Η άνοιξη αυτή μας βρήκε όλους απροετοίμαστους
κι ανόρεξους ή αδιάφορους –
απροετοίμαστη κι η άνοιξη, σε κάθε της βήμα κοντοστέκεται
σαστίζει και σωπαίνει κάτω απ’ τα λίγα της δέντρα– δε ρωτάει.
Το φως επιστρέφει
απ’ το περσινό καλοκαίρι κατάκοπο κι αφηρημένο, απόμακρο,
παραξενεμένο απ’ την καινούρια του νεότητα...
Γ. Ρίτσος, «Οδηγός ασανσέρ»
«Οι μυγδαλιές»
Τη νύχτα οι μυγδαλιές με τ’ άσπρα τους φορέματα περάσαν
κάτου απ’ τα παράθυρά μας αργές και λυπημένες, όμοιες με
κείνα τα χλωμά κορίτσια του ορφανοτροφείου όταν γυρίζουν
από μια μικρή εκδρομή, την Κυριακή, πιασμένες δυο - δυο
απ’ το χέρι, χωρίς να μιλάνε, χωρίς να βλέπουν τ’ άστρα που
φυτρώνουν ένα - ένα μες στο ίσκιο, μακρινά κι ευτυχισμένα.
Αύριο θα στείλουμε τις μυγδαλιές περίπατο στο ακροθαλάσσι να
πλύνουνε τα πρόσωπά τους απ’ τη σκόνη της λύπης μας.
Και το βράδυ που θα γυρίσουν χαρούμενες, θα μας φέρουν τα
Πρώτα μας λόγια πλυμένα στη θάλασσα, κ’ εμείς θα κλαίμε
στο ανοιχτό παράθυρο απ’ τη χαρά μας που μπορούμε
να κλαίμε...
Γ. Ρίτσος, «Όνειρο Καλοκαιρινού Μεσημεριού»