Η Τζέιν Όστεν άρχισε να γράφει το Μάνσφιλντ Παρκ την άνοιξη του 1813 και το εξέδωσε τον επόμενο χρόνο. Το μυθιστόρημα περιστρέφεται γύρω από
τη Φάνη Πράις, μια σεμνή και ντροπαλή κοπέλα από άπορη οικογένεια του Πόρτσμουθ, που προσκαλείται από το θείο και τη θεία της, τον πλουτοκράτη σερ Τόμας και τη λαίδη Μπέρτραμ, να έρθει και να μείνει στο αρχοντικό τους, μαζί μ’ αυτούς και με τα ξαδέλφια της, προκειμένου να μην επιβαρύνει τους γονείς της. Οι Μπέρτραμ κατέχουν κορυφαία θέση στην ιεραρχία της επαρχιακής Αγγλίας, οι γείτονες τους μιλούν γι’ αυτούς με δέος και με σεβασμό· οι φιλάρεσκες έφηβες κόρες τους, η Μαρία και η Τζούλια, διαθέτουν υψηλό επίδομα για φορέματα, και μάλιστα έχουν λάβει από ένα άλογο για δώρο· ο δε μεγάλος γιος, ο Τομ, υπερφίαλος και μερικές φορές άκαρδος, περνά το χρόνο του στις λονδρέζικες λέσχες, ποτίζοντας τις φιλίες του με άφθονη σαμπάνια, ενώ ταυτόχρονα προσβλέπει στο μέλλον, και πιο συγκεκριμένα στο θάνατο του πατέρα του που θα του αποφέρει μεγάλη ακίνητη περιουσία και βέβαια τον τίτλο. Ο σερ Τόμας Μπέρτραμ και οι δικοί του είναι ειδήμονες στον αυτοσαρκασμό που ευδοκιμεί στους κόλπους της βρετανικής υψηλής κοινωνίας, όμως δεν ξεχνούν ποτέ (και δεν επιτρέπουν σε κανέναν άλλο να ξεχάσει) την ανώτερη θέση τους και τις τιμές που πρέπει εκ φύσεως να συνοδεύουν έναν κάτοχο μεγάλου, φροντισμένου κτήματος, στο οποίο περιφέρονται ελάφια τις ήσυχες ώρες μεταξύ του τσαγιού και του δείπνου.
Η Φάνη έρχεται να ζήσει κάτω από την ίδια στέγη με τους Μπέρτραμ, μα δεν μπορεί να είναι ίση και όμοια με αυτούς. Τα προνόμιά της οφείλονται στην καλή προαίρεση του σερ Τόμας· τα ξαδέλφια της, της φέρονται συγκαταβατικά, οι γείτονες την αντιμετωπίζουν με καχυποψία ανάμεικτη με οίκτο, και στην ίδια την οικογένεια οι περισσότεροι τη βλέπουν ως κυρία επί των τιμών, που κρατά βέβαια καλή συντροφιά, ευτυχώς όμως δεν είναι και αναγκαστικό να λαμβάνεις πάντα υπόψη τα αισθήματά της.
Πριν ακόμα φτάσει η Φάνη στο Μάνσφιλντ Παρκ, Η Όστεν μας δείχνει στα κλεφτά τις ανησυχίες που τρέφουν οι νέοι κηδεμόνες της : «Ελπίζω να μη μου πειράζει το παγκ» παρατηρεί η λαίδη Μπέρτραμ. Τα παιδιά αναρωτιούνται τι θα φοράει η Φάνη, αν θα μιλάει γαλλικά και αν θα ξέρει τα ονόματα των βασιλέων και των βασιλισσών της Αγγλίας. Ο σερ Τόμας Μπέρτραμ, μολονότι μόνος του προθυμοποιήθηκε να απευθύνει την πρόσκληση στους γονείς της ανιψιάς του, είναι έτοιμος για τα χειρότερα : «Θα υπάρχουν κατά πάσα πιθανότητα αρκετά πράγματα που δεν θα μας αρέσουν. Πρέπει να περιμένουμε μεγάλη αμάθεια, κάποιες λαϊκές αντιλήψεις και τραγική έλλειψη καλών τρόπων». Η κουνιάδα του, η κυρία Νόρρις, λέει ότι κάποιος πρέπει να της το πει από νωρίς-νωρίς ότι δεν είναι ούτε πρόκειται ποτέ να γίνει μια από αυτούς. Ο σερ Τόμας το τονίζει: «…πρέπει να μάθουμε και σ’ εκείνη να θυμάται… ότι δεν είναι βέβαια δεσποινίς Μπέρτραμ».
Με την άφιξή της η νεαρή, αν μη τι άλλο, επιβεβαιώνει τις προκαταλήψεις των συγγενών της για όλους εκείνους ου δεν είναι σε θέση να μεγαλώνουν σε μια έπαυλη με φροντισμένο κήπο. Η Τζούλια και η Μαρία ανακαλύπτουν ότι έχει μόνο ένα φόρεμα της προκοπής, ότι δε μιλάει λέξη γαλλικά κι ότι είναι εντελώς ανίδεη. «Πού να σας λέω» πληροφορεί η Τζούλια τη θεία και τη μητέρα της «δεν ξέρει τους μεγάλους ποταμούς της Ρωσίας… δεν έχει ξανακούσει ποτέ τη Μικρά Ασία… Απίστευτο δεν είναι! Έχετε ξανακούσει τέτοια χαζομάρα;… Να, τη ρωτήσαμε χθες βράδυ πώς θα πήγαινε στην Ιρλανδία και μας είπε ότι θα έπαιρνε το πλοίο για τη νήσο Γουάιτ». Η κυρία Νόρρις απαντά: «Αυτό είναι αλήθεια, καλά μου κορίτσια, αλλά εσάς σας χάρισε ο Θεός εξαίρετη μνήμη, ενώ η καημένη η ξαδέρφη σας μπορεί να μην έχει καθόλου… Να δείχνετε κατανόηση και να λυπάστε την ξαδέρφη σας που είναι τόσο καθυστερημένη».
Η Τζέιν Όστεν, ωστόσο, δε βιάζεται και τόσο να αποφασίσει ποιος υστερεί και σε ποιον τομέα. Επί μία δεκαετία και περισσότερο ακολουθεί υπομονετικά τη Φάνη στους διαδρόμους και στα σαλόνια του Μάνσφιλντ Παρκ, στήνει αυτί να την ακούσει καθώς μονολογεί στους περιπάτους της μέσα στους κήπους αλλά και στην κρεβατοκάμαρά της, διαβάζει τις επιστολές της, κρυφακούει τα σχόλιά της για τους συγγενείς της, παρακολουθεί κάθε κίνηση των ματιών και του στόματός της· το διεισδυτικό βλέμμα της περιεργάζεται ως και την ψυχή της κοπέλας. Και στην πορεία διαπιστώνει ένα σπάνιο, σιωπηρό ήθος.
Σε αντίθεση με την Τζούλια ή με τη Μαρία, η Φάνη δε νοιάζεται αν ο εκάστοτε νεαρός κύριος διαθέτει μεγάλο σπίτι και τίτλο· προσβάλλεται από τη σκληρότητα και την αλαζονεία που δείχνει κατά καιρούς ο εξάδελφός της· δυσανασχετεί όταν ακούει τη θεία της να μετράει με το ζύγι τους γείτονές τους. Την ίδια στιγμή όμως οι συγγενείς της, παρά την υψηλή θέση που κατέχουν στην ιεραρχία της κομητείας, πέφτουν ολοένα και πιο χαμηλά στις προτιμήσεις της συγγραφέως. Η Μαρία κι ο μνηστήρας της, ο κύριος Ράσγουορθ, μπορεί να διαθέτουν άλογα, σπίτια και μεγάλη κληρονομιά, αλλά η Τζέιν Όστεν έχει δει πώς γεννήθηκε ο έρωτάς τους και δεν το ξεχνάει:
«Ο κύριος Ράσγουορθ εντυπωσιάστηκε ευθύς εξαρχής με την ομορφιά της δεσποινίδος Μπέρτραμ, και επειδή ήθελε να παντρευτεί, φαντάστηκε πολύ γρήγορα πως ήταν ερωτευμένος … [Η Μαρία] είχε φθάσει πια να θεωρεί το γάμο χρέος της, και επειδή ο γάμος με τον κύριο Ράσγουορθ θα της απέφερε μεγαλύτερο εισόδημα από του πατέρα της, καθώς και ένα σπίτι στο Λονδίνο… θεώρησε αυτονόητο πως είχε ηθική υποχρέωση να τον παντρευτεί».
Το Who’s Who και το Debrett’s ίσως να είχαν περί πολλού τη Μαρία και τον κ.Ράσγουορθ. Η Τζέιν Όστεν, ύστερ’ από μια τέτοια παράγραφο, αδυνατεί – και βάζει κι εμάς στη θέση της. Αφαιρεί το συνηθισμένο φακό μέσω του οποίου βλέπουμε τους ανθρώπους στην κοινωνία μας, το φακό που μεγεθύνει τον πλούτο και την ισχύ, και τον αντικαθιστά με ένα φακό ήθους, που τονίζει τα στοιχεία του χαρακτήρα. Μέσα από αυτόν οι μεγάλοι και τρανοί μπορεί να μικραίνουν, ενώ οι μορφές άλλων, που είναι λησμονημένοι και υποσκελίζονται, ίσως προβάλλουν θεόρατες. Πλούσιος και καθωσπρέπει δε σημαίνει αυτομάτως καλός· φτωχός και αμόρφωτος δε σημαίνει κακός. Ήθος μπορεί να κρύβει ένα κουτσό και άσχημο παιδί, ο άπορος που κάνει το χαμάλη, ο καμπούρης που λουφάζει στη σοφίτα ή η κοπέλα που δεν ξέρει ούτε στοιχειώδη γεωγραφία. Η Φάνη βέβαια δε διαθέτει κομψά φορέματα, είναι αδέκαρη και δε μιλάει γαλλικά, αλλά στο τέλος του Μάνσφιλντ Παρκ έχει αναδειχτεί ως η ευγενική ψυχή, ενώ οι συγγενείς της παρά τους τίτλους και τα κατορθώματά τους, έχουν περιπέσει σε ηθική αναξιοπιστία. Ο σερ Τόμας Μπέρτραμ έχει επιτρέψει στο σνομπισμό να υπονομεύσει την παιδεία των απογόνων του, οι κόρες του έχουν κάνει γάμους συμφέροντος πληρώνοντας συναισθηματικό αντίτιμο για την επιλογή τους, και η σύζυγός του έχει αφήσει την καρδιά της να γίνει πέτρα. Η κλίμακα αιών στο Μάνσφιλντ Παρκ έχει ανατραπεί.
Η Όστεν όμως δε διατρανώνει με τη σκαιότητα ιεροκήρυκα την κλίμακα που θεωρεί εκείνη αληθινή· ως σπουδαία χειρίστρια της γραφής καταφέρνει κάτι πολύ περισσότερο με τη δεξιοτεχνία και με το χιούμορ της : μας κάνει να συμμεριστούμε από καρδιάς τη γνώμη της και εξασφαλίζει την αποστροφή μας για το αντίθετό της. Δε μας δηλώνει γιατί είναι σημαντική η δική της αξιολόγηση, μας το δείχνει μέσω μιας ιστορίας που τυχαίνει επίσης να μας κάνει να γελάμε και που μας καθηλώνει τόσο, ώστε θέλουμε να τελειώνουμε γρήγορα με το φαγητό για να ξαναπιάσουμε το διάβασμα. Καθώς πλησιάζουμε στο τέλος του Μάνσφιλντ Παρκ, η Όστεν μας καλεί να επιστρέψουμε στον κόσμο από τον οποίο μας τράβηξε και μας προτρέπει να αντιμετωπίζουμε τους γύρω μας όπως μας δίδαξε: να αντιλαμβανόμαστε και να αποστρεφόμαστε την απληστία, την αλαζονεία και την υπεροψία και να ελκόμαστε προς την καλοσύνη που υπάρχει μέσα σ’ εμάς και στους άλλους.
«Περί του κοινωνικού status»
ΑΛΑΙΝ ΝΤΕ ΜΠΟΤΤΟΝ