12.4.20

Ο ζωντανός κόσμος των συγγραφέων και των ηρώων

Δημήτρης Στεφανάκης «Στο καφενείο του Αιόλου», εκδ. Ακροβάτης, σελ. 197
«Ο πολύς Ναμπόκοφ περνά αυτή τη στιγμή το κατώφλι του καφενείου και όλοι σκίζονται να τον υποδεχτούν. Θα ήθελα να του ψιθυρίσω
δυο λογάκια. Ούτε να το διανοηθείς κάτι τέτοιο μου λέει ο Αίολος. Μα, δεν άφησε σχεδόν κανένα μύθο της λογοτεχνίας που να μην προσπάθησε να τον γκρεμίσει από το βάθρο του αυτός ο εμιγκρές, παρατηρώ. Εσύ που κόπτεσαι τόσο για τον Μπόρχες, το βρίσκεις δίκαιο αυτό; Έλα τώρα, γίνεσαι υπερβολικός. Δυο τρεις παρατηρήσεις για τον Ντοστογιέφσκι και τον Θερβάντες στο πλαίσιο ενός έντιμου αναγνωστικού απολογισμού, τίποτε περισσότερο. Άλλωστε το ξέρεις κι εσύ, κανείς δεν κυβερνά αθώα. Νόμιζα πως η λογοτεχνία δεν είναι παιχνίδι εξουσίας». 


Στο καφενείο του Αιόλου γίνονται θαύματα! Διάσημοι συγγραφείς προτιμούν αυτό το άχρονο στέκι της λογοτεχνίας για καφέ, συζήτηση και επιβεβαίωση της διαχρονικότητάς τους. Εξίσου διάσημοι ήρωες της λογοτεχνίας εγκαταλείπουν τον χάρτινο κόσμο τους, άλλοι αποζητώντας αποκατάσταση του ονόματός τους κι άλλοι για να επιβεβαιώσουν ότι δεν αδικήθηκαν από τον δημιουργό τους. Πολλοί ξεπερνούν σε αυταρέσκεια ακόμη και τους ίδιους τους δημιουργούς τους, προκαλώντας ποικίλα σχόλια μεταξύ των θαμώνων. Παρά τις διαφωνίες ή τις όποιες ιδέες διατυπώνουν για τη σπουδαιότητά τους, επιστρέφουν και πάλι ανάμεσα στις λέξεις που τους δημιούργησαν.

Ο Αίολος, ο ιδιοκτήτης του άχρονου αυτού καφέ – συνάντησης του “κόσμου” της λογοτεχνίας, με το δεξί ”κυκλώπειο” μάτι του προσπαθεί να τα βγάλει πέρα, χωρίς να χάνει τη διάθεση να σχολιάζει, να παίρνει θέσεις υπέρ ή κατά, να σκίζεται να περιποιηθεί τους πιο διάσημους. Ένας νιοφερμένος αναγνώστης – το alter ego του συγγραφέα, κάθεται καθημερινά στην ίδια πάντα θέση, μ’ ένα βιβλίο ανοιχτό. Παρατηρεί, αφηγείται, σχολιάζει με κριτική και χιουμοριστική διάθεση τα όσα συμβαίνουν στον τόπο αυτό των ανοιχτών βιβλίων. Συχνά κοντράρεται με τον Αίολο για τις απόψεις του.

Ο Δημήτρης Στεφανάκης με τον ευφυή αυτό μύθο ξεδιπλώνει ένα μεγάλο μέρος της αναγνωστικής εμπειρίας του, το κοινωνεί με τους αναγνώστες του μ’ έναν ιδιαίτερα βαθύ και συγχρόνως απολαυστικό τρόπο, ως μια προτροπή ανάγνωσης ή και επανασύνδεσης – αναγνωστικής ανανέωσης – με δικά τους παλαιότερα αναγνώσματα.

Το Καφενείο του Αιόλου εκδόθηκε πρώτα στη γαλλική γλώσσα από τις εκδόσεις Henry Dougier, προκαλώντας ιδιαίτερη αίσθηση στο γαλλικό αναγνωστικό κοινό. Η ”Le Monde” σχολίασε:

«Ο Δημήτρης Στεφανάκης λάτρης της παγκόσμιας λογοτεχνίας, φωτίζει με χιούμορ και φαντασία τις διαχρονικές του ανησυχίες. Αποδεικνύεται ένας έξοχος ιχνηλάτης, στον οποίο αναπόφευκτα υποκλινόμαστε».

Ο συγγραφέας εισχωρώντας και στον χώρο των εκδόσεων – εκδόσεις Ακροβάτης– κάνει πρωτιά με το δροσερό, νεανικό πρωτόλειό του «Φρούτα Εποχής», και το ευφυές πόνημά του
«Στο Καφενείο του Αιόλου» συγχρόνως. Με το δεύτερο, καταθέτει πεποιθήσεις για τη γραφή και τη λογοτεχνία, κριτικές σκέψεις με συγκριτική διάθεση και ειρωνεία, επιχειρεί έναν απολογισμό της αναγνωστικής του εμπειρίας, προσθέτοντας πολύ χιούμορ.

Ο Στεφανάκης «συνομιλεί» με τους λογοτεχνικούς ήρωες αποδίδοντάς τους ανθρώπινη διάσταση, επικροτεί ή σαρκάζει τη δράση τους, συμφωνεί ή τους αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό για την έπαρσή τους, ενώ συγχρόνως αφουγκράζεται τις απόψεις των συγγραφέων που τους δημιούργησαν».

«Κι όμως έχει άδικο ο Αίολος όταν ισχυρίζεται πως οι λέξεις δεν χτίζουν την εικόνα ενός ανθρώπου. Του το λέω και δεν το παραδέχεται. Δώσε μου ένα παράδειγμα. Του δίνω το παράδειγμα της Μπεατρίς Βιτέρμπο. Τι σχέση έχει η Μπεατρίς ρωτά….
Αλήθεια τι χρώμα είχαν τα μάτια της; Νομίζεις πως ο Μπόρχες τη μονοπωλεί ζηλότυπα στη μνήμη του και σ’ εμάς προσφέρει μόνο ένα ασαφές περίγραμμα που θα ταίριαζε σε χιλιάδες γόησσες σε όλον τον πλανήτη.

Δυο μέρες μετά τη σκέφτομαι ακόμα και προσπαθώ να την ανασυνθέσω μέσα από τα αφηγηματικά ψίχουλα του Μπόρχες. Για τον ίδιο η σινιόρα Βιτέρμπο είναι μονάχα το πρόσχημα για να φθάσει κανείς στο πολυπόθητο Άλεφ.»
Η καθημερινότητα στο καφενείο του Αιόλου δεν είναι πεζή. Η πελατεία ανανεώνεται, οι ιδέες αναβαπτίζονται, τα σχόλια επαινετικά, επικριτικά ή σκωπτικά άλλοτε ενοχλούν και άλλοτε δημιουργούν νέες αναρωτήσεις. Συμπτώσεις απόψεων ή διαφωνίες μεταξύ αφηγητή και Αιόλου, αλλά και μεταξύ των υψηλών θαμώνων διακόπτονται από τις νέες αφίξεις και την προσπάθεια των νεοφερμένων να κάνουν όσο δυνατόν πιο αισθητή την παρουσία τους, άλλοτε με την εμφάνισή τους και το μέγεθος της δημοφιλίας τους και άλλοτε με διαμαρτυρίες για την παρεξηγημένη αντιμετώπισή τους.

«Εννοείς αν είμαι με τον Τζέι Γκάτσμπι ή τον Τομ Μπιουκάναν… Μα και οι δυο τους είναι καθάρματα. Ναι, αλλά στη ζωή όπως και στη λογοτεχνία υπάρχουν καλά και κακά καθάρματα κι εγώ νομίζω πως ο Γκάτσμπι είναι καλό κάθαρμα, δεν συμφωνείς; Επιπλέον, αν στη λογοτεχνία υπάρχει παράδεισος, νομίζω ότι ο Γκάτσμπι πηγαίνει εκεί μετά τη δολοφονία του».
Ο καημένος ο συνταγματάρχης Σαμπέρ αδικημένος τόσο από τη γυναίκα του όσο και από τον δικηγόρο που θα τον έσωζε κάνει ρακένδυτος την εμφάνισή του.

«Πως βρέθηκε αυτή με τον Ντερβίλ ρωτώ. Που θες να ξέρω, μου απαντά. Ίσως λάδωσε τον Μπαλζάκ, το ξέρεις πως ο χοντρός είχε χρέη».

Ο Ρασκόλνικοφ διαμαρτύρεται έντονα για το έγκλημα που του φόρτωσε ο Ντοστογιέφσκι, σε αντίθεση με τον Σταβρόγκιν που παραδέχεται ότι υπήρξε κάθαρμα.

Μια ηλιόλουστη μέρα έξω από το καφενείο γυροφέρνουν αναζητώντας τον Γκοντό δυο αλήτες ο Εστραγκόν και ο Βλαντιμίρ, προκαλούν την αγανάκτηση όχι μόνο του Αίολου αλλά και κάποιου θαμώνα που διαμαρτύρεται εναντίον του Μπέκετ που μόλις καταφθάνει. Του υποδεικνύει ότι θα μπορούσε να επινοήσει πιο ευπρεπείς ήρωες, «Υπάρχουν πολλές αξιοπρεπείς περιπτώσεις για να καταπιαστεί κανείς ανάμεσα στο θρόνο και στην επαιτεία». Ο Μπέκετ υπόσχεται να είναι πιο προσεκτικός στο μέλλον, όμως το ύφος του δεν πείθει κανέναν. Όταν καταφθάνει ένας καλοντυμένος κύριος που τον αποκαλούν μεσιέ Γκοντό τα σχόλια σταματούν, ενώ ο Αίολος κλείνει συνωμοτικά το μάτι. Το καλό του μάτι εννοείται.

Ο Τζόις, ο Ναθάνιελ Χώθορν, ο Χάινριχ Μπελ που η ηρωίδα του Καταρίνα Μπλουμ δημιουργεί ένα κλίμα αντεγκλήσεων, κάνουν την εμφάνισή τους στο Καφενείο του Αιόλου. Ο αφηγητής φωνάζει: θάνατος στους διεφθαρμένους δημοσιογράφους, για να τον επαναφέρει στην τάξη ο Αίολος. «Κανείς δεν νοιάζεται για τη χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ».

Κάποιες υποτονικές μέρες γίνονται παρελθόν, όταν κάποιος πελάτης βρίσκει ένα αμφιλεγόμενο θέμα συζήτησης: Η Ερέντιρα, η ηρωίδα του Μάρκες είναι άραγε αθώα; «Αχ Ερέντιρα, κανείς δεν είναι αθώος!»

Και αλήθεια, τι γίνεται με τους αγαπημένους συγγραφείς; Εξακολουθούν να είναι αγαπημένοι για πάντα, υπάρχει αναγνωστική απιστία; «είναι σκληρή η τύχη των αγαπημένων συγγραφέων!»

Εννοείται ότι οι συγγραφείς ευθύνονται για τα βάσανα των ηρώων τους. Ένας απ’ αυτούς ο κακομοίρης Ακάκιο Ακακίεβιτς που καταφθάνει ρακένδυτος αναζητώντας ένα παλτό, εξοργίζει τους θαμώνες και τον ίδιο τον Αίολο που σπεύδει προς το μέρος του αλλά αδυνατεί να τα βάλει με τον ήρωα του Γκόγκολ. Όταν τελικά φοράει το παλτό μεταμορφώνεται πάλι σ’ εκείνο το αδύναμο, ελεεινό υπαλληλάκι.»

Μια άλλη μέρα σύσσωμη η ανέμελη πλέον οικογένεια Σάμσα κάνει την εμφάνισή της. Μόνο όταν ένας πελάτης διαβάζει ένα απόσπασμα από τη Μεταμόρφωση του Κάφκα τα μέλη της στρέφονται προς αυτόν κολακευμένα. Κουβέντα για τον Γκρέγκορ. Όταν μία μεγάλη κατσαρίδα εμφανίζεται στον χώρο σπέρνει τον πανικό. Ο Γκρέγκορ παίρνει την εκδίκησή του.

Ακολουθεί ο Πάμπλο Ιμπιέτα που εξοργίζει τον αφηγητή εναντίον του συγγραφέα του, αλλά και ένας που ισχυρίζεται ότι είναι φίλος του Ντοστογιέφσκι χωρίς ν’ αποκαλύπτει το όνομά του και καλυμμένος από την ανωνυμία, του σέρνει τα μύρια όσα. Τι συμβαίνει όμως όταν κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι ο Άμλετ, χωρίς να είναι; Μήπως το κλασικό ερώτημα του συγγραφέα του, που δε έχει απάντηση είναι αυτό που του ταιριάζει γάντι; Και τελικά είναι αλήθεια ότι στη συνάντηση του Καμύ με την Σιμόν ντε Μπωβουάρ έπαιζε κάτι το ερωτικό; Ο αφηγητής υπεραμύνεται του Καμύ επειδή είναι αγαπημένος του συγγραφέας, που παρεμπιπτόντως του χαμογελά αμήχανα, ενώ ο Αίολος σχιζόταν να περιποιηθεί το ζεύγος, όπως κάνει για όλους τους διάσημους! Ποιός όμως είναι αυτός που αποδύεται σ’ έναν ποιητικό μαραθώνιο, αμήχανος και κολακευμένος, με τέτοια δύναμη μέσα του; Καθώς ο αφηγητής αναστοχάζεται τον στίχο «μια μέρα το μεγάλο Ναι, ή το μεγάλο Όχι να πούνε» συγκινείται, αλλά που καταλήγει; Θα το βρείτε στην αφήγηση όπως και το πως κατά τη γνώμη του Αίολου θα αποδοθεί λογοτεχνική δικαιοσύνη.

«Για να πω την αλήθεια, σκεφτόμουν πως το τέλος της Άννας Καρένινα παραείναι τραγικό, πως ο τίτλος Ηλίθιος δεν ταιριάζει στον πρίγκηπα Μίσκιν, πως η Νάνσυ θα μπορούσε να εγκαταλείψει επιτέλους τον μπούφο τον Μπιουκάναν και να τα βρει με τον Γκάτσμπυ….»

Σταντάλ, Μπαλζάκ,Φλωμπέρ, Προυστ, Μοπασάν, Ζολά και Μεριμέ σε μια υπέροχη μεταξύ τους ”σχέση”, μια ”κρουαζιέρα” για Γάλλους μυθιστοριογράφους μέσα σε λίγες σελίδες. Ο Τσέχοφ και η «κυρία με το σκυλάκι» βάζουν σε σκέψεις: μήπως ο άντρας πρέπει να έχει παρελθόν;

Πολλοί από τους συγγραφείς συνωστίζονται τα μεσημέρια στο καφενείο στις θέσεις που υπάρχουν ταμπέλες με τα ονόματά τους. Τζόις, Έλλιοτ, Ώντεν, Νερούδα, Μοράβια, Φώκνερ, Μπροχ. Διαβάζουν όλοι μαζί αποσπάσματα από τα έργα τους.

«Αναρωτιέσαι: Είναι δυνατόν να τους έμειναν τόσες λέξεις διαθέσιμες ύστερα από όσες δέσμευσαν στο χαρτί;»

Κάθε Παρασκευή κάνει την εμφάνισή της μία μεσόκοπη κυρία, με άπταιστη λονδρέζικη προφορά, αραδιάζει ένα σωρό δουλειές που κάνει για να ετοιμάσει το βδομαδιάτικο πάρτι της, στο οποίο καλεί τους πάντες. Με εμφανή την κούραση στο πρόσωπό της αποχωρεί. Όλοι σηκώνονται σε ένδειξη σεβασμού. Ποιος δεν φοβάται τη Βιρτζίνια Γούλφ;

Κι ενώ ο Σαλαζάρ δεν υπάρχει στις μέρες μας, ο καημένος ο Περέιρα φθάνει λουσμένος στον ιδρώτα… ακόμη ταλαιπωρείται από τον Πεσσόα για αναζήτηση ασύλου. Άλλος ταλαίπωρος ο Ιβάν Ίλιτς παρακαλεί τον δημιουργό του να του χαρίσει λίγες ακόμη μέρες ζωής. «Και οι ήρωες έχουν ψυχή. Λίγη ευσπλαχνία από μέρους τους δεν θα έβλαπτε».

Μία φασαρία με πρωταγωνιστή τον συνταξιούχο φιλόλογο Παρασκευά Φραγγέλη που αποκαλεί τους συγγραφείς πορνογράφους, καταλήγει με την ανακοίνωση από πλευράς του Αίολου: ναι η λαίδη Τσάτερλυ έχει εραστή!

Κάποιος που συστήθηκε ως Ουίστον Σμιθ, ισχυρίζεται ότι ο ίδιος υπαγόρευσε στον συγγραφέα τη ζωή του. Ποιός είναι εντέλει ο Μεγάλος Αδελφός;

Ε… δεν έρχονται κι όλοι στο καφενείο του Αίολου. Ο Ντίκενς δεν το καταδέχτηκε.

Κι επειδή υπάρχουν διχογνωμίες Ντοστογιέφσκι ή Τολστόι, στήνεται κάλπη στο καφενείο.

Κάποιος σηκώθηκε και φώναξε: δεν θέλουμε φονιάδες εδώ μέσα, μόλις έκανε την εμφάνισή του ο ταλαντούχος κύριος Ριπλέι, εκείνο το αμερικανάκι με το ακριβό κοστούμι που επινόησε η Πατρίτσια Χάισμιθ και δεν της έφθασε που έγραψε ένα βιβλίο για ένα τέτοιο κάθαρμα, τα έκανε πέντε! Στο καφενείο του Αιόλου δεν γίνονται δεκτά τέτοια πρόσωπα!

Ο αφηγητής αναρωτιέται πως είναι δυνατόν νεαρές γυναίκες χωρίς πείρα ζωής να έγραψαν τα σπουδαία μυθιστορήματα που διαβάζονται διαχρονικά, αναφερόμενος στις αδελφές Μπροντέ που εμφανίστηκαν διστακτικά στο καφενείο. Άντε τώρα να πλησιάσει κανείς την Έμιλυ και να την ρωτήσει για τον Χήθκλιφ. Είναι τελικά θέμα ταλέντου ή ψυχής;

Η παρουσία δημοσιογράφων στο συνήθως ήρεμο, στοχαστικό στέκι δημιουργεί ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Επίκειται γιορτή! Οι αναγνώστες συνωθούνται έξω στο δρόμο για να γνωρίσουν τις αγαπημένες τους ηρωίδες. Ποιές να ‘ναι άραγε; Ο αφηγητής στην προσπάθεια να αναχαιτίσει τον φασαριόζικο ερχομό της τσιγγάνας του Μεριμέ χάνει την άφιξη της αγαπημένης του ηρωίδας.

Με πρώτο τον Μπόρχες ξεκινά η σύνοδος κορυφής στο στέκι του Αιόλου. Ποιοί ακολούθησαν;

Ο αφηγητής μας μετά τις τελευταίες τρανταχτές αφίξεις προτιμά να απέχει από το στέκι όπου οι ηρωίδες των βιβλίων παρελαύνουν σαν κινηματογραφικοί αστέρες και οι συγγραφείς αποδεικνύονται μικροπρεπείς. Μήπως η λογοτεχνία είναι μια παγκόσμια συνωμοσία που υπονομεύει την πραγματικότητα;



Στη διάρκεια της ανάγνωσης νιώθει κανείς σαν λύτης ενός εγκαταλελειμμένου παζλ, επείγεται να ανιχνεύσει ψηφίδες που λείπουν από τη μνήμη του, για να δημιουργήσει την ολοκληρωμένη εικόνα, επανασυνδέεται με ήρωες που αγάπησε ή μίσησε, αναθυμάται ιδέες, λέξεις, προτάσεις, που του καρφώθηκαν στο μυαλό και αποτέλεσαν ”μαθήματα” πορείας ζωής. Με ανανεωμένες εμπειρίες, ο αναγνώστης παράλληλα με τον συγγραφέα, αναβαπτίζει τη σχέση του με συγγραφείς και τους ήρωές τους. Με την εκ νέου ματιά, αντί να τους «ξαποστείλει» στον χάρτινο κόσμο τους, τους επαναφέρει όχι μόνο στη μνήμη αλλά και στην τρέχουσα καθημερινότητα, προτού τους καταδικάσει ή τους αθωώσει με νέα πλέον κριτήρια.

Το βιβλίο αυτό του πολυβραβευμένου συγγραφέα Δημήτρη Στεφανάκη, πέρα από τη μεγάλη αναγνωστική απόλαυση, προκαλεί- προτρέπει έμμεσα σε μία εκ νέου επαφή με τη μεγάλη λογοτεχνία, που ίσως πολλοί από εμάς “καταδικάσαμε” στην ανάγνωση και την ελλιπή κατανόησή της, στους νεανικούς χρόνους μας.

Στην τελευταία απόπειρά του αφηγητή να επισκεφθεί το καφέ ο Αίολος είναι άφαντος. Μία λιτή ανακοίνωση πληροφορεί:

ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ΘΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ ΚΛΕΙΣΤΟ!

Κάποιος του ψιθυρίζει συνωμοτικά: Μη φοβάσαι θα ξανανοίξει πάλι, έτσι γίνεται πάντα.

Αυτό είναι βέβαιο! Βλέπω ήδη από μακριά την Υβέτ Σαντόν παρέα μ’ εκείνον τον Λιβανέζο τον Ελιάς Χούρι. Πίσω τους διακρίνω καλοντυμένο και ευθυτενή τον Βασίλι Ζαχάροφ να συνοδεύει την ισπανίδα δούκισσα Μαρία Πιλάρ, ενώ κάπου στο βάθος μου κάνει νοήματα γι αυτούς ο Ισπανός αναρχικός Μιγκέλ Θαραμπόν. Δεν μπορώ να διακρίνω καλά φυσιογνωμίες, όμως από τη λάμψη γύρω της είμαι σχεδόν σίγουρη ότι πρόκειται για την Ρόζμαρι Λεμπλάν, εκείνη τη Γαλλίδα αρχαιολόγο. Ο διπλανός της δεν μπορεί να είναι άλλος από τον Στέφανο Μαυροειδή! Υπομονή! Μέχρι να επαναλειτουργήσει το Καφενείο του Αιόλου, θα έχουμε πολλές νέες αφίξεις!