10.3.22

Ερωτική σκηνή....Ο Κένταυρος που αγαπούσε τη Γοργόνα

[...]Κόλλησε τα χείλη του στο λαιμό της, έγλειψε το λοβό του αυτιού της, τη δάγκωσε ελαφρά στον αυχένα και ανατρίχιασε ολόκληρη, το ένοιωσε στην ανάσα της. Έγλειψε την... κλείδα με τη γλώσσα του και το κορμί της τεντώθηκε κάνοντας ένα τόξο, αφήνοντας κενό κάτω από το σώμα της. Πέρασε το χέρι του από κάτω,την έπιασε από την πλάτη και την τράβηξε πάνω του.Το πρόσωπο του ακουμπούσε ανάμεσα στα βυζιά της. Ρούφηξε τις ρόγες της εναλλάξ, συνέχισε γύρω από τα βυζιά της, στα πλευρά της, έσκυψε πάνω στην κοιλιά της και έκανε κύκλους γύρω από τον ομφαλό της. Η κοιλιά της επίπεδη, έσφιγγε σε κάθε υγρό πέρασμα μέχρι που έφτασε στην άκρη της λεκάνης. Δεξιά κάτω από τον ομφαλό μια πεταλούδα, το τατουάζ της στόλιζε το κορμί της. Το φίλησε σέρνοντας πάνω του τη γλώσσα…
Χαμογέλασε. 
Απολάμβανε το βασανιστήριο του με ικανοποίηση. 
Την πρόδιδαν οι λαχανιασμένες κραυγές της και τα πόδια της που τυλιγόταν στις γάμπες του. Τον κοίταξε στα μάτια , με το στόμα μισάνοιχτο και τα χείλη υγρά. Τραβήχτηκε και ήρθε πάνω του. «Τώρα η σειρά μου» είπε κοφτά. 
Έπιασε τα χέρια του από τους καρπούς, τα έφερε πάνω, δεξιά και αριστερά από το μαξιλάρι, σαν να τον είχε δέσει αιχμάλωτο με αλυσίδες…Ήταν αιχμάλωτός της στο κρεβάτι της ηδονής και στις άγριες ερωτικές προθέσεις της.
Τον έγλειψε σε ολόκληρο το σώμα. Τον τράβηξε με δύναμη για να γυρίσει….Τη διευκόλυνε. Τον καβάλησε κι ένοιωσε τα μπούτια της πάνω στους μηρούς του. Τον δάγκωσε δυνατά στον αυχένα. Τινάχτηκε από τον πόνο. Πόνεσε υπερβολικά αλλά δεν μπορούσε να αντιδράσει…Η γλώσσα της ανεβοκατέβαινε στην γραμμή της πλάτης του χαϊδεύοντας ολόκληρη την σπονδυλική του στήλη…Μούδιασε ολόκληρος μέχρι τις πατούσες του.Ανατρίχιασε. Έσκυψε πάνω του και χάιδευε την πλάτη του με τα βυζιά της. 
Οι ρόγες της σαν πινέλο, ανεβοκατέβαιναν πάνω κάτω ζωγραφίζοντας κάθε κύτταρο με πόθο. Άπλωσε το χέρι της κι άνοιξε ένα μικροσκοπικό μπουκαλάκι… γέμισε τη χούφτα της σταγόνες με γιασεμί. Τα δάχτυλά της γεμάτα αρωματικό λάδι ζύμωναν το κορμί του. 
Τα χέρια της ήταν μαγικά. 
Ο Αχιλλέας είχε παραδοθεί εντελώς στο παιχνίδι της… Απολάμβανε κάθε άγγιγμα, κάθε χάδι της στο σώμα του. Προσπάθησε να γυρίσει, αλλά τον κράτησε μπρούμυτα, με βία. Κάθισε πάνω στην πλάτη του. Ένοιωθε τη γλώσσα της να γλείφει τους γλουτούς. Μετά γλίστρησε αργά ως τον κόκκυγα….συνέχισε βασανιστικά. Ανατρίχιασε….είχε φτάσει στα όρια της υπομονής, από το βασανιστικό παιχνίδι της. Ένοιωσε το στόμα της να δαγκώνει τον αυχένα του και την ίδια στιγμή μια γλώσσα να κυλάει στο μηρό του προς τα πάνω.Αυτό δε ήταν δυνατόν να συμβαίνει. Γύρισε το κεφάλι του να δει.Είδε με την άκρη του ματιού του τα πόδια της Ντίνας επάνω στο κρεβάτι. Προσπαθούσε να γυρίσει να απολαύσει το θέαμα. Τον είχαν οι δυο τους, ακινητοποιήσει….Σηκώθηκε ξαφνικά όρθια πάνω στο κρεβάτι και με το δεξί της πόδι τον γύρισε…Την είδε όρθια, να τον κοιτάζει σαν αγριόγατα στα μάτια.Την ίδια ώρα η Ντίνα σκυμμένη μπροστά του τον έγλειφε με μαεστρία. Κοίταξε την Αντριάνα.
«Αντέχεις;» τον ρώτησε με τη σιγουριά της θετικής απάντησής του, δαγκώνοντας τα χείλη της.