Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Πίνακας Ν. Βαρβέρη |
Θ. Κολοκοτρώνηςτου Κωνσταντίνου Μαυρίδη
Το Βαλτέτσι είναι ένα μικρό χωριουδάκι, που βρίσκεται σε υψόμετρο 1.000 μέτρων στο όρος Ρεζενίκος, 12 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Τρίπολης. Τον Απρίλιο (24) και Μάιο (12-13) του 1821 έγινε στο Βαλτέτσι μια από τις κρισιμότερες μάχες της Επανάστασης του ’21, που έληξε με θριαμβευτική νίκη των ελληνικών δυνάμεων ατάκτων υπό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Η νίκη αυτή αναπτέρωσε το ηθικό των πολεμιστών και συνέβαλε καθοριστικά στην πτώση της Τρίπολης (23 Σεπτεμβρίου 1821), αφού στο Βαλτέτσι, τα ελληνικά τμήματα επέφεραν σοβαρές απώλειες στο τουρκικό σώμα, στρατού, που είχε σταλεί για να ενισχύσει την άμυνα της πόλης.
Τον Απρίλιο του 1821, οι επαναστατημένοι Έλληνες ξεκίνησαν την πολιορκία της Τριπολιτσάς, του τουρκικού διοικητικού κέντρου ολόκληρης της Πελοποννήσου. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ανιχνεύοντας την περιοχή, διέγνωσε σωστά πως οι Τούρκοι θα προσπαθούσαν να σπάσουν την πολιορκία, και αποφάσισε να οχυρώσει τα στρατόπεδα των ατάκτων του στους λόφους δυτικά και νοτιοδυτικά της πόλης. Το Βαλτέτσι επιλέχθηκε ως το κύριο οχυρωμένο στρατόπεδο, καθότι δέσποζε πάνω στην κύρια οδό εφοδιασμού των Τούρκων, κλεισμένων πλέον μέσα στην Τρίπολη, και γιατί ήταν φύσει οχυρή τοποθεσία, με τέσσερις απόκρημνους λόφους να υψώνονται γύρω απ’ το χωριό. Επιπλέον οι επιτιθέμενοι, κατά την έφοδο στο στρατόπεδο, θα χρειαζόταν να ανέβουν μια πλαγιά εν μέσω διασταυρούμενων πυρών απ’ τις φρουρές, γεγονός που θα τους προκαλούσε σοβαρές απώλειες. Στο οχυρωμένο λοιπόν Βαλτέτσι συγκεντρώθηκαν οι ομάδες του Κολοκοτρώνη, των Μαυρομιχαλέων, του Αναγνωσταρά, του Γιατράκου και άλλων οπλαρχηγών, κι από εκεί διενεργούσαν εφόδους κατά της Τρίπολης.
Την ίδια στιγμή, στην Κόρινθο, οι επαναστάτες πολιορκούσαν την Ακροκόρινθο ενώ οι Τούρκοι, υπό τον Χουρσίτ πασά, είχαν εκστρατεύσει εναντίον των δυνάμεων του Αλή πασά στην Ήπειρο. Από κει ο Χουρσίτ, μαθαίνοντας τα τεκταινόμενα στο Μωριά, στέλνει στις αρχές Απριλίου ισχυρό πολεμικό σώμα 3.500 Αλβανών, υπό τον Κεχαγιάμπεη Μουσταφά, για να καταπνίξει την επανάσταση και να ενισχύσει την Τρίπολη στην οποία, σημειωτέον, βρίσκονταν το χαρέμι και μεγάλο μέρος των θησαυρών του. Ο Κεχαγιάμπεης, όντως, ξεκινάει από τα Γιάννενα και καταστρέφει ό,τι βρει μπροστά του. Από το Αντίρριο περνά στην Πελοπόννησο, καίει τη Βοστίτσα, λύει την πολιορκία της Ακροκορίνθου και του Άργους και φτάνει στα περίχωρα της Τρίπολης τη νύχτα της 23ης Απριλίου. Την επομένη επιτίθεται αιφνιδιαστικά στο Βαλτέτσι, στο οποίο έχει μείνει η μισή φρουρά, λόγω μιας επιθετικής ενέργειας που ετοίμαζαν οι επαναστάτες κοντά στη λίμνη Τάκκα. Η τουρκική επίθεση αρχικά πετυχαίνει και ένα τμήμα του στρατοπέδου παραδίδεται στη φωτιά, αλλά οι Τούρκοι δεν καταφέρνουν να καταλάβουν τα βόρεια ταμπούρια του χωριού, στα οποία συνεχίζεται η λυσσαλέα αντίσταση των Ελλήνων. Την πλέον κρίσιμη στιγμή της μάχης καταφθάνουν ενισχύσεις, με επικεφαλής τον οπλαρχηγό Πλαπούτα, και χτυπούν τους Τουρκαλβανούς από τα νότια. Η τουρκική δύναμη υποχωρεί άτακτα και καταδιώκεται από την έφιππη ομάδα του Κολοκοτρώνη μέχρι το χωριό Μπολέττα (Μάκρη) και μπαίνει τελικά μέσα στην Τρίπολη. Ο Κολοκοτρώνης, όπως έλεγε, προτιμούσε να έχει τους Τούρκους μαντρωμένους στην Τρίπολη, όπου παρακολουθούνταν εύκολα, παρά λυτούς, να κάνουν επιδρομές και να έχουν την πρωτοβουλία.
Στο χρονικό διάστημα ανάμεσα στη 1η και τη 2η μάχη του Βαλτετσίου, το στρατόπεδο αναδιοργανώνεται, οχυρώνεται εκ νέου και η φρουρά του ενισχύεται με 1.000 πολεμιστές, με επικεφαλής τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Ταυτόχρονα τοποθετούνται παρατηρητές στους λόφους γύρω απ’ την Τρίπολη και καλύπτονται όλοι οι δρόμοι και τα μονοπάτια, για αποκλειστεί η περίπτωση αιφνιδιασμού. Οι παρατηρητές έχουν εντολές να κάνουν σινιάλα με φωτιές για τις προθέσεις των Τούρκων. Μια φωτιά σημαίνει ότι οι Τούρκοι κατευθύνονται προς Λεβίδι, δύο φωτιές για το Βαλτέτσι και τρεις για τα Βέρβαινα. Έτσι, λόφο με λόφο, θα ειδοποιηθούν όλα τα ελληνικά τμήματα και θα σπεύσουν σε βοήθεια του σημείου που απειλείται. Επίσης, ο Κολοκοτρώνης έχει συγκεντρώσει τους καλύτερους σκοπευτές και τους έχει μοιράσει στα διάφορα ταμπούρια, με εντολή να σκοτώνουν τους σημαιοφόρους και τους αγγελιαφόρους του εχθρού, για να σπείρουν τη σύγχυση στους Τούρκους.
Πραγματικά, τη νύχτα της 12ης Μαΐου, ο Κεχαγιάμπεης με δώδεκα χιλιάδες άντρες και τέσσερα πολιορκητικά κανόνια βγαίνει απ’ την Τρίπολη. Σε λίγη ώρα, απ’ το παρατηρητήριο της Πάνω Χρέπας φαίνονται δύο φωτιές. Το σύνθημα δίνεται. Πάνε ξανά για το Βαλτέτσι. Μέσα στο χωριό έχουν συγκεντρωθεί πάνω από δύο χιλιάδες επαναστάτες και έχουν λάβει θέσεις. Στο πρώτο ταμπούρι βρίσκονται οι Μαυρομιχαλαίοι με όλους τους Μανιάτες, στο δεύτερο ο Κατριβάνος απ’ τη Μεγαλόπολη, ο Μητροπέτροβας, ο Δαγρές απ’ την Καλαμάτα με τα τμήματά τους, στο τρίτο είναι οχυρωμένοι οι Φλεσσαίοι, οι Λιονταρίτες και άλλοι Γορτύνιοι, και στην εκκλησιά βρίσκονται οι Μπουραίοι, ο Κυριάκος, ο Τσαλαφατίνος και οι Τριπολιτσιώτες. Οι εντολή του Κολοκοτρώνη είναι: «Αφήστε τους να σιμώσουν για τα καλά, μετά βάλτε φωτιά». Καθώς το τούρκικο ασκέρι πλησιάζει απ’ τον κάμπο, ο απόκοτος Θοδωρής Καρδάρας, έφιππος με μια ελληνική σημαία, βγαίνει μπροστά και με αργό καλπασμό προκαλεί τον εχθρό τραβώντας το σπαθί του. Οι πολεμικές ιαχές από τα οχυρά πίσω του χαλούν τον κόσμο. Οι Τούρκοι του ρίχνουν με όπλα κάθε διαμετρήματος, αλλά καμιά σφαίρα δεν τον πετυχαίνει και ξαναμπαίνει στο χωριό. Μόλις που προλαβαίνει. Το ταμπούρι του Μητροπέτροβα υφίσταται αφόρητη πίεση, αλλά οι ενεδρευτές των επαναστατών πυροβολούν τους σημαιοφόρους του εχθρού και ρίχνουν τις τουρκικές σημαίες καταγής. Μετά από λίγο, κανείς δεν τις σηκώνει. Ο δεκαεφτάχρονος Γιάννης Μαυρομιχάλης σκοτώνει με μια βολή τον αρχιπυροβολητή των Τούρκων, καθώς ετοιμάζεται να δώσει εντολή στην πυροβολαρχία για πυρ εναντίον των οχυρώσεων. Το απόγευμα φθάνουν οι ενισχύσεις των Ελλήνων από τα υπόλοιπα στρατόπεδα, υπό τον Πλαπούτα, αλλά και ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης με 800 άνδρες, και εγκλωβίζουν τους Τούρκους σε διασταυρούμενα πυρά. Η μάχη θα διαρκέσει όλη τη νύχτα, με τους Έλληνες να κρατούν τους Τούρκους σε όλα τα ταμπούρια. Σε μια από τις τουρκικές εφόδους την αυγή, το τουρκικό πυροβολικό ρίχνει μια ομοβροντία πάνω στο δικό τους πεζικό, με καταστρεπτικές συνέπειες. Σε κάποια στιγμή της μάχης, ο Κεχαγιάμπεης συνειδητοποιεί ότι κινδυνεύουν να κυκλωθούν από τις ελληνικές ενισχύσεις και δίνει εντολή για υποχώρηση, η οποία γρήγορα μετατρέπεται σε άτακτη φυγή. Οι Τούρκοι πετούν το βαρύ οπλισμό τους και οτιδήποτε δεν μπορούν να μεταφέρουν και σπεύδουν πίσω στην Τρίπολη, με τους επαναστάτες να τους ακολουθούν κατά πόδας. Στο πεδίο της μάχης άφησαν 514 νεκρούς και πολλούς τραυματίες, 4 πεδινά κανόνια, όπλα τα οποία εξόπλισαν 4.000 Έλληνες πολεμιστές, και 18 σημαίες. Η ελληνική πλευρά είχε μόλις 7 νεκρούς και λίγους τραυματίες.
Ο Κανέλλος Δεληγιάννης, που έλαβε μέρος στη μάχη, έγραψε μετά την ανεξαρτησία: «Αυτή η ένδοξος νίκη ήταν η κρίσις της Ελληνικής Επαναστάσεως και εις αυτήν χρεωστείται η ανεξαρτησία της πατρίδος καθ’ ότι ενεθάρρυνε και εμψύχωσε τους Έλληνας».
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αφηγείται τα γεγονότα της μάχης:
Σὲ δέκα ἡμέραις περάσοντας τοὺς ἔγραψα εἷς τὸ Λεοντάρι, ὅτι «νὰ ἔλθητε νὰ πιάσουμε τὸ Βαλτέτσι». Καὶ τότε ξεκίνησε ὁ Μπεϊζαντές, οἱ Πετροβαῖοι καὶ Μεσσήνιοι 1200, Παπατσώνης. Ἐπῆγα καὶ ἐγὼ εἷς τὸ Βαλτέτσι, τοὺς λέγω: «Νὰ φτειάσετε τὰ ταμπούρια κλειστά· εἷς τὴν ἄκρη τοῦ χωριοῦ ἦτον μία ἐκκλησιά, νὰ γένη ταμπόυρι, καθὼς καὶ δυὸ καταράχια, ποὺ ἐδιαφέντευαν τὸ χωριό, ὀποῦ ἂν ἔλθουν οἱ Τοῦρκοι νὰ κλεισθῆτε μέσα». Μοῦ ἀπεκρίθησαν ἐκεῖνοι: «Χανόμεθα». – «Ἐσεῖς κλεισθῆτε καὶ ἐγώ σας ἔρχομαι μεντάτι, σᾶς παίρνω εἷς τὸν λαιμό μου». Ἐκείνη τὴν ἴδια ὥρα, ὅπου ἠμεῖς ἐφτειάναμε αὐτό, ἦλθεν ὁ Κεχαϊᾶς μὲ 4000 εἷς τὴν Βοστίτσα ἀπὸ τὰ Γιάννινα, ἔκαψε τὴν Βοστίτσα, ἐπέρασε εἷς τὰ Μαῦρα λιθάρια ἀτουφέκιστος, ἔκαψε τὴν Κόρινθο. Ὁ Φλέσσας ἔκαψε τὰ σπίτια τοῦ Κιαμὴλ μπέη· ἔκαψε τὸ Ἄργος ὁ Κεχαϊᾶς, ἐπέρασε ἀπὸ τὸ Τουρνίκι, ἐμβῆκε εἷς τὴν Τριπολιτσά. Μπαίνοντας εἷς Τριπολιτσά, τοῦ ἱστόρησαν τὸν πόλεμον τὸν πρῶτον του Βαλτετσιοῦ – ποὺ ἐκυνηγήσαμεν τοὺς Ρωμαίους καὶ ἐπαινέματα τούρκικά· του εἶπαν οἱ παλιοὶ Τοῦρκοι: «Ἧσσον Ῥοῦσσοι, τοὺς κυνηγήσαμεν εἷς τὸν κάμπον τοῦ Σινάνου, ἐπροσκύνησαν». Τὸ αὐτὸ σχέδιον ἤθελον νὰ κάμουν.
Ὁ Κεχαϊᾶς, καλὰ τερτιπλῆς καὶ πολεμικός, κάνει ἕνα σχέδιον καὶ στέλνει τὸν Ρουμπὴ ἀπὸ τὰ Μπαρδούνια ἐπὶ κεφαλῆς μὲ 5000 νὰ πάγη ‘ς τὸ Βαλτέτσι νὰ κυνηγήση τοὺς Ἕλληνας· καὶ στέλνει καὶ 1500 χωριστὰ διὰ νυκτὸς γιὰ νὰ πιάσουν τὰ ὄπισθεν τοῦ Βαλτετσιοῦ, ποὺ ἂν τσακισθοῦν οἱ Ἕλληνες, καθὼς τὴν πρώτην φορᾶν, νὰ τοὺς κτυπήσουν· καὶ ἀτὸς τοῦ παίρνει 2000 καβαλαραίους εἷς τὰ ὄπισθεν τοῦ Βαλτετσιοῦ· τὸ ὁμοίως νὰ ἀκολουθήσει ὅταν τσκίσουνε οἱ Ἕλληνες· καὶ 1000 βάνει εἷς τὸ Καλογεροβούνι διὰ νὰ ἀντισταθοῦν εἷς τὸ στράτευμα τῶν Βερβενιῶν, ἂν κινήσει μεντάτι. Τὸ ἕνα στράτευμα, ὁποῦ ἤμουν, εἷς τὸ Χρυσοβίτσι εἶχε 800, καὶ τὸ μὲν στράτευμα τῆς Πιάνας μὲ τὸ Δ. Κολιόπουλο μὲ 700· τὸν Κανέλο Δεληγιάννη τὸν εἴχαμεν ἔφορον μὲ ἄλλους τέσσαρους γιατί ἔβαλα ἐφορία νὰ οἰκονομοῦν τὰ στρατεύματα. Τὴν αὐγὴν ὅπου ἐκίνησαν οἱ Τοῦρκοι διὰ τὸ Βαλτέτσι οἱ βάρδιαις ἦτον διὰ νυκτὸς ἀπερασμέναις εἷς ταὶς τοποθεσίες. Ἐγὼ ἐκοιμόμουν εἷς τὸ Βαλτέτσι, ἐγευμάτιζα εἷς τὴν Πιάνα καὶ ἐδείπναγα εἷς τὸ Χρυσοβίτσι καὶ ἐπεριφερόμουν ‘ς τὰ τρία ὀρδιὰ καὶ ἔντεσα ἐκείνη τὴν ἡμέρα νὰ εἶμαι εἷς τὸ Χρυσοβίτσι. Εἷς τὴν Πάνω Χρέπα, ἀπάνω ἀπὸ τὴν Τριπολιτσά, εἴχαμε βάρδιαις καὶ ἔδιδαν εἴδηση, πόθεν πᾶνε οἱ Τοῦρκοι. Ἐκείνην τὴν ἠμέρα μας ἔκαναν σινιάλο, ὅτι οἱ Τοῦρκοι πᾶνε εἷς τὸ Βαλτέτσι· – μᾶς ἔκαμαν φωτιαῖς ὅτι οἱ Τοῦρκοι πᾶνε εἷς τὸ Βαλτέτσι. Εὐθὺς ἐκίνησα μὲ τοὺς 800 καὶ ἔκαμα διαταγὴ ν’ ἀκολουθήσουν κ’ οἱ ἄλλοι· ὅσο νὰ ἔλθουν οἱ Τοῦρκοι εἷς τὸ Βαλτέτσι, ἐφθάσαμεν καὶ ἠμεῖς.
Ἄνοιξε ὁ πόλεμος τοῦ Βαλτετσιοῦ.
Τοὺς ‘δικούς μας τοὺς πολιόρκησαν οἱ 5000. Ἀνοίγοντας τὸ τουφέκι ἐφθάσαμεν καὶ ἠμεῖς εἷς ταῖς πλάτες τῶν Τοῦρκων, ρημάξαμε μία μπαταριὰ νὰ ἐμψυχωθοῦν οἱ μέσα, καὶ οἱ μέσα ἐχάρηκαν καὶ ἔρρηξαν κ’ ἐκεῖνοι, ἔρρηξαν καὶ οἱ Τοῦρκοι, ἔγεινε κρότος μεγάλος.
Οἱ Τοῦρκοι, οἱ ἐμπροστιναὶς φύλαξες περίμεναν νὰ φύγουν οἱ Ἕλληνες, καρτερώντας δυὸ ὥραις καὶ ἀκούοντας φρικτὸ πόλεμον ὀπίσω, ἐπείκιασαν ὅτι οἱ Ἕλληνες ἐκλείσθησαν καὶ πολεμᾶν ἦρθαν κ’ ἐκεῖνοι εἷς τὴν πολιορκίαν τῶν Ἑλλήνων, πιασαν ἕνα καταράχι δέκα μπαϊράκια καὶ ἐμπόδιζαν τὴν κοινωνᾶν μας μὲ τοὺς μέσα. Ἠμεῖς οἱ 800 ἐδυναμώσαμεν τὸν τόπον γιὰ νὰ μᾶς πάρουν τὰ ὀπίσθια οἱ Τοῦρκοι. Ὁ Κεχαϊᾶς ἐκαρτέρεσε κι αὐτός, δὲν εἶδε τίποτες, ἦλθε εἷς τὸ Βαλτέτσι μὲ δυὸ κανόνια. Πολεμοῦν οἱ Ἕλληνες οἱ κλεισμένοι· ἔφθασε καὶ ὁ Κολιόπουλος, ἔκλεισε τὸ Ρουμπὴ μὲ τοὺς 5000 καὶ δὲν εἶχε ἀνταπόκριση μὲ τοὺς ἄλλους Τούρκους· τοὺς ἔβαλε (ὁ Ρουμπής) τὸ κανόνι, πλὴν δὲν τοὺς ἔκανε ζημία· ὁ πόλεμος ἐστάθη σφοδρὸς ὅλην τὴν ἡμέραν. Οἱ Τοῦρκοι ἐπρόσμεναν μὲ τὰ ψηφώματα νὰ ἀδειάσουν τὸ Βαλτέτσι οἱ κλεισμένοι, καὶ ἠμεῖς ἀκαρτερούσαμεν νὰ φύγουν οἱ Τοῦρκοι. Τὸ βράδυ παίρνω μερικοὺς καὶ πάγω εἷς τὸ καταράχι ὅπου ἦτον οἱ σημαῖες τῶν Τουρκῶν· ἐπῆγα κοντά, τοὺς τουφέκισα, μὲ δίδουν τέσσερα τουφέκια· – οἱ Ἕλληνες ὀπίσω δὲν ἐκατάλαβαν – : «Ζωντανοὺς θὰ σᾶς πιάσω, ἐγὼ εἶμαι Κολοκοτρώνης». – «Τί εἶσαι σύ?» – «Ὁ Κολοκοτρώνης». Ἄδειασαν τὸν τόπον· τότε ἐμβήκαμε εἷς τὸ Βαλτέτσι, ἐδόσαμε φυσέκια, ψωμί, ὅτι ἀναγκαία ἦτον εἷς ἐκείνους. Εἷς ταὶς δυὸ ὧρες τῆς νυκτὸς ἦλθαν 200 εἰδικοί μας καὶ ἔρρηξαν μία μπαταριά, ἐνομίζαμεν ὅτι εἶναι Τοῦρκοι, καὶ ἦτον Ἕλληνες. Ἐξενυκτίσαμε καὶ τὰ δυὸ μέρη, ὁ ἕνας πὼς θὰ φύγη ὁ ἄλλος. Ἐξημερώσαμεν εἷς τὸν πόλεμον. Βάνω τὸ κιάλι καὶ τηράω, βλέπω τοὺς Τούρκους εἷς ἕνα μέρος, ὁ Ρουμπὴς ἦτον ἀποκλεισμένος. Τὴν αὐγὴ ὁ Κεχαϊᾶς ἔβαλε τὸ κανόνι εἷς τὸ ταμπούρι τοῦ Μπεϊζαντὲ τοῦ Ἠλία· τὸ κανόνι προσπέρναε τὸ ταμπούρι τοῦ Ἠλία καὶ ἔπερνε τὸ ταμπούρι τοῦ Ῥουμπῆ. Ἂν τὸ χαμήλωνε θὰ τὸν ἔπαιρνε.
Ὁ Ῥουμπῆς ἐστεναχωρήθη νὰ γυρίση μὲ γιουρούσι, ἀνάμεσα τῶν δυὸ ταμπουριῶν τῶν Ἑλλήνων. Ἐπείκιασα ὅτι θέλει νὰ φύγη· τὸν ἐζυγώσαμε κοντά· κάνει γιουρούσι ὁ Ρουμπὴς – ἀπὸ τὴν τρομάρα τοὺς ἀφίνουν τουφέκια· πέφτουν ἀνάμεσα τῶν δυό, τοῦ σκοτώνουν ὦς 300, ἠμεῖς ἀπὸ πίσω. Ἐπέσαμεν ἀπὸ κοντά, ἐπετάχθησαν καὶ οἱ κλεισμένοι Ἕλληνες, τοὺς μάσαμεν μπλαστοί, τοὺς μονομεριάσαμεν, τοὺς ἀκολουθούσαμεν, Οἱ Ἕλληνες ἔπεσαν εἷς τὰ λάφυρα καὶ εἷς τους σκοτωμένους καὶ δὲν ἀκολουθοῦσαν μὲ προθυμία. Ὁ Νικηταρᾶς ἔντεσε νὰ εἶναι εἷς Βέρβενα μὲ 800, ἔρχεται, δὲν ἔφθασε εἷς ὥρα, τοὺς ἐκυνηγήσαμεν ἔως ποὺ τοὺς ἐβγάλαμε εἷς τὸν κάμπον. Ἐκεῖνος ὁ πόλεμος ἐστάθη ἡ εὐτυχία τῆς Πατρίδος· ἂν ἐχαλιώμεθα ἐκινδυνεύαμεν νὰ κάμωμε ὀρδὶ πλέον.
Ὁ Μπεϊζαντὲς εἷς τὸ καταράχι, καὶ εἷς τὴν ἐκκλησία ἄνθρωποι τοῦ Μπεϊζαντὲ – ὁ Μητροπέτροβας εἷς τὸ ἄλλο καταράχι, ἄλλο ταμπούρι εἶχαν οἱ Λεονταρίταις. Ὁ Κολιόπουλος εἴχεν ἀποκλεισμένον τὸ Ῥουμπῆ. – Ὅλοι ὁμοῦ ἐκυνηγήσαμεν τὸν ἐχθρόν.
Δώδεκα δεκατρεῖς Μαΐου ἦτον.
23 ὦρες ἐβάσταξε ὁ πόλεμος.
Ὁ Ῥουμπῆς ἐστεναχωρήθη νὰ γυρίση μὲ γιουρούσι, ἀνάμεσα τῶν δυὸ ταμπουριῶν τῶν Ἑλλήνων. Ἐπείκιασα ὅτι θέλει νὰ φύγη· τὸν ἐζυγώσαμε κοντά· κάνει γιουρούσι ὁ Ρουμπὴς – ἀπὸ τὴν τρομάρα τοὺς ἀφίνουν τουφέκια· πέφτουν ἀνάμεσα τῶν δυό, τοῦ σκοτώνουν ὦς 300, ἠμεῖς ἀπὸ πίσω. Ἐπέσαμεν ἀπὸ κοντά, ἐπετάχθησαν καὶ οἱ κλεισμένοι Ἕλληνες, τοὺς μάσαμεν μπλαστοί, τοὺς μονομεριάσαμεν, τοὺς ἀκολουθούσαμεν, Οἱ Ἕλληνες ἔπεσαν εἷς τὰ λάφυρα καὶ εἷς τους σκοτωμένους καὶ δὲν ἀκολουθοῦσαν μὲ προθυμία. Ὁ Νικηταρᾶς ἔντεσε νὰ εἶναι εἷς Βέρβενα μὲ 800, ἔρχεται, δὲν ἔφθασε εἷς ὥρα, τοὺς ἐκυνηγήσαμεν ἔως ποὺ τοὺς ἐβγάλαμε εἷς τὸν κάμπον. Ἐκεῖνος ὁ πόλεμος ἐστάθη ἡ εὐτυχία τῆς Πατρίδος· ἂν ἐχαλιώμεθα ἐκινδυνεύαμεν νὰ κάμωμε ὀρδὶ πλέον.
Ὁ Μπεϊζαντὲς εἷς τὸ καταράχι, καὶ εἷς τὴν ἐκκλησία ἄνθρωποι τοῦ Μπεϊζαντὲ – ὁ Μητροπέτροβας εἷς τὸ ἄλλο καταράχι, ἄλλο ταμπούρι εἶχαν οἱ Λεονταρίταις. Ὁ Κολιόπουλος εἴχεν ἀποκλεισμένον τὸ Ῥουμπῆ. – Ὅλοι ὁμοῦ ἐκυνηγήσαμεν τὸν ἐχθρόν.
Δώδεκα δεκατρεῖς Μαΐου ἦτον.
23 ὦρες ἐβάσταξε ὁ πόλεμος.
Ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἦτον Παρασκευὴ καὶ ἔβαλα λόγον, ὅτι: «Πρέπει νὰ νηστεύσωμεν ὅλοι διὰ δοξολογίαν ἐκείνης τῆς ἡμέρας, καὶ νὰ δοξάζεται αἰώνας αἰώνων ἐως οὐ στέκει τὸ ἔθνος, διατὶ ἦτον ἡ ἐλευθερία τῆς Πατρίδος».
Πηγή https://ardin-rixi.gr
Πηγή https://ardin-rixi.gr