Πίνακας του Γιάννη Γαΐτη |
Αυτό συμβαίνει καθώς, όλη την πενταετία 2015-2020, υπό την επήρεια του πολλαπλώς καταστροφικού για την Ελλάδα περάσματος της «πρώτης φοράς αριστερά» (με ολίγην από Καμμένο) στην εξουσία, ο χώρος του Άρδην έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο να ξεκαθαριστούν οι διαχωριστικές γραμμές από την μεταπολιτευτική, και παγκοσμιοποιημένη πλέον, αριστερά. Και όντως, η τομή έφτασε μέχρι το ιδεολογικό και συνάμα πολιτισμικό μεδούλι, με την έννοια ότι μέσα σε αυτήν την πενταετία ξεκαθαρίστηκε πλήρως το αίτημα για την υπέρβαση του διπόλου αριστερά-δεξιά προς έναν νέο δημοκρατικό πατριωτισμό, τις διαστάσεις και τα χαρακτηριστικά του.
Τώρα, σταδιακά, μέσα από την ολότελα διαφορετική εμπειρία διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, ξεκινάει μια διαδικασία αποσαφήνισης του στίγματος που έχουμε απέναντί στον έτερο πόλο, και σήμερα λόγω της ιδεολογικοπολιτικής καθίζησης που επικρατεί στον χώρο αριστερότερα του κέντρου, προσωρινά κυρίαρχο του πολιτικού συστήματος.
Τα πρώτα βήματα σε αυτήν την κατεύθυνση πραγματοποιήθηκαν με την άποψη περί «στρατηγικής αντιπολίτευσης» στην νέα Κυβέρνηση, δηλαδή, της μετωπικής αντιπαράθεσης με αυτήν στα πεδία εκείνα όπου συνεχίζει να υλοποιείται η παγκοσμιοποιητική και εθνομηδενιστική ατζέντα των ελίτ: Είτε αυτό αφορά στα ελληνοτουρκικά και το κυπριακό, και την προσπάθεια που κάνουν σήμερα τα δίκτυα επιρροής τύπου ΕΛΙΑΜΕΠ, Σόρος, και «γερμανικής Ευρώπης», να ενισχύσουν την θέση τους μέσα στα υπουργεία που τους ενδιαφέρουν· στο μεταναστευτικό, που είναι η πιο επικίνδυνη παραλλαγή του ελληνοτουρκικού ζητήματος, και την πολιτική εγκατάστασης εκτεταμένων μουσουλμανικών πληθυσμών στην Ελλάδα που υπονομεύει την θέση της έναντι του τουρκικού επεκτατισμού· στον εθνομηδενισμό, επίσης, ο οποίος θα βρει φέτος την αιχμή του στην… επίσημη επιτροπή εορτασμών του 1821 της Γιάννας Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη· ακόμα, στην εγκατάλειψη καίριων ζητημάτων που κρίνουν άμεσα την βιωσιμότητα και την συνοχή της ελληνικής κοινωνίας, όπως είναι το δημογραφικό, η άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και αποκλεισμών με την αποκέντρωση και την ενίσχυση της παραγωγικής οικονομίας, η καθίζηση της ελληνικής εκπαίδευσης, ακόμα, η βίαιη αποβιομηχάνιση που επιχειρείται μέσα από μια πολιτική παρασιτικής απολιγνιτοποίησης, τα περιβαλλοντικά ζητήματα κ.ο.κ.
«Στρατηγική», λοιπόν, «αντιπολίτευση» σημαίνει αντιπαράθεση στα καίρια και καθοριστικά για το μέλλον του Ελληνισμού, αυτά που κρίνουν τις εξελίξεις στην Ελλάδα, τόσο σε ό,τι αφορά στο εσωτερικό κοινωνικό της τοπίο, όσο και σε ό,τι έχει να κάνει με την εξωτερική επιβολή που υπονομεύει το μέλλον της. Δεν σημαίνει προφανώς, να βγαίνουμε στα «κάγκελα», για τον… Φουρθιώτη…, να καταγγέλλουμε τον Άδωνη επειδή έγινε νονός, ή να χρησιμοποιούμε την μεγάλη υγειονομική και οικονομική κρίση της πανδημίας, την κόπωση και την απελπισία που αυτή έχει προκαλέσει σε μεγάλες μερίδες του πληθυσμού, προκειμένου να καλύψουμε το κενό στο πεδίο της ουσιαστικής αντιπολίτευσης. Ούτε θα ακολουθήσουμε τα κόμματα που πασχίζουν να βρουν λόγο ύπαρξης εντός του ελληνικού κοινοβουλίου αλλά και να αντιμετωπίσουν την ματαίωση των ψηφοφόρων τους, από τον Κουτσούμπα, τον Τσίπρα, και την Φώφη Γεννηματά, μέχρι τον Βαρουφάκη και τον Βελόπουλο, επιδιδόμενοι στο άθλημα δημιουργίας τεχνητών πολώσεων μέσω της «τραμπικής» επί της ουσίας χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Πίσω, όμως, από αυτήν την στρατηγική τοποθέτηση υπάρχει και μια ριζικότερη ιδεολογική και πολιτική διάσταση με την Νέα Δημοκρατία. Μια διάσταση προσανατολισμών, σε σχέση με την πορεία που έχει η χώρα στο παγκόσμιο περιβάλλον του 21ου αιώνα.
Α-εθνική παγκοσμιοποίηση ή εθνοκρατική πολυπολικότητα;
Τι σημαίνει αυτό; Το κυβερνών κόμμα, δεν έχει καταφέρει (ή δεν μπορεί…) να συλλάβει την θεμελιώδη αντίθεση που χαρακτηρίζει όλες τις κοινωνίες της Δύσης μέσα στην σύγχρονη εποχή, όπου βιώνουν έναν βαθύτατο διχασμό, ανάμεσα σε τάξεις που έχουν προσχωρήσει και ανέρχονται εντός της παγκοσμιοποίησης, και την κοινωνική πλειοψηφία που «μένει πίσω» και αφήνεται παραγκωνισμένη στις «ζώνες της εθνικής εγκατάλειψης».
Ιδίως για την Ελλάδα αυτού του τύπου το «σπάσιμο» της ελληνικής κοινωνίας έχει απείρως πιο καταστροφικά αποτελέσματα: Όντας στο σύνορο των κόσμων, μεταξύ Δύσης και Ανατολής, Βορρά και Νότου, και ενώ μέσα στον αναδυόμενο πολυπολικό κόσμο, οι κόσμοι αυτοί μετακινούνται, με την Δύση να συστέλλεται επί της ουσίας και τον υπόλοιπο κόσμο να διαστέλλεται, η αποδυνάμωση των ελληνικών κρατικών δομών συνεπάγεται ταυτόχρονα την σύνθλιψη της ελευθερίας του Ελληνισμού. Ο διχασμός για τον οποίον γίνεται λόγος λειτουργεί πολλαπλασιαστικά ως προς την απειλή του τουρκικού επεκτατισμού.
Συμβαίνει αυτό, γιατί η αποεθνικοποίηση των αρχουσών τάξεων στον ελληνικό χώρο και η αποσύνδεσή τους από το εθνικό περιβάλλον, συνεπάγεται ταυτόχρονα την επαναφορά του Ελληνισμού σε συνθήκες διάχυσης και κατακερματισμού που είναι όμοιες με εκείνες που ίσχυαν γι’ αυτόν επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η εγκατάλειψη της εδαφικής λογικής της ισχύος, δηλαδή, της υπεράσπισης των δυο ελληνικών κρατών (Ελλάδας και Κύπρου), σημαίνει όχι μόνον την γεωπολιτική φιλανδοποίηση του ελληνισμού, αλλά και την πρόσδεση των οικονομικών του δραστηριοτήτων στο άλμα του γεωπολιτικά κυρίαρχου. Γι’ αυτό και, καθ’ όλη, την προηγούμενη περίοδο, η παγκοσμιοποιημένη επιχειρηματική τάξη και ο πολιτικός κόσμος στην Ελλάδα, ξεκινούσε έχοντας ως ιδεολογική του αφετηρία το «παγκόσμιο χωριό» για να καταλήξει επί το «νεο-οθωμανικότερον» να κάνει μπίζνες με το νέο Σουλτάνο και το καθεστώς του.
Απέναντι σε αυτήν την επιλογή, σταδιακά ξεκαθαρίζεται μια νέα, εναλλακτική επιλογή για τον ελληνισμό, εθνοκρατικού τύπου. Η στρατηγική αυτή δεν ανακυκλώνει τα αναχρονιστικά ως προς τον 21ο αιώνα ιδεολογήματα απομονωτισμού, αλλά αντίθετα αξιολογεί καλύτερα την ίδια την εμπειρία της πολυπολικής παγκοσμιοποίησης, ή ακόμα και τον τρόπο με τον οποίον λειτουργεί στην πράξη η Ευρωπαϊκή Ένωση. Μέσα, λοιπόν, σε αυτό το υπερεθνικό περιβάλλον, τα κράτη που διατηρούν την μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων, είναι εκείνα που κατάφεραν να προχωρήσουν στην νέα εποχή διατηρώντας τα στοιχεία της εθνοκρατικής τους συνοχής –δηλαδή, όχι μόνον την αυτοτέλεια και την αυτενέργεια της διοίκησής τους, αλλά συνάμα, την άμυνα, την παραγωγική τους οικονομία, ένα αποτελεσματικό εκπαιδευτικό σύστημα, ένα υψηλού επιπέδου εθνικό εργατικό δυναμικό κ.ο.κ. Αυτές οι χώρες, κατάφεραν να υπερασπιστούν αποτελεσματικότερα τις μεσαίες και κατώτερες τάξεις τους, διατηρούν περισσότερα περιθώρια ουσιαστικής λειτουργίας του δημοκρατικού τους πολιτεύματος. Με λίγα λόγια, δεν άφησαν την παγκοσμιοποίηση να ξεσπάσει επάνω τους ως ξεχείλωμα και γενικευμένη αποδόμηση, γι’ αυτό και εμφανίζονται ενισχυμένες μέσα στον πολυπολικό κόσμο.
Όταν, η κυβέρνηση, λοιπόν επιταχύνει τις αρνητικές πλευρές της παγκοσμιοποίησης, μέσω της πολιτικής της για τη μετανάστευση, ή την εκπαίδευση (όπου στο όνομα του εκσυγχρονισμού παραγκωνίζεται ακόμα περισσότερο η εθνική παιδεία, αντί να ενισχύεται η οικουμενική της συνεισφορά), δεν είναι σε θέση να κατανοήσει ότι με αυτόν τον τρόπο δημιουργεί ‘μαύρες τρύπες’ μέσα στη χώρα, που υπονομεύουν την κανονική της ένταξη στο σύγχρονο διεθνές περιβάλλον, και όχι το αντίθετο.
Όταν, για παράδειγμα, ο Νότης Μηταράκης ή ο Στάθης Καλύβας, προπαγανδίζουν την πολιτική ανεξέλεγκτης εγκατάστασης ξένων πληθυσμών στην χώρα, επικαλούνται την παγκοσμιοποίηση, την κάλυψη του δημογραφικού και ασφαλιστικού κενού ή την ενίσχυση της αγοράς εργασίας με εργατικά χέρια. Το αποτέλεσμα, όμως, της πολιτικής τους είναι ακριβώς το αντίθετο: Η Ελλάδα «εισάγει» την αντιπαράθεση των πολιτισμών, και όχι την οικουμενικότητα, στο εσωτερικό της, ενώ παράλληλα ενισχύοντας την εξάρτηση της οικονομίας από τα φθηνά εργατικά χέρια αναστέλλει την έλευση της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, συνακόλουθα, την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής, κάτι που καθηλώνει την χώρα στον μίζερο παρασιτισμό της.
Όπως η Ευρώπη σήμερα, προκειμένου να παραμείνει ενωμένη, θα χρειαστεί να στραφεί από την μεταεθνική, γερμανική της εκδοχή, σ’ ένα μοντέλο ευρωπαϊκής κυριαρχίας, που θα επιμένει αναπόφευκτα και στην συνοχή και προάσπιση του ευρωπαϊκού πολιτισμού –κάτι που αρχίζει και γίνεται συνείδηση στο μυαλό κορυφαίων Ευρωπαίων ηγετών… Έτσι και η Ελλάδα οφείλει να προασπίσει την κυριαρχία (πολιτική, αμυντική, οικονομική) και τον πολιτισμό της αν επιθυμεί να παραμείνει ελεύθερη μέσα στην νέα εποχή. Σε αντίθεση, λοιπόν, με την κυβέρνηση εμείς πιστεύουμε ότι η πολιτική δύναμη που χρειάζεται η Ελλάδα προκειμένου να επιβιώσει αξιοπρεπώς μέσα στο τωρινό παγκόσμιο σύστημα, και να διευρύνει τις επιδόσεις της σε όλα τα πεδία που κρίνουν την ζωή των Ελλήνων και των Ελληνίδων, είναι όχι μια «Νέα», αλλά μια «Εθνική Δημοκρατία»…