Ακούγεται συχνά από τους γνωστούς εθνομηδενιστικούς κύκλους πως η Ελλάδα έχει «μαξιμαλιστκές θέσεις» στο Αιγαίο, που δήθεν οδηγούν στον αποκλεισμό της Τουρκίας από τις θαλάσσιες οδούς και πως αυτό δεν είναι μία ρεαλιστική θέση γιατί ένα παράκτιο κράτος με τόση ακτογραμμή είναι λογικό να θέλει θαλάσσια έξοδο. Δε θα υπήρχε λόγος να ασχοληθεί κανείς με τις σκέψεις αυτές σοβαρά, καθώς απηχούν απολύτως τα τουρκικά επιχειρήματα, αν δεν επηρέαζαν ένα ευρύτερο ακροατήριο, που κύριο μέλημά του είναι η πάση θυσία αποφυγή ενός ελληνοτουρκικού πολέμου. Οι πιο καλοπροαίρετοι μάλιστα απ’ αυτούς τους ανθρώπους εκκινούν από τη γενικότερα καλόπιστη αντίληψη σε κάθε αντιπαράθεση να αναζητούν και το δίκιο της άλλης πλευράς. Απαιτείται λοιπόν να δοθεί μία απάντηση διότι οι κύκλοι αυτοί, όσο και όσοι επηρεάζονται από αυτούς, ανήκουν κατά κανόνα στα ανώτερα μορφωτικά στρώματα και είτε ανήκουν είτε έχουν ισχυρές προσβάσεις στην εξουσία και στους μηχανισμούς διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Επιχειρούν, δηλαδή, να καλλιεργήσουν το κατάλληλο κλίμα προκειμένου να γίνει αποδεχτή κάποιου είδους συνδιαλλαγή με την Τουρκία στο Αιγαίο, πάντοτε σε βάρος των εθνικών μας κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Πρώτα πρώτα, θα πρέπει να επαναλάβουμε κι εδώ αυτό που τονίζουμε σε κάθε ευκαιρία πως η Τουρκία δεν ενδιαφέρεται για λίγα …στρέμματα στο Αιγαίο. Δεν είναι αυτός ο στόχος της. Η Τουρκία επιδιώκει συστηματικά και σχεδιασμένα να θέσει υπό τον έλεγχό της την υπόλοιπη Κύπρο, μέσω κάποιας συμφωνίας τύπου «Ανάν», το μισό Αιγαίο, μέσω κάποιου είδους «συνεκμετάλλευσης» κοιτασμάτων και τη Δυτική Θράκη, μέσω της μετατροπής της μουσουλμανικής μειονότητας, σε πλειοψηφία ελεγχόμενη από την Τουρκία. Η ιδέα πως με μία ή δύο παραχωρήσεις καλής θελήσεως εκ μέρους μας, θα ικανοποιηθεί η Τουρκία και θα μπορέσουμε στο εξής να ζήσουμε ειρηνικά, είναι στην καλύτερη περίπτωση αφελέστατη, απολύτως ανεδαφική και αγνοεί τη φύση του τουρκικού κράτους, με οποιαδήποτε κυβέρνηση. Ακόμη χειρότερα, η αναγνώριση δικαιωμάτων της Τουρκίας στο Αιγαίο, πέραν των όσων προβλέπονται από το Διεθνές Δίκαιο, θα αυξήσει ακόμη περισσότερο τις ορέξεις του τουρκικού επεκτατισμού, που αποτελεί συστατικό στοιχείο της Τουρκίας διαχρονικά.
Τα ιστορικά παραδείγματα είναι τόσα πολλά που θα ήταν κουραστικό να τα εκθέσει κανείς διεξοδικά. Θα περιοριστώ σε δύο πολύ χαρακτηριστικά και ιδιαιτέρως διδακτικά ξεκινώντας μ’ αυτό της Συρίας: με την ανοχή των Γάλλων που είχαν τον έλεγχο της Συρίας μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πέτυχαν να αλλοιώσουν πληθυσμιακά την περιοχή της Αλεξανδρέττας με συστηματικούς εποικισμούς και στη συνέχεια να ενσωματώσουν το 1939 στην Τουρκία το συριακό αυτό έδαφος εφαρμόζοντας μία τακτική παρόμοια με αυτή που εφάρμοσαν στην Κύπρο. Δεν αρκέστηκε όμως σ’ αυτό γιατί σήμερα, μόλις της δόθηκε η ευκαιρία, διατηρεί στρατεύματα κατοχής στο συριακό έδαφος. Σε ό,τι αφορά την Κύπρο, θυμίζουμε ότι η Τουρκία είχε παραιτηθεί επισήμως των δικαιωμάτων της στο νησί με τη Συνθήκη της Λοζάνης και πως ήταν η βρετανική αυτή τη φορά αποικιοκρατία που την ενθάρρυνε να προβάλλει διεκδικήσεις ως αντιστάθμισμα στην πίεση του κυπριακού απελευθερωτικού κινήματος για Ένωση με την Ελλάδα. Η Τουρκία πέτυχε τελικά, το 18% της τουρκοκυπριακής κοινότητας να αποκτήσει δικαιώματα ίσα με το 30%, χάρη στην «καλή θέληση» της ελληνικής πλευράς στις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου. Ούτε, όμως, με αυτό ήταν ικανοποιημένη η τουρκική πολιτική, που από τη δεκαετία του ’50 είχε θέσει ως στόχο τη διχοτόμηση της Κύπρου, κάτι που πέτυχε σε πρώτη φάση με τους θύλακες το 1964 έχοντας προετοιμαστεί γι’ αυτό στρατιωτικά, με την ανταρσία του 1963-1964. Όπως γνωρίζουμε, από το 1974, η Τουρκία κατέχει το 40% της Κύπρου ενώ διεκδικεί έκτοτε τον πολιτικό αν όχι και στρατιωτικό έλεγχο και των ελεύθερων περιοχών μέσω μιας συμφωνίας που θα αναγνωρίζει την «πολιτική ισότητα» (sic) των δύο κοινοτήτων, δηλαδή τη διοίκηση τη Κύπρου από κοινού με τους Τουρκοκύπριους, δηλαδή την Τουρκία! Ο μαξιμαλισμός είναι επομένως χαρακτηριστικό του τουρκικού κράτους και όχι της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που λειτουργεί, σε γενικές γραμμές, με βάση τη λογική του κατευνασμού «του θηρίου» εξαιτίας αυτού που ονομάζω: «σύμπλεγμα της ήττας» του 1974, και το οποίο αναλύω διεξοδικά σε σχετική μου μελέτη για τη χάραξη πολιτικής στο Κυπριακό μετά την εισβολή.
Τα 12 μίλια
Ας δούμε, όμως, και την ουσία της υπόθεσης. Η οικειοθελής παραίτηση της Ελλάδας από την εφαρμογή δικαιωμάτων, που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο, θα μπορούσε να συζητηθεί απέναντι σε μία χώρα ειρηνική που δεν έχει εδαφικές διεκδικήσεις απέναντι στην Ελλάδα. Θα είχε, δηλαδή, νόημα να αρνηθούμε το δικαίωμά μας για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, όπως προβλέπεται, εφόσον είχαμε να κάνουμε μ’ έναν φερέγγυο γείτονα που δεν προβάλλει άλλες αξιώσεις σε βάρος μας. Και μόνο το γεγονός ότι η Τουρκία έχει διακηρύξει ότι μία τέτοια κίνηση από τη μεριά της Ελλάδας συνιστά για αυτήν αιτία πολέμου (casus belli), καταδεικνύει τόσο τις προθέσεις όσο και τον χαρακτήρα του τουρκικού κράτους που αντί του διαλόγου επιλέγει, όταν βρει τον αντίπαλο σε αδυναμία, τη χρήση ωμής βίας. Η τουρκική απειλή, εκτός από παράνομη, καθώς παραβιάζει τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, δεν έχει και κανένα πρακτικό νόημα εκτός από το να εμποδίζει την Ελλάδα από την άσκηση ενός αναγνωρισμένου διεθνώς δικαιώματός της. Λειτουργεί δηλαδή εκφοβιστικά. Και δεν έχει νόημα διότι και πάλι με βάση το Διεθνές Δίκαιο, ακόμη κι αν η Ελλάδα επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα, όπως δικαιούται, στα δώδεκα ναυτικά μίλια, αυτό δεν αποκλείει την Τουρκία από το Αιγαίο, αρκεί βεβαίως ο τουρκικός στόλος να τηρεί τους όρους της ασφαλούς διέλευσης. Οι δήθεν δηλαδή ανησυχίες των «ρεαλιστών» είναι παντελώς υποκριτικές, καθώς αποκρύπτουν εσκεμμένα το γεγονός ότι τα θαλάσσια δεν διέπονται από τους ίδιους κανόνες που αφορούν τα χερσαία σύνορα καθώς αναγνωρίζεται το δικαίωμα της, ασφαλούς, διεθνούς ναυσιπλοΐας.
Εξίσου υποκριτική είναι φυσικά και η θέση της Τουρκίας, η οποία προφανώς και δεν ανησυχεί μήπως δεν της επιτρέπεται η έξοδος στη θάλασσα, όντας ένα κράτος με εκτεταμένα παράλια, αλλά στοχεύει αφενός στον έλεγχο του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη έκταση της επιτρέψουν αφενός η ενδοτικότητα των γειτόνων και αφετέρου η διεθνής συγκυρία. Και, όπως προαναφέραμε, όσο πιο υποχωρητικός είναι ο αντίπαλος, τόσο περισσότερο αυξάνουν οι ορέξεις και οι διεκδικήσεις της Τουρκίας. Το ότι σήμερα η Τουρκία διατυπώνει ανοιχτά το όραμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» είναι πολύ εύγλωττο για τις πραγματικές της επιδιώξεις.
Η εμμονή της Τουρκίας στο προπαγανδιστικό αυτό σύνθημα δεν είναι φυσικά τυχαία: αποκαλύπτει το δικό της σύνδρομο, ενός κράτους κι ενός λαού που η σχέση του με τη θάλασσα υπήρξε ιστορικά από ανύπαρκτη έως περιορισμένη. Το γεγονός ότι σήμερα κατέχει εκτεταμένη ακτογραμμή οφείλεται στις κατακτήσεις περιοχών που ιστορικά και πολιτισμικά ανήκαν σε άλλους λαούς και κυρίως στους Έλληνες. Αυτό δεν το επισημαίνουμε γιατί διακατεχόμαστε από κάποιον όψιμο μεγαλοϊδεατισμό, αλλά για να καταδείξουμε το τουρκικό σύνδρομο να πείσει πρώτα τον τουρκικό λαό κι έπειτα τη διεθνή κοινότητα ότι έχει ναυτική παράδοση, (αλλιώς, από πού κι ως πού «πατρίδα»;) και άρα δικαιώματα στο Αιγαίο, πέραν των όσων προβλέπονται με βάση το διεθνές δίκαιο, που στην περίπτωσή μας ευνοούν την Ελλάδα και την Κύπρο και περιορίζουν τα επεκτατικά και μεγαλοϊδεατικά σχέδια της Τουρκίας. Είναι η Τουρκία επομένως που χρησιμοποιεί τη ναζιστικής έμπνευσης λογική του ζωτικού χώρου, άσχετα από το εάν αυτός ο δήθεν ζωτικός γι’ αυτήν χώρος, ανήκει σε όμορα κράτη.
Κατ’ αναλογίαν δηλαδή, η Ελλάδα θα έπρεπε να ζητά συνεκμετάλλευση της μικρασιατικής ακτής. Η Τουρκία χρησιμοποιεί το επιχείρημα πως τα ελληνικά νησιά αποτελούν προέκταση των μικρασιατικών παραλίων. Αλλά η κυριαρχία δεν καθορίζεται αποκλειστικά από τη Γεωγραφία, καθορίζεται ως επί το πλείστον από την πολιτική. «Ξεχνάει», δηλαδή, η Τουρκία ότι τα παράλια υπήρξαν για χιλιάδες χρόνια ελληνικά ακριβώς επειδή αποτελούσαν ανέκαθεν έναν ενιαίο χώρο ο οποίος διασπάστηκε βίαια εξαιτίας της τουρκικής κατάκτησης και του ξεριζωμού των Ελλήνων Μικρασιατών. Θα μπορούσε επομένως να αντιστραφεί το τουρκικό επιχείρημα και να ζητήσουμε συνεκμετάλλευση των μικρασιατικών ακτών προκειμένου να αποκατασταθεί η οικονομική και πολιτισμική ενότητα του χώρου! Γιατί δηλαδή να ζητά η Τουρκία θαλάσσιο χώρο, που δεν της ανήκε ποτέ, και να μη ζητάμε κι εμείς ηπειρωτική έκταση, στην οποία είχαμε μέχρι πριν από 100 ακριβώς χρόνια σημαντική παρουσία; Αυτό παρατίθεται για να καταδειχθεί πόσο εξωφρενική είναι η απαίτηση της Τουρκίας και όχι για να …ικανοποιήσω όσους γυρεύουν να εντοπίσουν στις απόψεις μου μαξιμαλιστικές εθνικιστικές θέσεις και εδαφικές διεκδικήσεις. Εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι.
Όσο για το Αιγαίο, ούτε επί Τουρκοκρατίας δεν προσήλκυε το ενδιαφέρον των Τούρκων, που δεν είχαν την παραμικρή σχέση με τη θάλασσα. Απόδειξη ότι ουδέποτε αποικίστηκαν τα νησιά και μόνον στην Κρήτη είχαμε εκτεταμένους εξισλαμισμούς για λόγους που δεν είναι της ώρας ν’ αναλυθούν. Χωρίς την συνδρομή του στόλου της Αλγερίας και της Αιγύπτου η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τον μικρό αλλά αξιόμαχο ελληνικό στόλο στην Επανάσταση. Στους δε Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913), το ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό κατανίκησε σε όλες τις ναυμαχίες τον τουρκικό στόλο.
Το Αιγαίο είναι η δική μας γαλάζια πατρίδα και δεν έχουμε το δικαίωμα να συζητάμε παραχωρήσεις σε μία επεκτατική δύναμη και σ’ ένα εθνικιστικό αυταρχικό καθεστώς, με οποιαδήποτε, επαναλαμβάνω κυβέρνηση. Πόσο μάλλον να υποκρινόμαστε πως τάχα δείχνουμε «κατανόηση» στις απαράδεκτες αξιώσεις του καλύπτοντας έτσι τον ενδοτισμό και την παραίτησή μας από το καθήκον να υπερασπιστούμε όσα οι πρόγονοί μας κράτησαν για χιλιάδες χρόνια ελληνικά.
*Δρ Ιστορίας, συγγραφέας του βιβλίου: Κύπρος και Μεταπολίτευση, το σύμπλεγμα της ήττας, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2004