρες ξεθωριασμένες, με τις στενές πέτρινες σκάλες των ανηφορικών του δρόμων τους τοίχους που ακολουθούσαν ευλαβικά τις καμπύλες του κεντρικού δρόμου με τις στρογγυλεμένες γωνιές τους, αλλού οξείες, αλλού αμβλείες. Οι ορθές γωνίες έδειχναν ποια σπίτια ήταν καινούργια, αλλά κι αυτά βιάζονταν να παλιώσουν κάτω από μαβιές μπουκαμβίλιες και κέρινα γιασεμιά, ανακατεμένα με κάποια ρόδινη, αναρριχόμενη κοντέσα σάρρα.
Το χωριό ήταν αθέατο από το σπίτι. Ψηλοί μαντρότοιχοι σκεπασμένοι από λαίμαργους κισσούς φρουρούσαν την απομόνωση του σπιτιού, όπως ταίριαζε στην ιστορία και την τάξη του.
Στο χωριό το ονόμαζαν αόριστα «Το αρχοντικό». Το όνομά του δεν το χρωστούσε ούτε στο μέγεθος ούτε στην απλοϊκή αρχιτεκτονική του. Ήταν αρχοντικό, επειδή το είχαν κατοικήσει άρχοντες.
Εκείνη την τελευταία δεκαετία του εικοστού αιώνα, το χαμηλό αρχοντικό είχε ήρεμα και ευγενικά αποκατασταθεί, οι ξεφλουδισμένοι τοίχοι είχαν ξαναβρεί τα αλλοτινά ρωμαλέα τους χρώματα, η αποθήκη των κρασιών με τα ψηλά βόλτα, ενωμένη πάντα με το σπίτι, είχε τώρα αλλάξει χρήση, έτοιμη να φιλοξενήσει τα νέα ζευγάρια και τα μικρά παιδιά, που άνθιζαν μαζί με το φρεσκοφυτεμένο κήπο.
Ανάμεσα στις αιωνόβιες δάφνες, τους λαμπερούς λέανδρους και τους άνισους φοίνικες, που φρουρούσαν τη δυτική πρόσοψη του σπιτιού, καινούργια, αστραφτερά λουλούδια σημάδευαν τα όρια της νεαρής χλόης, που ξετυλιγόταν ανάμεσα στην παλιά αποθήκη και τα οπωροφόρα του κάτω κήπου, όπου κατέφευγαν ανενόχλητα τα πουλιά του χωριού και τα ποντικόμορφα πετόνια με τις φουντωτές ουρές, που πηδούσαν από κλαδί σε κλαδί, ψάχνοντας τους αραιούς καρπούς των γερασμένων οπωροφόρων.
Τα παλιά έπιπλα, που ασφυκτιούσαν στα μεγάλα δωμάτια του σπιτιού, είχαν τώρα απλωθεί και στην καινούργια πτέρυγα, επιδιορθωμένα και φρεσκοκερωμένα από Κερκυραίους και Ζακυνθινούς τεχνίτες οι πίνακες και οι εικόνες είχαν απαλά καθαριστεί, τα μπρούτζινα κρεβάτια έλαμπαν με τα καινούργια τους ασπροκεντήματα. Το ίδιο το σπίτι είχε καθοδηγήσει με σταθερό χέρι το ξύπνημα και την οργάνωσή του, διατηρώντας την αρμονία του, διαλέγοντας, μόνο του θαρρείς, όγκους, χρώματα και στολίδια. 
Ζούσε έξω και πέρα από το χρόνο.

Βαλεντίνη Βούλγαρη, «Νότες για την Ισαβέλλα», εκδ. Εστία, 2003, σελ. 13-14