Η μάχη της Χαιρώνειας τερμάτισε την ανεξαρτησία των ελληνικών πόλεων-κρατών και τις ένωσε υπό την εξουσία του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας.
Άνοιξε τον δρόμο για τον Κοινό των Ελλήνων
στην Κόρινθο και έφερε στο προσκήνιο τον γιο του Φιλίππου, Αλέξανδρο, ο οποίος θα γινόταν ένας από τους ισχυρότερος και σημαντικότερους στρατιωτικούς ηγέτες της ιστορίας.
Τον 5ο αιώνα π.Χ., οι ελληνικές πόλεις-κράτη είχαν προωθήσει την ανάπτυξη των τεχνών, του τρόπου διακυβέρνησης και του στρατού, αλλά δεν είχαν εντρυφήσει στην τέχνη της ειρήνης. Αντίθετα.
Σε διάστημα δύο αιώνων η Σπάρτη, η Αθήνα και η Θήβα έγιναν καθεμιά διαδοχικά η ισχυρότερη και πλέον ανεπτυγμένη πόλη, αλλά καμία δεν απέκτησε επαρκή δύναμη ώστε να ενώσει όλες τις πόλεις-κράτη σε ένα ελληνικό έθνος.
Το 362 π.Χ. τόσο οι μεγάλες όσο και οι μικρές πόλεις-κράτη σχημάτισαν διάφορες ενώσεις και δημιούργησαν δυο στρατούς που συγκρούστηκαν στη μάχη της Μαντινείας.
Το αποτέλεσμα της μάχης ήταν ο θάνατος αρκετών ηγετών και η περαιτέρω διαίρεση των πόλεων-κρατών.
Οι συγκρούσεις ανάμεσά τους συνεχίστηκαν και κατά τις επόμενες δεκαετίες.
Ενώ όμως πολεμούσαν μεταξύ τους, ένας νέος ηγέτης εμφανίστηκε στη Μακεδονία.
Ο Φίλιππος Β’ πήρε το στέμμα το 358 και άρχισε αμέσως επιχειρήσεις για να εξασφαλίσει τα βόρεια σύνορα της χώρας από βαρβαρικές φυλές.
Όταν ήταν μικρός, ο Φίλιππος υπήρξε όμηρος στη Θήβα, όπου έμαθε να εκτιμά τον άγνωστο σε αυτόν πολιτισμό του νότου, περιλαμβανομένου και του στρατιωτικού συστήματος.
Υιοθέτησε τη φάλαγγα για τον στρατό του, αλλά την τροποποίησε ώστε να την κάνει πιο επίφοβη και αποτελεσματική.
Αύξησε κατά αρκετά μέτρα το μήκος των δοράτων και διπλασίασε το βάθος του σχηματισμού των φαλάγγων από οκτώ σε δεκάξι άντρες.
Αυτό έδινε στον στρατό του τη δυνατότητα να εισχωρεί στις αντίπαλες παρατάξεις και να τις διασπά.
Ο Φίλιππος διαπίστωσε πόσο εκτεθειμένες ήταν οι πτέρυγες των φαλάγγων του και για αυτό, σχημάτισε ευκίνητα σώματα ελαφρού πεζικού και ιππικού ώστε να τις προστατεύουν και να προλαβαίνουν ρήγματα.
Ακόμη σημαντικότερο, πλήρωνε τους στρατιώτες του, έτσι ώστε να διατηρεί μόνιμο στρατό αντί να ακολουθεί την παράδοση εκείνης της εποχής: να στρατολογεί δηλαδή πολίτες, κάθε φορά που ήταν αναγκαίο.
Ο πρώτος επαγγελματικός στρατός ήταν και ο πιο αποτελεσματικός.
Το 346 π.Χ. οι Μακεδόνες κατέκτησαν τη Φωκίδα, κερδίζοντας έτσι μια θέση στη σημαντικότερη συνομοσπονδία των πόλεων-κρατών.
Ορισμένοι Έλληνες όμως ήταν αντίθετοι με τη συμμετοχή των Μακεδόνων. Ιδιαίτερα επιθετικός στους λόγους του εναντίον των εισβολέων, ήταν ο Δημοσθένης.
Ωστόσο, δεν κατάφερε να αποκτήσει σημαντική υποστήριξη, αφού πολλές πόλεις-κράτη πίστευαν ότι έπρεπε να ενωθούν απέναντι στον περσικό κίνδυνο αντί να πολεμούν μεταξύ τους.
Το 339 π.Χ., ο Φίλιππος αισθανόταν αρκετά δυνατός ώστε να βαδίσει κατά των άλλων πόλεων-κρατών.
Η επιλογή του χρόνου ήταν πολύ καλή, δεδομένου ότι η θέση τους είχε εξασθενίσει ακόμη περισσότερο λόγω των μεταξύ τους συγκρούσεων.
Όταν όμως πληροφορήθηκαν ότι ο Φίλιππος είχε ξεκινήσει εναντίον τους, η Αθήνα, η Θήβα και αρκετές άλλες μικρές πόλεις-κράτη συνασπίστηκαν για να αντιμετωπίσουν τη μακεδονική εισβολή.
Στις αρχές του 33 π.Χ. οι Έλληνες σύμμαχοι απέκλεισαν τα ορεινά περάσματα που βρίσκονταν στον δρόμο του Φιλίππου προς το νότο.
Εκείνος όμως πέρασε τα εμπόδια και απώθησε τον ελληνικό στρατό σε μια πεδιάδα κοντά στη Χαιρώνεια.
Οι 38.000 Έλληνες παρατάχθηκαν σε μια γραμμή περίπου 1.5000 μέτρων με μέτωπο προς τα δυτικά.
Οι Θηβαίοι αποτελούσαν τη δεξιά πτέρυγα και οι Αθηναίοι την αριστερή.
Αμφότεροι βασίζονταν κυρίως στους σχηματισμούς των φαλάγγων τους, στις οποίες ανήκαν μικρότερες επίλεκτες ομάδες έτοιμες να τρέξουν οπουδήποτε υπήρχε ανάγκη.
Η γνωστότερη από αυτές ήταν ο Ιερός Λόχος, ένα σώμα 300 επίλεκτων Θηβαίων στρατιωτών.
Ο Φίλιππος παρέταξε τους 40.000 άνδρες του απέναντι από τους Αθηναίους έχοντας τη διοίκηση της δεξιάς φάλαγγας του στρατού του, ενώ ο 18χρονος γιος του Αλέξανδρος ηγείτο της αριστερής. Οι δύο στρατοί ήταν ισοδύναμοι, τουλάχιστον αριθμητικά.
Στην αρχική επίθεση της 1ης Σεπτεμβρίου, οι Αθηναίοι αναχαίτισαν τους Μακεδόνες, των οποίων όμως η αριστερή φάλαγγα ανάγκασε τους Θηβαίους σε υποχώρηση.
Μετά από αρκετές ώρες σκληρής μάχης, ο Φίλιππος υποχώρησε λίγο, είτε λόγω της ελληνικής πίεσης είτε καταφεύγοντας σε ένα τέχνασμα.
Όταν προήλασαν οι Αθηναίοι, έκανε μεταβολή και αντεπιτέθηκε, ενώ ταυτοχρόνως ο Αλέξανδρος έριχνε το ιππικό του εναντίον της ακάλυπτης εχθρικής πτέρυγας.
Ο αθηναϊκός στρατός διασπάστηκε και τράπηκε σε φυγή, αφήνοντας πίσω του 1.000 νεκρούς και 2.000 αιχμαλώτους.
Στην άλλη πτέρυγα, οι Θηβαίοι, περιλαμβανομένου του Ιερού Λόχου, πολέμησαν μέχρις εσχάτων και σκοτώθηκαν σχεδόν όλοι.
Ο Φίλιππος αποδεικνύοντας ότι ήταν εξίσου καλός πολιτικός, απελευθέρωσε τους αιχμαλώτους και έστειλε στην Αθήνα τον αμούστακο Αλέξανδρο για να διαπραγματευθεί τους όρους της ειρήνης.
Το μόνο που ζήτησε ο Φίλιππος ήταν να ενωθούν όλες οι πόλεις-κράτη υπό την αρχηγία του για να πολεμήσουν τον κοινό εχθρό, τους Πέρσες.
Οι Έλληνες ικανοποιημένοι από τη στάση του και μη μπορώντας να κάνουν αλλιώς, συμφώνησαν και δημιούργησαν σύντομα το Κοινό της Κορίνθου, το οποίο τερμάτισε την αυτονομία των πόλεων-κρατών που σχημάτισαν μια κοινή ελληνική κυβέρνηση υπό τον Φίλιππο.