Η παρουσία του Ανδρέα Εμπειρικού -για όσους τον γνώρισαν από κοντά- ήταν μια έντονη και διαρκής αναβάπτιση στον ενθουσιασμό της ζωής. Είχε χίλια ενδιαφέροντα. Την φωτογραφία, την ηχογράφηση, τη ζωγραφική, την εξερεύνηση, την ψυχανάλυση, την γραφή.
Σ' ένα χώρο στενό και φτωχό όπως ήταν ο χώρος των ελληνικών γραμμάτων, η παρουσία του ηλέκτριζε, ενέπνεε, παρακινούσε, ζωντάνευε, τόνωνε, προσανατόλιζε, χωρίς φανατισμό, χωρίς δογματισμό, μ' ένα πολύ φιλελεύθερο πνεύμα, προς όλες τις κατευθύνσεις.
Για τον Ανδρέα Εμπειρίκο κάθε ανθρώπινη ύπαρξη ήταν ένα θαύμα. Η ψυχαναλυτική του διαπαιδαγώγηση του έδινε μιαν αντικειμενικότητα. Δεν έκανε ποτέ διακρίσεις εξωτερικές, επιπόλαιες, εύκολες. Δεχόταν τον καθένα για ό,τι είχε καλύτερο. Για ό,τι είχε να προσφέρει έστω κι αν δεν συνέπιπτε με τις ιδέες του έστω κι αν δεν συμφωνούσε απόλυτα.
Είχε μιαν ανοχή πραγματικά τεράστια και προσπαθούσε πάντοτε να βοηθήσει τους φίλους του αν είχαν προβλήματα, με μεγάλη γενναιοδωρία. Έτσι είτε του διαβάζαμε, είτε του λέγαμε κάτι, άκουγε με την ίδια προσήλωση και συγκέντρωση σαν να επρόκειτο για το σημαντικότερο πράγμα στον κόσμο. Όταν σχολίαζε κάτι, δεν ήταν ποτέ αρνητικός. Βγαίνοντας από μια από τις συγκεντρώσεις του αισθανόταν κανείς φτερά στην πλάτη, για να πετάξει, να πάει οπουδήποτε να ξεκινήσει μεγάλα έργα-μεγάλες πράξεις. Σου άνοιγε την όρεξη για μια μεγάλη επίδοση.
Οι φίλοι του ήταν ζωγράφοι, ποιητές, συγγραφείς και πολλοί άλλοι άνθρωποι άσχετοι με τις τέχνες. Φερόταν σε όλους με την ίδια θέρμη, με την ίδια εγκάρδια και ανοιχτή δεκτικότητα.
Βέβαια έχουν γράψει ορισμένοι, όπως ο Οδυσσέας Ελύτης, θαυμάσιες σελίδες για την προσωπικότητα του. Για την μαγεία της επιρροής του επάνω στους άλλους. Για την ικανότητα του να μεταμορφώνει τον κόσμο γύρω του και να μετατρέπει σε μιαν υπέρ-πραγματικότητα ανάμικτη από νοσταλγίες τροπικών χωρών, γνώσεων και γεγονότων παράδοξων… μια επιθυμία μετατροπής του κοινότοπου σε θαυμαστό.
Όταν είμασταν σπίτι του και μας διάβαζε κανένα κείμενο του είχαμε την εντύπωση ότι ολόκληρος ο κόσμος ήταν παρών, μέσα από τις λέξεις, τις φράσεις του -τόσο εκφραστικά διάβαζε- τόσο έντονα, τόσο παραστατικά, τόσο συγκλονιστικά παλλόταν, από συγκίνηση και σημασία. Ολόκληρος.
Αναφορικά με τις σχέσεις του με τους άλλους δεν τον είχα ακούσει ποτέ να πει έναν κακό λόγο για κανέναν. Η κακοβουλία, η μοχθηρότητα του ήταν άγνωστα αισθήματα. Τόσο συχνά μάλιστα επαινούσε και τόσο γενναιόδωρα, που καμιά φορά δεν γινόταν πιστευτός από το πρόσωπο το ίδιο που επαινούσε. Είχε μια ειλικρίνεια και αθωότητα, που αν δεν τον ήξερες καλά μπορούσες να την παρεξηγήσεις. Ούτε τελικά ήταν εκκεντρικός όπως τον θέλει ο μύθος του: Ήξερε τι έκανε με απόλυτη συνείδηση του περιεχομένου των λόγων και των έργων του. Όλοι νομίζαμε συχνά ότι μας έλεγε τα καλά του λόγια για να μας ενθαρρύνει, να μας παρακινήσει, να μας προτρέψει, να μας θεραπεύσει ίσως από κάποια δειλία, κάποιον δισταγμό. Τόσο που καμιά φορά, ζηλεύαμε αυτά που έλεγε σε άλλους, πιστεύοντας πως δεν έβλεπε σε μας τίποτα το ιδιαίτερο, παρ' όλα τα ενθουσιαστικά του σχόλια.
Πρέπει όμως εδώ να τοποθετήσω και να αναλύσω αυτή τη γενναιοδωρία, αυτή την αμεροληψία, κάπως πιο προσεκτικά. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, δεν ήταν από αυτούς που κάνουν κοπλιμέντα στους άλλους χωρίς να πιστεύουν αυτά που λένε. Πως συμβιβαζόταν λοιπόν, αυτό το γεγονός, με μια επιείκεια σε κάθε περίπτωση, άνευ ορίων σχεδόν; Με σχεδόν μια έλλειψη διάκρισης; Πως είναι δυνατόν να του φαίνονταν όλα εξίσου σημαντικά; Μερικοί μπορεί να πουν εδώ, ότι ο άνθρωπος αυτός μπορεί να μην είχε κρίση, να μην είχε κριτήρια, συγκρινόμενος με τους άλλους γνωστούς μας ποιητές, πεζογράφους, κριτικούς κ.τ.λ. Η να μην ήθελε να κρίνει… Εδώ υπάρχει ένα αίνιγμα στην προσωπικότητα του Ανδρέα Εμπειρίκου που θα προσπαθήσω να το λύσω. Κάτι το ασυνήθιστο, το παράδοξο.
Αν έβαζε ίσοις όροις σχεδόν όλους αυτούς που τον πλησίαζαν, που οφειλόταν αυτή η μεταχείριση; Ενώ ήξερε πολύ καλά την αξία του καθενός; Την στάση αυτή πρέπει να την αποδώσουμε σε μια πρόθεση συνειδητή -όπως ενός ψυχαναλυτή- ή σε μια φυσική διάθεση; Είναι δύσκολο ν' απαντήσει κανείς χωρίς να κάνει λάθος.
Ίσως πρέπει νά πάρουμε έναν τέτοιο άνθρωπο στα πλαίσια της τότε κοινωνίας των γραμμάτων και τεχνών. Ήταν το άκρως αντίθετο όλων αυτών. Η ζωντανή αντίθεση. Τα κριτήρια την εποχή εκείνη, την Παλαμική, Καβαφική, Καρυωτακική, Ελιοτική, ήταν καθαρά αισθητικά. Διάφορες τεχνοτροπίες διασταυρώνονταν, διάφορες γνώμες ακουγόντουσαν. Ο υπερρεαλισμός είχε εισδύσει κι αυτός, στην ελληνική ζωή, χάρις στον Ανδρέα τον ίδιο φυσικά, τον πρωτοπόρο και πρωτεργάτη, όπως και σε μια ομάδα φίλων του που τους ηλέκτριζε: Τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Νικόλαο Κάλας, τον Νίκο Γκάτσο, τον Εγγονόπουλο, και εμάς όλους, τον Σαχτούρη, τον Λίκο, τον Παπαδίτσα, τον Γονατά, τον Κακναβάτο, που μαζευόμασταν σπίτι του κατά καιρούς και διαβάζαμε έργα μας.
Κάτω από την αιγίδα του Ανδρέα Εμπειρίκου τα έργα μας αυτά έπαυαν να 'χουν μονάχα αισθητική άξια. Αποκτούσαν και μιαν άλλη παράξενη διάσταση ως φαινόμενα τον υποσυνείδητου. Αποκτούσαν μια μυστηριώδη διάσταση, άγνωστη και αόρατη ακόμα και σε μας τους ίδιους. Μια προέκταση μυθική.
Η παρουσία του Ανδρέα Εμπειρίκου στο στενό και φτωχό χώρο των ελληνικών γραμμάτων, ήταν σαν μια εισβολή ταύρου εντός υαλοπωλείου. Αλλά ενός ταύρου που, αν τα αναποδογύριζε όλα, δεν έσπαζε εντούτοις τίποτα. Η πρώτιστη και κυριότερη φροντίδα του ήταν να καταλάβει, να κατανοήσει, να συναισθανθεί, να νιώσει ανθρώπους και φαινόμενα! Γι' αυτό άλλωστε έχει γράψει και καταπληκτικές γραμμές για τον Κωστ. Καρυωτάκη, τον τόσο αντίθετον στον υπερρεαλισμό τόσο σε στάση όσο και τεχνοτροπία. Η κυριότερη έφεσή του ήταν ν' αγκαλιάσει, ν' αγαπήσει, να δεχτεί, όχι ν' απορρίψει και ν' απομακρύνει, να συμφιλιώσει κι όχι να αποξενώσει.
Τίποτα το μικρόψυχο σ' αυτόν τον άνθρωπο. Κι άμα ακόμα θύμωνε, ο θυμός του είχε κάτι το ποιητικό και το επικό. Ήταν ένας θυμός λυρικός… Όπως το ξέσπασμα μιας ανοιξιάτικης καταιγίδας.
Κρίνοντας λοιπόν από την οπτική μιας γνώσης σχεδόν μυστικής, του υποσυνείδητου, μας θεωρούσε όλους, ως παράγοντες αυτής της δύναμης, που έβλεπε μπροστά του σαν να 'ταν αληθινή, σαν να 'ταν δηλαδή μια πραγματικότητα. Υλική, υποστασιοποιημένη.
Με τον ίδιο τρόπο έβλεπε και τους αρχαίους μύθους και ήρωες, ως εκδηλώσεις της τρανής αυτής και πρωτογονικής ενέργειας, που ξεσπάει με την συλλογική συνείδηση του ανθρώπου, λίγο πολύ, όπως οι εκρήξεις ηφαιστείων υποδηλώνουν την ύπαρξη υπόγειας θερμικής δραστηριότητας.
Γι' αυτό ανέτρεπε τους κανόνες της τρέχουσας αισθητικής κριτικής, που διόλου δεν την αγνοούσε, αλλά την έβαζε σε δεύτερη βαθμίδα. Μια τέτοια παραβίαση τόσο ολοκληρωτική, μας ήταν δύσκολο να την καταλάβουμε, εμείς που είμασταν αναθρεμμένοι με αισθητικά κριτήρια.
Για τον Ανδρέα Εμπειρίκο, όπως και για τον Ανδρέα Μπρετόν, το ωραίο ήταν εκρηκτικό, σπασμωδικό, ηδονικό και καταστρεπτικό, συνάμα, δημιουργικό και οδυνηρό. Πάντως εκστατικό, με την διονυσιακή σημασία του όρου, ένα φαινόμενο συντριπτικό. Κάτι που ξεπερνάει το κοινότοπο, το παραδεδεγμένο, το συνηθισμένο, το πεπατημένο.
Για τον Ανδρέα Εμπειρίκο, το ωραίο -ήταν η ζωή, η ίδια σε όλες της τις εκδηλώσεις- γι' αυτό λοιπόν δεν τοποθετούσε, ταξινομούσε ιεραρχούσε, τα έργα των ανθρώπων από έναν κανόνα αισθητικό, φιλοσοφικό, ιδεολογικό, ή άλλο Αυτά τα κριτήρια του φαινόταν τεχνητά. Παραδείγματος χάριν, γι' αυτόν ο Σικελιανός ήταν ένας άνθρωπος που είχε μείνει ακέραιος, σαν βρέφος, χωρίς νεύρωση, με έναν ψυχισμό άμεσο που επικοινωνούσε με την φύση και τα όντα. Ήταν ένα ζωτικό φαινόμενο. Όχι ένας «ποιητής» της τάδε ή της δείνα σχολής.
Όταν λοιπόν σχολίαζε τα έργα μας, εμφυσούσε και στο νου και στην ψυχή μας, κάτι σαν αυτό που τ' ονόμαζαν άλλοτε το «άγιο πνεύμα», και μας παρακινούσε να γράφουμε σε μια τέτοια κατεύθυνση. Δεν έκανε ποτέ μάθημα. Εκδήλωνε τις αντιδράσεις του σαν ένα άτομο, προσδιορίζοντας προσεκτικά αυτό που ήθελε να πει, διαλέγοντας τις λέξεις, κάνοντας παρενθέσεις, αναφορές, διατυπώνοντας με ακρίβεια για να μην παρεξηγηθεί, την γνώμη του.
Δεν έγραφε ποτέ κριτική, υμνούσε μόνο λυρικά, όπως ύμνησε π.χ. τον Εγγονόπουλο στο κείμενο του, «Νίκος Εγγονόπουλος, Το θαύμα του Ελμπασσάν» και άλλους σε ανάλογα κείμενα.
Τα τελευταία μάλιστα χρόνια της ζωής του είχε ενδιαφερθεί τρομερά για τους μπητ ποιητές που του 'δίναν να διαβάσει διάφοροι φίλοι. Είχε βρει στον Γκίνσμπεργκ και στον Κέρουακ, κάτι από τη δικιά του ορμή κι ενέργεια, την έξω-αισθητική έφεση προς το πανανθρώπινο…
Για τον Ανδρέα Εμπειρίκο, κάθε άνθρωπος ήταν η εκδήλωση μιας θεϊκής δύναμης, που η εποχή μας την διατύπωνε μόνο βιολογικά, ως ζωική ενέργεια έφεση προς τη ζωή ή το θάνατο. Και η ψύχωση ακόμα ήταν το αποτέλεσμα μιας τέτοιας ενέργειας, ίσως παραστρατημένης και υπερβολικής, αλλά σεβαστής στην ολότητα της, και θαυμαστής συχνά όσο και φρικιαστικής στις εκδηλώσεις της.
Το υποσυνείδητο ή το ασυνείδητο, για τον Ανδρέα Εμπειρίκο ήταν μια έννοια υλική σχεδόν, όπως ήταν ο νους, το είναι, το άπειρο, ο λόγος, για τους Προσωκρατικούς.
Σ' αυτό συμμετείχαμε όλοι, καλοί, κακοί, μέτριοι, ωραίοι, άσχημοι, στο μέτρο που μας δόθηκε. Και η δουλειά του ποιητή, του ψυχαναλυτή, ήταν να μας κάνει να συμμετάσχουμε ακόμα περισσότερο σ' αυτό, ακόμα πιο ολοκληρωτικά, ώστε,να λυτρωθούμε απ' τα ψεύτικα δεσμά του συνειδητού μας, της στενής και περιοριστικής νοοτροπίας και αντίληψης… Μάλιστα ο αγώνας ανάμεσα στις δύο αυτές δυνάμεις (η μεν που πάει να επιβάλει δεσμά και η άλλη να τα σπάσει), είχε κάτι το αιώνιο και μοιραίο, όπως στους αρχαίους μύθους. Ένας τιτάνας δέσμιος πάντοτε απέναντι στον δεσμώτη του, τον τυραννικό θεό, τον Δία της λογοκρατημένης εξουσίας.
Το ότι υπήρξε μια τέτοια φυσιογνωμία στον Εικοστό Αιώνα, σε μία μικρή χώρα, όπως η Ελλάδα, με λίγα μέσα ανάπτυξης και προβολής, ισοδυναμεί με ένα θαύμα.
Για μας, ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ήταν και θα είναι πάντοτε, όπως ένας Θεός… Η παρουσία του στο ελληνικό έδαφος ήταν μια Επιφάνεια Διονυσιακή. Ο πλούτος του ο λεκτικός και διανοητικός, ένας οργασμός του πνεύματος, εκεί που τείνει ακριβώς να σβήσει. Η ανθρώπινη παρουσία του μια παρηγοριά, ένα πανηγύρι, ένα βροντερό όχι στο μαράζωμα, ένα ναι στην δημιουργία.
Δεν γνώρισα στη ζωή μου κανέναν σαν αυτόν… Και γνώρισα πολλούς σπουδαίους ποιητές, τον Έλιοτ, τον Ντίλαν Τόμας, τον Μπρετόν, τον Περέ, τον Όντεν και ένα σωρό άλλους. Κανένας δεν άφησε μέσα μου το χνάρι που άφησε ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Το αίσθημα αυτό της απόλυτης, αδίστακτης και ανυστερόβουλης γενναιοδωρίας του πνεύματος.
Όταν πέθαινε τον επισκέφθηκα. Ο θάνατός του είχε κάτι από τον θάνατο ενός αγίου. Ήταν χαρούμενος, πρόσχαρος όπως πάντα. Με πήρε κοντά του και ζήτησε να με κοιτάξει έντονα, μια και καλή για την αιωνιότητα… Το πνεύμα του ήταν και τότε απόλυτα παρόν, σφριγηλό, ζωντανό. Η παρουσία του ακόμα κι εκεί ήταν συντριπτική. Ήταν ένας οραματιστής που πέθαινε, όπως διαβάζαμε γι' αυτό σε ρώσικα μυθιστορήματα. Έδινε μιαν άλλη έννοια στον θάνατο. Μια έννοια θριάμβου, νίκης, υπέρβασης. Για μένα ο Ανδρέας Εμπειρίκος ζει και θα ζει πάντοτε. Είναι ένας αθάνατος. Έστω κι αν πέθανε ένα μέρος του, όπως του Ηρακλή το θνητό μέρος, το άλλο, το αθάνατο πνεύμα που πάλλεται επάνω απ' τον γαλανό ουρανό, την καφετιά γη, και την θάλασσα του Αιγαίου, όπου είχε τη ρίζα του, δεν θα χαθεί ποτέ. Είναι στις ψυχές μας το υπό- και το υπέρ-συνειδητό στοιχείο που ξυπνάει μέσα μας τη νοσταλγία της αγωνίας ενός έρωτα καθολικού, για ό,τι υπάρχει και για ό,τι δεν υπάρχει ακόμα, αλλά μπορεί να υπάρξει κάποτε μέσα στην ανάπτυξη των δυνατοτήτων της οικουμένης, στο σφύζον εκείνο σύμπαν που το βλέπουμε και το μαντεύουμε γύρω μας.
(Αύγουστος 1985)