3.5.22

Ορφικός σαμανισμός: Ο χωρισμός της Ψυχής από το Σώμα

Το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της Ορφικής Θρησκείας ήταν η εξάρτησή της από τις ΓΡΑΦΕΣ, τους «ιερούς λόγους», που ψάλλονταν στα «δρώμενα» (εξ ου και το προσωνύμιο του Ορφέα ως «θεολόγου», δηλ
τραγουδιστή των θεϊκών πραγμάτων-ονομασία μοναδική για την ελληνική αρχαιότητα). Κάνοντας λόγο εδώ για τους «Ιερούς Λόγους» του Ορφέα κάνουμε την επισήμανση ότι δεν αναφερόμαστε στους γνωστούς «Ορφικούς Ύμνους», κείμενα της ΠΡΩΤΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ εποχής, για τους οποίους θα κάνουμε ειδικό λόγο σε επόμενο κεφάλαιο, Πιο κοντά στους «Ιερούς Λόγους» του Ορφέα είναι οι λεγόμενες «Χρυσές Πλάκες» που βρέθηκαν στην Ιταλία και στην Κρήτη.


Πρόκειται για επιγραφές (πλάκες χρυσού) που βρέθηκαν ακουμπισμένες δίπλα σε σκελετούς μέσα σε τάφους. Οι στίχοι που είναι γραμμένοι πάνω τους είναι καταφανώς αποσπάσματα από κάποιο μεγάλο ποίημα και ανάγονται στον 5ο αιώνα π.Χ. Ο σκοπός των πλακών αυτών γίνεται σαφής από το περιεχόμενό τους. Δίδουν οδηγίες στους νεκρούς για το ταξίδι τους στον Κάτω Κόσμο. Τους λένε ποια κατεύθυνση να ακολουθήσουν και ποια λόγια να πουν. Γενικά το κείμενο των πλακών είναι σε εξάμετρους στίχους, εκτός δύο σύντομων φράσεων που έχουν παρεμβληθεί σε πεζό λόγο. Ας δούμε το περιεχόμενο μιας από αυτές σε μετάφραση:

«Θα βρεις στα αριστερά του Οίκου του Άδη μια Πηγή και πλάι σε αυτήν στέκεται άσπρο κυπαρίσσι. Στην πηγή αυτή μην πλησιάσεις. Όμως θα βρεις δεξιά μιαν άλλη, από τη Λίμνη της Μνημοσύνης που τρέχει κρύο νερό και μπροστά της υπάρχουν φρουροί. Πες: Είμαι παιδί της Γης και του Έναστρου Ουρανού. Όμως η γενιά μου είναι από τον Ουρανό μόνο. Αυτό και οι ίδιοι το ξέρετε. Καίγομαι από δίψα και χάνομαι. Δώστε μου γρήγορα το κρύο νερό που ρέει από τη Λίμνη της Μνήμης (Μνημοσύνης). Και μόνοι τους θα σου δώσουν να πιεις από την ιερή πηγή και από τότε ανάμεσα στους άλλους ήρωες θα έχεις εξουσία».- Πλάκα από την Πετηλία, Κ. Ιταλίας, 4ος αι.π.Χ

Σε αυτές τις πλάκες δίνεται η οδηγία στην ψυχή να πει: «Είμαι παιδί της Γης και του Έναστρου Ουρανού. Όμως η γενιά μου είναι από τον Ουρανό». Πρόκειται για μια σαφή υπόμνηση των ορφικών δοξασιών για την δημιουργία των ανθρώπων από την τέφρα των Τιτάνων.

Επίσης δίνεται η συμβουλή στην ψυχή να αποφύγει την πηγή στα αριστερά για να μην λησμονήσει την καταγωγή και τον προορισμό της. Εδώ όταν λέμε «καταγωγή», δεν εννοούμε απλώς τη διττή προέλευση της ανθρώπινης φύσης, αλλά ιχνηλατούμε την ορφική θεωρία της ΜΕΤΕΝΣΑΡΚΩΣΗΣ.

Πριν τον Πλάτωνα (Φαίδων, Φαίδρος, Μένων κλπ) και τον Ηρόδοτο(2, 123) για την μετενσάρκωση έκανε λόγο ο Εμπεδοκλής στους «Καθαρμούς» του. Ήδη από την εποχή των Ιώνων Φυσικών (εποχή των γενεθλίων της Φιλοσοφίας) το ΜΟΝΟ αιώνιο πρόβλημα που απασχόλησε τη σκέψη των αρχαίων Ελλήνων αφορούσε στη ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΕΝ. Ή με άλλη διατύπωση: «Πώς μπορώ να έχω όλα τα πράγματα σαν ένα και το καθένα να είναι χωριστό;». Ο Ορφισμός απάντησε με τη θεογονία του δια των ΟΜΟΚΕΝΤΡΩΝ κύκλων: «Τύλιξε όλα τα πράγματα με τον ανείπωτο Αιθέρα και στη μέση του βάλε τον Ουρανό και στο μέσον την ατελείωτη Γη και στο μέσον την θάλασσα και στο μέσον όλους τους Αστερισμούς που στεφανώνουν τον Ουρανό». Αντίθετα η προσωκρατική φιλοσοφία ταλαντεύτηκε μεταξύ Ηράκλειτου και Παρμενίδη και ο Εμπεδοκλής (μαζί με πολλούς άλλους προσωκρατικούς) προσπάθησε να γεφυρώσει το χάσμα και κυρίως να ξεπεράσει το δίλημμα στο οποίο είχε ρίξει την ελληνική φιλοσοφία ο Παρμενίδης με τους αφηρημένους συλλογισμούς του («Αν κάτι υπάρχει, δεν μπορεί ούτε να αλλάξει, ούτε να κινείται»).

Ωστόσο πάνω από όλα ο Εμπεδοκλής υπήρξε ορφικός μύστης. Στους «Καθαρμούς» περιγράφει μια μυστικιστική εμπειρία της Μετενσάρκωσης: «ήδη γαρ ποτ’εγώ γενόμην κουρος τε κόρη τε θάμνος τ’οιωνός τε και έξαλλος έμπορος ιχθύς» (Fragm. 117). [Μετάφραση: Ήμουν άλλοτε αγόρι και κορίτσι, θάμνος, πουλί και ψάρι ταξιδιάρικο, που έξω πηδούσε απ το νερό]. Η Μετενσάρκωση ωστόσο προϋποθέτει διχασμό ψυχής και σώματος.


Όποιος μελετήσει την «ιστορία της ψυχής» στην αρχαία ελληνική σκέψη, θα διαπιστώσει ότι στα ομηρικά χρόνια η έννοια «ψυχή» αναφέρεται στον «θυμό» (=συναίσθημα) περισσότερο παρά στο «νου». Γι αυτό και πριν τους Ορφικούς (6ος αιώνας πΧ) δεν υπάρχει ανταγωνισμός ανάμεσα στην ψυχή και στο σώμα. Οι ορφικοί όμως θα αλλάξουν ριζικά τις ομηρικές αντιλήψεις. Αποδίδοντας (με το μύθο του Ζαγρέα) στον άνθρωπο ένα θεϊκό απόκρυφο – Εγώ (Διόνυσος), έθεσαν την Ψυχή αντιμέτωπη με το Σώμα. Έτσι ο Ορφισμός «εισήγαγε στον ευρωπαϊκό πολιτισμό μια καινούργια ερμηνεία της ανθρώπινης ύπαρξης, την ερμηνεία που ονομάζουμε ΠΟΥΡΙΤΑΝΙΚΗ». Αφού η ψυχή διαφέρει από το σώμα, αυτό σημαίνει ότι μπορεί –με διάφορες τεχνικές- να το εγκαταλείψει. Εκείνοι οι μύστες που προέβαιναν συνειδητά σε χωρισμό ψυχής και σώματος χωρίς να πεθαίνουν ονομάστηκαν ως γνωστόν «ΣΑΜΑΝΕΣ» και αυτή η «διαδικασία» ΣΑΜΑΝΙΣΜΟΣ. Βέβαια ένας τέτοιος συνειδητός δια-χωρισμός της ψυχής από το σώμα κρύβει πολλούς κινδύνους, γι αυτό και απαιτεί ειδική προετοιμασία και εξάσκηση. Νια διευκρινήσουμε κάτι εδώ: Στην κατάσταση αυτή ο ορφικός σαμάνας δεν θεωρείται ότι κατέχεται από ένα ξένο πνεύμα όπως η Πυθία (ή τα σύγχρονα medium) αλλά πως ηψυχή του εγκαταλείπει το σώμα και ταξιδεύει σε μακρινά μέρη ή σε άλλους «πνευματικούς» κόσμους.

Σύγχρονοι ερευνητές έχουν προσπαθήσει να εξηγήσουν τα σαμανιστικά φαινόμενα ως «αρκτικές υστερίες», γι αυτό αποδέχονται ως γνήσια σαμανιστικά φαινόμενα μόνο τα αναφερόμενα στις παγωμένες Πολικές περιοχές. Ωστόσο είναι γνωστό ότι η ψυχή μπορεί να εγκαταλείψει το σώμα είτε σε ασθένεια είτε στον ύπνο.

Η αρχαία ελληνική παράδοση κάνει λόγο για μια σειρά από Έλληνες σαμάνες, οι οποίοι μάλιστα άρχισαν να ενδημούν στον ελλαδικό χώρο μετά τον Β’ Αποικισμό και την ανάπτυξη του Ορφικού κινήματος. Ο Dodds εξήγησε αυτή την χρονική «σύμπτωση» ως επαφή των Ελλήνων με τους κατοίκους της Μαύρης Θάλασσας (Σκύθες) μέσω των αποικιών. Σε κάθε περίσπτωση πάντως ο Ορφισμός ήταν εκείνος που έδωσε την θεωρητική βάση στον Σαμανισμό και η παράδοση διέσωσε τα ονόματα των μεγάλων σαμάων Άβαρι, Αριστέα, Ερμότιμου, Επιμενίδη κλπ που γνώριζαν την τεχνική συνειδητού χωρισμού της ψυχής από το σώμα.

Για τον μεγαλύτερο Έλληνα σαμάνα, τον Πυθαγόρα, θα κάνουμε λόγο σε ειδικό κεφάλαιο. Εδώ θα διαπραγματευτούμε μόνο μια αποκαλυπτική αναφορά για την σαμανιστική τεχνική που χρησιμοποιούσαν οι μύστες της ελληνικής αρχαιότητας προκειμένου να πετύχουν αυτόν τον πολυπόθητο διαχωρισμό της ψυχής από το σώμα. Η πηγή βέβαια αυτή είναι αρκετά μεταγενέστερη αλλά ιδιαίτερα διαφωτιστική. Αναφερόμαστε στη διήγηση του Πλουτάρχου για την «εξωσωματική» εμπειρία σαμανιστικού τύπου που είχε ο Τίμαρχος κατά την επίσκεψή του στο Τροφώνιο Άνδρο. Εκεί έμεινε δύο νύχτες και μια μέρα και όταν εξήλθε διηγήθηκε την εμπειρία του. Μόλις κατέβηκε στο τεχνητό χάσμα του Τροφώνιου μαντείου, το οποίο όπως λέει ο Παυσανίας είχε σχήμα φούρνου και βάθος «οχτώ πήχεις», συνάντησε γύρω του μεγάλο σκοτάδι και αφού προσευχήθηκε έμεινε ξαπλωμένος «πολύν χρόνον». Θυμίζουμε ότι η κατάβαση στο Τροφώνιο Άνδρο όπως την περιγράφει εξ ιδίας εμπειρίας ο Παυσανίας ήταν η ακόλουθη: «ο ουν κατιών, κατακλίνας εαυτόν ες το έδαφος έχων μάζας μεμαγμένας μέλιτι προεμβάλλει τε ες την οπήν τους πόδας και αυτός επιχωρεί» (Παυς., Βοιωτικά, 39, 11). [Μετάφραση: Αυτός λοιπόν που κατεβαίνει ξαπλώνει ανάσκελα στο έδαφος κρατώντας γλυκά ζυμωμένα με μέλι κα βάζει πρώτα μέσα στην τρύπα του άδυτου τα πόδια του για να μπει μετά μέσα και ο ίδιος.] Ας σημειώσουμε επίσης ότι το Τροφώνιο Άνδρο πρέπει να είχε και άλλη έξοδο, γιατί όπως αναφέρει ο Παυσανίας, το πτώμα ενός τυμβωρύχου (που κατέβηκε στο άδυτο για να κλέψει χρυσό και ασήμι) βρέθηκε σε άλλο μέρος, «ετέρωθι».

Στην επιστροφή επίσης οι μυούμενοι έβγαιναν ανάποδα «προεκθεόντων σφίσιν των ποδών», δηλαδή βγάζοντας από το στόμιο του αδύτου πρώτα τα πόδια τους. Η περιγραφή του Παυσανία για ολόκληρη τη διαδικασία κατάβασης στο Τροφώνιο Άνδρο είναι μοναδική στην αρχαία γραμματεία γιατί είναι πλήρης και προέρχεται εξ ιδίας εμπειρίας: «γράφω δε ουκ ακοήν αλλά ετέρους τε ιδών και αυτός τω Τροφωνίω χρησάμενος» (Παυς., Βοιωτ. 39, 14). [Μετάφραση: Γράφω αυτά όχι εξ ακοής αλλά επειδή και άλλους είδα και εγώ ο ίδιος έκανα χρήση του Τροφωνίου.] Στο τέλος, αυτά που είδαν ή άκουσαν όσοι κατέβηκαν στο Τροφώνιο Άνδρο, τα έγραφαν σε πινακίδα και τα αφιέρωναν στο ναό.



Απόσπασμα από το βιβλίο «Οι απόκρυφες επιστήμες στην ελληνική αρχαιότητα, Διαμαντής Κουτουλας, Εκδόσεις ΕΣΟΠΤΡΟΝ, Αθήνα 2002