10.3.22

Για ένα όνειρο ζούμε. Για μια φαντασίωση. Για ένα παραμύθι.

[...] Άνοιξε διάπλατα το μπλε παντζούρι. 
Αντίκρισε την ανατολή. Πήρε μια βαθιά εισπνοή και
γέμισε τα πνευμόνια του δροσερό αέρα.Τα μάτια του έτρεξαν στον ορίζοντα και στάθηκαν στη σμίξη του μπλε του ουρανού με το γαλάζιο της θάλασσας…Στην αντανάκλαση του ήλιου πάνω στη ράχη των κυμάτων του φάνηκε πως είδε μια λευκή γραμμή. Κοίταξε προσεκτικά. Είδε τη Γοργόνα πάνω στον αφρό να του χαμογελάει. Χαμογέλασε.Έμεινε ακίνητος να την κοιτάει γεμάτος ευτυχία ώσπου χάθηκε. Βγήκε έξω και στάθηκε στην άκρη του μπαλκονιού.«Το μέλλον δεν είναι πια αυτό που ήταν» ψιθύρισε στον ζέφυρο που περνούσε διακριτικά από το μπαλκόνι του. Άνοιξε διάπλατα τα χέρια του, πήρε μια βαθιά ανάσα, έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό. Έκλεισε τα μάτια του. Ένοιωθε το δροσερό αγέρι να τυλίγει το κορμί του. Προσπάθησε να ακούσει τη σιωπή. Με κλειστά τα μάτια, χαμογέλασε γεμάτος ευτυχία. Ύστερα κοίταξε ολόγυρα τον ορίζοντα. Πήρε μια βαθιά ανάσα ανακούφισης. Κάθισε στην καρέκλα του στο μπαλκόνι. Έπιασε το κεχριμπαρένιο κομπολόι του ανάμεσα στα δάχτυλά του. Έμεινε για λίγο σκεπτικός κοιτώντας μία μία τις χάντρες. Με βαθιά αργή φωνή μονολόγησε: «Για ένα όνειρο ζούμε. Για μια φαντασίωση. Για ένα παραμύθι. Για ένα πιστεύω.Την αλήθεια την ξέρουμε…Αυτή είναι η ζωή»!





Από το μυθιστόρημα του Θεοχάρη Μπικηρόπουλου Ο ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΣΕ ΤΗ ΓΟΡΓΟΝΑ-εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ