8.7.21

Δίνω το παρών» ή «Δίνω το παρόν»; Ποιο είναι το σωστό;

παρών, -ούσα, -όν:
 1. αυτός που παρευρίσκεται (κάπου), που υπάρχει: ενώ ήταν ~ όταν φώναξα το όνομά του. εκείνος δεν απάντησε || ο απουσιολόγος είπε πως όλοι οι μαθητές ήταν παρόντες ΑΝΤ. απών φρ. (α) πανταχού παρών (ως ιδιότητα) αυτός που βρίσκεται παντού: «ο Θεός είναι ~» (β) διά τού παρόντος (ενν. εγγράφου) λόγω τής ισχύος ή με την επίδειξη (εγγράφου) (γ) τού παρόντος / τής παρούσης τής στιγμής αυτής, για τώρα (συνήθ. σε αρνητ. προτ. για τη χρονική αναβολή πράξης): ο καταλογισμός ευθυνών δεν είναι ~. προέχουν άλλα (δ) επί τού παρόντος / προς το παρόν για την ώρα, μέχρι τώρα: αυτά – μόλις έχουμε κάτι νεότερο, θα σας ειδοποιήσουμε (ε) εξαιρούνται οι παρόντες για την ευγενική εξαίρεση παρευρισκομένου ή συνομιλητή από το σύνολο προς το οποίο απευθύνουμε μια κατηγορία (το οποίο σχολιάζουμε αρνητικά και στο οποίο ο ίδιος εντάσσεται) (στ) δίνω το «παρών» παρευρίσκομαι κάπου, συμμετέχω: όλες οι οργανώσεις των αποδήμων έδωσαν το «παρών» στο συλλαλητήριο 2. ως απάντηση σε κλήση: ο δάσκαλος φώναξε το όνομά του και αυτός απάντησε «παρών> 3. αυτός που υπάρχει, υφίσταται αυτή τη στιγμή, ο τωρινός: η παρούσα κυβέρνηση ι κατάσταση ΣΥΝ. σημερινός 4. παρόν (το) βλ.λ. (ετυμ. αρχ. μτχ. ενεστ. τού ρ. πάρειμι «είμαι παρών» (κατά λέξη «βρίσκομαι παραπλεύρως, στέκομαι δίπλα») < παρ(α)- + ειμί. Βλ. κ. ών. Ορισμένες φρ. αποτελούν μεταφρ. δάνεια, λ.χ. διά του παρόντος (< γαλλ. par le present), <δεv είναι τού παρόντος / τής παρούσης (< γαλλ. ce n’ est pas du present / de l’heure presente), πανταχού παρών (< μτγν. λατ. omnipresens) κ.ά.].

παρόν (το): το τμήμα τού χρόνου κατά το οποίο υπάρχουμε, ομιλούμε ή ενεργούμε, κατ’ αντιδιαστολή προς το παρελθόν και το μέλλον ΣΥΝ. τώρα· ΦΡ. (α) προς το παρόν για την ώρα: ~ δεν υπάρχουν νεότερες εξελίξεις ΣΥΝ. προσωρινά (β) επί τού παρόντος σε ό,τι αφορά στον χρόνο που διανύουμε: ~ <δεν έχω να προσθέσω τίποτα (γ) τoυ παρόντος που αφορά στο παρόν, σε αυτή τη στιγμή: αυτό το θέμα δεν είναι ~· θα το συζητήσουμε μιαν άλλη στιγμή. ΣΧΟΛΙΟ λ. παρελθόν. [ΕΤΥΜ. Ουσιαστικοπ. ουδ. τής αρχ. μτχ. παρών (βλ.λ.). Μεταφρ. δάνεια αποτελούν οι φρ. τού παρόντος (< γαλλ. de present), προς το παρόν (< γαλλ. pour le present), επί τού παρόντος (< γαλλ. quant a present)].

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Γλώσσας (Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη):

παρών -ούσα -όν [parón]: (λόγ.) 1. που είναι, που βρίσκεται, που υπάρχει κάπου. ANT απών: Είμαι ~ σε μια συζήτηση / σε ένα δυστύχημα. (έκφρ.) πανταχού* ~. || (ως ουσ.) ο παρών, θηλ. παρούσα (συνήθ. πληθ.): Εξαιρούνται οι παρόντες. || (ως ουσ.) (το) παρών, η παρουσία: Δίνω (το) ~, παρουσιάζομαι κάπου. Yποχρεώθηκε να δίνει ~ στην αστυνομία τρεις φορές την ημέρα. α. που είναι παρών και συμμετέχει σε κτ.: Ο άνθρακας είναι ~ σε όλες τις οργανικές ενώσεις. Tο κόμμα μας ήταν παρόν / έδωσε το ~ σε όλους τους εθνικούς αγώνες. β. (για πρόσ.) που είναι παρών εκεί όπου οφείλει να βρίσκεται: Mαθητής ~ στην τάξη. Στρατιώτης ~ στην αναφορά. || (ως απάντηση του καθενός σε ονομαστικό προσκλητήριο): Παπαϊωάννου Iωάννης / Iωάννα. –~ / παρούσα. 2. που συμπίπτει χρονικά με το παρόν, που ανήκει σ΄ αυτό: H παρούσα στιγμή. Ο ~ χρόνος. || τωρινός: Ο ~ αιώνας. H παρούσα εποχή. α. που υπάρχει αυτή τη στιγμή: H παρούσα κυβέρνηση / κατάσταση. Tο παρόν καθεστώς. β. για τον οποίο γίνεται λόγος αυτή τη στιγμή: H παρούσα διαθήκη συντάσσεται για να αντικαταστήσει άλλη προηγούμενη. H παρούσα έκδοση αυτού του βιβλίου είναι η εικοστή. Mε την παρούσα (επιστολή) / με το παρόν (έγγραφο) θέλω να σας πληροφορήσω ότι… 3. (ως ουσ.) το παρόν*. [λόγ. < αρχ. παρών]



Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας (Ακαδημία Αθηνών):

παρών -ούσα -όν: 1. Που βρίσκεται, υπάρχει κάπου 2. Που ανήκει στο παρόν, που υπάρχει τώρα ή για τον οποίο γίνεται λόγος αυτή τη στιγμή. ΦΡ. Δίνω το παρών / δηλώνω παρών: Παρουσιάζομαι, παρευρίσκομαι κάπου ή και συμμετέχω.

παρόν: Στιγμή ή χρονική περίοδος που αντιλαμβανεται κάποιος ως ενδιάμεση του παρελθόντος και του μέλλοντος, το τώρα.


ΠΗΓΗ: https://lexografimata.gr