Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Αξία”, το Σάββατο 22 Αυγούστου 2020
Το πιο περίεργο καλοκαίρι των πολλών τελευταίων ετών σεργιανίζει στον επίλογό του, και το μωσαϊκό αβεβαιοτήτων... που συνοδεύει τις σκέψεις της κοινωνίας για το μέλλον, κοντινό και περισσότερο μακρινό, έρχεται σε πρώτο πλάνο.
Στα χρόνια της μεγάλης, σύνθετης και πολυεπίπεδης κρίσης της εποχής των Μνημονίων, η δημόσια σφαίρα συνολικά υπέστη καίρια, και σε αρκετές πτυχές της μη αναστρέψιμα πλήγματα.
Η πολιτική και η δημοσιογραφία είναι δυο τέτοιες εστίες μελαγχολίας. Κι αν το πολιτικό σύστημα έχασε προ πολλού το πλεονέκτημα της αυτοκάθαρσης και της ανανέωσης με καινούριες ιδέες και αισθητικά ανεκτές συμπεριφορές, κάτι εν πολλοίς αναμενόμενο, αν συνυπολογίσει κανείς τη διολίσθηση του ποιοτικού επιπέδου όσων επιλέγουν να εμπλακούν στα κοινά, με τη δημοσιογραφία στη χώρα μας τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα.
Η πλήρης υποχώρηση του έντυπου Τύπου, η απουσία σοβαρών επενδυτών με όραμα, ο κυνισμός της άναρχης τηλεοπτικής πραγματικότητας και η ψευδαίσθηση «αποδοχής» και «παρέμβασης» που προσφέρουν τα social media, λειτούργησαν αθροιστικά, και συνέθεσαν ένα εκρηκτικό μείγμα.
Το βλέπει κανείς γύρω, δίπλα και μπροστά του. Η απαξίωση των ΜΜΕ από την κοινωνία, βαίνει επιδεινούμενη τα τελευταία χρόνια. Αυτή η πραγματικότητα έχει ως αποτέλεσμα να απαξιώνεται η ενημέρωση και επομένως να αμφισβητείται η αξιοπιστία όσων μεταδίδονται ως ειδήσεις, καθώς και οι προθέσεις όσων προσπαθούν να αναλύσουν τις εξελίξεις.
Στον επίλογο αυτής της μελαγχολικής διαδρομής, η κοινωνία μας δίνει ραντεβού με τα Fake News. Με τις «ειδήσεις» που θέλει ή προτιμά να πιστεύει. Με «βολικές αλήθειες».
Ένα πληθωριστικό πρόβλημα. Μια εθνική παθογένεια, από την οποία ο κλάδος των ΜΜΕ δεν δείχνει να έχει ορατή διαδρομή επιστροφής.