12.1.24

Johann Wolfgang von Goethe, «Προμηθέας»

«Σαν ήμουνα παιδί,να πράξω τί, δεν ήξερα,
με μάτι σαστισμένο
τον ήλιο αγκάλιαζα, 
σαν να ’ταν κάποιο αυτί
εκεί ψηλά, τον πόνο μου ν’ ακούσει,
κάποια καρδιά, σαν τη δική μου,
να συμπονέσει τον κατατρεγμένο.

Εμένα ποιός με βοήθησε,
Όταν την περηφάνια των Τιτάνων πολεμούσα;
Ποιος απ’ το θάνατο με γλίτωσε
κι απ’ τη σκλαβιά;
Εσύ δεν ήσουν φλογερή καρδιά μου κι άγια,
που τα ’φερες μονάχη σου ώς το τέλος όλα,
και, γελασμένη συ νια τότε και καλή,
βαθιά δε φχαριστούσες για τη σωτηρία μου
τον Κοιμισμένο αυτόν εκεί ψηλά;

Να σε τιμήσω εγώ; Γιατί;
Μήπως
βαλσάμωσες ποτέ τον πόνο
του Πονεμένου;
Μήπως σταμάτησες ποτέ τα δάκρυα
του Φοβισμένου;
Μήπως δε μ’ έκαναν στ’ αμόνι απάνω άντρα
ο παντοδύναμος ο Χρόνος
κι η Μοίρα η αιώνια,
δικοί μου Αφέντες και δικοί σου;

Μήπως σου πέρασε απ’ το νου
πως θα μου ’ρχόταν σιχαμός για τη ζωή μου
και θα ’φευγα στην ερημιά,
γιατί τα όνειρα της νιότης μου
δεν ωριμάσαν όλα;

Κάθουμαι εδώ και πλάθω ανθρώπους
απάνω στη δική μου εικόνα,
γενιά, που να ’ναι σαν κι εμένα,
να κλαίει και να ’χει βάσανα,
να ’χει χαρές κι απόλαψες
και να σου δείχνει καταφρόνια,
καθώς εγώ!»

Johann Wolfgang von Goethe, «Προμηθέας»

Μετάφραση Νίκος Α. Σερεσλής

Πίνακας: John Martin (1789–1854), «The Bard» (1817)