«Βαθιά και πέρα από τις λέξεις, στην αιτία ύπαρξης του λόγου», η ποιήτρια προσπαθεί να κατανοήσει το απόλυτο.
Προς τούτο και η διαλεκτική από το βάθος της ψυχής, με την ελεύθερη σκέψη να ρευματοποιεί τη σιωπή σε ήχο, που απλώνεται στο χαρτί.
Γίνεται παρατηρητής της προσωπικής απελευθέρωσης χρόνιων δεσμών και προκαταλήψεων, ξεριζώνοντας με τα ίδια της τα χέρια ζιζάνια και αγκάθια, που κυρίευαν την αυλή της καρδιάς και του νου.
Επιθυμία της να γίνει ο λυτρωτής που θα σπείρει το νέο σπόρο, ποτίζοντας με ιδέες τα νέα γεννήματα που φέρνει το φως, σαν διαλύει σκοτάδια.
Η Μίνα Παπανικολάου διαθέτει προσωπική φωνή στα ποιήματά της, που εμπεριέχουν μια βιωματική ενσυναίσθηση.
Τούτη είναι που άλλοτε την θωρακίζει κι άλλοτε πάλι αναδεικνύει την αχίλλειο πτέρνα της, σε παρηγορητικές ώρες επίμονων πόνων.
Για την ίδια, στο συγκεκριμένο απάνθισμα τίποτα δεν νοείται χωρίς οδύνη, σε εποχές αποκλεισμού και εγκλεισμού ιδανικών και οραμάτων.
Άλλωστε, στην ποίηση «η ψυχή καταγράφει εκείνα που η νόηση δεν τολμά», καθώς καθημερινά περιδιαβαίνει την φθαρτότητα, στο μετέωρο του χρόνου.
«Όλα τα πραγματικά συμβαίνουν μέσα μας. Όσα γίνονται έξω από μας, και που τα ονομάζουμε συνήθως πραγματικά, δεν είναι παρά κινήσεις μέσα στο άπειρο του χρόνου και του χώρου, δηλαδή δεν είναι τίποτε», θα πει ο Κωνσταντίνος Τσάτσος (Η ζωή σε απόσταση).
Η ποιήτρια θα απαλλαγεί από το εξωγενές τίποτα, αφού πρώτα καταδυθεί σε αιχμηρούς απολογισμούς.
Απογυμνωμένη από κάθε τι περιττό και άχρηστο, θα επαναπροσδιορίσει τη θέση της, απέναντι στην στοιχειώδη αλήθεια και την αξία της.
Κι είναι αυτή η αλήθεια που πάντα κουβαλούσε μέσα της.
Την συντηρούσε, όχι υποβασταζόμενη αλλά με την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, που ξέρει να αγωνίζεται και να πολεμά τους μικρούς θανάτους, που της προσέφερε η έλλειψη του πνευματικού αναστήματος των άλλων.
Έτσι, με γνώση μυείται σε μονοπάτια αυτογνωσίας, αντισταθμίζοντας τη βίωση ενός εφήμερου εκτοπισμού, που άλλοι έστησαν εν τη απουσία της.
Η αιωνιότητα της παροντικότητας δεν την αφορά, δεν την ακουμπά, δεν την αγγίζει πια, όσο κι αν στο κοντινό παρελθόν την πλήγωσε βαθιά.
Η αφηγηματική γραφή στο ποίημα «Θαυμαστή πηγή» συγκλονίζει, όχι μόνον εκείνους που βρίσκονται κοντά στην ποιήτρια, αλλά και τον πιο δύσκολο επαρκή αναγνώστη.
Συναισθηματικές εντάσεις με ερωτηματικά - αλλά και αποδοχή από μέρους της - απόρροια του σπάνιου υλικού από το οποίο είναι φτιαγμένη.
Με τρυφερότητα, ανακαλεί την δραματική διαδρομή που την έφτασε ως εδώ, αλλά και την σχέση της με τους συνταξιδιώτες της ζωής.
Άργησε να κατανοήσει πως είναι διαφορετική, πως μάταια πάλευε να ενταχθεί στη σκληρή πραγματικότητα, που καθημερινά την έκανε να υποφέρει η στάση του περιγύρου της.
Δεν της είναι αρκετό το συμβατό, που κινείται παράλληλα με την μετριότητα του κοινωνικού γίγνεσθαι.
Νιώθει μόνη, ξένη, σχεδόν εξόριστη αυτή που γεννήθηκε «μια παράξενη ανοιξιάτικη νύχτα».
Μια αέναη δραπέτης των ορίων, που άλλοι έθεταν για λογαριασμό της.
Τώρα πια, της είναι αρκετό που μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανασαίνει από το ανέκφραστο, το ανερμήνευτο, το άρρητο!
Θαυμαστή πηγή
Πώς ξέρεις τι ήμουν
πριν την Άνοιξη;
Πώς έφτιαξες τη μορφή μου;
Πού πραγματικά έψαξες
και με δάχτυλα ματωμένα από αλαζονεία
βρήκες τις ρίζες μου;
Τίποτα
Τίποτα δεν βρήκες
Τίποτα δεν κατάλαβες
Τίποτα δεν κατέκτησες
παρά μόνο μια μορφή κυμάτων
απροσδιόριστη, άοσμη, άχρωμη, ασύνδετη με την πηγή της.
Όσο κι αν ψάχνεις
κι αν παλεύεις
τίποτα δεν θα βρεις.
Γεννήθηκα μια παράξενη ανοιξιάτικη νύχτα.
Δεν έκλαψα, τους ξάφνιασα καθώς γέλασα νωρίς,
πριν τα πρώτα σύννεφα
πριν καν λουστώ αθωότητα!
Με μύραναν με δάκρυα.
Με έντυσαν στα λευκά φοβούμενοι
πως δεν θα νικήσω όλες τις αντιξοότητες.
Κι όμως έζησα!
Έψαχνες σε νεκρές στιγμές
μισοτελειωμένες σκέψεις
θαμπές εικόνες.
Δεν ήμουν εκεί.
Ήμουν πάντα κομμάτι της νύχτας
Της μέρας
Του ανέμου
Της θάλασσας
Της Γης μου.
Οι άνθρωποί μου γνωρίζουν πως
ήμουν κυρίως νερό
διαυγές και άκαμπτο.
Ούτε εκείνοι κατάφεραν ποτέ πραγματικά να με αγγίξουν.
Στις ραγισματιές μου,
θαυμαστή πηγή έπλυνε το αίμα
ξεθώριασε τα ίχνη ώστε να μη με βρουν ποτέ.
Ποτέ δεν θα με βρεις
ούτε στην φριχτή ιδιόχειρη ραγισματιά σου
από όπου ρέει, ακέραιη πια, η ψυχή μου!
Πολλές φορές, οι καιροί επιβάλλουν στην ποιήτρια να αναλωθεί σε παροντικά σπαράγματα, της ζοφερής πραγματικότητας.
Οι δύσκολες κοινωνικές συνθήκες που άλλαξαν την κανονιστική ρουτίνα των πολλών, διαμόρφωσαν αποτυχίες και ήττες.
Έτσι, γίνεται δύσκολος ο επιμερισμός των ευθυνών σε ταγούς και κτήτορες, που διαμόρφωσαν με ελαφρότητα συμπεριφορές.
Τι κι αν αυτές ωθούν τους λαούς σε θυμούς;
Εκείνο που μένει είναι ο λυγμός των αθώων, που πίστεψαν στην υπερβατική αλήθεια εκείνων, που όφειλαν να κρατούν ψηλά το μέτρο.
Μια βουβή απελπισία κινεί την δημιουργό να εξηγήσει με λέξεις ότι μπορεί να εξηγηθεί, «όταν με(ς) την καρδιά εντός της βοούσε ανεξήγητη η άβυσσος».
Με την γραφή της, επιδιώκει να αμβλύνει τον βιοτικό ανήφορο, που όλοι μας ανεβαίνουμε φορτωμένοι με αόριστο βάρος και καταβάλλοντας προσπάθεια να απαλλαγούμε από το αλλού φερμένο σκοτεινό όνειρο.
Στιγμιότυπα αβύσσου
Κοιτούσα την τρεμάμενη γη
να λικνίζεται,
στων ανέμων τη θέληση.
Στα χαμηλωμένα τους βλέφαρα
οι πολιτείες
κρεμούσαν νέον φως, αντανάκλαση-μάγισσα.
Κοιτούσα τη γη
σαν σελήνη
που απόμακρη στέκεται
δίχως χέρια να αγγίξω
δίχως πόδια να τρέξω
με καρδιά που εντός της βοούσε
ανεξήγητη η άβυσσος.
Λυπημένη η σελήνη
στα βάθη της
κι ας προσβλέπει στα ύψη.
Ποιός θυμός ξεθυμαίνει θρηνώντας
των λαών την αιώνια θλίψη
που γεννά των κτητόρων η απάθεια;
Στο οπισθόφυλλο θα βρούμε τη Μίνα Παπανικολάου να περπατά βήμα - βήμα, συνδιαλεγόμενη με τις Ερινύες, ως να συναντήσει την ουτοπία.
Μέσα από δράσεις, επιθυμεί να προσλάβει αλλά και ταυτόχρονα να αποφύγει την αντήχηση «των αδικημένων ονείρων».
Ζώντας και η ίδια στον ιστορικό χρόνο της κρίσης, αποποιείται προς στιγμή τον φαντασιακό ιδεαλισμό.
Ο αναστοχασμός της πραγματικότητας δείχνει, πως μπρος τα μάτια της «ορθώνεται η άβυσσος»!
Εντοπίζει προβλήματα κι αγωνιά για μια ενδεχόμενη λύση, που θα φέρει την έξοδο από τα αδιέξοδα, καθώς περικλείουν τις ενστικτώδεις εξορμήσεις του κόσμου προς το φως.
Άλλωστε, δύσκολη κι επικίνδυνη είναι η εγκαθίδρυση των λαών, στων παραμυθιών τη χώρα.
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
Καθώς συνδιαλέγεσαι με τις Ερινύες σου, ελπίζοντας να τις καλοπιάσεις, ορθώνω τείχη πέτρα-πέτρα,για να φτάσω την Ουτοπία. Είναι από εκείνες τις κοφτερές πέτρες του λιθοβολισμού των μικρών λαών. Κρύβομαι, μην τυχόν με πατήσουν οι σκιές των χειρότερων ονείρων, των αδικημένων ονείρων. Γιατί δεν ζούμε σαν κανονικοί άνθρωποι; Γιατί δεν είμαστε διάσπαρτα εγώ που καθώς στροβιλίζονται στο χρόνο ανταμώνουν στο εμείς; Μοιάζουμε να μας έκαψε ένας ήλιος θηριώδης. Καθόλου συμπονετικός. Μας αφυδάτωσε κι ας σταθήκαμε μπροστά του διεκδικώντας το φως.
«Πιστεύεις ακόμα στα παραμύθια και είναι επικίνδυνο. Έτσι ορθώνεται η άβυσσος», είπε
Σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση, η ποιήτρια θα αποδεχθεί πως χάθηκε «σε αμαρτήματα παλιάς σποράς».
Με λυρικούς στίχους, αποδεικνύει τόσο την αρχαία όσο και την πάντα επίκαιρη θεώρηση, πως ο άνθρωπος βρίσκεται πέρα από πολιτικές ιδεολογίες και δογματισμούς.
Γιατί, η πατρίδα είναι η μόνη που σημαδεύει την καρδιά, προκαλώντας πόνο σε όσους ακόμα μυρίζουν το εξαγνιστικό άρωμά της!
Γι΄ αυτή την πατρίδα, τη γη της και τους ανθρώπους της, που κατακρημνίζονται στα αισθητά βάραθρα του ανέφικτου, η Μίνα Παπανικολάου πονά!
Κι όσο κι αν προσπαθεί να διατηρήσει ατόφια την σπίθα της ανθρωπιάς μέσα της, αναγνωρίζει τα συντρίμμια της παραμυθητικής αυταπάτης των παρακμιακών καιρών που όλοι μας ζούμε.
Τι κι αν “ο σκοπός της ζωής είναι να νικιέσαι από ολοένα και μεγαλύτερα πράγματα», θα πει ο Rainer Maria Rilke!
Η ίδια θα ηττηθεί, από των ανθρώπων τον ανίερο σκοπό και τα μικρά τους σκοτάδια.
Εξομολόγηση
Πώς χάθηκα
σε αμαρτήματα παλιάς σποράς;
Πώς θάμπωσαν τα μάτια μου
από την άμμο και τα πικρά φύκια μιας ύπουλης άφεσης;
Αρνήθηκα
τον πόνο σου
κι έμεινα μετέωρη
σε ανθρώπινα μα της καρδιάς μονοπάτια;
Η εξομολόγηση
στα κόκκινα χώματά σου
κανένα συγχωροχάρτι δεν δίνουν.
Κι ας θέλεις.
Μάνα γλυκιά και καημέ μου, πατρίδα
που σε ταπείνωσαν τόσοι!
Κι εγώ που τάχθηκα
να είμαι των αγαλμάτων σου το μέταλλο,
πώς καταδέχθηκα άνθρωπος
για τους απάνθρωπους να γίνω;
Η ποιήτρια διέρχεται τις διαστρωματώσεις του χρόνου, με την διαύγεια μιας ενορατικής επίγνωσης.
Γλιστράει στο μέλλον, αποδομώντας αυτό που θάπρεπε να ειπωθεί αφού έτσι κι αλλιώς έχει ήδη ειπωθεί χίλιες φορές.
Γιατί, όταν έχει καταλυθεί η άβυσσος, που να βρεθούν λέξεις να αποτυπώσουν την συλλογική και την ατομική ενοχικότητα;
Η σιωπή μαρτυρά την εσωτερική συντριβή, καθώς η άβυσσος ρουφά και την τελευταία ελπίδα ανάκαμψης της υπαρξιακής περιπέτειας!
Εκείνα που μένουν είναι «μόνο λίγα μοναχικά δάκρυα/να καταπλέουν στις ακτές/συντροφεύοντας τα σκιρτήματα της αγάπης και τις ραγισματιές/που κάνουν αθάνατη την καρδιά.»
Κοίτα με
Κάποτε θα τελειώσουν οι λέξεις
θα στερέψουν
γιατί δεν θα χρειάζεται
να ειπωθεί τίποτα
που δεν θα έχει ειπωθεί
χίλιες φορές
σε καιρούς
που η άβυσσος
είχε καταλυθεί.
Ποτέ πια οι λέξεις
δεν θα ’ναι τόσο άδειες
όσο στο μέλλον
που δεν θα υπάρχεις
και δεν θα υπάρχω.
Μόνο λίγα μοναχικά δάκρυα
θα καταπλέουν
στις ακτές
συντροφεύοντας τα σκιρτήματα της αγάπης
και τις ραγισματιές
που κάνουν αθάνατη
την καρδιά.
Κοίτα με!
Μαρτυρώ
τη μελλοντική σιωπή
και το χτυποκάρδι που έσπασε
στα βράχια της προσμονής.
Η Μίνα Παπανικολάου εξακολουθεί να επιστρέφει στο χρόνο για κυλήσει το μελάνι, αναταράσσοντας την ακινησία της ψυχής της.
Με λυτρωτική πνοή, θα μεταλλάξει την σιωπή των λυγμών σε λέξεις, από όλα εκείνα που απειλούν να την συντρίψουν!
Γιατί, πως αλήθεια σώζεται κανείς από την προδοσία, ακτινογραφώντας την εποχή του;
Η ποιήτρια θα τη ζήσει, ασκώντας τα καθήκοντά της στην κοινωνική πραγματικότητα που την περιβάλλει.
Συνειδητά, θα επιλέξει «τη σπαθιά του θανάτου», από το να εξαργυρώσει τα όποια προνόμια που δικαίως της αναλογούν.
Η περηφάνια είναι το εισιτήριο της ελεύθερης βούλησης του προσωπικού της γίγνεσθαι.
Κανένας ρεβανσισμός, καμιά διαπραγμάτευση σε παραποιήσεις και διαστρεβλώσεις.
Μόνο λύπη σε καρφωμένα ποιήματα, που ομολογούν την γλυκύτητα εκείνων «που διάλεξαν αυτοβούλως /τη σπαθιά του θανάτου»!
Πέρα από το χρόνο... προδοσία
Η μελάνη δεν κυλά
από ανίερα
της προδοσίας χέρια.
Πέρα από το χρόνο και την αίσθηση
από τη λύπη και την απόφαση
οι λυγμοί σιωπούν.
Επειδή, κανείς δεν νικήθηκε γλυκύτερα
από εκείνους που διάλεξαν αυτοβούλως
τη σπαθιά του θανάτου!
Διαλεχτοί πάνω από τον πόνο
η περηφάνια ήταν σπαθί
στο σπαθί της προδοσίας!
Η Μίνα Παπανικολάου είναι μια γυναίκα εργαζόμενη, μια ποιήτρια που βιώνει τα δύσκολα και τα άσχημα των καιρών.
Πάντα προχωρούσε και προχωρά χωρίς φόβο, αλλά με γνώση και πείσμα στοχεύοντας υψηλότερους στόχους, τόσο επαγγελματικά όσο και προσωπικά.
Ευαίσθητη και δημιουργική αφήνει μέσα στις λέξεις το αποτύπωμα της αντοχής και ανοχής της ζοφερής πραγματικότητας.
Γιατί η ίδια, «με ορθάνοιχτα χέρια» χτίζει τη ρητορική της ποιητικής της, με σαφήνεια.
Αφουγκράζεται, παρατηρεί κι ύστερα γράφει ποιήματα που στάζουν συγκίνηση!
Με τους σύγχρονους στίχους της, δίνει απάντηση στο διαχρονικό ερώτημα του Friedrich Hölderlin «Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ ένα μικρόψυχο καιρό;».
Γιατί, η ποίηση χρειάζεται τη Μίνα Παπανικολάου κι η Μίνα Παπανικολάου χρειάζεται την ποίηση, για να επαναπροσδιορίζει τις πνευματικές μας προσλαμβάνουσες, σε ένα κόσμο που διαρκώς αλλάζει.
Γιατί, καμιά ήττα δεν είναι ικανή να αποτρέψει τη θέληση για ζωή, τη θέληση για έκφραση και δημιουργία.
Με ποιητική ανάσα θα συνεχίσει, μετασχηματίζοντας την όποια αναλγησία του πιο σκοτεινού ονείρου σε φως, αλλά και τα πιο άφατα συναισθήματα σε έναρθρη ηχώ, στα περιθώρια των στίχων.
Τώρα πια, μόνον το αμετάκλητο της απώλειας μπορεί να επαναφέρει το έρεβος στην ψυχής της.
Αυτός είναι κι ο φόβος της: η επώδυνη υπόμνηση του τετελεσμένου.
Έτσι κι αλλιώς, η ζωή προχωρά και μαζί της θα πορευτεί κι η ποιήτρια, «χτίζοντας ζωές μελλοντικών αναμνήσεων».
Φόβος
Θυμάμαι να γράφω ποιήματα,
για τη ζωή που μου έταξαν
κι έλεγαν πως δεν υπάρχει στ’ αλήθεια.
Μα εγώ την έφτιαξα
με ορθάνοιχτα χέρια
και μάτια φορτισμένων αστραπών.
Είδα,
οίδα
και ξέρω
πως η συντέλεια εισπνέει χαμόγελα
κι εκπνέει παγωμένες ανάσες,
χτίζοντας ζωές μελλοντικών αναμνήσεων
σε θρήνους αγαλμάτων.
Η μόνη συντέλεια που φοβάμαι πια,
είναι η απώλεια