22.11.21

Χρήστος Κάκκαλος (1880-1976)

Αποφάσισα να σου δώσω τη συνέντευξη που μου ζητάς τόσο καιρό. Τι θες να μάθεις;
-Πες μας δύο λόγια για σένα.
-Τι να σου πω. Με λένε Χρήστο Κάκκαλο. Γεννήθηκα στο Λιτόχωρο κατά το 1880 και δεν το κούνησα από εδώ όλη τη ζωή μου.
-Μίλησέ μου για τη σχέση σου με τον Όλυμπο.
-Α, ο Όλυμπος! Αυτός κι εγώ γίναμε ένα. Νοιώθω ότι γεννήθηκα εκεί. Νεαρός πήγαινα στο βουνό για ξύλα, βότανα και κυνήγι. Κυνηγούσα αγριοκάτσικα.
- Και σιγά – σιγά έγινες κι εσύ ένα μ’ αυτά;
-(χαμογελάει). Ναι, ένας περιηγητής που με είδε να ανεβαίνω ξυπόλητος μου είπε ότι μοιάζω με έναν θεό που είναι από τη μέση και κάτω κατσίκι και από τη μέση και πάνω άνθρωπος.
-Ο Πάνας. Απάτητο εκείνη την εποχή το βουνό;
- Ναι, απάτητο. Αν έλεγε κανείς σε κάποιον πως θα πήγαινε στις κορυφές του Ολύμπου, το λιγότερο που είχε να πάθη ήταν να τον πάρουν για τρελό. Το ανέβασμα εκεί πάνω ήταν δουλειά μόνο των αετών. Μόνο αυτοί είχαν το προνόμιο να πετούν εκεί επάνω και να κάνουν τις φωλιές τους στα βράχια της κορυφής, στον Μύτικα. Ακόμη και οι κλέφτες σέβονταν το βουνό που ήταν θρονιασμένοι οι θεοί. Μπορεί και να φοβούνταν. Τα λημέρια τους τα έκαναν σε σπηλιές μέσα σε φαράγγια. Και οι τολμηροί καλόγεροι του μοναστηριού του Αγίου Διονυσίου αποτολμούσανε ανόδους, αλλά ως ένα σημείο. Ξέρεις τι παγίδες κρύβουν τα χιόνια;
- Φοβόσουν τους ληστές;
- Όχι, εγώ είχα μαζί μου το κοντόκανο. Αλλά παρόλα αυτά κανείς δεν είχε πρόβλημα μαζί μου. Το ξέρεις ότι μερικοί ληστές ήταν αγαπητοί στον κόσμο, γιατί βοηθούσαν τους φτωχούς; Ο Γιαγκούλας για παράδειγμα, ήρθε σπίτι μας για να προσφέρει χρήματα για τα κορίτσια, αλλά ο πατέρας μου αρνήθηκε.
-Μίλησέ μου για την πρώτη κατάκτηση της κορυφής. Τέτοια εποχή δεν ήταν;
- Ναι, αρχές Αυγούστου του 1913. Δύο Ελβετοί αναζητούσαν έναν οδηγό, που θα τους ανέβαζε στην κορυφή του Ολύμπου. Θα ήμουν κοντά στα 23 εγώ. Εκείνοι μεγαλύτεροι. Το έργο αυτό το ανέλαβα εγώ, που ήξερα κάθε μονοπάτι του βουνού. Κάθε πτυχή του δάσους. Τα φαράγγια, οι γκρεμνοί, οι χαλάστρες, οι κοίτες των νεροσυρμών, τα χιονοστοιβάγματα, οι σπηλιές μου ήταν γνωστά. Κανένα δυσάρεστο δεν συνέβη ποτές στους ανθρώπους που οδηγούσα στα κορυφάδια, ανάμεσα απ' τα πυκνοφυτευμένα ρόμπολα, τα χαριτωμένα αυτά έλατα, που μόνο στον Όλυμπο φυτρώνουν, ξυστά απ' τους γκρεμούς. Τέλος πάντων, Ξεκινήσαμε με προορισμό το Οροπέδιο των Μουσών. Διανυκτερεύσαμε στη Μονή του Αγίου Διονυσίου και την επόμενη μέρα στην Πετρόστρουγκα. Την επομένη, φτάσαμε στην κορυφή του Προφήτη Ηλία. Δεν τους είδα με διάθεση να πάμε στην κορυφή. Περιηγητές ήταν οι άνθρωποι, όχι ορειβάτες. Την μεθεπόμενη μέρα τους έπεισα να μην εγκαταλείψουν το σχέδιο. Μείναμε στα Πριόνια, όπου και διανυκτερεύσαμε σε αντίσκηνα μέσα σε καταρρακτώδη βροχή. Την επομένη, 1 Αυγούστου, ξεκινήσαμε με προορισμό την “Καλύβα” κτηνοτρόφων στο Μαυρόλογγο, λίγο πριν από την τοποθεσία που είναι χτισμένο σήμερα το Καταφύγιο “Σπήλιος Αγαπητός”, στα 1950 μέτρα. Την άλλη μέρα αξημέρωτα ξεκινήσαμε την τελική μας προσπάθεια. Ανεβήκαμε στη Σκάλα και από εκεί κατευθυνθήκαμε μέσα σε ομίχλη προς το Μύτικα. Οι δύο Ελβετοί δέθηκαν μεταξύ τους με ένα σχοινί για ασφάλεια. Εγώ σκαρφάλωνα ξυπόλητος! Τέλος πάντων, μη σε κουράζω, στην αρχή νομίζαμε ότι μια άλλη κορυφή ήταν ο Μύτικας. Ο Δίας όμως μας λυπήθηκε, τράβηξε τα σύννεφα και έτσι είδαμε πως βρισκόμασταν σε χαμηλότερη κορυφή. Τους παρότρυνα και φτάσαμε εκεί. Εκείνη ήταν η πρώτη καταγεγραμμένη ανάβαση στην ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου.
- Μαθεύτηκε αμέσως; Πως αντέδρασε ο κόσμος;
- Όχι, έξι χρόνια αργότερα ο ένας από τους δύο Ελβετούς, ο Boissonas, έγραψε βιβλίο για τον Όλυμπο. Το ονόμασε «Η Αθάνατη Ελλάδα». Στις σελίδες τού βιβλίου αυτού μιλούσε με ενθουσιασμό για τον Όλυμπο και για μένα. Ε, μετά την κατάκτηση του «Μύτικα» και την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τους Τούρκους, άρχισαν να έρχονται κάθε λογής επιστήμονες απ’ όλα τα μέρη του κόσμου για να «εξερευνήσουν» τον ΄Ολυμπο. Ήθελαν εμένα οδηγός στις αναβάσεις τους. Και Έλληνες ορειβάτες αρχίσανε να πηγαίνουν στον Όλυμπο. Ένας ζωγράφος βρήκε μια σπηλιά και την έκαμε καταφύγιο δικό του και των άλλων ορειβατών. Ο Όλυμπος κατακτήθηκε τελείως.
- Είσαι ευχαριστημένος μπαρμπα - Χρήστο;
- Δεν είχα κάποιο στόχο. Εγώ ζω στο βουνό που αγάπησα. Ορίστηκα φύλακας του καταφυγίου και επίσημος οδηγός. Μου έδωσε θέση το υπουργείο του Τουρισμού. Δώσανε και το όνομά μου σε ένα από τα δύο καταφύγια του οροπεδίου.
- Σας ευχαριστώ για τη συνέντευξη. Θέλω να ξέρεις ότι για μένα είσαι αυτός που κατέχει τα κλειδιά του μυθικού βουνού, ο αγέραστος εραστής της κορυφής του.
- Να’ σαι καλά. Εγώ, να ξέρεις δεν δίνω συνεντεύξεις, γιατί θέλω λίγες κουβέντες και περισσότερη ζωή. Αν αποφασίσεις να ξανανέβεις, ξέρεις που θα με βρεις. Εδώ πάνω στην κορυφή είναι πια το σπίτι μου.

Χρήστος Κάκκαλος (1880-1976) – Εις μνήμην

***
Ανάρτηση της Λίλας Βούγια