2.7.21

Ζωή χωρίς ποίηση, Θεόδωρος Γρηγοριάδης

Για δες καιρό που διάλεξε ο ποιητής να παρουσιάσει την έκτη ποιητική συλλογή του, Αντιστηρίγματα, στον Διάδρομο του Βιβλίου, εκείνο το στενό καλτ πέρασμα στο αδιέξοδο δρομάκι πίσω από... την Ακαδημίας. Ώρα οκτώ το βράδυ, έλεγαν οι προσκλήσεις. Ακριβώς επειδή ο ποιητής συνηθίζει στις εννιά και μισή να πίνει το καλό του κρασί σε μία μπρασερί ένα τετράγωνο παραπάνω, στη Διδότου. Πήγαμε κι εμείς, οι παρακατιανοί της ποίησης, ο Μάρκος είχε λυσσάξει τότε…

Όρθιο περίμενε το κοινό, επειδή ο ποιητής ζήτησε να αφαιρεθούν όλες οι καρέκλες. Ο ίδιος θα στεκόταν στη μικρή σκηνή που, χρόνια τώρα, κάθε βράδυ στέγαζε τις ποιητικές αναλαμπές της πόλης. Βγήκε στην ώρα του ο ποιητής και ζήτησε να μη βγάλει άχνα κανένας. Βραβευμένος χρόνια από ενώσεις και συλλόγους, το όνομά του είχε γίνει δρόμος σ’ ένα ανηφορικό στενάκι μιας κωμόπολης στην Πελοπόννησο.
Έξω κυλούσε η ζωή όπως πάντα. Μποτιλιαρισμένη, γιατί, αν δεις την Ακαδημίας και τη Σόλωνος άδεια, μια θλίψη είναι. Το αυτοκίνητο της αστυνομίας δεν μπορούσε να εισχωρήσει ανάμεσα στα αυτοκίνητα. Οι μισοί κορνάρανε στους άλλους μισούς και τυχεροί όσοι είχανε στερεοφωνικά να ακούνε τον Derti, τον καλύτερο αισθηματικό σταθμό της πόλης.
Κι ο ποιητής βαρυγκομούσε και δεν μπορούσε να αρχίσει. Οι αστυνομικοί πετάχτηκαν κι έτρεχαν πίσω από τον νεαρό που είχε παρατήσει στο πεζοδρόμιο της Λυρικής Σκηνής το στραπατσαρισμένο του αυτοκίνητο κι έτρεχε να βρει καταφύγιο στα πέριξ στενάκια. Γιατί άραγε προτιμούν τα στενά κι αδιέξοδα οι δραπέτες της νομιμότητας;
Να το στενάκι, να μια μικρή πορτούλα που βγάζει σε κάτι σαν ημιυπόγειο. Μια χαρά είναι εδώ μέσα για τον έκνομο. Πηδάει και βλέπει από το άνοιγμα τον ποιητή να καταριέται τη βουή και την αντάρα της πόλης. Τα αδημονούντα βλέμματα του κοινού από κάτω. Μια κυρία κοιτάζει ερωτηματικά και νομίζει ότι αρχίζει το δρώμενο: «Ποιος είστε εσείς; Ποιητής;».
Ο εισβολέας, με το μαχαίρι προτεταμένο, απειλεί τους πάντες να ανοίξουν διάδρομο για να βγει. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Ο ποιητής βαρυγκωμά και «Σκότωσέ με» λέει «άφησέ με όμως να απαγγείλω πρώτα».
«Λέγε λοιπόν» ουρλιάζει ο ληστής. Αρχίζει ο ποιητής να απαγγέλλει, ενώ οι αστυνομικοί φράζουν τη μοναδική είσοδο του στενού.
«Μην πλησιάσει κανείς» φωνάζει ο δράστης, κι ο ποιητής συνεχίζει. «Πιο καθαρά, να σ’ ακούω» ουρλιάζει ο δράστης. «Πες τους, σ’ εκείνους εκεί πίσω, ότι είναι αλήτες και ληστές. Λέγε, ρε». Του τα λέει στον σβέρκο, κι ο ποιητής φτιάχνει αναγκαστικά ρίμες, γιατί το μαχαίρι στον σβέρκο του απαιτεί κάθε στροφή να έχει ιαμβικό μέτρο. Ο ληστής συγχύζεται που ο ποιητής δεν του φτιάχνει ομοιοκαταληξία: «Φτιάξε, ρε, στιχάκια».
«Είμαι του ελευθερωμένου στίχου» βαρυγκομάει ο ποιητής και αναθεματίζει τη νεωτερικότητα που του στερεί την έμμετρη αντίσταση. Αναγκάζεται να βάλει λόγια και στίχους που προδίδουν την πίστη του.
«Δεν μπορώ άλλο, καλύτερα να με σκοτώσεις».
Το κοινό παραληρεί. «Άφησέ τον! Να απαγγείλει όπως εκείνος θέλει. Θάνατος στον παρνασσισμό!»
Ο ληστής διεγείρεται ακόμη περισσότερο με τον κόσμο. Γιατί το κοινό ακόμη δεν κατάλαβε ότι δεν βρίσκεται σε ποιητικό happening, σε μια πολιτιστική δράση δηλαδή που υποστηρίζεται από κέντρα βιβλίου και παρόμοιους φορείς.
Δια-δράση. Δια-δραστική παρέμβαση. 
Ποιητική παρεμβατικότητα στην πόλη ονόμασαν αργότερα το γεγονός ότι ένας ποιητής μαχαιρώθηκε επειδή θυσιάστηκε στη νεωτερική εκδοχή μιας ληστείας.



Θεόδωρος Γρηγοριάδης, «Ζωή χωρίς ποίηση», Χάρτες, Πατάκης, 2007, σ. 103-105.