Την αγκάλιασε σφιχτά πάνω του και κόλλησε το στόμα του στο λαιμό της. Η Ροζαλία ανατρίχιασε ολόκληρη . Ένοιωσε τις συσπάσεις στο κορμί της. Το ρίγος της αποτυπώθηκε στην κάθετη γραμμή ανάμεσα στα φρύδια της.Η ανάσα της είχε γίνει πιο βαριά και οι αναστεναγμοί της γινόταν βογκητά… Τα χέρια του είχαν τυλίξει το κορμί της. Ήταν σφιχτό σαν πέτρα. Το στήθος της «μάχιμο» έτρεμε μπροστά στα μάτια του που γυάλιζαν από τον πόθο.Τα χείλη και η γλώσσα του γλιστρούσαν πάνω στο βελούδινο δέρμα της . Οι γλώσσες τους πάλεψαν ανάμεσα στα χείλη με τη γεύση του έρωτα να τους μεθάει. Οι ανάσες της ακουγόταν σαν απόκοσμη μελωδία. Ο πόθος τους δεν ήταν δυνατό να συγκρατηθεί άλλο. Ενώθηκαν με ορμή, με δύναμη, σα να ήθελε ο ένας να κατασπαράξει τον άλλο. Γλίστρησε μέσα της ορμητικά. Τα κορμιά τους χτυπιούνταν με δύναμη, οι φλέβες φούσκωναν, οι ανάσες βιάζονταν, ο ιδρώτας έβγαινε στο δέρμα τους. Είχε τυλίξει τα πόδια της πάνω από τους γλουτούς του και τον τραβούσε βαθιά μέσα της…Άρχισε να τρέμει.
Έτρεμε βγάζοντας ένα μακρόσυρτο βογγητό. Έτρεμαν οι γάμπες της, τα χέρια της, το στόμα της…
Τιναζόταν ολόκληρη, σα να την χτύπησε ρεύμα με την ηδονή ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της ...Χαμογελούσε γουργουρίζοντας χτυπώντας το κεφάλι δεξιά και αριστερά…
Τα νύχια της καρφώθηκαν στην πλάτη του και ύστερα παρέλυσε ολόκληρη.
Συνέχισε να μπαινοβγαίνει μέσα της, όσο πιο βαθιά μπορούσε με ορμή ως τη μήτρα της. Λαχανιασμενα ψιθύρισε πως θα «τελειώσει» κι εκείνη τραβήχτηκε αστραπιαία από κοντά του, έστριψε σαν ύαινα το κορμί της οκλαδόν, τον έσπρωξε πίσω κι έπεσε με τα μούτρα πάνω του ανοίγοντας το στόμα της…
Δεν άργησε να τελειώσει γεμάτος ηδονή, ενώ η Ροζαλία έγλειφε τις τελευταίες σταγόνες από τα σπλάχνα του έρωτα…
Επεσε δίπλα στο αποκαμωμένο κορμί του.
Οι καρδιές τους χτυπούσαν σαν τρελές.
Ακουγόταν δυνατά, σαν τύμπανα πολέμου…
Την αγκάλιασε τρυφερά, τη φίλησε στο μάγουλο. Χαμογελούσαν και αγγιζόταν για αρκετή ώρα χωρίς να πουν λέξη.
«Σου άρεσε;»
Της χαμογέλασε.
«Σου άρεσε;»
Της χαμογέλασε.
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα
Ο ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΣΕ ΤΗ ΓΟΡΓΟΝΑ