29.6.20

Ο άγνωστος πόλεμος του Μεγάλου Αλεξάνδρου στο Αιγαίο

Την ίδια περίοδο που ο Μακεδόνας βασιλιάς διεξήγε την εκστρατεία του στην ξηρά εισερχόμενος όλο και βαθύτερα στην Ασία, ένας άγνωστος στο ευρύ κοινό, όσο
και αδυσώπητος ναυτικός αγώνας λαμβανε χώρα στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο, με τουλάχιστον εξίσου μεγάλη σημασία για την τελική έκβαση του πολέμου.

Γράφει ο Μανώλης Χατζημανώλης

Μετά την ήττα στον Γρανικό ποταμό (Mάιος-Ιούνιος 334 π.Χ.) και την εξαϋλωση των σατραπικών δυνάμεων της Μικράς Ασίας, ήταν σαφές πως ο βασιλιάς της Περσίας Δαρείος Γ’ έπρεπε να ακολουθήσει μια στρατηγική έμμεσης προσέγγισης στην αντιμετώπιση της απρόσμενα σοβαρής απειλής από τη δύση, τουλάχιστον μέχρι να συγκεντρωθεί ικανός αριθμός βασιλικών στρατευμάτων ώστε να συντρίψει τον νεαρό αντίπαλό του σε μια αποφασιστική μάχη. Το έργο αυτό θα καλούνταν να φέρει σε πέρας ο βασιλικός στόλος, ο οποίος σε πρώτη φάση θα αναλάμβανε την υπεράσπιση των ναυτικών πόλεων στην μικρασιατική ακτή και σε δεύτερο στάδιο θα επιδίωκε την διακοπή των επικοινωνιών του Μακεδόνα βασιλιά με την Ευρώπη. Υπό ιδανικές συνθήκες δε, μια ισχυρή μισθοφορική δύναμη θα αποβιβαζόταν στην Ελλάδα και με την συνδρομή των πάντα ανήσυχων ελληνικών πόλεων στο νότο θα μεταφερόταν ο πόλεμος κυριολεκτικά στην πίσω πόρτα του εχθρού.

Τα προγνωστικά σίγουρα ήταν εξαιρετικά. Αν και οι ίδιοι οι Πέρσες δεν διέθεταν ναυτική παραδοση, στην αυτοκρατορία κατοικούσαν λαοί με μεγάλη εμπειρία και επιδεξιότητα στα ναυτικά. Τουλάχιστον 300 φοινικικά και κυπριακά πλοία υπό τον ναύαρχο Αυτοφραδάτη αναχώρησαν για το Αιγαίο, πιθανότατα με εξαιρετικά έμπειρα πληρώματα που είχαν συμμετάσχει στην επιτυχημένη καταστολή εξέγερσης στην Αίγυπτο τον προηγούμενο χρόνο. Πρώτο σταθμό τους πιθανότατα αποτέλεσε η Αλικαρνασσός, πόλη στην ακτή της Καρίας στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία. Εκεί τέθηκαν υπό την ηγεσία του Έλληνα στρατηγού του Δαρείου Μέμνονα του Ρόδιου, ο οποίος συγκέντρωνε στην πόλη μισθοφόρους και πολεμικό υλικό προορίζοντάς την για κύρια βάση του στον σκληρό αγώνα που θα ακολουθούσε. Ο Μέμνονας, μετά την περσική ήττα στον Γρανικό, είχε διοριστεί από τον Μεγάλο Βασιλιά “διοικητής του στόλου και της ακτής”, με χώρο ευθύνης ολόκληρη την ακτή της ανατολικής Μεσογείου. Αντλώντας έμψυχο και άψυχο υλικό από αυτήν τεράστια περιοχή, ο Ρόδιος στρατηγός και οι διάδοχοί του διεξήγαν έναν επιδέξιο ναυτικό και διπλωματικό αγώνα, που λίγο έλλειψε να γκρεμίσει το μακεδονικό οικοδόμημα στην Ευρώπη.



Απέναντι σε αυτές τις δυνάμεις ο Αλέξανδρος είχε να αντιπαρατάξει μόλις 160 σκάφη, στην πλειοψηφία τους από τις πόλεις της Συμμαχίας της Κορίνθου. Είναι προφανές πως οι Σύμμαχοι δεν είχαν στείλει τα καλύτερα σκαριά τους, ενώ τα πληρώματά τους υπολείπονταν σημαντικά σε ικανότητες έναντι των φοινικικών. Ενδεικτικό του πώς αντιμετώπιζαν οι ισχυροί ναυτικά Αθηναίοι το μακεδονικό εγχείρημα είναι το γεγονός της αποστολής εκ μέρους τους μόλις 20 τριήρεων, όταν στους νεωσοίκους του Πειραιά “αναπαύονταν” 400 ετοιμοπόλεμα σκάφη.

Η πρώτη σημαντική αντιπαράθεση των ναυτικών δυνάμεων των αντιπάλων έλαβε χώρα στην Μίλητο. Μετά τον Γρανικό, ο Αλέξανδρος κατευθύνθηκε νότια δια μέσου της Μυσίας και κατέλαβε αμαχητί την πρωτεύουσα της Λυδίας Σάρδεις, στην κοιλάδα του ποταμού Ερμού στην ενδοχώρα. Έχοντας αφήσει με ισχυρές δυνάμεις τον Kάλλα του Αρπάλου βόρεια στην στρατηγικής σημασίας σατραπεία της Ελλησποντιακής Φρυγίας για να εξασφαλίσει τις μακεδονικές συγκοινωνίες με την Ευρώπη, ο ίδιος κατευθύνθηκε νοτιοδυτικά στην ελληνική πόλη Έφεσο στις εκβολές του Καϋστρου, που είχε εγκαταλειφθεί από την περσική φρουρά της, και την κατέλαβε. Αφού δέχθηκε την υποταγή των πόλεων Μαγνησία και Τράλλεων στην κοιλάδα του ποταμού Μαιάνδρου και των αιολικών πόλεων στον βορρά και αφού πρόσφερε θυσίες στην Εφεσία Άρτεμη, κατευθύνθηκε νότια προς την Μιλητο, όπου με την πρώτη έφοδο κατέλαβε την ανοχύρωτη “έξω” πόλη. Στη συνέχεια, προχώρησε σε αποκλεισμό της φρουράς της “μέσα” πόλης από την ξηρά, ενώ ο ναύαρχος του ελληνικού στόλου Νικάνωρ, που μόλις είχε φτάσει και αυτός από την Έφεσο, κατέλαβε το λιμάνι.

Τρεις μέρες αργότερα κατέφθασε από την Αλικαρνασσό και ο περσικός στόλος με 400 τριήρεις. Αντιλαμβανόμενος την στρατηγική σημασία της νησίδας Λάδης στα ανοιχτά της Μιλήτου, ο Νικάνωρ έστειλε εκεί τον στόλο, αποκλείοντας έτσι τα εχθρικά σκάφη από το ασφαλές αγκυροβόλιο του νησιού και εξαναγκάζοντας τους Πέρσες να αγκυροβολήσουν κοντά στο όρος Μυκάλη. Την ίδια μέρα ο Αλέξανδρος εξασφάλισε την κατοχή της νήσου στέλνοντας εκεί τους Θράκες και άλλους 4.000 συμμάχους στρατιώτες.

Σε αυτό το σημείο, ο Παρμενίων πρότεινε την διεξαγωγή ναυμαχίας με τον εχθρό. Αν και ο περσικός στόλος υπερείχε σε αναλογία περισσότερο από 2 προς 1, μια αιφνιδιαστική νυχτερινή επίθεση θα μπορούσε να έχει αρκετές πιθανότητες επιτυχίας. Η Μυκάλη ήταν εντελώς άβολη περιοχή για αγκυροβόλι, αφού τα κουρασμένα από την ολοήμερη κωπηλασία πληρώματα θα αναγκάζονταν να αναζητήσουν νερό και προμήθειες στις εκβολές του Μαίανδρου, περίπου 10 χλμ από το στρατόπεδό τους, αφήνοντας τα πλοία τους εκτεθειμένα. Παρόλα αυτά ο Αλέξανδρος, καθώς δεν εμπιστευόταν την νομιμοφροσύνη και τις ικανότητες των συμμαχικών πληρωμάτων και φοβούμενος τις απώλειες και τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει μια ναυτική αποτυχία σε αυτά τα πρώτα στάδια του πολέμου για την μακεδονική κυριαρχία στην Ελλάδα, απέκλεισε χωρίς δεύτερη συζήτηση αυτήν την οδό δράσης.

Αφού απέρριψε συμβιβαστική πρόταση των Μιλησίων να καταστεί η πόλη τους ελεύθερο λιμάνι τόσο για τους Πέρσες όσο και για τον ίδιο, προετοιμάστηκε για έφοδο στα τείχη της “μέσα πόλης” το επόμενο πρωί, ενώ ο εταίρος Φιλώτας στάλθηκε με το ιππικό και τρεις από τις έξι τάξεις των πεζεταίρων βόρεια προς τις εκβολές του Μαιάνδρου για να εμποδίζει τον ανεφοδιασμό των περσικών πληρωμάτων με τα απαραίτητα.



Το επόμενο πρωί ο Αλέξανδρος επιτέθηκε στην πόλη με τις πολιορκητικες μηχανές του και την κατέλαβε, ενώ ο Νικάνωρ παρέταξε τον στόλο του στο στενό ανάμεσα στη Λάδη και το λιμάνι της Μιλήτου, εξισορροπώντας έτσι το αριθμητικό πλεονέκτημα του περσικού στόλου και εμποδίζοντάς τον να επέμβει αποτελεσματικά υπέρ των πολιορκημένων. Τις επόμενες μέρες και παρά την πτώση της πόλης, ο περσικός στόλος παρέμεινε στην Μυκάλη και προσπαθούσε να παρασύρει τον ελληνικό σε ναυμαχία στα ανοικτά. Καθώς ο ελληνικός στόλος δεν ανταποκρινόταν στην πρόκληση και με τον χρόνο να τους πιέζει αφού ο ανεφοδιασμός των πληρωμάτων τους ήταν αδύνατος λόγω της παρουσίας των δυνάμεων του Φιλώτα στον Μαίανδρο, οι Πέρσες κατέφυγαν σε τέχνασμα. Αφού απoσύρθηκαν από τη Μυκάλη, ανεφοδιάστηκαν στην Σάμο και κατευθύνθηκαν παρατεταγμένοι για ναυμαχία προς το λιμάνι της Μιλήτου. Καθώς οι ώρες περνούσαν και οι Έλληνες δεν φαίνονταν διατεθειμένοι να ναυμαχήσουν υπό δυσμενείς γι’αυτούς όρους στην ανοικτή θάλασσα, οι Πέρσες, έχοντας υποψιαστεί πως τα ελληνικά πληρώματα δεν βρίσκονταν σε ετοιμότητα μάχης, έστειλαν μια επίλεκτη δύναμη πέντε πλοίων στο στενό ανάμεσα στη Λάδη και το λιμάνι της Μιλήτου για να εκτελέσουν αναγνώριση και, αν το επέτρεπαν οι περιστάσεις, αιφνιδιαστική επίθεση στον ελληνικό στόλο. Πράγματι, πιθανότατα λόγω της αδράνειας των προηγούμενων ημερών, τα πληρώματα των περισσότερων πλοίων είχαν επαναπαυθεί και αρκετοί ναύτες δεν βρίσκονταν στις θέσεις τους, έχοντας σκορπιστεί σε ομάδες συλλογής καυσίμων υλών, τροφίμων κλπ. Την επικίνδυνη αυτή κατάσταση έσωσε ο ίδιος ο βασιλιάς όταν επεμβαίνοντας προσωπικά επάνδρωσε 10 τριήρεις κυριολεκτικά με όποιον ναύτη έβρισκε διαθέσιμο και τις έστειλε να επιτεθούν κατά μέτωπο στις πέντε εχθρικές. Μην αναμένοντας την αντεπίθεση αυτή, οι άνδρες των περσικών σκαφών ανέστρεψαν πλώρες και επέστρεψαν στην ασφάλεια του φίλιού τους στόλου, εκτός από ένα που αιχμαλωτίστηκε αύτανδρο. Η ελληνική νίκη σε αυτή την αψιμαχία, αν και μικρού μεγέθους, πιθανότατα έδρασε αρνητικά στην ψυχολογία των Περσών επιτελών. Μην έχοντας πετύχει κάτι αξιόλογο και αντιμετωπίζοντας δυσκολίες στον ανεφοδιασμό τους, οι Πέρσες αναχώρησαν άπρακτοι για την Αλικαρνασσό.



Αν και η πρώτη αυτή αναμέτρηση με τους Πέρσες στην θαλάσσια περιοχή της Μιλήτου είχε αίσια κατάληξη, ο ελληνικός στόλος εν τέλει σώθηκε χάρη στην προσωπική παρέμβαση του βασιλιά, αλλά και στην διστακτικότητα των Περσών που έστειλαν μόνο 5 σκάφη στην τελευταία, καταδρομικού τύπου, επιχείρησή τους. Οι φόβοι του Αλέξανδρου όσον αφορά την αξιοπιστία των συμμαχικών πληρωμάτων είχαν επιβεβαιωθεί.

Επιπλέον, η επάνδρωση και η συντήρηση των πλοίων κόστιζε πολύ στο βασιλικό θησαυροφυλάκιο (τουλάχιστον 100 τάλαντα τον μήνα) και οι υπηρεσίες που παρείχαν πρακτικά στο εκστρατευτικό σώμα όπως φάνηκε ήταν μικρές.

Λαμβάνοντας τα παραπάνω υπόψη, ο Αλέξανδρος πήρε τελικά την απόφαση να διαλύσει τον στόλο. Οι μακεδονικές μοίρες στον Ελλήσποντο που φύλασσαν τις οδούς επικοινωνίας με την Μακεδονία έμειναν ενεργές, αλλά τα συμμαχικά πληρώματα απολύθηκαν και επέστρεψαν τις πατρίδες τους. Με το εκστρατευτικό σώμα παρέμειναν μόνο τα φορτηγά πλοία και η αθηναϊκή μοίρα-για να παρέχει ομήρους.

Αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης από πλευράς Αλέξανδρου δεν ήταν αδικαιολόγητη. Οι Αθηναίοι υπήρξαν ιδιαίτερα χλιαροί όσον αφορά τις συμμαχικές τους υποχρεώσεις, ενώ αίσθηση προκάλεσε σίγουρα και ο ανεφοδιασμός των Περσών από τις αθηναϊκές κληρουχίες στην Σάμο. Η Σάμος ήταν αθηναϊκή κτήση από τα μέσα του αιώνα και η φιλοξενία των περσικών πληρωμάτων εκεί αποτελούσε σαφή παραβίαση των όρων της Συμμαχίας της Κορίνθου.

Ο Μακεδόνας βασιλιάς θα έριχνε πλέον όλο το βάρος στις χερσαίες επιχειρήσεις. Η νέα στρατηγική του προέβλεπε την με έμμεσο τρόπο αποσύνθεση του περσικού στόλου, μέσω της άλωσης των ναυτικών πόλεων της περσικής επικράτειας, με την βοήθεια του υπερσύγχρονου για την εποχή Μηχανικού του.

Η πρώτη δοκιμή του νέου δόγματος έγινε στην Αλικαρνασσό. Παρά τις δυσκολίες που προέκυψαν λόγω της έλλειψης φίλιου στόλου, το μακεδονικό Μηχανικό κατάφερε να κάνει θαύματα εκπορθώντας μια από τις ισχυρότερα οχυρωμένες πόλεις της εποχής. Κρίνοντας κάθε περαιτέρω αντίσταση μάταιη, με βαρύτατες απώλειες μεταξύ των υπερασπιστών λόγω των σκληρότατων συγκρούσεων που είχαν λάβει χώρα και με μεγάλο μέρος των οχυρώσεων να έχει μετατραπεί σε σωρούς ερειπίων, ο Mέμνονας και ο διορισμένος από τους Πέρσες σατράπης της Καρίας Οροντοβάτης εκκένωσαν την πόλη και αποχώρησαν μέσω θαλάσσης στην Κω (που ήταν περσική κτήση), αφήνοντας φρουρές μόνο στα οχυρά του λιμανιού. Ο Αλέξανδρος δεν καθυστέρησε στην πολιορκία αυτών των οχυρών, αλλά αφού άφησε 3.000 συμμάχους οπλίτες και 200 ιππείς υπό τον Πτολεμαίο του Λαγου να επιτηρούν τις περσικές φρουρές και την χώρα, συνέχισε την εκστρατεία του μέσα στον χειμώνα εισβάλλοντας στην Λυκία, στην Παμφυλία και εν τέλει στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, όπου τον Μάρτιο του 333 π.Χ έφτασε στην πόλη Γόρδιο της Μεγάλης Φρυγίας. Εκεί ενώθηκε εκ νέου με τον στρατηγό Παρμενίωνα που είχε ξεχειμωνιάσει με τις σκευοφόρους στις Σάρδεις, καθώς και με ενισχύσεις από την πατρίδα.

Μαζί με τις ενισχύσεις όμως, έφτασαν και ειδήσεις από την Ελλάδα και το Αιγαίο που διέγραφαν μια κατάσταση απελπιστική, χειρότερη από τους χειρότερους φόβους του. Και για άλλη μια φορά υπεύθυνος ήταν ο πιο επίκινδυνος εχθρός του, ο πολυμήχανος Μέμνονας από την Ρόδο.




Μετά την εκπόρθηση της Αλικαρνασσού, ο Μέμνονας μαζί με τον στόλο και τους εναπομείναντες Ασιάτες στρατιώτες και Έλληνες μισθοφόρους, είχε καταφύγει στην Κω. Όντας ο ιθύνων νους του σχεδίου για την μεταφορά του πολέμου στην Ελλάδα, αφού ενισχύθηκε με χρήματα από τον Δαρείο, συγκέντρωσε ένα ισχυρότατο στράτευμα μισθοφόρων και άρχισε να καταλαμβάνει διαδοχικά τα νησιά του Αιγαίου, έχοντας καταρχήν ως στόχο τα στρατηγικής σημασίας για τις μακεδονικές γραμμές συγκοινωνιών στενά του Ελλησπόντου.

Μέχρι τον Μάιο του νέου έτους (333 π.Χ), η Χίος είχε καταληφθεί με προδοσία των περσόφιλων ολιγαρχικών και όλες οι πόλεις της Λέσβου είχαν παραδοθεί, πλην της Μυτιλήνης που βρισκόταν υπό πολιορκία. Η τελευταία απομονώθηκε από την ξηρά με διπλή περίφραξη από θάλασσα σε θάλασσα και περικυκλώθηκε με πέντε στρατόπεδα. Ένα μέρος του στόλου επιτηρούσε το λιμάνι της πόλης, ενώ το υπόλοιπο εγκαταστάθηκε στο σημερινό Σίγρι, στο δυτικό τμήμα της Λέσβου, από όπου παρενοχλούσε τα εμπορικά σκάφη που πλησίαζαν το νησί. Έτσι οι Μυτιληναίοι στερήθηκαν κάθε ελπίδα σωτηρίας από τη θάλασσα.

Οι εξελίξεις έχρηζαν λήψης άμεσων μέτρων, καθώς με τον συμμαχικό στόλο διαλυμένο το εκστρατευτικό σώμα κινδύνευε να απομονωθεί στην Ασία και η μακεδονική ηγεμονία στην Ελλάδα με κατάρρευση. Οι δυσαρεστημένοι με την “μακεδονική ειρήνη” στην χώρα ήταν αρκετοί και καιροφυλακτούσαν. Στις αρχές του αιώνα σε μια παρόμοια κατάσταση, ο Λακεδαιμόνιος βασιλιάς Αγησίλαος είχε εξαναγκαστεί να εγκαταλείψει τα σχέδια του για εισβολή βαθιά μέσα στην περσική επικράτεια και να επιστρέψει άδοξα πίσω στην πατρίδα για να αντιμετωπίσει την με περσική υποστήριξη εξέγερση των δυσαρεστημένων συμμάχων της Σπάρτης. Τώρα και ο Αλέξανδρος, την ίδια ώρα που στεκόταν μπροστά στο θρυλικό άρμα του Μίδα με τον περίφημο βρόγχο του, ως αποτέλεσμα μιας σπάνιας ειρωνίας της τύχης βρισκόταν επίσης ενώπιον ενός γεωπολιτικού αυτή την φορά Γόρδιου Δεσμού που έχριζε λύσης. Όντας αποδεδειγμένα άνθρωπος της λογικής του “ό,τι δεν λύνεται κόβεται” ο Αλέξανδρος, σε αντίθεση με τον Αγησίλαο 60 χρόνια πριν, αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα συνεχίζοντας την εκστρατεία με κάθε κόστος. Έτσι διόρισε ναύαρχο των ναυτικών μοιρών που φρουρούσαν τον Ελλήσποντο τον Αμφότερο, ενώ ο Ηγέλοχος ορίστηκε διοικητής των χερσαίων δυνάμεων που είχαν βάση την Άβυδο. Οι δύο στρατηγοί θα δρούσαν ανεξάρτητα από τον σατράπη της Ελλησποντιακής Φρυγίας Κάλλα, ενώ προικοδοτήθηκαν με 500 τάλαντα για να συγκεντρώσουν στόλο από τους Έλληνες συμμάχους. Άλλα 600 τάλαντα στάλθηκαν στον αντιβασιλιά Αντίπατρο πίσω στην Μακεδονία. Ο Αντίπατρος με αυτά τα χρήματα οργάνωσε την άμυνα στην πατρίδα, ενώ έστειλε τον ναύαρχο Πρωτέα στην Χαλκίδα (που εκείνη την περίοδο αποτελούσε μακεδονική βάση) για να οργανώσει στόλο από τους Ευβοείς και τους Πελοποννήσιους. Διοικητής της Μεγάλης Φρυγίας, όπου μαζί με 1.500 Έλληνες μισθοφόρους και έδρα το ισχυρό οχυρό των Κελαινών θα αναλάμβανε το ζωτικό έργο της φρούρησης των γραμμών επικοινωνίας με τα παράλια, ορίστηκε ο Αντίγονος από την Ελιμιώτιδα. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος αποχώρησε από το Γόρδιο τον Μάιο του 333 π.Χ με προορισμό το εσωτερικό της περσικής επικράτειας και το πεπρωμένο του.

Εύλογο ενδιαφέρον σε αυτή την φάση προκαλεί η σχέση των Μακεδόνων με την ισχυρότερη ναυτικά συμμαχό τους, την Αθήνα. Οι Αθηναίοι δεν αναφέρονται να συμμετέχουν με οποιονδήποτε τρόπο στην μακεδονική υπόθεση. Αντίθετα, με τον Αλέξανδρο και το εκστρατευτικό του σώμα σχετικά μακριά και με τον περσικό στόλο να κυριαρχεί στο Αιγαίο, είναι σχεδόν σίγουρο πως αμφιταλαντεύονταν, ισορροπώντας μεταξύ της ευκαιρίας για οριστική αποτίναξη του μισητού μακεδονικού ζυγού και του φόβου τους για τον ευφυή και απρόβλεπτο Μακεδόνα βασιλιά. Το παραδειγμα της Θήβας εξάλλου ήταν ακόμα νωπό.

Με πρόσχημα πάντως την αδυναμία των μακεδονικών φρουρών να προστατεύσουν τα σιταγωγά σκάφη τους που κατέρχονταν από τον Βόσπορο, εξόπλισαν άλλες 100 τριήρεις εκτός από τις ήδη ενεργές.
Αυτά πρέπει να είχε υπόψη του ο Αλέξανδρος όταν λίγο πριν αποχωρήσει από το Γόρδιο κατέφτασε πρεσβεία από την Αθήνα που εκλιπαρούσε τον βασιλιά για την απελευθέρωση των Αθηναίων αιχμαλώτων που είχαν συλληφθεί στον Γρανικό και κρατούνταν τώρα στη Μακεδονία. Υπό το βάρος των καταστάσεων, το αίτημα απορρίφθηκε με υπόσχεση για επανεξέτασή του στο μέλλον…

Στο μεταξύ, και ενώ η Μυτιλήνη βρισκόταν ακόμα υπο πολιορκία, ο Μέμνονας πέθανε από ασθένεια και την ηγεσία του περσικού εκστρατευτικού σώματος ανέλαβαν ο Αυτοφραδάτης και ο Φαρνάβαζος, που ήταν ανιψιός του Μέμνονα από την πλευρά της αδερφής του. Όντας ίσως ο ικανότερος από τους στρατηγούς του Δαρείου, ο θάνατός του Μέμνονα σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία απέβη χωρίς αμφιβολία βλαπτικό γεγονός για τα συμφέροντα του Πέρση βασιλιά. Όπως και να ‘χει, η Μυτιλήνη αποκλεισμένη από ξηρά και θάλασσα αναγκάστηκε τελικά να παραδοθεί, πιθανότατα στις αρχές του καλοκαιριού του 333 π.Χ. Παρά τις περί του αντιθέτου συμφωνίες, η πόλη λεηλατήθηκε και αναγκάστηκε να δεχθεί φρουρά 2.000 Ελλήνων μισθοφόρων υπό τον Λυκομήδη τον Ρόδιο. Οι Μυτιληναίοι θα πλήρωναν φόρο και ο Διογένης, ένας από τους εξόριστους Μυτιληναίους στην υπηρεσία των Περσών, ορίστηκε τύραννος της πόλης.

Κατόπιν οι δύο διοικητές χώρισαν. Ο Αυτοφραδάτης έπλευσε “στα άλλα νησιά” (πιθανότατα στα Δωδεκάνησα για αναδιοργάνωση), ενώ ο Φαρνάβαζος κατευθύνθηκε ανατολικά με τους στρατολογημένους από τον Μέμνονα Έλληνες μισθοφόρους προς την Λυκία, από όπου θα τους παραλάμβανε ο Θυμώνδας του Μέντορα για λογαριασμό του βασιλιά Δαρείου που συγκέντρωνε στρατό.

Έχοντας πληροφορηθεί πιθανότατα πως ο Αλέξανδρος είχε ήδη εισβάλλει επιτυχώς στην Κιλικία, ο Πέρσης ηγεμόνας είχε λάβει την απόφαση να αντιμετωπίσει τον μεγάλο του αντίπαλο σε αποφασιστική μάχη, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τις επιχειρήσεις στο Αιγαίο και τα όποια σχεδια τυχόν υπήρχαν για ευρωπαϊκή εισβολή. Αυτή η μεταφορά στρατευμάτων κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη του διοικητή που είχε ορίσει ο Αλέξανδρος στην περιοχή, του Νέαρχου του Κρητικού, δείχνει και το πόσο επισφαλής ήταν σε αυτή τη φάση η θέση των Μακεδόνων στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου. Η απόφαση του Δαρείου να θέσει σε δεύτερη μοίρα τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι πολύ πιθανό να του κόστισε τελικά τον πόλεμο.

Μετά την επιτυχή διεκπεραίωση των Ελλήνων μισθοφόρων, ο Φαρνάβαζος επανενώθηκε με τον Αυτοφραδάτη. Αφού έστειλαν τον Δατάμη με 10 πλοία να επιχειρήσει στις Κυκλάδες, εκείνοι με 100 πλοία έσπευσαν στην Τένεδο. Χωρίς μακεδονική βοήθεια να φαίνεται στον ορίζοντα, αφού ο Ηγελοχος που είχε στείλει ο Αλέξανδρος στον Ελλήσποντο δεν είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει ακόμα επαρκείς δυνάμεις, οι Τενέδιοι παραδόθηκαν χωρίς μάχη. Η έκβαση των επιχειρήσεων όμως ήταν διαφορετική στις Κυκλάδες, όπου ο Πρωτέας ξεκινώντας με 15 τριήρεις από την Χαλκίδα αιφνιδίασε τον Δατάμη που βρισκόταν αγκυροβολημένος στην Σίφνο και συνέλαβε τα οκτώ από τα δέκα πλοία του. Την ίδια περίπου περίοδο (θέρος-φθινόπωρο του 333 π.Χ), και ενώ ο Αλέξανδρος διεξήγε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά των ορεινών φυλών της Κιλικίας, ο Πτολεμαίος του Λάγου και ο Άσανδρος του Φιλώτα με δυνάμεις από την Καρία και τη Λυδία αντίστοιχα, νίκησαν σε μάχη τον Οροντοβάτη, τον Πέρση διοικητή που κατείχε την ακρόπολη της Αλικαρνασσού (την Σαλμακίδα) και τις πόλεις της καρικής ακτής (αναφέρονται η Μύνδος, η Καύνος, η Θήρα και η Καλλίπολις), και τον ανάγκασαν να καταφύγει στην Αρκόννησο, οχυρό σε νησάκι στο λιμάνι της πόλης. Ως συνέπεια της νίκης αυτής καταλήφθηκαν και η Κως και το Τριόπιον, το ακρωτήριο στο άκρο της χερσονήσου της Κνίδου. Ολόκληρη η μικρασιατική ακτή βρισκόταν πλέον υπό μακεδονική κυριαρχία.

Στο μεταξύ ο Φαρνάβαζος και ο Αυτοφραδάτης παρέμεναν κοντά στην Χίο. Πληροφορούμενοι τις εξελίξεις, αφού άφησαν φρουρά στο νησί, έστειλαν κάποια πλοία τους να ανακαταλάβουν την Κω και την Αλικαρνασσό, ενώ οι ίδιοι με τις 100 καλύτερες τριήρεις τους εγκαταστάθηκαν στην Σίφνο, θέτωντας υπό τον έλεγχό τους τις Κυκλάδες. Τον Νοέμβριο του 333 π.Χ, όλο το Αιγαίο βρισκόταν υπό περσικό έλεγχο, με μόνες εξαιρέσεις τις αθηναϊκες κτήσεις σε Σάμο, Σποράδες, Λήμνο και Ίμβρο και τα στενά του Ελλησπόντου που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του Ηγέλοχου και του Αμφότερου. Ο βασιλιάς Άγις της Σπάρτης βρισκόταν πλέον ήδη σε διαπραγματεύσεις με τους Πέρσες διοικητές στη Σίφνο, ζητώντας χρήματα για πρόσληψη μισθοφόρων και την αποστολή στρατού και στόλου στην Πελοπόννησο, ώστε να μεταφερθεί ο πόλεμος στην κυρίως Ελλάδα.

Η κατάσταση ήταν κρίσιμη και σίγουρα η ψυχολογική πίεση για τον Μακεδόνα βασιλιά θα ήταν μεγάλη. Με τον όγκο του μακεδονικού στρατού να βρίσκεται στην Κιλικία ενόψει μεγάλης σύγκρουσης με υπέρτερη, τουλάχιστον αριθμητικά, περσική δύναμη και με τον αντιβασιλιά Αντίπατρο να διαθέτει μάλλον ανεπαρκείς εφεδρείες για να ελέγξει την κατάσταση σε περίπτωση που εξελίξεις οδηγούσαν σε σύγκρουση, πολλές πόλεις φαίνονταν έτοιμες να συνταχθούν στο πλευρό της πρώτης μεγάλης ελληνικής δύναμης που θα σήκωνε ξανά το λάβαρο της εξέγερσης. Επιπλέον, οι πολεμικές επιχειρήσεις και η δράση Λεσβίων πειρατών υπό τον δεσπότη της Μήθυμνας Αριστόνικο στην περιοχή των Στενών, παρεμπόδιζαν την ασφαλή μεταφορά σιτηρών από τις αγορές του Ευξείνου Πόντου. Με την αγορά της Αιγύπτου κλειστή λόγω του πολέμου και με μόνες ανοικτές αγορές πλέον αυτές της Κυρηναϊκής και της Σικελίας, μοιραίο ήταν να εμφανιστούν ελλείψεις. Ως συνέπεια των παραπάνω, ένα ανθηρό λαθρεμπόριο σιτηρών είχε αρχίσει να αναπτύσσεται, εκτινάζοντας τις τιμές στα ύψη και χαρίζοντας το δίχως άλλο ακόμα ένα επιχείρημα στους υπέρμαχους της προσχώρησης προς τους Πέρσες. Στην Αθήνα φαίνεται πως ήδη διεξάγονταν συζητήσεις στην Εκκλησία του δήμου για την σκοπιμότητα ή όχι της παραμονής στη Συμμαχία της Κορίνθου.

Σε αυτό το πλαίσιο ίσως θα έπρεπε να ενταχθεί και η “αυτομόληση” του θησαυροφύλακα Αρπάλου περίπου την ίδια περίοδο. Ο Άρπαλος, επιστήθιος φίλος του Αλέξανδρου ήδη από την εποχή της εφηβείας του, αναφέρεται πως υπό την επιρροή ενός “κακούργου”, του Ταυρίσκου, λιποτάκτησε από το μακεδονικό στρατόπεδο στην Κιλικία και κατέφυγε στα Μέγαρα. Ο Ταυρίσκος σκοτώθηκε αργότερα στην Ιταλία, πολεμώντας στο πλευρό του Αλέξανδρου του Μολοσσού, ενώ ο Άρπαλος επέστρεψε στον Αλέξανδρο, ο οποίος όχι μόνο τον συγχώρεσε, αλλά του ανέθεσε εκ νέου και την σημαντικότατη ευθύνη του βασιλικού θησαυροφυλακίου. Καθώς δεν προκύπτει από τις πηγές πως ο Αλέξανδρος ήταν άνθρωπος που συγχωρούσε τόσο εύκολα την προδοσία, ίσως θα ήταν σωστότερο να υποθεσουμε πως ο Άρπαλος, υπό την κάλυψη της υποτιθέμενης αυτομόλησής του και ως άνθρωπος με πολλές διασυνδέσεις ειδικά στην Αθήνα, στάλθηκε σε ειδική αποστολή ώστε να διερευνήσει την κατάσταση στην Ελλάδα και να αξιοποιήσει τις ικανότητες και τις γνωριμίες του προς όφελος του ηγεμόνα του.

Ό,τι και να σχεδιαζόταν και από τις δύο πλευρές στην στην δυτική πλευρά του Αιγαίου, οι εξελίξεις φαίνεται πως τους πρόλαβαν. Οι ειδήσεις για μια μεγάλη μάχη στην στενή πεδιάδα της Ισσού στην Κιλικία, όπου ο Αλέξανδρος συνέτριψε τα βασιλικά στρατεύματα υπό τον ίδιο τον Μεγάλο Βασιλέα, συγκλόνισαν τον Φαρνάβαζο, ο οποίος έσπευσε με 12 τριήρεις και 1.500 Έλληνες μισθοφόρους στην Χίο για να αποτρέψει εξέγερση των Χίων. Ο Άγις έλαβε τελικά από τον Αυτοφραδάτη τριάντα τάλαντα αργύρου και δέκα τριήρεις και έστειλε τον υφιστάμενό του Ιππία να συναντήσει με τα πλοία αυτά και τα χρήματα τον αδερφό του Αγησίλαο, στο Ταίναρο. Το ακρωτήριο αυτό, περικυκλωμένο από τρεις πλευρές από θάλασσα και προφυλαγμένο με απόκρυμνα όρη από την μεριά της ενδοχώρας, θα αποτελούσε τόπο στρατολόγησης αξιόμαχων πολεμιστών από ολόκληρη την Ελλάδα που είτε με δέλεαρ τα χρήματα, είτε λόγω μίσους προς τους Μακεδόνες επέλεγαν να συνταχθούν στο πλευρό του νεόκοπου άξονα Λακεδαιμονίων-Περσών. Οι εντολές του Άγι προς τον αδερφό του ήταν, αφού στρατολογήσει στρατιώτες και πληρώσει τους ναύτες, να στραφεί άμεσα κατά της Κρήτης και να στρέψει με το μέρος του τις πόλεις του νησιού. Ο ίδιος παρέμεινε για κάποιο διάστημα στις Κυκλάδες και στη συνέχεια ενώθηκε με τον Αυτοφραδάτη στην Αλικαρνασσό, ώστε να τον συνδραμει στις επιχειρήσεις του εκεί μετώπου.

Από τα παραπάνω φαίνεται πως εν όψει των νέων εξελίξεων οι Πέρσες επιτελείς σχεδίαζαν την σταδιακή απεμπλοκή τους από τις επιχειρήσεις στην κυριως Ελλάδα. Καθώς αναμενόταν πως ο Αλέξανδρος μετά την νίκη του θα στρεφόταν νότια ώστε να θέσει υπό τον έλεγχό του τις ναυτικές φοινικικές πόλεις και να εντάξει στο δικό του στρατόπέδο τις ισχυρές μοίρες τους, το περσικό ενδιαφέρον θα επικεντρωνόταν πλέον στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και στη Μικρά Ασία, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι θα αναλάμβαναν το βάρος του αγώνα στην Πελοπόννησο, στις Κυκλάδες και στην Κρήτη. Μπορούμε να διακρινουμε μάλιστα και μια ανεπίσημη διχοτόμηση του χώρου του Αιγαίου σε ζώνες επιρροής, μια σπαρτιατική στην δύση και μια περσική στην ανατολή. Οι παίκτες είχαν βάλει πλέον όλα τα πιόνια τους στην σκακιέρα και το παιχνίδι εξουσίας στην ανατολική Μεσόγειο θα κορυφωνόταν μέσα στα δύο επόμενα χρόνια.


Το φθινόπωρο του 333 π.Χ η κατάσταση στο Αιγαίο φαινόταν κρίσιμη. Οι Πέρσες Φαρνάβαζος και Αυτοφραδάτης είχαν θέσει υπό τον έλεγχό τους τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου, ενώ ανακατέλαβαν την Αλικαρνασσό (όπου εξακολουθούσαν να διατηρούν ήδη από την αρχή του πολέμου την οχυρωμένη νησίδα Αρκόννησο, καθιστώντας το λιμάνι της πόλης μη προσβάσιμο), την Μίλητο, καθώς και αριθμό σημαντικών πόλεων στην μικρασιατική ακτή που δεν κατονομάζονται από τις πηγές. Παράλληλα είχαν έρθει σε συμφωνία με τον βασιλιά Άγι της Σπάρτης, στον οποίο έδωσαν χρήματα και πλοία για να προετοιμάσει εξέγερση στην Πελοπόννησο, ενώ ο ρήτορας Δημοσθένης στην Αθήνα, που βρισκόταν σε επαφή με τους Πέρσες διοικητές, επηρέαζε τους συμπολίτες του υπέρ της προσχώρησης στο στρατόπεδό τους.

Η μακεδονική νίκη στην Ισσό τον Νοέμβριο όμως άλλαξε άρδην τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των δύο αντιπάλων. Τώρα ο δρόμος προς την Φοινίκη (σημερινός Λίβανος) και την Κύπρο ήταν πλέον ανοικτός. Καθώς οι δύο αυτές περιοχές παρείχαν τις περισσότερες και τις πιο αξιόμαχες μοίρες του περσικού στόλου που δρούσε στο Αιγαίο, ο Αλέξανδρος έκρινε σκόπιμο να προελάσει προς τα εκεί και να μην καταδιώξει τον υποχωρούντα προς την Βαβυλώνα Δαρείο. Με τον μακεδονικό στρατό έξω από τα τείχη τους και περσική βοήθεια να μην φαίνεται άμεσα στον ορίζοντα, οι Φοίνικες ηγεμόνες και οι στόλοι τους θα παραδίδονταν οικειοθελώς ή θα υπέκυπταν με την βία.

Πράγματι, οι σπουδαιότερες φοινικικές πόλεις, η Άραδος, η Βύβλος και η Σιδώνα, παραδόθηκαν αμαχητί και σύντομα οι ναυτικές μοίρες τους, 80 τριήρεις στο σύνολο, αυτομόλησαν προς την πλευρά των Μακεδόνων που τώρα πολιορκούσαν την Τύρο, τo μόνο μεγάλο αστικό κέντρο της χώρας που αρνήθηκε να υποταχθεί. Σύντομα ακολούθησαν οι μοίρες των Κυπρίων (120 πλοία), ενώ στο ελληνικό στρατόπεδο πέρασε και η Ρόδος η οποία συνεισέφερε στον Αλέξανδρο 10 τριήρεις υπό την ναυαρχίδα της πόλης Περίπολο.

Η αυτομόληση των κυπρο-φοινικικών μοιρών από τον περσικό στόλο επέτρεψε στον Αλέξανδρο να ανασυστήσει ισχυρή ναυτική δύναμη, με τη βοήθεια της οποίας άλωσε τελικά την Τύρο μετά από επτά μήνες πολιορκίας, ενώ αντιστρόφως εξάλειψε τις όποιες δυνατότητες των Περσών να διεξάγουν σημαντικές επιχειρήσεις στην Ευρώπη. Η εξέλιξη του πολέμου στην θάλασσα φαινόταν πια προδιαγεγραμμένη.

Η ανατροπή της ισορροπίας δυνάμεων στο Αιγαίο αντανακλάται και στο γεγονός πως στην Φοινίκη συνάντησαν τον Αλέξανδρο ο Μακεδόνας ναύαρχος Πρωτέας από τη Χαλκίδα με μια πεντηκόντορο και ο Κλέανδρος του Πολεμοκράτη μαζί με 4.000 Πελοποννήσιους μισθοφόρους. Στην πρώτη περίπτωση επρόκειτο για τον ναύαρχο που ηγείτο του συμμαχικού στόλου που έδρευε στην Χαλκίδα και η άφιξή του στην μακρινή Φοινίκη μαρτυράει ίσως αποδέσμευση των Ευβοέων και Πελοποννήσιων ναυτικών συμμάχων λόγω ύφεσης της ναυτικής απειλής στις Κυκλάδες και στις ακτές της Πελοποννήσου. Ο Κλέανδρος από την άλλη, είχε σταλεί στην Πελοπόννησο ενάμιση χρόνο πριν για να στρατολογήσει μισθοφόρους. Από το πλήθος των τελευταίων φαίνεται πως ο απόηχος της μακεδονικής νίκης στην Ισσό είχε φτάσει πλέον και στην Ελλάδα και οι επίδοξοι “κοντοτιέροι” έσπευδαν να ταχθούν στο πλευρό του νικητή.

Η επιτυχία της αποστολής του Κλεάνδρου εξάλλου λειτούργησε υπονομευτικά προς την αντίστοιχη προσπάθεια των Λακεδαιμονίων, που την ίδια εποχή αναζητούσαν με περσικά χρήματα επίσης μάχιμους άνδρες για να συμπληρώσουν τις τάξεις του στρατού τους για την σύγκρουση που ερχόταν στην Ελλάδα. Με τον Δαρείο ηττημένο να έχει αποσυρθεί στην Μεσοποταμία, τον περσικό στόλο και την περσική ναυτική κυριαρχία στην Μεσόγειο να φυλλορροούν και τους Αθηναίους να μην φαίνονται πρόθυμοι να κινηθούν, οι Λακεδαιμόνιοι, αν και ανοικτά πλέον σε πόλεμο με την Μακεδονία και έχοντας ήδη στείλει στόλο στην Κρήτη να διεξάγει επιχειρήσεις, προς το παρόν δίσταζαν να κινηθούν αποφασιστικά.

Μέχρι το φθινόπωρο του 332 π.Χ, η Τένεδος είχε στασιάσει εναντίον των Περσών και προσχώρησε στην μακεδονική πλευρά, ενώ οι δημοκρατικοί στην Χίο εξεγέρθηκαν και ανέτρεψαν την περσόφιλη ολιγαρχική κυβέρνηση που είχαν εγκαταστήσει εκεί ο Αυτοφραδάτης και ο Φαρνάβαζος (βλέπε μέρος δεύτερο: https://m.facebook.com/groups/847539878684505?view=permalink&id=1273677809404041). Πάνω στην σύγκρουση δε συνελήφθη ο Φαρνάβαζος, που βρισκόταν εκεί με δώδεκα τριήρεις και 1.500 μισθοφόρους, και μαζί του και ο τύραννος της Μήθυμνας Αριστόνικος, που έτυχε να βρίσκεται στο νησί μαζί με πέντε λεσβιακά ελαφρά σκάφη. Τα εχθρικά πληρώματα εξοντώθηκαν και οι αρχηγοί τους, μαζί με τους Χίους ολιγαρχικούς, παραδόθηκαν σιδηροδέσμιοι στον στρατηγό των μακεδονικών δυνάμεων του Ελλησπόντου Ηγέλοχο που έσπευσε στο μεταξύ στην νήσο. Ο τελευταίος διεξήγε εκστρατεία και κατά της Λέσβου, όπου ανέτρεψε τον περσόφιλο τύραννο της Μυτιλήνης Χάρη και έφερε με το μέρος του κατόπιν συμφωνίας τις υπόλοιπες πόλεις του νησιού, ενώ έστειλε τον ναύαρχο Αμφότερο με 60 πλοία στην Κω, όπου τον είχαν καλέσει οι κάτοικοι για να του παραδώσουν την πόλη. Λίγο αργότερα έφτασε και ο ίδιος στην νήσο, όπου βρήκε τον Αμφότερο κύριο της κατάστασης. Από κει κατευθύνθηκαν μαζί στην Αίγυπτο, όπου στην Μέμφιδα συνάντησαν τον Αλέξανδρο για να του αναγγείλουν την ήττα των Περσών στο Αιγαίο και να του παραδώσουν τους αιχμαλώτους πλην του Φαρνάβαζου, που είχε καταφέρει να δραπετεύσει (πιθανότατα προς την κατεχόμενη ακόμα από τους Πέρσες Αλικαρνασσό) ενώ βρίσκονταν σταθμευμένοι στην Κω. Ο Αλέξανδρος έστειλε τους τυράννους πίσω στις πατρίδες τους για να δικαστούν από τους συμπολίτες τους, ενώ οι Χίοι ολιγαρχικοί εξορίστηκαν στην Ελεφαντίνη, στο σημερινό Aσουάν στη νότια Αίγυπτο.

Παρά τον φαινομενικό θρίαμβο στην θάλασσα, η κατάσταση εκατέρωθεν του Αιγαίου κάθε άλλο παρά ήρεμη ήταν. Αφενός η Ελλάδα εξακολουθούσε να μαστίζεται από σπανοσιτεία, αναγκάζοντας τον Αλέξανδρο να λάβει μέτρα. Έτσι, τον χειμώνα του 332 π.Χ και ενώ ακόμα βρισκόταν στην Αίγυπτο, έκλεισε συμφωνία με τους Κυρηναίους στην ακτή της Λιβύης για την αποστολή φορτίων σίτου στα ελληνικά κράτη προκειμένου να κρατηθούν σε χαμηλά επίπεδα οι τιμές. 100.000 μέδιμνοι στάλθηκαν στην Αθήνα, 72.600 στην Μακεδονία, 50.000 στην Ήπειρο, στο Άργος, τη Λάρισα και την Κόρινθο, 30.000 στα Μέγαρα, την Σικυώνα και τη Ρόδο και φορτία μεταξύ 1.000 και 15.000 μεδίμνων στα υπόλοιπα ελληνικά κράτη. Η γεναιόδωρη αυτή αποστολή, πληρωμένη προφανώς εξ’ολοκλήρου από το βασιλικό ταμείο του Αλέξανδρου, εξευμένισε ως ένα βαθμό τα ταραγμένα πνεύματα στην ειδικά στην εξαρτώμενη από τις εισαγωγές σίτου Αθήνα.

Αφετέρου, σημαντικό μέρος των περσικών δυνάμεων είχε καταφέρει να διαφύγει σώο από την Ισσό, δημιουργώντας προβλήματα σε άλλα μέτωπα. Εκτός από 4.000 άνδρες που έφυγαν μαζί με τον Δαρείο και αποτέλεσαν τον σκληρό πυρήνα γύρω από τον οποίο ο Πέρσης βασιλιάς άρχισε να οργανώνει νέο στρατό στην Βαβυλώνα, τουλάχιστον 8.000 Έλληνες μισθοφόροι βετεράνοι της Ισσού είχαν καταφερει να διαφύγουν μέσω του φοινικικού λιμανιού της Τρίπολης στην Κύπρο και από κει μέσω Καρίας στο ακρωτήριο Ταίναρο (σημερινή νότια Μάνη), όπου στρατολογήθηκαν από τους Λακεδαιμόνιους. Παρομοίως, ίλες ιππικού υπό τον χιλίαρχο Ναβαρζάνη πέρασαν βορείως του Ταύρου, όπου προκάλεσαν γενική εξέγερση στην Καππαδοκία και στην Παφλαγονία. Καθώς η ορεινή Πισιδία παρέμενε από την αρχή του πολέμου ως επί το πλείστον ανυπότακτη, οι χερσαίες γραμμές επικοινωνίας του Αλέξανδρου διαμέσου της στενωπού των Κελαινών κινδύνευαν με άμεσο κλείσιμο.

Ευτυχώς για τον Αλέξανδρο που ήταν εξαιρετικά απασχολημένος με την κατάκτηση και την διοικητική οργάνωση της Αιγύπτου, ο κυβερνήτης της κεντρικής Μικράς Ασίας Αντίγονος ο Μονόφθαλμος, παρά την επικίνδυνη έλλειψη στρατιωτών που αντιμετώπιζε, κατάφερε να νικήσει κατά την διάρκεια του 332 τον Ναβαρζάνη και τους ιππείς του σε τρεις μάχες εκ παρατάξεως. Την ίδια περίπου περίοδο, ο κυβερνήτης της Ελλησποντικής Φρυγίας Κάλας αντιμετώπιζε επιτυχώς τους Παφλαγόνες, ενώ ο διοικητής της Λυδίας Άσανδρος νίκησε την περσική φρουρά της Μιλήτου και ανακατέλαβε την πόλη. Παρά το ότι έκτοτε η Καππαδοκία πέραν του ποταμού Άλυ χάθηκε και θα ανακαταλαμβανόταν μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου από τον επιμελητή Περδίκκα, η ζωτική οδός διαμέσου των Κελαινών ήταν πλέον ασφαλής και δεν θα ξαναδεχόταν απειλή μέχρι το τέλος του πολέμου.

Ως τα τέλη του έτους, ο Δαρείος είχε καταφέρει να συγκεντρώσει ξανά πολυπληθές και καλά εξοπλισμένο στράτευμα στη Βαβυλώνα, ενώ στην Ελλάδα η κατάσταση εξακολουθούσε να παραμένει έκρυθμη. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 332-331 π.Χ ο Άγις και ο αδερφός του Αγησίλαος είχαν καταφέρει να πάρουν με το μέρος τους το μεγαλύτερο μέρος της Κρήτης. Από κει μπορούσαν να στρατολογήσουν άντρες (οι Κρήτες ήταν φημισμένοι τοξότες), αλλά και να εκτελούν πειρατικές επιδρομές εναντίον των φορτίων σιτηρών από την Κυρήνη. Πριν φύγει τελικά ο Αλέξανδρος στα μέσα Απριλίου του 331 π.Χ από την Αίγυπτο, είχε στείλει ναυτική δύναμη υπό τον Αμφότερο με διαταγές να “απελευθερώσει” το νησί και να καθαρίσει την θάλασσα από τους “πειρατές”.

Φτάνοντας στην ανοικοδομημένη Τύρο όμως, πληροφορήθηκε πως ο Άγις είχε συγκεντρώσει μεγάλη δύναμη μισθοφόρων και είχε εξεγερθεί ανοικτά ζητώντας από τα ελληνικά κράτη να ενωθούν μαζί του, ενώ έφταναν και φήμες για σοβαρή εξέγερση στην Θράκη. Καθώς κατά τη συγκεκριμένη φάση του πολέμου πρόβαλε ως προτεραιότητα η διεξαγωγή αποφασιστικής μάχης με τον Δαρείο και η σύλληψη ή εξόντωσή του, ο Αλέξανδρος αρκέστηκε να στείλει εκατό κυπριακά και φοινικικά πλοία για να ενωθούν με τις δυνάμεις του Αμφότερου και να ενισχύσουν τα σύμμαχα ελληνικά κράτη έναντι του Άγι, αφήνοντας τον αντιβασιλιά Αντίπατρο μόνο να αναλάβει το βάρος των επιχειρήσεων στην ξηρά. Ο ίδιος, μετά από παραμονή τριών μηνών στην Τύρο όπου διευθέτησε ζητήματα της περιοχής, ξεκίνησε για την Θάψακο του Ευφράτη, ενώ την 1η Οκτωβρίου συγκρούστηκε με τον Δαρείο στα Γαυγάμηλα, κοντά στο σημερινό Ερμπίλ, συντρίβοντάς τον αποφασιστικά και ανοίγοντας τον δρόμο για την Βαβυλώνα και την βασιλική πρωτεύουσα Σούσα.

Tο 331 ήταν χωρίς αμφιβολία δύσκολο έτος για τον αντιβασιλιά Aντίπατρο. Εν όψει της προέλασης στο εσωτερικό της περσικής αυτοκρατορίας, ο βασιλικός απεσταλμένος Αμύντας του Ανδρομένους είχε περάσει τον χειμώνα του 332-331 στην Μακεδονία στρατολογώντας άντρες. Σύμφωνα με τον Κούρτιο, 15.000 νεοσύλλεκτοι, εκ των οποίων τουλάχιστον οι μισοί Μακεδόνες, επιστρατεύτηκαν και στάλθηκαν στην Ασία, στερώντας κατά αυτόν τον τρόπο από τον Αντίπατρο πολύτιμες εφεδρείες σε μια περίοδο που θύμιζε την ηρεμία λίγο πριν την καταιγίδα.

Δίπλα σε αυτήν την αιμορραγία έμψυχου δυναμικού προς την ανατολή (ο Αντίπατρος άλλωστε έστελνε σε ετήσια βάση ενισχύσεις προς τον Αλέξανδρο) ήρθαν να προστεθούν καταιγιστικές εξελίξεις στην Θράκη. Στις αρχές του 331 ο στρατηγός της ανατολικής θρακικής ακτής Ζωπυρίωνας διεξήγε εκστρατεία εναντίον της Σκυθίας που κατάληξε σε τραγική αποτυχία. Καθώς οι πηγές είναι φειδωλές για το ζήτημα, δεν γνωρίζουμε την αιτία της εκστρατείας. Ίσως να είχε σχέση με την έλλειψη σιταριού που αναφέρθηκε προηγουμένως, την εχθρική στάση των Σκυθών, που έλεγχαν την πλούσια σε σιτηρά βόρεια ακτή του Ευξείνου Πόντου, απέναντι στο μακεδονικό βασίλειο και την κατοχή της Κρήτης από τους Λακεδαιμόνιους, που τους έδινε την δυνατότητα να παρενοχλούν τα θαλάσσια φορτία σίτου από την Κυρηναϊκή προς την Ελλάδα. Πάντως το παραπάτημα αυτό οδήγησε σε ένα ντομινο εξελίξεων στην Θράκη. Οι φυλές πέριξ του Δούναβη εξεγέρθηκαν, ένας Θράκας πρίγκιπας στην ανατολική ακτή ονόματι Σεύθης αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς και ο στρατηγός της Θράκης Μέμνων (που πιθανότατα έδρευε στην Φιλιππούπολη, το σημερινό Πλοντιβ στη Βουλγαρία) βρήκε την ευκαιρία να αυτονομηθεί από την κεντρική μακεδονική εξουσία.

Εκείνη την στιγμή και προφανώς έχοντας πληροφορηθεί την κατάρρευση της μακεδονικής κυριαρχίας στην Θράκη, επέλεξε ο Άγις για να κινηθεί ανοικτά κατά της μακεδονικής ηγεμονίας στην Πελοπόννησο. Σύντομα την Σπαρτη πλαισίωσαν η Τεγέα, το αρκαδικό κοινό πλην της Μεγαλόπολης, η Ήλιδα, οι Αχαιοί (πλην των Πελληνέων) και πιθανότατα οι Αιτωλοί και οι Φωκείς, δημιουργώντας μια εικόνα χάους στην νότια Ελλάδα. Γίνεται έτσι προφανές πως η μακεδονική ηγεμονία, υπό τον πολιτικό μανδύα του Συνεδρίου της Κορίνθου, κάθε άλλο παρά ευπρόσδεκτη ήταν. Τα μόνα κράτη που δεν ενώθηκαν με τον Άγι είτε είχαν παραδοσιακή εχθρότητα με την Σπάρτη λόγω εδαφικών διενέξεων (Άργος, Μεγαλόπολη, Μεσσήνη), είτε εγκατεστημένες μακεδονικές φρουρές (Κόρινθος, Ευβοείς) ή κυβερνούνταν από φιλομακεδονικά καθεστώτα, όπως η αχαϊκή πόλη Πελλήνη όπου κυβερνούσε ο εγκατεστημένος από τους Μακεδόνες τύραννος Χαίρων.

Παρόλο που τα γεγονότα στην Πελοπόννησο τείνουν γενικά να υποτιμούνται, αν δει κανείς το σύνολο των δυνάμεων που κινητοποιήθηκαν τελικά και το πόσο αμφίρροπα εξελίχθηκε η σύγκρουση με τους Λακεδαιμόνιους, γίνεται σαφές πως η κρίση στην Ελλάδα ήταν εξαιρετικά σοβαρή και η ένταξη της αναγεννημένης μετά την Χαιρώνεια Αθήνας στο ένα ή στο άλλο στρατόπεδο θα μπορούσε να γείρει την πλάστιγγα αποφασιστικά. Προς ανακούφιση του Αντιπάτρου όμως η Αθήνα επέλεξε την ουδετερότητα. Χρησιμοποιώντας το ευφυώς απλό επιχείρημα ότι ο κάθε πολίτης θα έχανε 50 δραχμές που θα λάμβανε ως χορηγία κατά την εορτή των Ανθεστηρίων για έναν πόλεμο που δεν αφορά την πόλη, ο ρήτορας Δημάδης, υπεύθυνος για τα αθηναϊκά κρατικά έσοδα και καλός φίλος του αντιβασιλέα Αντιπάτρου, έπεισε τον δήμο να μην κινητοποιήσει τον ισχυρό αθηναϊκό στόλο, ενώ ο Δημοσθένης, για πρώτη φορά στην πολιτική του καριέρα, σιώπησε.

Αν και αντιμακεδόνας ως το μεδούλι, για τον ψυχρά υπολογιστή ρήτορα η κατάσταση είχε ως εξής:
Aν οι Αθηναίοι επέλεγαν να βοηθήσουν τον Άγι, το μέλλον τους θα εξαρτιόταν απο δύο αναγκαίες συνθήκες: την ήττα του Αντίπατρου από τους Πελοποννήσιους και τους Αθηναίους και την ήττα του Αλέξανδρου από τον Δαρείο. Αν ο Αντίπατρος νικούσε, οι Αθηναίοι θα μοιράζονταν την τιμωρία της Θήβας μαζί με την Σπάρτη. Αν ο Αλέξανδρος νικούσε τον Δαρείο, θα είχε τους πόρους της περσικής αυτοκρατορίας στη διάθεσή του για να τιμωρήσει τους στασιαστές.
Από την άλλη αν δεν βοηθούσαν τον Άγι, οι Αθηναίοι δεν είχαν κάτι να χάσουν και ίσως και να έβγαιναν και κερδισμένοι: Αν ο Άγις νικούσε τον στρατό του Αντίπατρου και ο Δαρείος νικούσε τον Αλέξανδρο, η Αθήνα θα ήταν σε θέση να επαναδιεκδικήσει την ηγεμονική της θέση στην χώρα. Αν έχανε ο Άγις, αλλά ηττάτο και ο Αλέξανδρος, η Αθήνα θα είχε να αντιμετωπίσει την φθίνουσα ισχύ μιας αποδυναμωμένης Μακεδονίας. Τέλος, εάν τόσο ο Αντίπατρος όσο και ο Αλέξανδρος έβγαιναν νικητές, όπως και έγινε τελικά, οι Αθηναίοι δεν θα διακινδύνευαν να καταστραφεί η πόλη τους.



Επιπλέον ο Αντίπατρος, φερόμενος συνετά, δεν φαίνεται να εξώθησε την κατάσταση στα άκρα αξιώνοντας στρατιωτική βοήθεια από την πόλη (εξάλλου 20 αθηναϊκές τριήρεις πιθανότατα εκστράτευαν μαζί με τον Αμφότερο στην Κρήτη, με τα πληρώματά τους να λειτουργούν ουσιαστικά ως όμηροι), ενώ ο Μακεδόνας βασιλιάς προσπαθούσε σε κάθε ευκαιρία να εξευμενίζει τους Αθηναίους. Τον Μάιο του 331 π.Χ, ενώ βρισκόταν ακόμα στην Τύρο και σε συνάντηση που είχε με τους Αθηναίους πρέσβεις Αχιλλέα και Διόφαντο, απελευθέρωσε τελικά τους Αθηναίους αιχμαλώτους από την μάχη του Γρανικού, ενώ όταν αργότερα μπήκε στα Σούσα επέστρεψε στην πόλη της Παλλάδας τα χάλκινα αγάλματα των τυραννοκτόνων Αρμοδίου και Αριστογείτονα που είχαν αρπάξει οι Πέρσες κατά την εισβολή τους στην Αττική το 480 π.Χ.

Tο 331 ήταν χωρίς αμφιβολία δύσκολο έτος για τον αντιβασιλιά Aντίπατρο. Εν όψει της προέλασης στο εσωτερικό της περσικής αυτοκρατορίας, ο βασιλικός απεσταλμένος Αμύντας του Ανδρομένους είχε περάσει τον χειμώνα του 332-331 στην Μακεδονία στρατολογώντας άντρες. Σύμφωνα με τον Κούρτιο, 15.000 νεοσύλλεκτοι, εκ των οποίων τουλάχιστον οι μισοί Μακεδόνες, επιστρατεύτηκαν και στάλθηκαν στην Ασία, στερώντας κατά αυτόν τον τρόπο από τον Αντίπατρο πολύτιμες εφεδρείες σε μια περίοδο που θύμιζε την ηρεμία λίγο πριν την καταιγίδα.

Δίπλα σε αυτήν την αιμορραγία έμψυχου δυναμικού προς την ανατολή (ο Αντίπατρος άλλωστε έστελνε σε ετήσια βάση ενισχύσεις προς τον Αλέξανδρο) ήρθαν να προστεθούν καταιγιστικές εξελίξεις στην Θράκη. Στις αρχές του 331 ο στρατηγός της ανατολικής θρακικής ακτής Ζωπυρίωνας διεξήγε εκστρατεία εναντίον της Σκυθίας που κατάληξε σε τραγική αποτυχία. Καθώς οι πηγές είναι φειδωλές για το ζήτημα, δεν γνωρίζουμε την αιτία της εκστρατείας. Ίσως να είχε σχέση με την έλλειψη σιταριού που αναφέρθηκε προηγουμένως, την εχθρική στάση των Σκυθών, που έλεγχαν την πλούσια σε σιτηρά βόρεια ακτή του Ευξείνου Πόντου, απέναντι στο μακεδονικό βασίλειο και την κατοχή της Κρήτης από τους Λακεδαιμόνιους, που τους έδινε την δυνατότητα να παρενοχλούν τα θαλάσσια φορτία σίτου από την Κυρηναϊκή προς την Ελλάδα. Πάντως το παραπάτημα αυτό οδήγησε σε ένα ντομινο εξελίξεων στην Θράκη. Οι φυλές πέριξ του Δούναβη εξεγέρθηκαν, ένας Θράκας πρίγκιπας στην ανατολική ακτή ονόματι Σεύθης αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς και ο στρατηγός της Θράκης Μέμνων (που πιθανότατα έδρευε στην Φιλιππούπολη, το σημερινό Πλοντιβ στη Βουλγαρία) βρήκε την ευκαιρία να αυτονομηθεί από την κεντρική μακεδονική εξουσία.

Εκείνη την στιγμή και προφανώς έχοντας πληροφορηθεί την κατάρρευση της μακεδονικής κυριαρχίας στην Θράκη, επέλεξε ο Άγις για να κινηθεί ανοικτά κατά της μακεδονικής ηγεμονίας στην Πελοπόννησο. Σύντομα την Σπαρτη πλαισίωσαν η Τεγέα, το αρκαδικό κοινό πλην της Μεγαλόπολης, η Ήλιδα, οι Αχαιοί (πλην των Πελληνέων) και πιθανότατα οι Αιτωλοί και οι Φωκείς, δημιουργώντας μια εικόνα χάους στην νότια Ελλάδα. Γίνεται έτσι προφανές πως η μακεδονική ηγεμονία, υπό τον πολιτικό μανδύα του Συνεδρίου της Κορίνθου, κάθε άλλο παρά ευπρόσδεκτη ήταν. Τα μόνα κράτη που δεν ενώθηκαν με τον Άγι είτε είχαν παραδοσιακή εχθρότητα με την Σπάρτη λόγω εδαφικών διενέξεων (Άργος, Μεγαλόπολη, Μεσσήνη), είτε εγκατεστημένες μακεδονικές φρουρές (Κόρινθος, Ευβοείς) ή κυβερνούνταν από φιλομακεδονικά καθεστώτα, όπως η αχαϊκή πόλη Πελλήνη όπου κυβερνούσε ο εγκατεστημένος από τους Μακεδόνες τύραννος Χαίρων.

Παρόλο που τα γεγονότα στην Πελοπόννησο τείνουν γενικά να υποτιμούνται, αν δει κανείς το σύνολο των δυνάμεων που κινητοποιήθηκαν τελικά και το πόσο αμφίρροπα εξελίχθηκε η σύγκρουση με τους Λακεδαιμόνιους, γίνεται σαφές πως η κρίση στην Ελλάδα ήταν εξαιρετικά σοβαρή και η ένταξη της αναγεννημένης μετά την Χαιρώνεια Αθήνας στο ένα ή στο άλλο στρατόπεδο θα μπορούσε να γείρει την πλάστιγγα αποφασιστικά. Προς ανακούφιση του Αντιπάτρου όμως η Αθήνα επέλεξε την ουδετερότητα. Χρησιμοποιώντας το ευφυώς απλό επιχείρημα ότι ο κάθε πολίτης θα έχανε 50 δραχμές που θα λάμβανε ως χορηγία κατά την εορτή των Ανθεστηρίων για έναν πόλεμο που δεν αφορά την πόλη, ο ρήτορας Δημάδης, υπεύθυνος για τα αθηναϊκά κρατικά έσοδα και καλός φίλος του αντιβασιλέα Αντιπάτρου, έπεισε τον δήμο να μην κινητοποιήσει τον ισχυρό αθηναϊκό στόλο, ενώ ο Δημοσθένης, για πρώτη φορά στην πολιτική του καριέρα, σιώπησε.

Αν και αντιμακεδόνας ως το μεδούλι, για τον ψυχρά υπολογιστή ρήτορα η κατάσταση είχε ως εξής:
Aν οι Αθηναίοι επέλεγαν να βοηθήσουν τον Άγι, το μέλλον τους θα εξαρτιόταν απο δύο αναγκαίες συνθήκες: την ήττα του Αντίπατρου από τους Πελοποννήσιους και τους Αθηναίους και την ήττα του Αλέξανδρου από τον Δαρείο. Αν ο Αντίπατρος νικούσε, οι Αθηναίοι θα μοιράζονταν την τιμωρία της Θήβας μαζί με την Σπάρτη. Αν ο Αλέξανδρος νικούσε τον Δαρείο, θα είχε τους πόρους της περσικής αυτοκρατορίας στη διάθεσή του για να τιμωρήσει τους στασιαστές.
Από την άλλη αν δεν βοηθούσαν τον Άγι, οι Αθηναίοι δεν είχαν κάτι να χάσουν και ίσως και να έβγαιναν και κερδισμένοι: Αν ο Άγις νικούσε τον στρατό του Αντίπατρου και ο Δαρείος νικούσε τον Αλέξανδρο, η Αθήνα θα ήταν σε θέση να επαναδιεκδικήσει την ηγεμονική της θέση στην χώρα. Αν έχανε ο Άγις, αλλά ηττάτο και ο Αλέξανδρος, η Αθήνα θα είχε να αντιμετωπίσει την φθίνουσα ισχύ μιας αποδυναμωμένης Μακεδονίας. Τέλος, εάν τόσο ο Αντίπατρος όσο και ο Αλέξανδρος έβγαιναν νικητές, όπως και έγινε τελικά, οι Αθηναίοι δεν θα διακινδύνευαν να καταστραφεί η πόλη τους.

Επιπλέον ο Αντίπατρος, φερόμενος συνετά, δεν φαίνεται να εξώθησε την κατάσταση στα άκρα αξιώνοντας στρατιωτική βοήθεια από την πόλη (εξάλλου 20 αθηναϊκές τριήρεις πιθανότατα εκστράτευαν μαζί με τον Αμφότερο στην Κρήτη, με τα πληρώματά τους να λειτουργούν ουσιαστικά ως όμηροι), ενώ ο Μακεδόνας βασιλιάς προσπαθούσε σε κάθε ευκαιρία να εξευμενίζει τους Αθηναίους. Τον Μάιο του 331 π.Χ, ενώ βρισκόταν ακόμα στην Τύρο και σε συνάντηση που είχε με τους Αθηναίους πρέσβεις Αχιλλέα και Διόφαντο, απελευθέρωσε τελικά τους Αθηναίους αιχμαλώτους από την μάχη του Γρανικού, ενώ όταν αργότερα μπήκε στα Σούσα επέστρεψε στην πόλη της Παλλάδας τα χάλκινα αγάλματα των τυραννοκτόνων Αρμοδίου και Αριστογείτονα που είχαν αρπάξει οι Πέρσες κατά την εισβολή τους στην Αττική το 480 π.Χ.