29.5.20

Γιάννης Καλπούζος: Ο κάματος της γραφής (ή σταγόνες σεμιναρίου δημιουργικής γραφής)

Αγαπητοί αναγνώστες και συνοδοιπόροι, με αφορμή διάφορες ερωτήσεις ή απορίες που μου υποβάλλονται κατά καιρούς αποφάσισα να παραθέσω λίγες αράδες για...
τον κάματο της γραφής. Βεβαίως μιλώ για τον δικό μου κάματο, μια και δε λειτουργούν όλοι οι συγγραφείς με τον ίδιο τρόπο.
Η συγγραφή ενός κοινωνικού μυθιστορήματος με φόντο την Ιστορία, όπως το «ἐρᾶν-Βυζαντινά αμαρτήματα» που εκδόθηκε προσφάτως, είναι ένας μακροχρόνιος πόλεμος με πάμπολλες καθημερινές και πολύωρες μάχες.
Ο πολεμιστής-συγγραφέας μετατρέπεται αρχικώς σε ερευνητή των ιστορικών γεγονότων και κυρίως της κοινωνικής Ιστορίας και της ανθρωπογεωγραφίας. Θα χαρακτήριζα την έρευνα ως μείγμα γοητευτικής και άχαρης διαδικασίας. Προκειμένου ο συγγραφέας ν’ αντλήσει στοιχεία για μια εποχή που δεν υπάρχει πια, ανατρέχει σε εκατοντάδες τόμους βιβλίων, μελέτες, επιστολές, εικόνες, ζωγραφιές, χάρτες, μουσεία και σε κάθε χαραμάδα όπου κρύβεται η ελάχιστη πληροφορία∙ για τα έθιμα, τα ήθη, τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές, τη γνώση και την πρόσληψη για τον κόσμο, τη διασκέδαση, την ενδυμασία, την αρχιτεκτονική, τις μεταφορές, τη διοίκηση, το εμπόριο, τα φαγητά και τα ποτά, το οδικό δίκτυο, τα θρησκευτικά δόγματα, τις πόλεις και την ύπαιθρο, τα ζώα, τα φυτά, τα προϊόντα, τους ηθικούς κανόνες, τους νόμους και την παραβατικότητα, τις φυλακές, τη μοναστική ζωή, τις ασθένειες, τα φάρμακα κ.ο.κ. Κι όσο πιο μακρινές και σκοτεινές είναι οι εποχές, όπως ο 8ος αιώνας στο Βυζάντιο, τόσο πιο επίπονο αποδεικνύεται το έργο του. Μαθαίνει κι ο ίδιος, αυτό είναι το γοητευτικό κομμάτι, αλλά συνάμα ασχολείται με την άχαρη αποδελτίωση, δηλαδή πού ακριβώς βρήκε τη μια ή την άλλη πληροφορία ώστε να μπορεί να επανέλθει για τις λεπτομέρειες όταν χρειαστεί. 


Να σημειώσω κι ότι καταχωρεί χιλιάδες στοιχεία από τα οποία στη μυθοπλασία θ’ αξιοποιήσει πολύ μικρό μέρος, δεδομένου ότι δε γνωρίζει εξαρχής τι θα του χρειαστεί, ενώ είναι αναγκαίο να σχηματίσει πλήρη εικόνα για την εποχή που πραγματεύεται και να μεταφερθεί, να ζει κατά έναν τρόπο εκεί.
Ολοκληρώνοντας το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας αρχίζουν οι πρώτοι σχεδιασμοί. Ένα πρόπλασμα μυθοπλασίας, από το οποίο στην πορεία δε θα μείνει σχεδόν τίποτε, μια δεύτερη προσέγγιση στη θεματολογία, μια και από εκεί έχει γεννηθεί το κίνητρο να γράψει το βιβλίο, και η επινόηση των κεντρικών ηρώων και των βασικών χαρακτηριστικών τους τόσο ως προς τη σωματική τους διάπλαση όσο και ως προς τον χαρακτήρα τους. Επίσης, το πάλεμα για το ποια θα είναι η γλώσσα, το ύφος του κειμένου.
Αφού στη δική μου περίπτωση έχει παρέλθει ένας ολόκληρος χρόνος προεργασίας με 12 έως 15 ώρες δουλειάς κάθε νύχτα, αρχίζει η αναμέτρηση με τη γραφή. Πλέον ο πόλεμος εκδηλώνεται σε όλη του την ένταση. Πώς ξεκινάω; Ποιο είναι το επόμενο βήμα; Ποιους χαρακτήρες έχω ανάγκη σε κάθε σκηνή; Πώς θα αναπαραστήσω πειστικά τον συλλογικό τρόπο ζωής, τα ήθη, τα έθιμα, τις συμπεριφορές, τις νοοτροπίες και τις παραδόσεις, γνωρίζοντας ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος να αναλωθώ σε γραφικές περιγραφές και να παραμελήσω τη διείσδυση στο εσωτερικό των ηρώων; Ποια είναι η δοσολογία περιγραφών ή πραγματολογικών στοιχείων για να μην αποβαίνουν εις βάρος της μυθοπλασίας; Πως θα ενεργήσει ο άλφα ή ο βήτα ήρωάς μου; Μπορώ να φανταστώ την εξέλιξη και μέχρι ποιο σημείο; Γεννιέται νέα θεματολογία και πώς θα την υποστηρίξω; Δεκάδες έτερα ερωτήματα εμφανίζονται σε κάθε σελίδα ή και παράγραφο.
Το κορυφαίο στοίχημα για κάθε συγγραφέα είναι να θέτει συνεχώς εύστοχα ερωτήματα στον εαυτό του. Γιατί να συμβεί αυτό ή το άλλο; Συνάδει με τον χαρακτήρα, την ηθική, τις γνώσεις και τη νοοτροπία του ήρωά μου η αντίδρασή του ή τον ωθώ σε λάθος δρόμο; Αν γράψω ετούτο έρχεται κόντρα με εκείνο; Συγχρόνως, να μη λησμονεί ότι και για τον ίδιο η μεγαλύτερη γοητεία της γραφής είναι να αγωνιά τι θα συμβεί παρακάτω. Τι θα γεννήσει ο λογισμός του. Γιατί αν προκατασκευάζει, θα υπολείπεται σε πάθος η γραφή του, θα του είναι βαρετό, θα πλήττει να αναπτύξει όσα ήδη γνωρίζει.
Η γραφή προχωρά βήμα το βήμα, μέρα με την ημέρα. Ο συγγραφέας οπλίζεται με υπομονή και με πείσμα. Οφείλει να διατηρεί το ύφος, την ατμόσφαιρα, τη γλώσσα σε κάθε κεφάλαιο αλλά και στο σύνολο του κειμένου. Μέγας αγώνας ετούτος.
Η πρόοδος της γραφής συνεπάγεται έντονο συγκινησιακό φορτίο για τον συγγραφέα. Είναι οδυνηρό και ψυχοφθόρο να μεταμορφώνεται σαν υπέρτατος ηθοποιός και μέσα σε ελάχιστο χρόνο σε διαφορετικό πρόσωπο: σε άντρα, σε γυναίκα, σε μισητό και απεχθή χαρακτήρα, σε ανθρωπιστή, σε εγκληματία, σε δογματικό, να μιλά ως παιδί και ως γέρος, ως βλάσφημος και ως θρήσκος, ως κοσμικός και ως ιερωμένος, να μεταλλάσσεται σε φονιά και πόσα ακόμη. Να ενεργεί και να αισθάνεται όπως ακριβώς καθένας από τους ήρωές του, να τους συμπονά και να τους κατανοεί. Να μισεί, να φθονεί, να ζηλεύει, να ερωτεύεται, να βιώνει την απώλεια, να σπαράζει και την επόμενη στιγμή να χορεύει και να διασκεδάζει... Γιατί, αν δεν υποδυθεί και δεν ενδυθεί ως το μεδούλι τους ρόλους, δε θα αποτυπωθεί μεστά, παραστατικά και με αληθοφάνεια στο κείμενο ο εκάστοτε χαρακτήρας.
Προκειμένου να επιτευχθεί η αναγνωστική ευφορία, ξεδιπλώνει ή εκρήγνυται όλο το ταλέντο του. Να υφάνει με γοητευτικό τρόπο τις λέξεις. Να δημιουργήσει συνηχήσεις ή να αποφύγει κακές συνηχήσεις. Να μην υπάρχουν εσωτερικές ομοιοκαταληξίες στην ίδια πρόταση ή και παράγραφο. Να προσέχει τη μη επανάληψη ακόμη και κοινότοπων λέξεων, ενώ με ιδιαίτερη φειδώ να χρησιμοποιεί τις εξεζητημένες ή τις πομπώδεις. Να μεταχειρίζεται ενίοτε με λανθασμένη συντακτική σειρά τα ρήματα ώστε να επιτευχθεί το ιδιαίτερο ύφος που επιθυμεί. Να φροντίζει στους διαλόγους να μη μεταφέρει αυτούσιο τον προφορικό λόγο, όμως να πείθεται ο αναγνώστης ότι ο άλφα ήρωας μιλά σαν χωριάτης ή ο βήτα σαν μάγκας (ενώ στην πραγματικότητα δε μιλούν). Να διατηρεί τον ρυθμό του κειμένου ή να τον σπάει όπου απαιτείται. Να περιγράφει με οικονομία λόγου, δίνοντας ωστόσο τη δυνατότητα στον αναγνώστη να εικονοποιεί με ευχέρεια αλλά και την εντύπωση ότι εξεικονίζονται από τον συγγραφέα πολύ περισσότερα. Να φροντίζει να μην κάνει κατάχρηση στις παρομοιώσεις ή στις εικόνες. Να επινοεί γλωσσοπλασίες, λεκτικά τεχνάσματα και μεταστοιχειώσεις. Να εμπλουτίζει το κείμενο με επιλεγμένες λέξεις της ντοπιολαλιάς ώστε να προσδίδουν στην ατμόσφαιρα της εποχής, όμως χωρίς να δυσχεραίνουν την ανάγνωση. Να εμποτίζει τον αφηγηματικό λόγο με μουσικότητα, αλλά πάντα με μέτρο, όπως σε μια μουσική συμφωνία υπάρχουν εξάρσεις και καταβυθίσεις. Και πολλά ακόμη ως προς τον συγκεκριμένο τομέα πασχίζοντας να επιτυγχάνει παντού την προσδοκώμενη αρμονία.
Συνάμα δεν παύουν να διεξάγονται άλλες μάχες. Για παράδειγμα ένα άγριο γεγονός ή μια τραγική σκηνή, σε συνάρτηση με την έκτασή τους στο κείμενο και τον χρόνο ανάγνωσης, ενδέχεται να αλλοιώσουν ολόκληρο το βιβλίο. Επομένως πρέπει να βρει τη χρυσή τομή ως προς την έκταση του κειμένου που καταλαμβάνει το εκάστοτε συμβάν. Ακόμη και μια παράταιρη προσφώνηση μπορεί να διασαλεύσει την αρμονία μιας ολόκληρης σελίδας. Επίσης, οφείλει ο συγγραφέας να προβαίνει σε χιλιάδες συνδυαστικές σκέψεις οι οποίες αφορούν στη μυθοπλασία, στα πραγματολογικά στοιχεία και στους χαρακτήρες, ενώ δεν πρέπει να λησμονεί και να πασχίζει να επέλθει η λύτρωση για τον αναγνώστη, χωρίς αυτό να σημαίνει κατ’ ανάγκη χαρούμενο και ευτυχές τέλος.
Οφείλει και να βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση και να αντιλαμβάνεται σε ποιο σημείο πρέπει να ελαφρύνει το κείμενο με ένα ευτράπελο επεισόδιο. Με σκακιστικές κινήσεις να συνδυάζει όσα γράφηκαν στις προηγούμενες σελίδες με τις τρέχουσες και τις επόμενες. Να κτίζει τον χαρακτήρα των ηρώων του μέσα από τη δράση, συνδέοντας πάντα την εξωτερική ανθρωπογεωγραφία, το ιστορικό, το πολιτισμικό και το εθιμικό πλαίσιο με τον ψυχισμό, τις σκέψεις, τα κίνητρα, τις ενέργειες, τις αξίες, τα πάθη κι εν γένει με την ενδοχώρα τους. Να αναρωτιέται εάν συνάδει ό,τι συμβαίνει με τα ήθη της εποχής κι εάν έχει αληθοφάνεια το ένα ή το άλλο περιστατικό. Να μη χρησιμοποιεί στους διαλόγους ή και στην αφήγηση λέξεις και φράσεις μεταγενέστερων καιρών. Να έχει τις κεραίες του διαρκώς ακονισμένες. Αναφέρω τρία παραδείγματα τα οποία σχετίζονται με το «ἐρᾶν-Βυζαντινά αμαρτήματα»: Σε ένα στιγμιότυπο υπάρχουν πολλά πρόσωπα και κάποιος λαβαίνει μία εμπιστευτική επιστολή. Θα τη διάβαζε λίγο παράμερα από τους λοιπούς ή θα πήγαινε σε άλλον χώρο; Θα μετέβαινε σε διπλανό χώρο μια και τότε δεν ήξεραν να διαβάζουν από μέσα τους, διάβαζαν φωναχτά όπως και στην Αρχαία Ελλάδα. Η επιστολή με τι γράμματα θα ήταν γραμμένη και πού; Με κεφαλαία, αφού τον 8ο αιώνα ξεκινά δειλά η μικρογράμματη γραφή, ενώ θα ήταν γραμμένη σε περγαμηνή, ούτε σε χαρτί ούτε στον προγενέστερο πάπυρο. Ο δούλος θα μιλούσε στον αφέντη του στον ενικό ή στον πληθυντικό; Θα μιλούσε στον ενικό μια και ο πληθυντικός ευγενείας είναι πολύ μεταγενέστερο γλωσσικό και κοινωνικό φαινόμενο.
Επίσης, να υπολογίζει εάν πλατειάζει μια σκηνή και αν έχει τη σωστή έκταση (μεγαλύτερη ή μικρότερη) ένα κωμικό ή ένα συγκινησιακό δρώμενο ώστε να γεννηθεί στον αναγνώστη το επιθυμητό συναίσθημα. Να βρίσκεται σε εγρήγορση και για μα μην επαναλάβει εικόνες ή χαρακτηριστικά ηρώων ή μυθοπλαστικά μέρη ή ρήσεις από προηγούμενα βιβλία του και να ανακαλύπτει νέους εκφραστικούς τρόπους και λεκτικά παντρέματα. Παράλληλα να καλπάζει η φαντασία του, να επινοεί συνεχώς σκηνές και ανατροπές ώστε να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη υπηρετώντας όμως πάντα τον δικό του στόχο.
Έχει να αντιμετωπίσει ο συγγραφέας τη δική του κυκλοθυμία μα και όσους εξωγενείς παράγοντες επηρεάζουν την ψυχοσύνθεση του. Μια μηχανή που θα περάσει στον δρόμο μαρσάροντας μπορεί να του καταστρέψει την ηρεμία και την ψυχική ανάταση, απολύτως αναγκαία για να δημιουργήσει. Πολύ περισσότερο έτερα προβλήματα (υγείας, οικονομικά και λοιπά) εντός της οικίας του ή γενικότερης μορφής.
Να αναφέρω και πόσο προσαυξάνεται μέσα του το υπαρξιακό πρόβλημα συνδαυλίζοντας την κυκλοθυμία του και την αίσθηση του ματαίου της ζωής, καθώς μεταφέρεται νοερά μα και συναισθηματικά σε αλλοτινές εποχές και βιώνει τον θάνατο στο πολλαπλάσιο. «Αποχαιρέτησαν δυσμενώς το παλιό έτος, να πάει και να μην ξανάρθει, και μπήκε ελπιδοφόρο το 768…» αναφέρεται στο «ἐρᾶν-Βυζαντινά αμαρτήματα». Αυτό ο συγγραφέας το έχει βιώσει ως ζώσα πραγματικότητα, όπως και δεκάδες περασμένες χρονιές μέρα τη μέρα. Ζει πλάι σε πρόσωπα που μεγαλώνουν, ερωτεύονται, κάνουν σχέδια, ελπίζουν, διασκεδάζουν, αγωνίζονται, ζουν με πάθος και σύντομα τα βλέπει να χάνονται, να σβήνουν απ’ τον χάρτη της ζωής. Συνάμα βιώνει τη διάψευση των ονείρων, τις απογοητεύσεις και τα κάθε λογής δεινά των ηρώων του σαν να είναι δικοί του άνθρωποι κι όλα αυτά επιδρούν στο θυμικό του.
Ασφαλώς ο συγγραφέας έχει να αναμετρηθεί και με πλήθος άλλων ζητημάτων, πολλά από τα οποία άπτονται της θεματολογίας, των συμβολισμών, των νοητικών παραπομπών και στη χρήση λέξεων και όρων που κουβαλούν ιστορικό, πολιτικό, παραδοσιακό και θρησκευτικό δέος. Θα απαιτούνταν μακρόχρονο σεμινάριο να μιλήσουμε για όλα και λεπτομερώς.
Αγαπητοί αναγνώστες και συνοδοιπόροι, σας ανέφερα αρκετά, ωστόσο συνοπτικότατα, από τον κάματο της γραφής. Σε κάθε περίπτωση να διευκρινίσω πως ο εν λόγω μόχθος σε ό,τι με αφορά μεταβολίζεται σε μέγα έρωτα και σε μέθη της ζωής.

Γιάννης Καλπούζος