Ακρωτήρι της Μυτιλήνης στις 11 Μαρτίου του 1879. Το αληθινό, πατρικό του επώνυμο ήταν ‘’Γεωργανάς’’, αλλά η οικογένεια έφερε και το παρανόμι ‘’Ιθακήσιος’’ επειδή ο παππούς του, Βασίλης, είχε ζήσει για χρόνια στην Ιθάκη στα μεταεπαναστατικά χρόνια.
Η ΣΠΗΛΙΑ του ΙΘΑΚΗΣΙΟΥ
Ο Βασίλης Ιθακήσιος στα χρόνια της σχολικής εκπαίδευσής του, στη Μυτιλήνη, γνώρισε τον ζωγράφο Λουκά Γεραλή που ασχολούνταν ταυτόχρονα και με τη φωτογραφία.
Κοντά του έμαθε την τέχνη της φωτογραφίας, ώστε αργότερα αγόρασε μια δική του φωτογραφική μηχανή. Από τότε η φωτογραφική μηχανή τον συνόδευε σε κάθε επαγγελματική του δραστηριότητα. Πήγε αργότερα συστημένος απ’ τον Γεραλή, για κάποιο διάστημα στα εφηβικά του χρόνια, στη Σμύρνη, στον περίφημο για την εποχή του ζωγράφο Παναγιώτη Πολυχρόνη και εκεί ολοκλήρωσε το ταλέντο του στο σχέδιο και στη ζωγραφική. Κατόπιν έρχεται στην Αθήνα και εισάγετε στη Σχολή καλών τεχνών όπως προαναφέραμε.
Γύρω στο 1898, βρίσκεται στην Αμβέρσα όπου παρακολούθησε την σύγχρονη καλλιτεχνική κίνηση και την εξέλιξη της Φλαμανδικής ζωγραφικής. Το 1900 εγκαθίσταται στη Σμύρνη όπου εκεί ασχολήθηκε με όλα τα είδη της ζωγραφικής τέχνης: Προσωπογραφία, τοπιογραφία, λυρικές απεικονίσεις, θαλασσογραφία, ηθογραφικές σκηνές, γραμμικό σχέδιο, γυμνό, νεκρή φύση και ελεύθερα θέματα. Έκανε περισσότερες από 12 εκθέσεις στην Ευρωπαϊκή οδό του ‘’Φραγκομαχαλά’’, που όλες γνώρισαν τεράστια καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία.
Με την καταστροφή της Σμύρνης το 1922, (αφού έχασε περίπου 3000 πίνακες στις φωτιές, δηλαδή, το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο καλλιτεχνικό του έργο), φθάνει στα 42 χρόνια του πρόσφυγας στην Αθήνα. Το 1928, γνωρίζει τον Όλυμπο, πεζοπορώντας με τον Κόκαλο. Εκεί ψηλά, σε κάποια βουνοπλαγιά του Ολύμπου, βρίσκει ένα σπηλαίωμα και που για είκοσι χρόνια από το 1928 έως το 1950, θα περάσει όλα τα καλοκαίρια, ζωγραφίζοντας πάνω από 500 πίνακες με διαφορετικές όψεις του Ολύμπου. Τη σπηλιά ετούτη την ονόμασε: ‘’Άντρο των Μουσών’’ και σήμερα είναι γνωστή με την ονομασία: ‘’Σπηλιά του Ιθακήσιου’’. Κάνει τη σπηλιά παλάτι του, με εφόδια δύο τρία σκαμνιά, ένα σεντούκι, ένα πιθάρι, δοχεία για νερό, καλάθια, λάμπες πετρελαίου, στρωσίδια, ξύλα για φωτιά και, φυσικά, τα σύνεργα της ζωγραφικής του. Στα τοιχώματα ζωγράφισε τις Μούσες και δύο φορές την εβδομάδα έρχονταν, με ζώα, οι προμήθειες από το χωριό.
Δυστυχώς, παρ’ όλου που είχε δημιουργήσει τοιχογραφίες στα τοιχώματα του σπηλαίου, οι φωτιές απ’ τους τσοπάνηδες και τους πεζοπόρους κατέστρεψαν το μεγαλύτερο μέρος τους, ώστε σήμερα να μην μπορούμε να τις θαυμάσουμε.
Με την καταστροφή της Σμύρνης το 1922, (αφού έχασε περίπου 3000 πίνακες στις φωτιές, δηλαδή, το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο καλλιτεχνικό του έργο), φθάνει στα 42 χρόνια του πρόσφυγας στην Αθήνα. Το 1928, γνωρίζει τον Όλυμπο, πεζοπορώντας με τον Κόκαλο. Εκεί ψηλά, σε κάποια βουνοπλαγιά του Ολύμπου, βρίσκει ένα σπηλαίωμα και που για είκοσι χρόνια από το 1928 έως το 1950, θα περάσει όλα τα καλοκαίρια, ζωγραφίζοντας πάνω από 500 πίνακες με διαφορετικές όψεις του Ολύμπου. Τη σπηλιά ετούτη την ονόμασε: ‘’Άντρο των Μουσών’’ και σήμερα είναι γνωστή με την ονομασία: ‘’Σπηλιά του Ιθακήσιου’’. Κάνει τη σπηλιά παλάτι του, με εφόδια δύο τρία σκαμνιά, ένα σεντούκι, ένα πιθάρι, δοχεία για νερό, καλάθια, λάμπες πετρελαίου, στρωσίδια, ξύλα για φωτιά και, φυσικά, τα σύνεργα της ζωγραφικής του. Στα τοιχώματα ζωγράφισε τις Μούσες και δύο φορές την εβδομάδα έρχονταν, με ζώα, οι προμήθειες από το χωριό.
Δυστυχώς, παρ’ όλου που είχε δημιουργήσει τοιχογραφίες στα τοιχώματα του σπηλαίου, οι φωτιές απ’ τους τσοπάνηδες και τους πεζοπόρους κατέστρεψαν το μεγαλύτερο μέρος τους, ώστε σήμερα να μην μπορούμε να τις θαυμάσουμε.
Ήθελε να ζήσει κοντά στη φύση, να τη χαρεί, να τη ζωγραφίσει και να την παρουσιάσει σε εκθέσεις του. Να τη δει πολύς κόσμος και να την αγαπήσει και να παρακινηθεί να βγει στο ύπαιθρο, να ανέβει στο βουνό, όπως έκαναν μέχρι τότε μόνο μικρές ομάδες και ακολούθησαν αργότερα οι μεγαλύτερες που τις αποτελούσαν εκείνοι που είχαν γίνει στο μεταξύ μέλη στον “Οδοιπορικό”, στην “Υπαίθριο Ζωή”, στον “Πάνα”, στον “Ορειβατικό” και σε άλλα εκδρομικά και φυσιολατρικά σωματεία που ιδρύθηκαν εκείνη την εποχή.
Μα η αγάπη του για τη φύση τού ψηλότερου ελληνικού βουνού, δεν έμεινε μόνο στην καλλιτεχνική του προσφορά. Παράλληλα ήταν και ένας ιδεώδης φυσιολάτρης του βουνού. Φτιάχνει, με προσωπική εργασία κάθε άνοιξη, τις κατεστραμμένες πηγές, διορθώνει πολλά απ’ τα μονοπάτια που ο βαρύς χειμώνας είχε σκορπίσει. Και φυσικά γίνεται ο καλύτερος πρεσβευτής για το βουνό των θεών. Να το δει, να το γνωρίσει ο πολύς κόσμος και να το αγαπήσει και να παρακινηθεί να βγει στο ύπαιθρο, να ανέβει στο βουνό, όπως έκαναν μέχρι τότε μόνο μικρές ομάδες.
Έγινε παγκόσμια γνωστός τόσο για τα έργα του , όσο και για τη φιλοξενία που πρόσφερε στους επισκέπτες του βουνού. Ζωγράφισε περισσότερους από 500 πίνακες, οι οποίοι βρίσκονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το 1941 οι Γερμανοί κατακτητές έκλεψαν όλους τους πίνακες από το σπίτι του στο Λιτόχωρο, καθώς και το βιβλίο επισκεπτών της σπηλιάς. Όταν γέρος πια, 94 χρόνων, προσκλήθηκε από τον Φρέντυ Γερμανό στην τηλεόραση, μαζί με τον περίπου συνομήλικό του Κάκαλο, πρώτο οδηγό του στον Όλυμπο, που επίσης πρώτος πάτησε και την κορυφή του τον Μύτικα, παίζοντας λαγούτο, θυμήθηκαν τους στίχους που απήγγελλε βροντερά κάθε φορά που κατακτούσε την κορυφή: «Τι δακρύζεις Μύτικα και βαριαναστενάζεις...»
Έγκλειστος στο γηροκομείο, σε βαθιά γηρατειά, έτοιμος για το μεγάλο ταξίδι, αναζητούσε τον Όλυμπο. Η μόνη του έγνοια ήταν η επιστροφή στις κορφές, στη σπηλιά του. Η διεύθυνση του γηροκομείου προβληματίστηκε και τελικά το 1977 συνεννοήθηκε με το Γ.Ε.Σ., ώστε κάποιο ελικόπτερο, που για υπηρεσιακούς λόγους θα πήγαινε προς τον Όλυμπο, να τον πέρναγε για λίγο απ’ τα γνωστά του μονοπάτια. Το πρόγραμμα είχε κανονιστεί και ο γέροντας είχε ξανανιώσει... Όμως ο γιατρός του ιδρύματος, την τελευταία στιγμή, ματαίωσε το ταξίδι. Κι εκείνος, το ίδιο βράδυ, σηκώθηκε, ντύθηκε τα ορειβατικά του και προσπάθησε να φύγει μόνος του για το βουνό... Δρασκελίζοντας το παράθυρο έπεσε και χτύπησε θανάσιμα. Το πνεύμα του, όπως λένε, πέταξε ελεύθερο για πάντα στο αγαπημένο του βουνό… Τα οστά του μεταφέρθηκαν και εναποτέθηκαν στην ανατολική άκρη της σπηλιάς το 1989, σε καλλιμάρμαρο μνημείο με την επιγραφή: "Εδώ έζησε 20 χρόνια ο Ζωγράφος Βασίλης Ιθακήσιος" .
Ο κ. Ιθακήσιος δίκαια ονομάστηκε ο ζωγράφος του Ολύμπου, αφού είναι ο μόνος που επέβαλε στον εαυτό του τη μεγάλη αυτοεξορία του απάνω στο γιγάντιο αυτό ενδιαίτημα των αρχαίων Θεών, υπακούοντας στη βαθειά εκείνη δημιουργική ανάγκη που σπρώχνει τον αληθινό καλλιτέχνη ώς την αυτοθυσία, φτάνει να νιώση πως άγγιξε το σκοπό του, πως μπορεί να γίνη ο καθρέφτης των φυσικών μεγαλείων που νοσταλγεί, για να τ' αποκρυσταλλώση σε καλλιτεχνικά έργα τόσο για τη δική του τη χαρά, όσο και για τη χαρά των άλλων ανθρώπων. Αυτή τη χαρά της γνωριμίας μας με τις πιο θαυμάσιες όσο κι' απρόσιτες (σ' όσους προτιμούν τους κλειστούς χώρους κι' όχι τις φυσιολατρικές εκδρομές) μορφές του τόπου μας, μας προσφέρει η σειρά των έργων του κ. Ιθακησίου που βγήκαν από τον Όλυμπο. Τη χαιρόμαστε αληθινά γιατί μας ξυπνάει και την τουριστική μας διάθεση, την επιθυμία της γνωριμίας μας κι από κοντά με το θεϊκό βουνό μας, που τόσο ζωντανά μας προσκαλεί μέσ' από τα έργα του καλού ζωγράφου. Μερικά χαρακτηριστικά έργα του είναι: « Στη στέγη της Ελληνικής γης », « Το Νεκροταφείο των γιγάντων », « Τα Καζάνια του Ολύμπου »,
« Ρόμπολο », « Όλυμπος » κ.ά.
Οι Πίνακες του Βασίλη Ιθακήσιου βρίσκονται στη Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας - Μουσείο Γ.Ι. Κατσίγρα και στο Γηροκομείο Αθηνών.
Φωτο: Θεοχάρης Μπικηρόπουλος