17.8.20

Απόστολος Κιλεσσόπουλος...«Words move, music moves Only in time».

The detail of the pattern is movement.
     T. S. Eliot

Ζωγραφίζω από παιδί σχεδόν, από τότε που έχω συνείδηση του εαυτού μου. Είναι τόσο συνυφασμένη με τη ζωή μου η ζωγραφική, που μου δημιουργούνται...

ανυπέρβλητες δυσκολίες όταν μιλώ γι' αυτή, ιδίως με τρόπο αυτοβιογραφικό, πέρα από το ότι αμφιβάλλω αν οι βιογραφίες μας πηγαίνουν πολύ μακριά. Συχνά, μάλιστα, δρουν ανασταλτικά ή παραπλανητικά για εκείνους που, προτιμώντας τον εύκολο τρόπο, νομίζουν πως πλησιάζουν την τέχνη του Van Gogh μέσω της τρέλας του, ή του Beethoven μέσω της κώφωσής του.

Επιχειρώντας, ωστόσο, να διατυπώσω κάποιες σκέψεις, θα μιλήσω αμέσως για ένα βασικό χαρακτηριστικό της τέχνης μου, την κίνηση. «Words move, music moves Only in time». Αφετηρία αυτής της κίνησης είναι η μουσική, η ιδιότητα της να καταλαμβάνει το χώρο καθώς απλώνεται σφαιρικά, με αλλεπάλληλα κύματα που, ακόμα κι όταν συναντούν εμπόδιο, δεν θρυμματίζονται αλλά ανακλώνται, αποκτώντας, θαρρείς, νέα δύναμη. Υπάρχει και μια άλλη κίνηση, που δημιουργείται από τον τρόπο που ένας πίνακας μου παραπέμπει, προεκτείνεται ή διοχετεύεται στον επόμενο.

Η μουσική με καταδιώκει από παιδί και σ' αυτήν οφείλω τις πρώτες μου αισθητικές συγκινήσεις. Νιώθω ακόμα το ρίγος που μου προκάλεσαν η Ποιμενική Συμφωνία και το Le Sacre du Printemps, όταν τα πρωτοάκουσα γύρω στα δεκατέσσερά μου από το ραδιόφωνο, στην τραπεζαρία του πατρικού μου σπιτιού, στην Κατερίνη, ένα προπολεμικό Telefunken τοποθετημένο στη μια γωνιά του γραφείου όπου διάβαζα τα μαθήματα μου, έφτιαχνα ζωγραφιές και σκηνογραφίες, τις οποίες έκαιγα μετά, τελετουργικά, μπρος στα μάτια της θαμπωμένης μικρής μου αδελφής. Το ένα από τα δύο παράθυρα του δωματίου κοίταζε τον Όλυμπο. Οι κορυφογραμμές του είναι χαραγμένες στον αμφιβληστροειδή μου.

Μέσα σ' αυτόν το μυθοποιημένο χώρο -που τον ανακαλώ πάντα πλημμυρισμένο φως- άκουσα αυτές τις μουσικές, αλλά και άλλες, που μου γνώρισαν το δέος και την αγαλλίαση καθώς με οδηγούσαν στα μυστηριώδη, σκοτεινά τους βάθη. Έτσι, αποφάσισα να γίνω μουσικός και το επιχείρησα πραγματικά, λίγα χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων των σπουδών μου στην αρχιτεκτονική. Έμεινε όμως κι αυτό κοντά στα άλλα απραγματοποίητα όνειρα μου, που δεν είναι και λίγα.
Εκ των πραγμάτων, ζωγραφική είδα μετά τα δεκαοχτώ-εννοώ σπουδαία ζωγραφική. Ένα άλλου είδους δέος με καταλάμβανε μπροστά στους πίνακες των γερμανικών μουσείων, μιας άλλης υφής συγκίνηση, σ' αυτούς τους χώρους που έμοιαζαν με νεκροταφεία -μα δεν ήταν.

Η ζωγραφική είναι σιωπηλή
αλλά πολύ εύγλωττα
όπως ο Θεός.

Υπήρξα τότε πολύ απαιτητικός με τον εαυτό μου και -αλλοίμονο- με τους άλλους, και παραμένω έτσι. Μέσα σε πέντε-έξι χρόνια, τα πλέον πολυπράγμονα ίσως μέχρι τώρα, ασχολήθηκα με τη ζωγραφική, την αρχιτεκτονική, τη μουσική, το γράψιμο, τον κινηματογράφο, ζώντας παράλληλα μερικές μεγάλες φιλίες και τον πρώτο συνταρακτικό και, ίσως γι' αυτό, ανεκπλήρωτο έρωτα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 κατασπάραζα τις τέχνες σα πεινασμένο αγρίμι. Όμως, κοντά στη θύελλα και την ορμή που διακατέχουν τα νιάτα και τον ρομαντισμό, μου δημιουργήθηκε και η ανάγκη να γνωρίσω, να εννοήσω τόσο τα κοινά τους χαρακτηριστικά, όσο και εκείνα που δίνουν στην καθεμιά την αυτονομία της, τους ιδιαίτερους εκφραστικούς της τρόπους. Αν τάχθηκα στην καθαρή ζωγραφική, το οφείλω σίγουρα σ' αυτή την εξαετή παθιασμένη έρευνα, που με οδήγησε σε νέα πάθη αλλά και σε αποκρυσταλλώσεις. Από την εποχή εκείνη διατηρώ ακέραιη την απέχθεια μου στους συμβιβασμούς, στα δάνεια και στις νοθείες.

Από μιαν άλλη σκοπιά, βέβαια, μπορεί κανείς να παρατηρήσει πως κάθε διαδρομή, ξετυλίγοντας τον εαυτό της στο χώρο που διαδραματίζεται, αφήνει πάνω του το ίχνος της. Η κίνηση του υποκειμένου είναι εξίσου σημαντική με το υποκείμενο καθεαυτό. Φαίνεται πως τίποτε δεν είναι τόσο περιορισμένο όσο νομίζουμε, τίποτε δεν είναι τελεσίδικο και οριστικό, πλην των ορισμών και όσων επιλέγουν να καθορίζονται απ' αυτούς. Ένας από τους λόγους που κάνουν τη ζωγραφική δύσκολη υπόθεση, είναι ότι οφείλει κανείς να εννοήσει και να εκφράσει τα πράματα και τη διαδρομή τους ταυτόχρονα, όπου, πολύ απλοϊκά, στη λέξη «πράματα» θα απέδιδα τον όρο μορφή και στη λέξη «διαδρομή» τον όρο περιεχόμενο.

Ζούμε όμως στην εποχή του φόβου και της αδιαφορίας και η ιστορία -η δική μας, του άλλου και του κόσμου- μετατρέπεται σε πτώμα κατατεμμαχιζόμενο σε τραπέζι νεκροτομείου ή εμφανίζεται μέσα από δημοσιογραφική οπτική. Συνεπώς, έχει την ίδια τύχη με τις παλιές εφημερίδες: ή πετιέται στα σκουπίδια ή αρχειοθετείται. Μένει έτσι ανοιχτό το ερώτημα, πώς θα μπορούσε ο σημερινός άνθρωπος να οδηγηθεί στην αυτογνωσία.
 
Όταν ξεκινώ έναν πίνακα, μόνη μου φροντίδα -συχνά μέσα σε φρενίτιδα- είναι να καλύψω όλη την επιφάνεια του μουσαμά, χωρίς προσχέδιο, χωρίς σκέψεις. Μετά, αρχίζει η διαδικασία ανάπτυξης σημείων ή στοιχείων που βρίσκω ενδιαφέροντα. Αυτό οδηγεί σε μία διευθέτηση πολύ περίπλοκη για να καταστεί αντικείμενο αφήγησης και η οποία, ανάλογα με τους ρυθμούς της διάθεσης και την ποιότητα της φόρτισης, κυμαίνεται από το βιαστικό έως το διεξοδικό, από το αραιό έως το πυκνό, από το ατίθασο έως το τιθασευμένο. Ανησυχώ όταν συμβαίνει να μην έχω τον έλεγχο της συνολικής κίνησης του έργου1 δεν εννοώ έλεγχο λογικό, αλλά εσωτερικό έλεγχο μιας ταυτόχρονης εποπτείας της δράσης και του αποτελέσματος της, που οδηγεί τη σύνθεση στην ολοκλήρωση. Δεν ζωγραφίζω την επιφάνεια κατά τμήματα, αλλά κινούμαι σε όλο της το εύρος, από την ανάγκη μου η «εικόνα» να εμφανίζεται ταυτόχρονα σε όλα τα σημεία, όπως εμφανίζεται μια φωτογραφία μέσα στα υγρά, όπως ένας οργανισμός που, μόλις βγει στο φως, φέρει ακέραιη τη ζωή.

Ένας από τους λόγους που με ωθούν να ζωγραφίζω, είναι ότι θέλω να περισώσω από τη φθορά ό,τι αγαπώ -μάταιο- να υποδυθώ τον Θεό που τους χαρίζει τον φωτοστέφανο της αφθαρσίας. Η ζωγραφική μας δίνει, αλήθεια, την ψευδαίσθηση πως διαθέτει αυτή την ιδιότητα, σαν ένα κάτοπτρο του αιώνιου μπροστά στα μάτια μας, μέσα από πίνακες που μας παρατηρούν το ίδιο εντατικά όσο εμείς αυτούς, άλλους που μας παρασύρουν στα βάθη τους, με τα έργα που δημιουργούν ατέρμονη ευφορία, με αυτά που οξύνουν την κρίση, τα μαγικά έργα, τις κοφτερές τομές στο χρόνο και σε ό,τι ονομάζουμε πραγματικότητα, με τα έργα που λειτουργούν σαν χρησμοί.

Η ζωγραφική δεν είναι ένα παράθυρο στον κόσμο
αλλά ένας κόσμος
μέσα στον κόσμο.

Η ματαιοδοξία μου είναι αυτή: να περιλάβω τη ροή του χρόνου μέσα σε μια εικόνα ή, έστω, να μετατρέψω τη ροή του χρόνου σε μια ροή γραμμών, κηλίδων, όγκων φωτός και σκότους.

Τίποτε δεν μπορεί να αντικατασταθεί από κάτι άλλο, πλην, όλα πεθαίνουν. Μοιάζει αβυσσαλέα η περιπέτεια της κατάκτησης της μορφής και της απελευθέρωσης από τη μορφή. Σχέδιο, χρώμα, γραμμή, σημείο, αποτελούν στοιχεία της σύνθεσης, ενώ η ίδια η σύνθεση είναι κάτι περισσότερο απ' αυτά, συχνά κάτι διαφορετικό. Ξεκινά πάντως ήδη από τη στιγμή που έχουμε αποκλείσει ορισμένα πράγματα. Αυτό οδηγεί, αναπόφευκτα, σε ένα δόγμα μέσα στο οποίο οργανώνουμε τις αναφορές και την ερευνά μας. Το ερώτημα είναι, πώς κατορθώνει κανείς να αποτινάξει το δόγμα καινά εισχωρήσει στο βασίλειο της ελευθερίας. Η σχετικότητα που ενυπάρχει σ' αυτή την έννοια της δίνει πολύ ρευστή εμφάνιση. Τίποτα όμως δεν είναι λιγότερο ρευστό από αυτήν: την ακτινοβολεί κάθε σπουδαίο έργο.

Πιστεύω πως υπάρχει θέση για την ελευθερία εκεί όπου υπάρχει θέση για τον έρωτα -θέλω να πω ότι καταλαμβάνουν την ίδια θέση μέσα μας. Αν χάσουμε την ικανότητα να ερωτευόμαστε, δεν μπορούμε να συναντηθούμε με την ελευθερία: αναζητούμε και τα δυο στο χώρο του ψυχαναγκασμού που μας παραμορφώνει έτσι ώστε να εκλαμβάνουμε την ποσότητα για ποιότητα, την φαντασίωση για φαντασία, την παραίσθηση για αίσθηση, τη διάλυση για ανάλυση.
Δεν θα μιλούσα έτσι αν η ζωγραφική ήταν του νοός. Το ίδιο αν ήταν του ενστίκτου, του υποσυνείδητου, του συναισθήματος... Είναι, όμως, μια κάθετη τομή στην πυκνή διαστρωμάτωση του όντος που είναι ο άνθρωπος, και από τις κάθετες τομές στον άνθρωπο ξεπηδάει αίμα-καμιά φορά και ύδωρ.

Απόστολος Κιλεσσόπουλος