17.8.20

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ. Το σημάδι της ανάκαμψης

Η «απαισιοδοξία» δεν είναι οπωσδήποτε ψυχολογικό γεγονός ή ιδίωμα. Μπορεί να είναι και συνάρτηση κριτικής ικανότητας. Να προϋποθέτει εκείνο το... είδος κριτικής ανάλυσης που κατορθώνει να αναχθεί στους πολύ κεντρικούς άξονες (στους αφετηριακούς αιτιώδεις παράγοντες) των προβλημάτων.

Ανθρωποι με μειωμένη ικανότητα κριτικής ανάλυσης δεν κατορθώνουν την αφαιρετική αναγωγή από τα πολλά δεδομένα στα καίρια και αποφασιστικά. Δυσκολεύονται να αξιολογήσουν και διαβαθμίσουν τη σημασία, τον ρόλο, τη δυναμική κάθε δεδομένου, επομένως και τις ενδεχόμενες αρνητικές του συνέπειες. Γι’ αυτό και ευκολότερα «αισιοδοξούν», ταχύτερα πείθονται ότι «όλα θα πάνε καλά», «όλα με τον καιρό θα διορθωθούν».


Η μειωμένη ικανότητα διάκρισης των πρωτευόντων από τα δευτερεύοντα, των ουσιωδών από τα επουσιώδη, δεν είναι απαραιτήτως συνάρτηση χαμηλού δείκτη ευφυΐας ή μόρφωσης ή ευαισθησίας. Μπορεί να είναι μόνο σύμπτωμα μειωμένης ψυχικής αντοχής στις δυσκολίες ή στα δυσάρεστα. Κατά κανόνα οι άνθρωποι ψάχνουμε αφορμές για να αισιοδοξήσουμε, κλείνουμε τα μάτια μπροστά και σε κραυγαλέες ενδείξεις αποτυχίας, δυσκολιών, αδιεξόδου. Η πλειονότητα δεν αντέχει να δει την πραγματικότητα κατά πρόσωπο.

Δεν είναι εύκολο να ζει ο άνθρωπος τη μία και μοναδική ζωή του σε συνθήκες συλλογικού βίου που εγγυώνται μόνο αρνητικές προοπτικές. Χρόνια τώρα, η ελλαδική κοινωνία κρίνει και ψηφίζει παγιδευμένη στη φενάκη αποσπασματικών ελπίδων, στην ολιγάρκεια περιθωριακών «βελτιώσεων», σε καλοστημένες εντυπώσεις ότι «κάτι γίνεται» (από τη μεριά της κυβέρνησης) ή ότι «κάτι μπορεί να γίνει καλύτερα» (από τη μεριά της αντιπολίτευσης).

Ειδικά και εμφατικά οι εκλογές αποδείχνουν ότι προτιμάμε σταθερά την «αισιόδοξη» ψευτιά από τον ρεαλισμό των κριτικών επιγνώσεων. Ενθουσιαστήκαμε όταν γίναμε δεκτοί στη ζώνη του ευρώ, κλείσαμε τα μάτια στη συνεπαγωγή μεθοδικής αποβιομηχάνισης της χώρας, στην έντεχνη επιβολή του «προγράμματος»: βιομηχανία της Ελλάδας ο τουρισμός, μοίρα των Ελλήνων να γίνουν τα γκαρσόνια και οι καμαριέρες της Ευρώπης. Ασφαλώς υπάρχει πρόβλημα πολιτικής ανικανότητας, ηγετικής ανεπάρκειας, δραματικά μειωμένης κριτικής εγρήγορσης. Αλλά, το πρώτο είναι ο αφανισμός κάθε ερείσματος συλλογικής αξιοπρέπειας: Θέλουμε να γίνουμε κάτι άλλο από αυτό που είμαστε – «να γίνουμε Ευρωπαίοι, για να γίνουμε επιτέλους άνθρωποι» (Καραμανλής).

Το θεμελιώδες «παιχνίδι» της πολιτικής παίζεται σήμερα στο πεδίο του δημοτικού σχολείου και του γυμνασίου, ίσως και ακόμα πιο πριν, στο νηπιαγωγείο. Θα μάθει το παιδί να ταυτίζει τη γνώση με τις εντυπώσεις ή να συνάγει τη γνώση από την κριτική αμεσότητα της εμπειρίας των σχέσεων; Οι εντυπώσεις καταπίνονται ηδονικά, άκριτες, μετασχηματίζονται σε εγωτικές «πεποιθήσεις», σερβίρονται σαν «πληροφορία», «ενημέρωση», «σχολιασμός» γεγονότων. Η μετοχή στην εμπειρία των σχέσεων γεννιέται ανεπίγνωστα μέσα από τη σπουδή της γλώσσας και τον σεβασμό της γλώσσας. Τα δίχως ελπίδα λυτρωμού αδιέξοδα της ελλαδικής κοινωνίας μοιάζει να ξεκινάνε, όλα, από την εργαλειακή εκδοχή της γλώσσας, που κυριαρχεί στα ελλαδικά σχολεία – χρηστική η γνώση από το νηπιαγωγείο ώς και το πανεπιστήμιο και οι Ελληνόφωνοι γελοιωδώς άγλωσσοι.

Πάντοτε, στην άσκηση της πολιτικής, υπήρχε σαν πειρασμός η προτεραιότητα των εντυπώσεων, όχι της κοινωνικής προσφοράς. Σήμερα, ο άλλοτε πειρασμός είναι η μία και αποκλειστική «οδηγία χρήσεως» της πολιτικής.

Οταν η πολιτική λύνει κάποια προβλήματα, λίγοι το αντιλαμβάνονται, έστω κι αν πολλοί ωφελούνται. Οταν παράγει μόνο εντυπώσεις, τότε συνεπαίρνει τους πολλούς. Αυτή είναι η πατέντα πολιτικής συμπεριφοράς που κληροδότησε η Νεωτερικότητα των ολοκληρωτισμών στη Μετανεωτερικότητα του μηδενιστικού μονόδρομου. Και όταν οι εντυπώσεις υποκαθιστούν την πραγματικότητα (την αμεσότητα της εμπειρίας των σχέσεων) η υποκατάσταση κυριαρχεί σε κάθε πεδίο: από το χρηστικό σχολείο, που συνεχώς ευτελίζεται για όφελος της κερδοσκοπίας του φροντιστηρίου, ώς το κοινωνικό σώμα της ενορίας και επισκοπής, που αλλοτριώνονται σε πεδία διδακτικής νοησιαρχίας και προσκοπικής αγαθοπραξίας.

Είναι πραγματικά οδυνηρή η απορία: Πώς ανέχεται ο νοήμων πληθυσμός του ελλαδικού κράτους, τόσες δεκαετίες τώρα, τόση ντροπή αποτυχίας, ανικανότητας, αυθαιρεσίας και αδικίας των πολιτικών; Οποια κυβέρνηση κι αν κυβερνάει (συμβατικά), το πρώτο και μόνο που την ενδιαφέρει, είναι να κερδίσει τις εντυπώσεις. Να εξαγοράσει κανάλια που συνεχώς και αηδιαστικά την κολακεύουν, εφημερίδες που ατιμάζουν το λειτούργημα της πληροφόρησης και της πολιτικής κριτικής, για να εισπράττουν οι εκδότες προνομίες που παρέχει η εξουσία. Με αποκλειστικό κριτήριο τις εντυπώσεις, επιλέγονται οι υπουργοί, διορίζονται από τον μονοκράτορα πρωθυπουργό: ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο πρόεδρος της Βουλής, οι ηγεσίες της Δικαιοσύνης, των Ενόπλων Δυνάμεων, οι διοικήσεις κρατικών (κοινωνικών) Τραπεζών, Μουσείων, Οργανισμών Κοινής Ωφέλειας, Δημόσιας Υγείας, απονέμονται παράσημα, παρέχονται Κρατικά Βραβεία.

Αυτή η αυτοκτονική, θεσμική αναξιοκρατία δεν θα θεραπευθεί ποτέ, ούτε με στρατιωτικό πραξικόπημα. Μόνο όταν ακούσετε ότι αλλάζει η διδασκαλία της γλώσσας από το Δημοτικό Σχολείο, ότι τα παιδιά ξεκινάνε τη μάθηση σπουδάζοντας τη μία και ενιαία ελληνική γλώσσα, από τον Ξενοφώντα ώς τον Σεφέρη, τότε θα γεννηθεί ελπίδα. Τότε θα γεννηθεί σκέψη, κρίση, προβληματισμός, ανάγκη απελευθέρωσης από την καταναλωτική μονοτροπία και εξηλιθίωση.