Της Μαίρης Γκαζιάνη
«Η τέχνη είναι ίσως το μόνο πέρασμα απ’ την μιζέρια της καθημερινότητας στο... μεγαλείο της συμπαντικής μας υπόστασης», υποστηρίζει ο ζωγράφος Γιώργος Τζιόκας.
ΕΡ. Γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στη Κατερίνη. Κατά πόσο το τοπίο σας επηρέασε να γίνετε ζωγράφος;
ΑΠ. Σίγουρα η φύση είναι ο μεγάλος δάσκαλος της
ζωγραφικής. Σ΄ εμένα δε έδρασε καταλυτικά, αφού γεννήθηκα και μεγάλωσα στην
Κατερίνη, όπου οι πρώτες εικόνες που αντίκρισα ήταν τα δέντρα, οι πέτρες και οι
πλαγιές της Πιερίας, εικόνες που κουβαλάω ακόμα μέσα μου και συχνά καταφεύγω σε
αυτές.
ΕΡ. Από ποια ηλικία ζωγραφίζετε;
ΑΠ. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου,
ζωγράφιζα. Ήταν το καταφύγιό μου που ποτέ δεν μπόρεσα να δω τον εαυτό μου έξω
απ’ αυτό.
ΕΡ. Τελειώνοντας το σχολείο ήρθατε
στην Αθήνα προκειμένου να πραγματοποιήσετε το όνειρό σας. Για πρώτη φορά
παρουσιάσατε έργα σας το 1972 στη γκαλερί του ξενοδοχείου Χίλτον. Τι θυμάστε
από εκείνη τη πρώτη έκθεση;
ΑΠ. Θυμάμαι το μεγάλο τρακ τις στιγμές της αναμονής,
την αγωνία εάν οι άνθρωποι που είχα καλέσει θα έρχονταν. Τελικά ο κόσμος άρχισε
να μαζεύεται και με αγκάλιασε με πολύ αγάπη. Ένοιωσα πρωτόγνωρα συναισθήματα.
Ήταν σαν να πέρασα κάποιο είδος εξετάσεων και η άγνοια των δυσκολιών μου έδωσε
τη δύναμη να συνεχίσω. Η αναφορά του ονόματός μου σε δύο μόλις γραμμούλες
στα ”Νέα”,
ήταν για μένα η “μεγάλη κατάκτηση”.
ΕΡ. Πολύ σύντομα, το 1975 παρουσιάσατε μια νέα έκθεση, πάλι στο Χίλτον, εμπνευσμένη από το έργο του μεγάλου μας μουσικοσυνθέτη Μάνου Χατζηδάκι «Το χαμόγελο της Τζοκόντα». Πως προέκυψε αυτή η συνεργασία και πως αντιμετώπισε το αποτέλεσμα ο Μάνος Χατζηδάκις;
ΑΠ. Η ζωγραφική μεταφορά της “Τζοκόντα” του Μ.
Χατζιδάκι το 1975, προέκυψε από μια παλιότερη, μυστική, σχεδόν ερωτική σχέση
που είχα με την μουσική του, από την εποχή του “Κυρ Αντώνη” (στα μαθητικά-νεανικά
μου χρόνια). Ωστόσο, η μουσική από τη “Τζοκόντα” μαζί με τα κείμενα που τη
συνόδευαν, ήταν αυτή που με στοίχειωσε. Όταν το ’74 τον γνώρισα, αυτόματα οι
άπειρες εικόνες που είχα φτιάξει μέσα μου άρχισαν να παίρνουν σάρκα κ οστά πάνω
στον μουσαμά. Λίγο πριν παρουσιάσω την δουλειά μου αυτή, τον Φεβρουάριο του
’75, ο Μάνος Χατζιδάκις με κάλεσε στο διάσημο τότε στέκι «Μαγεμένος
Αυλός» στο Παγκράτι και παρουσία του ποιητή Ν. Γκάτσου και άλλων επώνυμων φίλων
του, έγραψε σε μια κόλλα χαρτί, μεταξύ άλλων: “….είναι περίεργο, μα ο
Γ. Τζιόκας κατάφερε να μεταδώσει πολλά
στοιχεία της Τζόκοντας μου”. Ξαναβρεθήκαμε από σύμπτωση και φάγαμε
τελευταία φορά μαζί ένα μήνα πριν απ’ το μεγάλο του ταξίδι..Είμαι ευγνώμων που
τον γνώρισα.
ΕΡ. Στη συνέχεια ασχοληθήκατε και με
την σκηνογραφία. Τι σας τράβηξε στον θεατρικό χώρο;
ΑΠ. Ο θεατρικός χώρος ήταν πάντα ένα κομμάτι των
επιθυμιών μου. Με γοήτευε η δυνατότητα που δίνει η σκηνογραφία, να μεταφέρεις
και να αναπλάσεις μια ολόκληρη εποχή μέσα σε λίγα τετραγωνικά. Η σκηνογραφία
επηρέασε σε μεγάλο βαθμό και την ζωγραφική μου.
ΕΡ. Η γνωριμία σας με τον Οδυσσέα Ελύτη
σας δημιούργησε την ανάγκη να ασχοληθείτε με το έργο του «Άξιον Εστί» και να το
απεικονίσετε μέσα από τη δική σας τέχνη. Πόσο χρόνο σας πήρε και πως το
αντιμετώπισε ο ίδιος ο ποιητής;
ΑΠ. Χρειάστηκα 2 ολόκληρα χρόνια για να
τελειώσω αυτό το έργο, από την στιγμή της γνωριμίας μου με τον Ελύτη, μέχρι την
ημέρα που το παρουσίασα. Νομίζω πώς πιο θετική αντιμετώπιση δεν μπορούσε να
υπάρξει, αφού με τίμησε με την παρουσία του στα εγκαίνια της έκθεσης, για να
επιβεβαιώσει του λόγου το αληθές, δηλαδή την “αποδοχή” του. Και μόνο η
εκμυστήρευσή του ότι συνέλαβα την “πεμπτουσία της σκέψης του” νομίζω πως τα
λέει όλα.
ΑΠ. Όσο περισσότερο προχωρούσα στην ζωγραφική μου τόσο
μεγαλύτερη ανάγκη είχα να μάθω καινούρια πράγματα. Έτσι πήγα στο Παρίσι,
ακολουθώντας την διαδρομή της σχολής Καλών Τεχνών. Βέβαια, ακόμα και τώρα και
όσο ο ζωγράφος δημιουργεί, πάντα κάτι καινούργιο προκύπτει ή κάτι ξαναμαθαίνεις
απ’την αρχή, σε αυτή την ατέρμονη μάχη με τον συνδυασμό των χρωμάτων.
ΕΡ. Παράλληλα με τις σπουδές εκθέτετε τα
έργα σας σε πολλές πόλεις του εξωτερικού. Πως σας αντιμετώπιζε εκεί το
φιλότεχνο κοινό;
ΑΠ. Χωρίς να αποτελεί έπαρση, γιατί ποτέ
δεν είχα τέτοια (άλλωστε πάντοτε προσπαθούσα να αποστασιοποιηθώ από αυτό που
κάνω) όπου και αν εξέθεσα τα έργα μου (Ελβετία, Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία) είτε
ήταν μικρές ή μεγάλες πόλεις, η σοβαρότητα με την οποία το κοινό αντιμετώπισε
και αγκάλιασε το έργο μου ήταν παντού η ίδια. Αυτό είναι και η μεγάλη μου
ανταμοιβή.
ΕΡ. Επιστρέφετε στην Ελλάδα όπου και
πάλι αρχίζετε να εκθέτετε τα έργα σας. Η αντιμετώπιση στην Ελλάδα ήταν
διαφορετική από ότι πριν την επιτυχημένη πορεία σας στο εξωτερικό;
ΑΠ. Πιθανώς η συμπεριφορά του κόσμου απέναντι σε μένα
να άλλαξε, λίγο όμως. Και φυσικά κάποιοι συλλέκτες ενεργοποιήθηκαν περισσότερο.
ΕΡ. Το έργο «Άξιον Εστί» παρουσιάστηκε
πάλι 20 χρόνια αργότερα στο Κολλέγιο Αθηνών. Πως εισπράξατε αυτή την νέα
παρουσίαση;
ΑΠ. Τα συναισθήματα που μου γεννήθηκαν σ΄
εκείνη την εκδήλωση (Άξιον Εστί-20 χρόνια μετά) είναι πολύ δύσκολο να
αποτυπωθούν. Η προσέλευση του κόσμου ήταν πάρα πολύ μεγάλη, μεταξύ αυτών
ακαδημαϊκοί και άνθρωποι των τεχνών και των γραμμάτων. Ο ιδιαίτερος τρόπος με
τον οποίο παρουσίασε ο Ίωνας Βορρές και η Ντόρα Ηλιοπούλου Ρογκάν το έργο μου
σε συνδυασμό με την ποίηση του “’Αξιον Εστί”, αποτέλεσε για εμένα μία μεγάλη
αναγνώριση.
ΕΡ. Επιλέγετε να δημιουργείτε σειρές έργων όπως τις «Κόρες Μικρές και Ωραίες», «Γυναίκες Πεταλούδες», «Ρόζ Γυναίκες» και πρόσφατα μία σειρά έργων με θέμα τους παλιούς σταθμούς με γενικό τίτλο «Η Απέραντη Σιωπή Των Σταθμών». Γιατί επιλέγετε τις σειρές έργων;
ΑΠ. Η επιλογή μιας θεματικής ενότητας μου
ήταν πάντα ένα ζητούμενο. Με τον τρόπο αυτό μπορώ να αποτυπώσω τα μηνύματα και
τις σκέψεις μου μέσα από συγκεκριμένες οπτικές γωνίες.
ΕΡ. Συνεχίζετε να δημιουργείτε έργα που εμπνέεστε μέσα από την ποίηση;
ΑΠ. Ναι, ακόμα η ποίηση είναι πηγή
έμπνευσης, αφού εκκρεμεί πάντοτε η ζωγραφική μου πάνω στον επιτάφιο του Γιάννη
Ρίτσου, δουλειά που έμεινε στην μέση λίγο πριν τον θάνατό του.
ΕΡ. Τι είναι το Ε.Π.Ι.Ψ.Υ. και πως
δραστηριοποιείται;
ΑΠ. Το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής
Υγιεινής είναι ένας χώρος όπου μέσα από διάφορα εργαστήρια και την ιατρική
παρακολούθηση, άνθρωποι με ψυχολογικά προβλήματα μπορούν να ξαναβρούν τις
ισορροπίες τους και να επανενταχθούν στην κοινωνία. Χαίρομαι πολύ που βρίσκομαι
σε αυτόν τον χώρο και προσφέρω ότι μπορώ.
ΕΡ. Υπάρχει κάποια νέα ενότητα που
προτίθεστε να ζωγραφίσετε και να μας παρουσιάσετε;
ΑΠ. Ετοιμάζω τώρα μια νέα σειρά έργων με θέμα πάντα
την γυναίκα, τον τίτλο της οποίας θα σας αποκαλύψω όταν θα είναι έτοιμη. Θα την
παρουσιάσω για πρώτη φορά στην Σίφνο το καλοκαίρι, μαζί με την Φωτεινή Καράβου
και την Εύα Πελεκίδου.
ΕΡ. Υπήρξε κάποιος μεγάλος ζωγράφος που
τον θαυμάζατε και ίσως τον «αντιγράψατε» ως ένα σημείο;
ΑΠ. Σίγουρα ο Μοντιλιάνι ήταν και είναι
ένας απ’ αυτούς που το έργο του μ’ έχει επηρεάσει. Και φυσικά η καταλυτική
παρουσία του Βαν Γκονγκ, με την απόλυτη ταύτισή του με το έργο του. Επίσης
υπάρχει ένα πολύ γνωστό έργο με τίτλο ”Η κραυγή” του Μούνχ, που θα ήθελα να το
έχω ζωγραφίσει εγώ. Το έργο αυτό τα λέει όλα.
ΕΡ. Εκτός από την ποίηση από πού αλλού
αντλείτε την έμπνευσή σας;
ΑΠ. Εκτός από την ποίηση και την μουσική,
σίγουρα τα προσωπικά μου βιώματα, οι άνθρωποι, η φύση αποτελούν μόνιμες πηγές
έμπνευσης.
ΕΡ. Ποια είναι η τεχνική που
ακολουθείτε;
ΑΠ. Δούλεψα πολλά χρόνια με λάδι, όμως το
τελευταίο διάστημα χρησιμοποίησα μικτές τεχνικές και σύγχρονα υλικά-ακρυλικά
και άλλα.
ΕΡ. Πως θα χαρακτηρίζατε την ζωγραφική
σας;
ΑΠ. Αφαιρετική μεταμοντέρνα με ρεαλιστικά στοιχεία.
ΑΠ. Η γυναίκα έχει πάντοτε κεντρικό ρόλο στην
ζωγραφική μου. Η γυναίκα είναι η αέναη πηγή της έμπνευσης, γιατί αυτή είναι η
κυοφορούσα τη ζωή και οι μεταμορφώσεις της ανοίγουν την οπτική γωνία στην γνώση
του κόσμου.
ΕΡ. Ο έρωτας και το πάθος έγινε ποτέ για
εσάς πηγή έμπνευσης;
ΑΠ. Ασφαλώς και το πάθος είναι κινητήρια
δύναμη γενικά στην τέχνη και στην ζωγραφική δε απαραίτητο συστατικό, γιατί όλα
κινούνται ανάμεσα στο δίπολο του έρωτα και του θανάτου.
ΕΡ. Υπάρχει κάποιος πίνακας που δεν θα
τον αποχωριζόσαστε ποτέ και με οποιοδήποτε τίμημα;
ΑΠ. Ναι. Το κομμάτι απ’ το «Χαμόγελο Της Τζοκόντα» του
Μάνου Χατζιδάκι με τίτλο «Προσωπογραφία Της Μητέρας Μου». Είναι ένα πολύ
προσωπικό έργο.
ΕΡ. Πιστεύετε πως ένας εικαστικός
καλλιτέχνης έχει ημερομηνία λήξης;
ΑΠ. Ο ζωγράφος ποτέ δεν σταματά να
δημιουργεί, ανεξάρτητα με την αποδοχή του κόσμου και την απήχηση της δουλειάς
του. Άλλωστε ποτέ κανένας ζωγράφος δεν κατήργησε κάποιον άλλον.
ΕΡ. Αν για κάποιο λόγο αναγκαζόσαστε να
σταματήσετε τη ζωγραφική πως θα το αντιμετωπίζατε;
ΑΠ. Η ανάγκη πάντοτε δημιουργεί
καινούργιες διεξόδους που συχνά δεν υποψιαζόμαστε.
ΕΡ. Τα όνειρα ενός ζωγράφου για το έργο
που θέλει να δημιουργήσει έχουν αφετηρία. Τέρμα έχουν;
ΑΠ. Προσωπικά ακόμη ονειρεύομαι το έργο
που θα μπορώ να νοιώσω πως με αυτό τα είπα όλα, ακόμα και εάν είναι μια γραμμή.
Δεν ξέρω όμως εάν αυτό το τέρμα, είναι ένας ρεαλιστικός στόχος ή μία ουτοπία.
ΕΡ. Τι θα θέλατε να πείτε ως επίλογο της
κουβέντας μας;
ΑΠ. Κατ’ αρχήν, θέλω να σας συγχαρώ για
την πολύ σωστή επιλογή των ερωτήσεών σας, γιατί έτσι δίνετε την δυνατότητα στον
καλλιτέχνη να εκφράσει με απλότητα τα πιστεύω του. Η τέχνη είναι ίσως το μόνο
πέρασμα απ’ την μιζέρια της καθημερινότητας στο μεγαλείο της συμπαντικής μας
υπόστασης. Ευχαριστώ πάρα πολύ για την φιλοξενία και ελπίζω στο μέλλον να
έχουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε ξανά.
https://now24.gr/o-zografos-g-tziokas-exomologite-sti-singrafea-meri-gkaziani/?fbclid=IwAR12mkRBwYYVWooEICUgnM8qtfoaNcOzuoe0dEXIPC2fU1nb88Wk23eZeFI