Ο Κάκαλος ήταν κυνηγός αγριοκάτσικων και τον πήραν οδηγό η αποστολή των Ευρωπαίων που ανέβηκαν στο βουνό το 1913.
Η ομάδα ξεκίνησε για τη Μονή Αγίου Διονυσίου στις 29 Ιουλίου 1913 και κατασκήνωσαν στην Πετρόστρουγκα. Στις 30 Ιουλίου ανέβηκαν στη Σκούρτα, στον Προφήτη Ηλία ("Θρόνος του Δία") και στο Σκολιό ("Μαύρη Κορυφή"). Έπειτα από μια χιονοθύελλα στα Πριόνια, στις 31 Ιουλίου έφτασαν σε μια κορυφή που την ονόμασαν αρχικά "Κορυφή της Νίκης" (σε ανάμνηση της ελληνικής νίκης στη Μάχη του Σαρανταπόρου) και την θεώρησαν ως την υψηλότερη (λίγο μετά μετονομάστηκε σε Ταρπηία Πέτρα).
Για το λόγο αυτό έγραψαν μια κάρτα και την τοποθέτησαν σε μπουκάλι, κάτω από ένα σωρό με πέτρες. Η κάρτα βρέθηκε το 1927 και στάλθηκε στην Ελβετία (σήμερα φυλάσσεται στα γραφεία της Ελληνικής Ομοσπονδίας Ορειβασίας - Αναρρίχησης).
Αργότερα οι Μπουασονά, Μποβί και Κάκαλος συνειδητοποίησαν ότι δεν είχαν φτάσει ακόμα στην ψηλότερη κορυφή, καθώς όταν βελτιώθηκε ο καιρός, φάνηκε μια ψηλότερη κορυφή. Στις 2 Αυγούστου, και ώρα 10 και 25΄ το πρωί κατέκτησαν την μέχρι εκείνη τη στιγμή απάτητη κορυφή του Ολύμπου. Ο Κάκαλος αναρριχήθηκε πρώτος στην κορυφή, η οποία ονομάστηκε αρχικά "Κορυφή Βενιζέλος" και αργότερα Μύτικας. Η εν λόγω ανάβαση έγινε γνωστή με τη δημοσίευση (1919) του βιβλίου "La Grece Immortelle" ("Η Αθάνατη Ελλάδα").
Ο Χρήστος Κάκαλος ανέβηκε πολλές φορές στην κορυφή του ψηλότερου βουνού της Ελλάδας. Ως το τέλος της ζωής του, ο μπαρμπα-Χρήστος, όπως ήταν περισσότερο γνωστός, εξακολουθούσε να κάνει ορειβασία. Το 1972, λίγο πριν το θάνατό του, ανέβηκε σε ηλικία 93 ετών στον Όλυμπο.
Πέθανε τον Απρίλιο του 1976 στο Λιτόχωρο, σε ηλικία 97 ετών. Στο «Οροπέδιο των Μουσών» του Ολύμπου λειτουργεί καταφύγιο που φέρει το όνομά του.
Ανάρτηση της συγγραφέως
Μάγδας Παπαδημητρίου -Σαμοθράκη