«Την τελευταία λέξη δεν θα την έχει ο θάνατος», είπε, από τα «Ανοιχτά Χαρτιά», από το κείμενο «ΠΡΩΤΑ – ΠΡΩΤΑ Η ΠΟΙΗΣΗ», όπου ο ΕΛΥΤΗΣ γράφει:
«Να γιατί γράφω. Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο Θάνατος».
Η δεύτερη φράση είναι ένας στίχος από το Σώμα Καλοκαιριού (V),
από την συλλογή «Ήλιος ο Πρώτος»:
«Η κάθε γλώσσα να μιλεί την καλοσύνη της ημέρας».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΔΩ:
Α'
...Θα ήθελα, παρουσιάζοντας τα κείμενα αυτά, να το εξομολογηθώ αμέσως: δεν είμαι, κριτικός ούτε πεζογράφος. Η ψυχολογική ανάλυση δε με τραβάει καθόλου· η παρατηρητικότητα μου λείπει σε μεγάλο βαθμό· και κάθε απόπειρα περιγραφής με κάνει να πλήττω θανάσιμα. Ένα θέμα, για να το εξαντλήσω, δεν έχω άλλον τρόπο παρά να το ζήσω· γράφοντας. Που σημαίνει ότι βουτώ μέσα του πολύ προτού ξεκαθαρίσω τι θέλω να πω, και αφήνομαι να πλανηθώ εδώ κι εκεί, κατά προτίμηση στις γωνίες τις πιο σκοτεινές, προσπαθώντας να βλέπω ή, αν όχι, τουλάχιστον να ψαύω και ν' αναγνωρίζω.
Όσο μπορώ. Γιατί, δυστυχώς, πολλές φορές τα ρεύματα με παρασύρουν, ξεχνιέμαι μπροστά σε κάτι που μ' αρέσει και, καθώς το τρέξιμο της πένας, με τις δικές του γοητείες, ξυπνά μέσα μου αλλά ένστικτα, βρίσκομαι, τη στιγμή που βγαίνω από το παράξενο αυτό κολύμπημα, πολύ μακριά, κάποτε χωρίς να 'χω καν αγγίξει εκείνο που ζητούσα. Για να είμαι πιο ακριβής, τότε μόνο ξέρω τι θα έπρεπε να πω· άλλα είναι κιόλας αργά. Δεν μπαίνει κανένας δυο φορές μέσα στην ίδια ροή του ποταμού - για να θυμηθώ κι εγώ με τη σειρά μου τον μεγάλο Εφέσιο.
Βέβαια, υπάρχουν ποιητές προικισμένοι με αξιοθαυμαστό κριτικό ταλέντο. Υπάρχουν και άλλοι, που δε βγαίνουν ποτέ από τα όρια που τους έχει θέσει η Ποίηση. Το δικό μου αμάρτημα - και πείσμα - είναι ότι, χωρίς ν' ανήκω στους πρώτους, αρνήθηκα να συμμορφωθώ με τους δεύτερους πιστεύοντας ότι αυτά που κατά κανόνα είναι απαγορευμένα σ' ένα νόμιμο δοκιμιογράφο, επειδή αποτελούν τεκμήρια κακού ύφους, σ' έναν ποιητή που θέλει, οπουδήποτε και αν μετατοπίζεται, να μένει εκείνος που πραγματικά είναι, μπορεί όχι μόνο να του συγχωρεθούν, άλλα ίσως - ίσως και να προσγραφούν στο ενεργητικό του. Κάτι περισσότερο: θα έλεγα ότι είναι χρέος του ποιητή, ακόμη και στον χώρο αυτόν, το γεωδαιτημένο από τα όργανα ακριβείας που διαθέτει η σκέψη, ν' αποτολμά κινήματα της ψυχής αιφνιδιαστικά και ανεξέλεγκτα· να προκαλεί, επεμβαίνοντας μες στη σύνταξη, πρωτοδοκίμαστους κλυδωνισμούς· το ύφος του, η γλώσσα του, ν' αποκτούν κάτι από το σκίρτημα του νεανικού οργανισμού, τη φορά του πουλιού προς τα ύψη.
Φυσικά, ένα τέτοιο πράγμα δεν είναι χωρίς κινδύνους. Μπορεί το ιδανικό μου να ήταν ανέκαθεν η διαφάνεια και, στην Ποίηση, να μου έφτανε η καθαρότητα του ψυχισμού, που μπορούσε μια έκφραση να περικλείνει, για να πιστέψω πως την επέτυχα. Όμως η διαφάνεια των νοημάτων ήταν κάτι διαφορετικό· κι ώσπου να βρω κάποιον τρόπο ν' ανταποκριθώ σ' αυτήν γνώρισα περιπλανήσεις κι έφτασα σε υπερβολές που άφησαν βαθιά τα σημάδια τους πάνω στα πρώτα μου κείμενα. Καθώς τα ξαναδιαβάζω σήμερα, μαζί με τη γοητεία, που είναι φυσικό να φέρνει το ξαναζωντάνεμα μιας «ηρωικής εποχής», αισθάνομαι, την ίδια στιγμή, και μια έντονη απώθηση. Ενθουσιασμοί αδικαιολόγητοι, κάποτε, μπορώ να πω, και αντιπαθητικοί, φράσεις με απίθανο άλλα όχι, δυστυχώς, πάντοτε και αβίαστο μήκος, λυρικές εξάρσεις χωρίς αντίκρισμα, γλωσσικοί ακροβατισμοί και φραστικά πυροτεχνήματα, γενικά μια περίσσεια λόγου που, κοντά στ' άλλα, δε μ' άφησε ποτέ να μιλήσω με τρόπο ευθύγραμμο γι' αυτά που αποτελέσανε, πιστεύω, τα κίνητρα και τη δικαίωση της ζωής μου.
Δεν πειράζει· μήτε τ' απαρνιέμαι αυτά τα κείμενα μήτε δοκιμάζω, στη βασική τους δομή τουλάχιστον, να τα διορθώσω. Αντιπροσωπεύουν στα μάτια μου την εποχή που, για έναν έφηβο, το γράψιμο δεν μπορούσε να 'ναι παρά μια συνειδητή, αδιάλλαχτη και αδιάκοπη άσκηση ανορθοδοξίας. Και αυτό έχει σημασία. Όταν έπιανα την πένα, θυμάμαι, ήθελα να αισθάνομαι πριν απ' όλα ελεύθερος. Έτσι σα να 'βγαινα στα βουνά και να μπορούσα να τσαγκρουνίζομαι στ' αγριοκλώναρα, να ζουπάω που και που κανένα μοσχομπίζελο, να δρασκελάω χαντάκια, να πίνω χουφτιές το καθαρό νερό. Ήθελα, στο βάθος, να τραγουδήσω αλλιώς απ' ό,τι τραγουδάνε οι άλλοι - κι ας ήτανε και φάλτσα. Θέλω να πω ότι το βάρος της γοητείας έπεφτε στην παράβαση· που σιγά - σιγά, με τα χρόνια, είδα ότι ήταν πολύ περισσότερο μια πρόγευση της βαθύτερης αλήθειας, που κουβαλά μέσα της η νεότητα χωρίς να το γνωρίζει, παρά μια σκέτη αυθαιρεσία, ώστε να την κρίνεις με συγκατάβαση και να την προσπεράσεις. Και πως, το κάτω - κάτω, αν με είχε οδηγήσει στ' αμαρτήματα που απαρίθμησα, έφταιγε η απειρία μου η προσωπική και όχι, καθόλου, η ίδια η αρχή, που μ' έβαζε να δυσπιστώ σε καθετί το παραδεγμένο και συστηματικά να το αντιστρατεύομαι.
Το κόκκινο πανί μου - το πιο κόκκινο - ήταν και είναι ακόμα η ευκολία. Την υποψιαζόμουνα παντού. Κάτω από τα κηρύγματα για την απλότητα, για την τάξη, για την εγκράτεια. Τη μυριζόμουνα πίσω από τις συνταγές για τον πεζό λόγο, που όφειλε τάχα να περιορίζεται στις μικρές περιεχτικές φράσεις και ν' αποφεύγει σαν το διάβολο τις εικονοπλαστικές αντιστοιχίες ή τους συναισθηματικούς συνειρμούς. Έξαλλου, με δυσαρέσκεια έβλεπα, ολοένα και περισσότερο γύρω μου, από ένα είδος νεοεγκεφαλισμού να ρέπουν όλοι προς την αφηρημένη έκφραση, τις ηθελημένες παρασιωπήσεις - αυτός προπάντων ο φόβος: μήπως τα πούμε όλα -, τους μελετημένους υπαινιγμούς, τις έμμεσες αναφορές σε παλαιότερα στρώματα παιδείας, μια αληθινή πανδαισία για όλα τα γένη των συγχρόνων υδροκεφάλων.
Από αντίδραση, έφτασα στο άλλο άκρο. Ήθελα να γίνει φανερό πως η γλώσσα μας είναι σε θέση, και μπορεί πια, ν' αποτυπώσει το πιο περίπλοκο ρητορικό σχήμα, να παρακολουθήσει το πιο ασυγκράτητο παραλήρημα, να προικιστεί με τη λαμπρότερη χλιδή, να γεμίσει δυο και τρεις σελίδες, αν η περίσταση το φέρει, με μια μοναδική φράση, που να διαγράφει με όσο γίνεται μεγαλύτερη άνεση και χάρη την τροχιά της, ίδια κομήτης που πάει αρμενίζοντας μ' αργούς ελιγμούς και χάνεται μέσα στον ουρανό της νύχτας σπιθοβολώντας. Μπορεί να μην ήμουν ο ενδεδειγμένος εγώ για να το αποδείξω στην πράξη, σύμφωνοι, μα πίστευα πως ήταν μεγάλη ανάγκη, αργά ή γρήγορα, να φανερωθεί κάποιος άλλος που ν' απελευθερώσει τη γλώσσα μας από το σύμπλεγμα κατωτερότητας που την κατατρέχει απέναντι στις άλλες, να την αποσπάσει από τη θεληματική της αναπηρία και να τη βοηθήσει ν' ανδρωθεί, ξυπνώντας και βάζοντας σ' ενέργεια όλες τις κρυφές της δυνατότητες, όλους εκείνους τους χυμούς που είναι ικανοί με τη ζωηρή τους κυκλοφορία να θερμάνουν ακόμη και την πιο θεωρητική έκφραση, και να την απαλλάξουν από τη μυρουδιά του γραφείου, την κιτρινίλα της περγαμηνής, το φοβερό κομπάλιασμα της δυσκοιλιότητας.
Γνωρίζω πόσο είναι, σε έσχατη ανάλυση, δύσκολο πράγμα η απλότητα, και δε χρειάζεται να με παραπέμψουν άλλη μια φορά στους Αρχαίους. Ήτανε κάτι διαφορετικό η απλότητα στους Αρχαίους. Τα χέρια τους δεν είχανε συναντήσει ακόμα τη ρυτίδα, που θα πει, δεν είχανε βρεθεί στην ανάγκη να την απαλείψουν. Όμως, από τότε που δεν είναι πια δροσερά όλα τα μάγουλα, η λαχτάρα να χαϊδέψεις σε κάνει να επινοήσεις ένα καινούριο, πιο τσιτωμένο δέρμα. Να κάτι που χρειάζεται να 'σαι άντρας μαζί και σκεπτόμενος για να το λάβεις σοβαρά υπόψη σου. Στα κείμενα των ήμερων μας, ακόμη και τις λίγες φορές που συναντούμε την περίφημη απλότητα ως ένα ικανοποιητικό σημείο πραγματοποιημένη, δεν αργούμε δυστυχώς να διαπιστώσουμε, κι εκεί, ότι αυτό έχει γίνει σε βάρος ενός πλήθους από άλλα στοιχεία - τον πυρετό του ευφάνταστου, τη χαρά της αρτιμέλειας, τη σφριγηλότητα - που οι θεωρητικοί μας, κάνοντας τα πικρά γλυκά, προθυμοποιηθήκανε να τ' ανακηρύξουνε άχρηστα, που όμως, για έναν ασυμβίβαστο αναγνώστη, πιστεύω, εξακολουθούν να 'ναι πάντοτε απαραίτητα και απαιτητά, όπως το άλας της τροφής του.
Βέβαια, για να λέμε την αλήθεια, τον αναγνώστη αυτόν όσο περνά ο καιρός τόσο και πιο σπάνια τον συναντάμε. Η περίφημη εποχή μας, που όλοι σπεύδουμε να την αποκαλέσουμε «τολμηρή», βρίθει στο βάθος - όσο παράξενο κι αν φαίνεται - από κάθε λογής «παραιτησίες». Ποτέ άλλοτε δε σημειώθηκαν τόσες ομαδικές υποχωρήσεις απέναντι στην πιο στοιχειώδη έννοια της ελευθερίας, τόσες μαζικές απόπειρες υποβιβασμού των πραγμάτων από το επίπεδο μιας ιδανικής απλότητας στο επίπεδο μιας απλούστευσης πραχτικής. Σίγουρα κάποιος μέσος Αμερικανός, αφού κατάλαβε ότι μας έχει κατακτήσει, μας εκδικείται. Τις ιδέες μας τις πετάμε, μόλις αρχίσουν να μας ενοχλούν, σαν τις χαρτοπετσέτες. Τις καινούριες τις «ανοίγουμε» σαν κονσέρβες, που σπεύδουμε να τις καταναλώσουμε προτού προφτάσουν ν' αλλοιωθούν. Κι όσο για να μεταδώσουμε τις σκέψεις μας, δεν υπάρχει πρόβλημα: Καταφεύγουμε σ' οποία διάλεκτο μας είναι πιο πρόχειρη, ακόμα και στις ξένες γλώσσες, μια που το αποτέλεσμα, έτσι κι αλλιώς, είναι περίπου το ίδιο.
Έκτος πια κι αν, παρ' όλ' αυτά, θέλουμε να κρατηθούμε από την παράδοση, οπόταν, για μιαν ιδεώδη δημοτική, προστρέχουμε σ' ένα οποιοδήποτε σχολικό εγχειρίδιο, κι όσο πιο σιδερωμένη, πιο κολλαριστή τη μεταφέρουμε στα γραφτά μας, τόσο και πιο πολύ αποσπούμε τους επαίνους της κριτικής μας που, για να κρατάει ακόμη από την εποχή του Νουμά, κινδυνεύει, χωρίς να το αντιλαμβάνεται, ν' αποξενωθεί με τραγικό τρόπο από την πραγματικότητα. Στη λογοτεχνία, και ειδικά στη σύγχρονη ποίηση, μια νοοτροπία όπως αυτή, θέλω να πω, τόσο στοιχειώδης ώστε να μη διακρίνει τα πράγματα παρά σε μαύρα και άσπρα, επέτυχε, απαράλλαχτα όπως ένα καλούπι, να βγάλει πλήθος πανομοιότυπα αντίτυπα, με την πρώτη. Άμα δεν κλαίγεσαι, πάει να πει πως είσαι ένας ευδαιμονιστής, γράφε μακάριος· κι άμα δε λες τους καημούς σου, δεν έχεις καημούς, είσαι ένας αμέριμνος. Άμα μιλάς για την Ελλάδα, είσαι ένας τοπικιστής, δεν έχεις οικουμενικό πνεύμα· αν γνοιάζεσαι για τη γλώσσα σου, βρίσκεσαι έξω από τον παλμό της εποχής σου, είσαι ένας καθυστερημένος· τέλος, αν ζητάς να φτιάξεις κάτι το στέρεο, είσαι μορφολάτρης κι εστέτ.
Μια άγραφη νομοθεσία, διαμορφωμένη στα φιλολογικά καφενεία όλου του κόσμου, από το Saint Germain des Pres ως το Greenwich Village, απαγορεύει - την εποχή αύτη της ασυδοσίας - ρητά στον ποιητή να ξαναπιάσει έννοιες βασικές που αφορούν την τέχνη του, μόνο και μόνο επειδή έχασαν το περιεχόμενο τους στα χρόνια μας, εκεί που, βέβαια, το σωστό θα ήτανε ν' απαιτήσει την επανατοποθέτηση τους και την απαρχής λειτουργία τους μέσα στη σημερινή πραγματικότητα. Δεν ανανεώνεται κανείς στον ερωτά καταργώντας τις γυναίκες - απλώς γίνεται Αυνάνας. Και προσωπικά πιστεύω ότι έχει πάντα περισσότερα να μας πει ένα παρθένο μάτι, που μόλις επέστρεψε από το γύρο των γνωστών μας πραγμάτων, παρά ένα μάτι κοινό, που αξιώθηκε να πλανηθεί σε περιοχές παρθένες. Δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε πως είδε μια χιλιοϊστορημένη πολιτεία ο Aragon του Paysan de Paris την επαύριο του πρώτου πολέμου, και πως είδε το άγνωστο κενό ο αστροναύτης Λεόνωφ την επαύριο της εξόδου του στο διάστημα, για να καταλάβουμε το παράδειγμα.
Είναι η απουσία της φαντασίας που μεταβάλλει τον άνθρωπο σε ανάπηρο της πραγματικότητας· κι ας παν να λεν οι πραχτικοί άνθρωποι, που αποχωρούν μια μέρα από τη ζωή χωρίς να την έχουν καν ψελλίσει, δυο φορές αναλφάβητοι. La seule imagination me rend compte de ce qui peut etre, et c'est assez pour lever un peu le terrible interdit.
Κι όμως από το τι είναι στο τι μπορεί να είναι περνάς μια γέφυρα που σε πάει, ούτε λίγο ούτε πολύ, από την Κόλαση στον Παράδεισο. Και το πιο παράξενο: έναν Παράδεισο φτιαγμένον από τα ίδια υλικά που είναι φτιαγμένη ακριβώς και η Κόλαση. Δεν είναι παρά η αντίληψη για τη διάταξη των υλικών που διαφέρει – ας την φαντασθεί κανένας επάνω στην αρχιτεκτονική της ηθικής και των αισθημάτων για να καταλάβει -, άλλα που είναι αρκετή ωστόσο για να προσδιορίσει την απροσμέτρητη διαφορά. Εάν η πραγματικότητα, που τη διαμορφώνουν με το ήμισυ του δυναμικού των αισθήσεων και των αισθημάτων τους οι άνθρωποι, δεν επιτρέπει, για την ώρα, και ίσως δεν επιτρέψει ποτέ, την άλλη αρχιτεκτονική ή, αλλιώς, την επαναστατική ανασύνθεση, το πνεύμα μένει ελεύθερο και, για την αντίληψη μου, παραμένει το μόνο που μπορεί να την αναλάβει. Να ποιο είναι το κοινό γνώρισμα που χαρακτηρίζει το γένος των ποιητών: η διάσταση τους με την τρέχουσα πραγματικότητα. Από κει και πέρα, ο τρόπος που αντιδρούν - και που τους κατατάσσει μοιραία σε χωριστές συνομοταξίες - για κανένα λόγο δεν μπορεί να αποτελέσει αξιολογικό κριτήριο.
Είναι πολλοί (και κατά κανόνα, μετά τη διαμόρφωση ενός ορισμένου ομοιόμορφου ψυχισμού από τη χριστιανική θρησκεία, οι περισσότεροι) που επιδιώκουν, υπερβάλλοντας ολοένα σε οξύτητα και δραματική του λόγου υφή, να εκφράσουν τον βαθύ τους καημό γι' αυτή τη διάσταση, ν' αποτυπώσουν έτσι ή αλλιώς τις συνθήκες του καταδικασμένου στην Κόλαση. Και είναι άλλοι, πλησιέστεροι, νομίζω, αυτοί προς τη φαντασία παρά προς τη σκέψη, και από τη φύση τους πλασμένοι έτσι ώστε να προβαίνουν σε μια συνεχή «παραδιόρθωση» της ζωής, που αισθάνονται την ακατανίκητη ανάγκη να εκφράσουν «ευθέως» τη ροπή τους προς το δράμα ενός Παραδείσου. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που δεν έχει στο βάθος καμιά σχέση με την αισιοδοξία ή την απαισιοδοξία, όπως θέλησε να δει τα πράγματα μια μεγάλη μερίδα νέων, που η κριτική μας, αντί να τη φωτίσει, όπως είχε χρέος, δυστυχώς ήρθε να την ενισχύσει.
Ωσάν οι μισοί ποιητές να μην είχαν ιδανικά και οι άλλοι μισοί να μην είχαν καημούς - και οι δύο μαζί να μην είχαν την κοινή μοίρα ότι, σε μια ορισμένη στιγμή, διαχωρίσανε τις ευθύνες τους από έναν καταδικασμένο και αποσυναισθηματοποιημένο κόσμο. Άλλα η ποιητική κατάσταση, πρέπει να το επαναλαμβάνει αυτό κανένας όσο κι αν μοιάζει αυτονόητο, είναι μια τρίτη κατάσταση που δεν υπόκειται στις αντιφάσεις και τις διακρίσεις της καθημερινής ζωής. Είναι μια παρασημαντική που σημειώνεται με λέξεις άλλα ερμηνεύεται μες στην ψυχή με δονήσεις που οι προεκτάσεις τους φτάνουν πολύ μακριά, κάποτε (και είναι τότε πιο κοντά στον απώτερο στόχο τους) σε κάτι που δεν έχει πια καμιά σχέση με το αρχικό νόημα των λέξεων. Δεν έχει καμιά σχέση ο ήλιος με τη λιακάδα, η θάλασσα με τη βαρκάδα, ο θάνατος με το μηδέν, και το στερέωμα με το άπειρον: με άλλα λόγια, η φύση με τη φυσιολατρία, και η επαναστατικότητα με την επανάσταση, όπως έφτασε μια διαρκής, μόνιμη και ανίατη νοοτροπία της εποχής μας ν' αντιλαμβάνεται τα πράγματα, Η ίδια που δεν εδίστασε να προσδώσει βαρύτητα ή όχι στην ποίηση ανάλογα με τη σκοτεινή ή τη φωτεινή της υφή (το φως εθεωρήθηκε ανέκαθεν ανώδυνο στην Ελλάδα, τι περίεργο!), για ν' αναφέρω την πιο τυπική περίπτωση.
Αλλά με τις ξόβεργες μπορεί να πιάνεις πουλιά - δεν πιάνεις ποτέ το κελαηδητό τους. Χρειάζεται η άλλη βέργα, της μαγείας, και ποιος μπορεί να την κατασκευάσει αν δεν του 'χει από μιας αρχής δοθεί; Καλώς να υπάρχει! Όταν αγγίζει αυτή τα πράγματα - τις λέξεις και τις συζυγίες τους -, η πραγματική νύχτα πέφτει κι ο πραγματικός ήλιος ανεβαίνει και όλες οι τυχόν παρανομίες παύουν ν' αποτελούν μιαν απλή - όπως τις βλέπει ο απλός άνθρωπος - αυθαιρεσία. Τείνουν να πάρουν την ακριβή θέση τους μέσα στα κείμενα που γράφουμε σήμερα, όπως οι ορθοδοξίες, άλλοτε, στα κλασικά. Δικαίωση τους, η αναπαρθένευση. Και για να μιλήσουμε αλλιώς: η αίγλη της νεότητας και του σφάλματος.
Β'
Η αίγλη της νεότητας είναι, ως ένα σημείο, αίγλη του σφάλματος. Ζηλιάρηδες γέροι που όλα σας τα 'χετε προβλέψει. Δε θα 'ρθει ποτέ το αηδόνι να λαλήσει πάνω στη σωφροσύνη σας. Μωρέ, δε θα 'ρθει, δε θα 'ρθει.
- Ποιος μιλάει;
- Ούτις! Ούτις!
Ω φωνές, φτασμένες από το άγνωστο, μισές ρωτήματα και μισές τυραννικοί χρησμοί, μετεωρίτες του μέσα διαστήματος, θραύσματα συνείδησης που αποστρακίστηκαν στα χείλη των Σειρήνων και τα θέριεψεν ο αγέρας, καγχασμοί δυναμωμένοι από δαιμονικό αντηχείο, ούου, ούουου, η μεγάλη αόρατη επιφάνεια κάτω απ' το δάσος, όταν απάνω κορυφώνεται η ανάγκη να τρυπήσεις ουρανούς σαν αηδονολαλιά !
- Μα ποιος λοιπόν μιλάει; Δεν ακούγεται τίποτα μέσα στη σκοτεινιά. Οι λέξεις που είναι; Όχι αυτές, οι άλλες, όπως έμοιαζαν πριν στρογγυλέψουνε, πριν πιάσουνε μαλλί από 'να σ' άλλο στόμα! Που ν' ανατρίχιασαν πρώτη φορά,, κι ο Έλληνας εμίλησε;
- Στο νερό... στο νερό... μια νύχτα που η μητέρα μου αγρυπνούσε μ' ένα κομμάτι φεγγαριού στα χέρια της. Ήτανε κόκκινο, πελώριο, μυτερό στην κόψη του καθώς πριόνι, κι έβγανε καπνούς. Εκείνη, καθισμένη σ' ένα βράχο, δε μιλούσε, μόνο κοιτούσε μακριά κατά το Λιγονέρι. Μια φυσαρμόνικα έκλαιγε σ' όλο το μάκρος της ακρογιαλιάς κι έβλεπες οι σκιές να μεγαλώνουν. Ύστερα, πήρε να φυσάει. Άκουγα ένα - ένα τα φύλλα να μιλάν μέσα στον ύπνο μου. «Παιδί, παιδάκι.» Το νερό με ταλάντευε - κι όλη τη στεριά μαζί μου, και τα τζάμια που αστράφτανε πέρα και τα λευκά μετέωρα δώματα.
- Ήταν μια νύχτα πίσσα μαύρη. Αγριεμένα βελάζανε τα κύματα. Μια γερόντισσα με ξέπλεκα λευκά μαλλιά και λαχούρι στους ώμους ασημένιο τον κρατούσε απ' το χέρι και πήγαινε· μέσα στην κοσμοχαλασιά.
-Ήτανε όμορφη! Όμορφη! Αγγέλισσα σωστή, που ευώδιαζε όλη δεντρολίβανο. Μέσα σε λίγες ώρες μου 'πιε όλο το σκοτάδι ως τη στερνή σταγόνα. Χαράματα, όταν άνοιξα τα μάτια, κιόλας έστεκε ορθή, στραμμένη κατά την Ανατολή, κι ύψωνε στα δυο δάχτυλα ένα βότσαλο βρεμένο, διάφανο. Το μελετούσε σαν τη μάντισσα, θυμάμαι, κι έλεγε:
Nαγ' ιωδόσσα ηνίς μυριόλεον ενιπέσσα
Ιτόεν oυ κιλδάνα. Συμβιδί δ' ας. Παμφώετις.
-Η τρελή. Παραμιλούσε και δεν έβγανες μια λέξη. Τίποτα.
- Θα σου δώσω εγώ ένα δέρμα που να κοιτάν οι άνθρωποι από μέσα.
Και να μην έχεις ούτ' ένα μυστικό. Σ' όλους εάν θ' ανήκεις. Όλος φως.
Έτσι μονάχα ο φλοίσβος ή μια φυλλωσιά γίνεται να μιλήσουν.
- Όμοια κατάρα· μια κατάρα που τη λέει μέρα – νύχτα ο άνεμος· άστατες συλλαβές που ξεγελούν και κάνουν να παραμιλούν τ' αηδόνια.
-Αλλότερος ή θιν παρά σαλτός ιαίος. Κιδάναν φερ' άλκαν
Υμμήταον, ιμίπαμπτον
Παμβωετί νικώτερον
Σχας ολλεπίων λύκτωρ κυν θαλτός ου ιατός
Παιδόεν ιρισίμας. Θόης, θόη. Θμώς.
- Από παιδί τα πήρε λάθος τα γράμματα του κόσμου· ζητούσε «μια γραφή από φύκια του ήλιου». Ποιος άλλος τη νογάει; Μονάχα εκείνος κράτησε την εντολή.
- Δε γινόταν αλλιώς, αδύνατον. Έπρεπε κάποιος να βρεθεί. Βάλθηκα να γυμνάζομαι πάνω σ' ένα χαμόγελο· δύσκολο πράγμα, μου πόνεσαν τα χείλη. Χρειάστηκε ν' αναχωνέψω μέσα μου χρόνους πολλούς, γεμάτους παιδικές αρρώστιες, πένθη της οικογένειας, νευρώσεις· να καταφέρω να τους δώσω την αγωγή του αγέρωχου βουνού, τις συνήθειες της ανατολής και του ηλιοβασιλέματος. Μα οι άνθρωποι, δύσπιστοι, βυσσοδομούσανε. Αρχινήσανε κιόλας μερικοί να μου ζητούν ευθύνες για το δάκρυ εκείνο, που δεν έδειξα.
- Ποιοι στ' αλήθεια προδώσανε τ' αηδόνια; Περάσανε οι άνθρωποι κι ήρθανε άλλοι. Χοροστατήσανε και θεσμοθετήσανε. «Φύγε», φωνάξανε στον ποιητή. «Ο δε παράνομος Ιούδας ουκ ηβουλήθη συνιέναι.»
- Για κανένα λόγο δεν ήθελα να ενδώσω. Αρκετά κλαίγανε οι γυναίκες. Τη στοργή τη δική τους μόνο ζήλευα. Πήρα τον ήλιο στην ποδιά μου σα λουλούδι και του άνοιξα τα πέταλα ένα - ένα. Λοιπόν, τι μας λέγανε τόσον καιρό οι σοφοί του κόσμου; Ήτανε κυανός με μια σταγόνα λαμπερή στη μέση. Μακριά περνούσε μια κηδεία· δε μου πήγε να κάνω το σταυρό μου. Ένιωθα μια γαλήνη αλλιώτικη, κάτι σαν το απόσταγμα μεγάλης μέθης. Μάλιστα κάποιος με βλαστήμησε. Συλλογίστηκα τον Χριστό, τους Ρωμαίους.
-Έτσι, λοιπόν, με δυο λογιών αυτιά, τις νύχτες αφουκράζεται ο καθείς τον θάνατο· που, έτσι κι αλλιώς, βαδίζει κατευθείαν απάνω του. Μια γοητεία, μια πλάνη - κι άμα τις ανασηκώσεις, αποκάτου ένας λυγμός. Κάθε νίκη από χιλιάδες μικρές ήττες καμωμένη.
- Αρχινήσαν τα πράγματα να μου σιμώνουμε μ' εμπιστοσύνη, σαν πουλιά. Τα πιο δύστροπα τα προσεταιρίστηκα μ' ένα χαμόγελο. Ένας κόσμος ολόκληρος, που τον εξοικειώθηκα και βάλθηκα να τον γυμνάζω, να τον πλάθω, να του αναθέτω αυτά που ο ύπνος σ' ώρες πικρές μου είχε μάθει.
Ένα παιδάκι άρρωστο μ' έκανε πρώτη φορά να δοκιμάσω πως φυτεύουν τα όστρακα. Ξεθαρρεύτηκα κι έχτισα με θαλασσινό νερό μιαν εκκλησούλα. Μύριζε σα σπηλιά, κι εκεί σιμά στο ιερό φούντωσαν μεμιάς κρίνοι. Κι από τα χόρτα έφτιαχνα ονόματα κι από τα ονόματα γυναίκες που τις αγκάλιαζα κι ένιωθα τη μέση τους ν' αναδίνει τρεμούλα και δροσιά σαν το τρεχούμενο νερό. Στο τέλος, έφτασα να συλλογίζομαι μονάχα κάτι, και να το βλέπω να χαράζεται με κεφαλαία στην πέτρα. Ένα μεγάλο βάρος μου 'φευγε, σάμπως να 'χαν αδειάσει μονομιάς οι φυλακές και τα νοσοκομεία.
Ήρθανε οι άνεμοι, που τους κατήχησα και τους σκόρπισα. Χτυπούσαν στα παραθυρόφυλλα των αγοριών, κι όταν εκείνα γύριζαν απ' τ' άλλο τους πλευρό, κορίτσια ολόγυμνα πετούσαν ξετυλίγοντας χαίτες ξανθιές από χιλιάδες αστραφτερά σταγονίδια. Ήταν καημός αιώνων ένα τέτοιο αντισήκωμα. Λάβαινα χαρά κι εκδίκηση.
- Σ' ένα κελί ζούσε κι εκείνος και θωρούσε αντίκρυ του τον ίδιο τοίχο. Απ' το ψηλό παραθυράκι μια κηλίδα φωτεινή έφτανε μόνο κάπου - κάπου κι έτρεμε· αυτό ήταν όλο.
- Δεν μπορεί, έλεγα, δεν μπορεί. Για να υπάρχει εδώ μια τέτοια φωτεινή κηλίδα, κάπου θα υπάρχει ο ήλιος. Τον έπλαθα όπως ο πεινασμένος το ψωμί στον ύπνο του.
- Πόρτες χτυπούσανε κάθε τόσο κι άκουγες μια χλαπαταγή από άλογα κι από κορμιά που σέρνονταν χάμου στις πλάκες. Ένα πλάσμα όλο ασκήμια, ένας χοντράνθρωπος με καμουτσίκι, καθότανε πάνω στη σέλα και όριζε. Παπάδες, Δικαστές, Χωροφυλάκοι, όλοι τους με λαμπρές στολές τον περιβάλλανε. Κι ο κόσμος έκανε να μιλήσει, όμως δεν μπορούσε, καθώς μέσα στους εφιάλτες· μόνο μούγκριζε μμμ... μμμ... μμμ...
- Παράξενο, κανείς δεν έβαζε τα δυνατά του ν' αποσπάσει κάτι απ' τον Παράδεισο. Μόνο που μερικοί πασχίζανε να γίνουν ικανοί να τον αξιωθούνε, λες κι είχανε σε κάτι φταίξει. Τυραννούσανε κιόλας το σαρκίο τους, σαν κι ο Θεός τους το 'χε πλάσει επιτούτου. Επαναστατούσα. Τέτοιαν ύβρι μόνο με άνθη μου δινότανε να την πολεμήσω. Να πετροβολήσω καταπάνου στη θεληματική ακηδία του πένθους· μόνος εγώ, που για τον δικό μου το χαμό δε φορούσα παρά ένα φυλλαράκι πράσινο.
- Παραμονές θανάτου πως υποφέρεται - πέστε μου - ένα σώμα ;
- Παραμονές θανάτου - πέστε μου - πως γράφεται μια λευκή φωνή;
- Σε μιαν ακτή περπατήσαμε και κανείς δεν ένιωθε τον άλλο. Εκείνος – «τα φτερά του αγγέλου τον μποδίζανε να περπατήσει». Ώσπου κάποια στιγμή πήραν να μελανιάζουν όλα και βόγκηξε μακριά, του εφάνηκε, ο λαιμός του πόντου.
- Ήτανε που δεν το υπόφερα να 'μαι μισός σ' αυτό τον κόσμο· κι αποζητούσα την Ποίηση σαν τη γυναίκα· να μου δώσει ένα παιδί, μήπως κι απ' το 'να στ' άλλο δεν πεθάνω. Ποτέ δεν πήγε ο νους μου να φωνάξω που όλα γύρω μου ήτανε θολά. Μια φουχτιά νερού καθάριου ας ήταν δυνατόν να σώσω. Έκλαια μπρος στα κύματα κι έβλεπα στα ποιήματα να καθαρίζει ο ουρανός. - Θέαινες του πελάγου, το θυμάστε; Ήταν ένα παιδί, παιδάκι. «Μην κλαις,» του 'λεγαν, «μην κλαις.» Τότες που γύρισε κι άνοιξε τα μάτια. Κι άρχισε μες στα δάκρυα να χαράζεται απαρχής αληθινός καινούριος ήλιος μέγας.
- Ένα δώρο, τίποτε άλλο· κάτι στους άλλους να χαρίσω. Στην αγκαλιά της Παναγίας έβαλα λουλούδια· και στων Αγίων, κοπέλες και πουλιά. Θυμάμαι, γύρω μου φωνάζανε· τι να 'κανα· για λίγη λαμπερή στιγμή, κυριολεχτικά, πουλήθηκα· πίσω έδωσα ως και τις ρυτίδες· κοιμήθηκα πάνω σε κάτι χλοερό, ακηλίδωτο· κιόλας το αίμα μου έσφυζε ψηλά μέσα στον ήλιο.
Έτσι συμβαίνει κάποτε, πάνω σ' ένα μεράκι του, ν' αποκαλύπτει ο άνθρωπος μιαν άλλην εκδοχή για τα αίτια και τα αιτιατά του κόσμου. Κι αν τύχει, ο άνθρωπος αυτός να 'ναι, που λένε, «στον ελάχιστο βαθμό ποιητικός»;
Ω ναι, προπάντων τότε !
Γ΄
Όντας στον ελάχιστο βαθμό ποιητικός, αγάπησα στον μέγιστο βαθμό την Ποίηση, με τον ίδιο τρόπο που, οντάς στον ελάχιστο βαθμό «πατριώτης», αγάπησα στον μέγιστο βαθμό την Ελλάδα. Οπωσδήποτε, δεν είναι από αδεξιότητα που γίνομαι άλλος όταν πιάνω την πένα. Η αλήθεια βγαίνει χυτή σαν το νιόκοπο άγαλμα μόνον μέσ' από τα καθάρια νερά της μοναξιάς· κι η μοναξιά της πένας είναι από τις πιο μεγάλες. Αντίθετα με όσους πασχίζουν στο μάκρος μιας ολόκληρης ζωής να «φτιάξουν» το φιλολογικό τους ομοίωμα, εννοώ να το καταστρέφω σε κάθε ώρα και σε κάθε στιγμή, αποβλέποντας στο πρωτότυπο και μόνο, που, από τη φύση του, είναι για να πλάθεται ολοένα, έτοιμος να το ξαναρχίζω για λογαριασμό ακριβώς της ενότητας ζωής και τέχνης που, νομίζω, βρίσκεται πολύ πριν ή πολύ μετά από τα καμώματα των σαλονιών και των καφενείων.
Αν αυτό το λένε αυστηρότητα, τότε είμαι αυστηρός και το συνιστώ στους άλλους, τουλάχιστον σ' εκείνους που αγαπώ.
Δεν ξέρω, άλλα όταν οι ιδέες βράζουν «από κοινού» σ' ένα καζάνι, φουντώνουν τόσο οι ατμοί που δε βλέπεις στο τέλος τίποτε. Και συχνά μου έτυχε να παρατηρήσω πόσο διαφορετικές διαστάσεις έπαιρναν τα πράγματα που άφηνα να περάσουν μέσα μου, όταν τα ξανάβρισκα στην άκρη της πένας μου. Εκεί, στην άκρη της πένας, είναι που τα ψάρια σπαρταρούν σαν τις αλήθειες - συγγνώμην, θέλω να πω, οι αλήθειες σαν τα ψάρια. Κι ευτυχώς· γιατί δε θα 'θελα για τίποτα στον κόσμο μιαν αλήθεια κατεψυγμένη. Μια «κατεψυγμένη» αλήθεια για την Ελλάδα, π.χ., είναι η ιστορία της, όπως την ερμηνεύουν οι επίσημοι Έλληνες· μια άλλη, «κατεψυγμένη» επίσης, είναι η ιστορία της, όπως μας την παρουσιάζουν οι Ευρωπαίοι. Η ζωντανή αλήθεια, πιστεύω, βρίσκεται πάλι στην ιστορία της, όπως την ανακαλύπτεις ν' αναδύεται μέσα σου, από την προσωπική σου εμπειρία, και που τα γεγονότα ή τα μνημεία της τέχνης άπλα και μόνο την υπομνηματίζουν και την εικονογραφούν.
Η Ελλάδα, έχω καταλήξει από καιρό σ' αυτό το συμπέρασμα, είναι μια συγκεκριμένη αίσθηση - θ' άξιζε να βρεθεί γι' αυτήν ένα γραμμικό σύμβολο -, που η ανάλυση της, η εύρεση των αντιστοιχιών της, σ' όλους τους τομείς, αναπαράγει αυτόματα και σε κάθε στιγμή την ιστορία της, τη φύση της, τη φυσιογνωμία της.
Από μικρό παιδί διάβασα, όσο μπορεί να διαβάσει «ένα παιδί φανατικό για γράμματα», τα χρονικά της χώρας αυτής (έτσι, ψυχρά, σα να μην ήτανε δική μου) και τριγύρισα τα μέρη της, και στις περιπέτειες της, όσες συμπέσανε με τα χρόνια μου, αργότερα, έλαβα μέρος. Όμως μου έλαχε πραγματικά να τη γνωρίσω, και να την αγαπήσω, μόνον γράφοντας· γράφοντας τα ατελή αυτά ποιήματα που έγραψα - και το κυριότερο: άσχετα εντελώς από το περιεχόμενο τους. Ήταν η αγωγή η ποιητική που είχε σημασία. Ένα αναπάντεχο Σχολείο αντίστροφης, για τ' άλλα Σχολεία, πατριδογνωσίας. Και από τη στιγμή εκείνη ένιωσα να είμαι Έλληνας, όπως ένας άλλος φτάνει να αισθάνεται ότι είναι τοξικομανής ή ομοφυλόφιλος· οργανικά, ψυχολογικά, αισθησιακά, ακατανίκητα !
Ήξερα πόσο άσχημα μπορούσε ν' απηχεί αυτό σε μια νεολαία βιαστική - και με το δίκιο της - να παρουσιάζεται συγχρονισμένη κι ανεξάρτητη· πόσο κινδύνευα να φανώ επιπόλαιος, τουλάχιστον όσο και οι πολιτικοί μας στους προεκλογικούς τους λόγους. Έξαλλου, συμφωνούσα απόλυτα με τους πιο φωτισμένους από τους συναδέλφους μου που κατακρίνανε στα γραφτά τους και στις συνεντεύξεις τους την προχειρότητα που μας δέρνει, την αδικαιολόγητη οίηση και κουφότητα που μας κάνει να θεωρούμε τους άλλους «κουτόφραγκους» και να επικαλούμαστε το «δαιμόνιο της φυλής», όταν πολύ συχνά δεν ήμασταν άξιοι να ξεχωρίσουμε δυο γαϊδουριών άχυρα. Τα ελαττώματα του χαρακτήρα μας τα ήξερα επειδή τα περισσότερα τα 'βρισκα, πριν απ' όλα, στον δικό μου. Αυτός ο ρεαλισμός, μαζί με τις φωνές των φίλων γύρω μου – «είμαστε ένα κρατίδιο της Μέσης Ανατολής», «είμαστε τρελοί για δέσιμο» -, έβρισκε, πίστευα, θέση μέσα μου.
Κι όμως, την άλλη μέρα, στην άκρη της πένας μου, σχεδόν μου ερχότανε να φωνάξω κι εγώ «βρε τους κουτόφραγκους!» Φυσικά, δεν ήταν ακριβώς αυτό. Ήτανε όμως κάτι σαν τη βαθιά συναίσθηση ότι στη θέση τους εμείς θα τα 'χαμε καταφέρει καλύτερα, κάτι ακόμη πιο σοβαρό: ότι στη θέση μας εκείνοι μπορεί και να 'χαν εξαφανιστεί για πάντα από το προσκήνιο της ιστορίας. Στη συμπεριφορά τους, στην εκτίμηση τους της πραγματικότητας, οι ξένοι μου είχαν φανεί ευστοχότεροι πάντοτε, πιο άψογοι από τους δικούς μας. Παρ' όλα αυτά ένιωθα μια τρομαχτικήν αδεξιότητα να τους κάνω φίλους· κάτι χειρότερο: μιαν ανεξήγητη απώθηση απέναντι τους, που προσπάθησα να την ελέγξω μήπως κι είναι κατάλοιπο από παλιές προκαταλήψεις. Όχι. Μια μέρα κατάλαβα πως δεν υπήρχε κανένα μυστήριο. Απλούστατα, οι άνθρωποι αυτοί τα είχαν όλα - δηλαδή πολύ περισσότερα από τα δικά μας -, πλην ένα· κι ίσα - ίσα εκείνο, που σ' εμάς βέβαια ήταν ένα συν αλλ' αμετάφραστο, αμετάδοτο, ανεπίδεκτο ερμηνείας, έτσι όπως η λάμψη στα μάτια ή σ' ένα χαμόγελο. Τόσο ανεπαίσθητο και συνάμα τόσο τεράστιο, που μ' έκανε τελικά να μην αναγνωρίζω το είδωλο του κόσμου στα έργα της τέχνης τους ή τη θρησκεία του Χρίστου στους καθεδρικούς τους ναούς.
Αυτά όλα, στον εικοστόν αιώνα, όταν ανάμεσα στους λαούς χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, ύστερα από δυο πολέμους ανθρωποφάγους, στις παραμονές της Πανευρώπης, να τα λέει κανείς μοιάζει παραφροσύνη· μειώνεται όμως η εντύπωση, πιστεύω, και στο τέλος αναποδογυρίζεται, όταν συλλογιστεί πόσο αναχωνεύονται μέσα στην υψηλή θερμοκρασία του παρόντος αυτά τα μέταλλα, για να μην απομείνει παρά μια αίσθηση τόσο ισχυρή, που είναι σα να πρωτοτινάζει τη σπίθα των πραγμάτων.
Είναι η αίσθηση αυτή που μου επέτρεψε, χωρίς να γίνω ποτέ ο υπηρέτης του ποιητή μέσα μου, ν' αντιλαμβάνομαι τη ζωή από τη βαθύτατα ποιητική της άποψη - και αυτό σ' όλη την έκταση του φυσικού μου είναι αν μου αρέσει αυτό και όχι το άλλο έργο, αν μου ταιριάζει αύτη ή εκείνη η ανθρώπινη συμπεριφορά, το τοπίο, το σπίτι, ο έρωτας, ιδού που δε χρειάστηκε ποτέ ν’ αμφιταλαντευθώ, να νιώσω καμιάν αμηχανία. Ξέρω πως είναι ζυμωμένο το ψωμί ή βαμμένη η λαγουδέρα της ψαρόβαρκας, και ξέρω ποια ήτανε τα κινήματα της ψυχής ενός Χαλεπά όταν έπλαθε τον πηλό ή ενός Βενιζέλου όταν έπλαθε τα γεγονότα του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Είναι ένα «κλειδί» που, κοντά στ' άλλα, βοηθεί πολύ περισσότερο από την επιστήμη να καταλάβεις πως έγινε ο Παρθενώνας ή πως κρατήθηκε η γλώσσα μέσα στα τετρακόσια χρόνια της δουλείας, για να μην πω ότι δίνει λαβή να υποστηρίξεις - και να με συμπαθάνε οι ρεαλιστές - ότι ο μικρός αυτός λαός και οι άλλοι μικροί λαοί δεν είναι καθόλου ένα και το ίδιο πράγμα.
Δεν πρόκειται για μιαν αντίληψη που περιορίζει, άλλα για μιαν αίσθηση που είναι κόσμος ολόκληρος· ένας κόσμος με Βόρειο και Νότιο Πόλο, που ο Σολωμός και ο Καβάφης έχουν αρχίσει και από τις δυο μεριές τη χαρτογράφηση του. Δυστυχώς, στον αιώνα των ταξινομημένων ιδεολογιών, όπου βρεθήκαμε να ζούμε, γεμίζεις, ώσπου να περάσεις από τη μια πόρτα στην άλλη, μ' ετικέτες, όπως από το ένα στο άλλο ξενοδοχείο οι βαλίτσες σου, προτού φτάσουνε στο σταθμό. Δεν πήγε ποτέ ο νους μου να σκεφτώ πως μπορεί να είμαι ένας εθνικιστής, μια που δεν πιστεύω ότι οι εθνικιστές είναι οι μόνοι που αγαπούν - που κατάντησε να τους συμφέρει ν’ αγαπούν - την Ελλάδα. Όπως δεν πίστεψα ποτέ ότι η άκρα Αριστερά είναι η μόνη που έχει τίτλους να επαγγέλλεται την κοινωνική δικαιοσύνη. Πόσο άκριτος θα πρέπει να 'μαι τότε - αφού ανήθικος δεν είμαι, το υποστηρίζω -, για να πιστεύω ότι ανάμεσα στις δύο αυτές αντιθέσεις βρίσκω έναν τρόπο δικό μου να σταθώ έχοντας ήσυχη τη συνείδηση μου. Τι να γίνει; Υπάρχει ένας σκοτεινός ουρανός εκεί, κατά τα πάνω μέρη, που ενώ η φυσική του πραγματικότητα δε φτάνει ποτέ ίσαμε δω, η μεταφορική του κουκουλώνει ολοένα και πιο πολύ καρδιές και συνειδήσεις ανάμεσα στ' απορημένα βουνά της Αττικής που δεν ξέρουν πια τι να τις κάνουν τις μενεξεδένιες φωτιές και τ' απόκοσμα μηνύματα των μυριστικών τους χόρτων. Τι χρειάζονται, μια που γίναμε όλοι μας ένα πράγμα, ένα boeing επίγειο με όλο το ανθρώπινο δειγματολόγιο; Η λογική μας απάλλαξε από τον παραλογισμό των ρούχων μας, δεν ειρωνεύομαι, να την, αυτή είναι μια πρόοδος· μονάχα που τώρα κρυώνουμε. Άρρωστοι και γεροί βαλθήκανε ν' ανταλλάσσουνε τα κορμιά τους με ασυνήθιστη προθυμία κι οι ψυχές μπερδεύτηκαν κι απόμειναν μετέωρες. Οι νέοι ξεκινούν αηδιασμένοι κι η Ποίηση απόμεινε στα χέρια των υπομνηματογράφων.
Στο πνεύμα της καινοτομίας ήρθε να υποκατασταθεί το πνεύμα της ιδιορρυθμίας. Η φορά προς τις καταστάσεις, που ξεπερνούν τον άνθρωπο, από τις θρησκείες πέρασε στη μαριχουάνα. Μέσα σε λίγα χρόνια οι πιθανοί Μεγαλέξαντροι βρέθηκαν σίγουροι Κωνσταντίνοι Παλαιολόγοι. Κι είναι πολλές οι Κερκόπορτες - που να τις προφτάσουν !
Ω ναι, μου φαίνεται πως η εποχή της λογοτεχνίας των ανεξάρτητων λαών τελειώνει· μπαίνουμε στην εποχή της παραλογοτεχνίας των ευρωπαϊκών επαρχιών: κάτι που να διαβάζεται, άλλα να μην είναι ακριβώς γλώσσα· να άφορα τη σκέψη, άλλα να μην απασχολεί τη σκέψη· να προσφέρει φαντασία, όμως έτοιμη και συσκευασμένη όπως στον κινηματογράφο, που να μη ζητάει δηλαδή συνεπίκουρο τη δική μας. Σύμφωνοι. Μόνο που, είτε το θέλουμε είτε όχι, όταν δε ζητά κανείς ξυραφάκια, δε φτιάχνει κανείς ξυραφάκια.
Ολόκληρος ο μηχανισμός που έτεινε στη συγκρότηση μιας άψογης και πρωτότυπης σελίδας, οπού η κάθε διακύμανση, το κάθε συνταίριασμα λέξεων, το κάθε κόμμα, οι παύλες,, οι παύσεις, οι παρενθέσεις, να συνθέτουν μια φυσιογνωμία μοναδική, ένας μηχανισμός που - όχι αστεία - θυσιάστηκαν ζωές στην υπηρεσία του, μονομιάς πάει περίπατο. Δεν υπάρχει πελάτης για τη σελίδα αυτή, δεν υπάρχει λάτρης για τις ζωοφόρους αυτές του γραπτού λόγου. Όλοι θέλουν τις μεγάλες αλήθειες, κι απέ για το πως θα τους τις πεις δεν ιδρώνει το αυτί τους. Ότι στη λογοτεχνία οι αλήθειες υπάρχουν ή δεν υπάρχουν - τουλάχιστον ως ένα σημείο - από τον τρόπο που λέγονται, μήτε το υποψιάστηκαν ποτέ. Άκουσα πολλούς νέους να θαυμάζουν τον Andre Breton, και ακόμη περισσότερους τον Albert Camus· αλλά, πάνω που πήγα να χαρώ, κατάλαβα το λάθος μου: εκείνο που τους τραβούσε ήταν η θεωρία, τα προβλήματα, οι τέτοιες ή τέτοιες διαπιστώσεις του παράλογου στη ζωή. Για το άλλο, θέλω να πω, για το γεγονός που έδωσε ίσα - ίσα τη χροιά του αναντίρρητου στα λεγόμενα τους, για το ότι είχαν επιτύχει την πιο εύγλωττη ο ένας, την πιο διάφανη και αράγιστη ο άλλος, πεζογραφία της σύγχρονης γαλλικής λογοτεχνίας, ούτε λέξη. Η Peste, και όχι το Noces ή το Ete· η αυτόματη γραφή, και όχι το Point du Jour ή το Amour Fou. Voila ou nous en sommes, που θα έλεγαν και οι ίδιοι.
Ωστόσο, μιλώ χωρίς μελαγχολία. Ξέρω πως είναι λάθος να προδικάζεις, ενόσω διαρκεί η εγκυμοσύνη, τον καρπό του μέλλοντος. Κανένας προγενέστερος δεν είναι κατά κανόνα πιο έξυπνος από τον μεταγενέστερο, και μια κοινωνία οπού τα δικά μας κριτήρια δε θα 'χουν καμιάν απολύτως πέραση βρίσκω πως είναι πολύ πιθανή. Παρ' όλ' αυτά, πάνω στο γιοφύρι, την ώρα που τρίζουν τα σανίδια, είναι δικαίωμα σου να συλλογίζεσαι τον κίνδυνο και να κοιτάς με δέος κατά τον γκρεμό. Η περιλάλητη ενοποίηση του κόσμου, που, από μιαν άποψη, όλοι μας τη θέλουμε, και δουλεύουμε γι' αυτήν, περικλείνει, στο στάδιο τουλάχιστον που διανύουμε σήμερα, καταστάσεις οξύμωρες, θα έπρεπε να πω: τραγελαφικές, που τη σημασία τους δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ακόμη.
Λαοί νέοι και μικροί, γεμάτοι από χυμούς και δυνάμεις ωστικές, εξαναγκάζονται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να ευθυγραμμιστούν με τους μεγάλους και ισχυρούς, που έχουνε χάσει κάθε ικμάδα, και συντηρούνται με προπαρασκευασμένους ορούς πολιτισμού. Η πνευματική τους αλληλογνωριμία, που γίνεται από την τεθλασμένη των μεταφράσεων, οδηγεί σ' έναν αλληθωρισμό αξίων που ευθύς μια τέλεια τεχνική οργάνωση παραλαμβάνει, συγκροτεί, εδραιώνει και παρουσιάζει με όλες τις επιφάσεις της αληθοφάνειας. Διαβατήριο αποτελεί μοιραία η καλή μετάφραση, που όλοι μας ξέρουμε ότι είναι τόσο πιο πρόσφορη, όσο το πρωτότυπο κείμενο είναι λιγότερο ζυμωμένο και μετουσιωμένο στη γλώσσα του τη μητρική.
Ένας από τους πέντε ή δέκα μεγαλύτερους ποιητές σ' όλο τον κόσμο και σ' όλους τους αιώνες, ο Διονύσιος Σολωμός, παραμένει άγνωστος, και θα παραμένει, τη στιγμή που κυκλοφορεί σε απανωτές εκδόσεις ένα πλήθος αλλοφύλων πέμπτης και δέκατης κατηγορίας.
Απέναντι σε μια κατάσταση τόσο παράλογη όσο αυτή δεν αισθάνομαι την ανάγκη ούτε να θρηνήσω ούτε να επαναστατήσω, άλλα μόνο να παραλογιστώ κι εγώ με τη σειρά μου· και ο παραλογισμός μου αυτός να 'ναι η εσχάτη συνέπεια μιας αδήριτης λογικής: ας ευχόμαστε, ας κάνουμε το παν για να υπάρξουν μια μέρα πέντε και δέκα Διονύσιοι Σολωμοί, έτσι που να εξαναγκαστούν οι άλλοι να προσέλθουν στα Νέα Ελληνικά, όπως τους εξανάγκασαν να προσέλθουν στα Αρχαία οι Πίνδαροι και οι Ψάπφες.
Δ΄
Η αγάπη στην ποίηση μου ήρθε από μακριά και, αν μπορεί να το πει αυτό κανένας, έξω απ' τη λογοτεχνία. Το συνειδητοποίησα μια μέρα καθώς τριγύριζα στις αίθουσες του Βρετανικού Μουσείου και βρέθηκα μπροστά σ' έναν πάπυρο πρασινωπό, αν θυμάμαι καλά, με χαραγμένο επάνω του αρκετά καθαρά ένα απόσπασμα της Σαπφώς. Ύστερα από τους σωρούς τα λατινικά χειρόγραφα που κατάπινα τα χρόνια εκείνα ένιωθα μια πραγματική ανακούφιση· μου φαινότανε ότι ο κόσμος ίσιωνε κι έμπαινε στη σωστή του θέση. Αυτά τα λιγνόκορμα συμπαγή κεφαλαία συγκροτούσανε μια γραφική παράσταση διαυγή και μυστηριακή μαζί, που μου 'κανε νόημα φιλικό μέσ' από τους αιώνες. Σα να βρισκόμουν πάλι σ' ένα γιαλό της Μυτιλήνης και ν’ άκουγα την κόρη του περιβολάρη μας να τραγουδά. Κι άξαφνα, όπως ένας ήχος ή μια μυρωδιά, πριν προλάβουμε να το καλοσκεφτούμε, ανασταίνουν μέσα μας μια θαμμένη από καιρό εντύπωση, ξανάβλεπα τον εαυτό μου μαθητή στο Δημοτικό Σχολείο να σκαλίζει τα βιβλία των μεγάλων και να στέκεται με απορία μπροστά σε μιαν ωδή του Πινδάρου. Δεν κάνω λάθος, είμαι βέβαιος, από τότε μου μείνε το κλασικό εκείνο: άριστον μεν ύδωρ. Αλλά εδώ δεν ήταν η ουσία, ήταν η διαφορετική διάταξη της γραφής, που με τραβούσε, νομίζω, τόσο ακατανίκητα. Τι τους έπιανε τους ανθρώπους να συνδυάζουν τις λέξεις έτσι που να μη λεν αυτά που λέμε κάθε μέρα; Και γιατί δεν τραβούσαν ως την άκρια της σελίδας αλλά σταματούσαν και ξανάρχιζαν από την άλλη αράδα;
Στα τραγούδια που άκουγα κάθε μέρα, στα ποιήματα που μαθαίναμε στο σχολείο, δε μου 'ρθε ποτέ να σκεφτώ ένα τέτοιο πράγμα. Ίσως τ' άπλα νοήματα, ίσως η ομοιοκαταληξία, προπαντός αυτή, να μου έδιναν μιαν επαρκή εξήγηση. Αλλά εδώ, στη γερμανική στερεότυπη έκδοση που κρατούσα, δεν υπήρχανε τέτοια πράγματα. Κάτι άλλο υπήρχε, που δεν το καταλάβαινα επειδή, βέβαια, δεν καταλάβαινα τα Αρχαία· και αυτό, σίγουρα, θα εξηγούσε τον ιδιαίτερο τρόπο της γραφής.
Προσπαθώ να εκφράσω με σημερινά λόγια το αίσθημα που είχα την εποχή εκείνη· και που το ξανάβρισκα σ' ένα μόνο πράγμα: στα ξόρκια που με δέος και ανεπιφύλαχτο θαυμασμό παρακολουθούσα να κάνει μια γριά Κρητικιά μαγείρισσα που είχαμε τα χρόνια εκείνα στο σπίτι μας. Ήταν βέβαια και το τελετουργικό μέρος - τ' απανωτά σταυροκοπήματα, οι σταξιές το λάδι στο νερό, οι τρίχες που καίγονταν τσιτσιρίζοντας, ένα κλωναράκι βασιλικός ραντίζοντας τα εικονίσματα. Μα πάνω απ' όλα ήταν τα λόγια· παράξενα, «παλαβάτα», όπως έλεγε η μάνα μου, άσχετα εντελώς μ' αυτά που άκουγα γύρω μου, χωρίς κανέναν ειρμό, "μια μετατόπιση του ονείρου στο λεκτικό ιδίωμα", .όπως θα μπορούσα να το προσδιορίσω σήμερα. Αν είναι θεμιτό να μιλά κανείς για τις παλιές εντυπώσεις, που - άθελα του - η κατοπινή πείρα διορθώνει και συγκροτεί, θα μπορούσα να βεβαιώσω πως είχα να κάνω μ' ένα κύμα μυστηρίου που έβγαινε από το υλικό σώμα του ποιήματος και οπού ο αιρετικός χειρισμός του λόγου βρισκότανε σε αντιστοιχία με τον αιρετικό τρόπο της γραφής. Κάτι που, όσο μεγάλωνα, έβλεπα να προχωρεί βαθιά και να φτάνει ως την κοινή ρίζα, οπού συναντιούνται το φαινόμενο της γλώσσας και η συμβολική της γραφική παράσταση.
Και αυτό το κύμα του μυστηρίου, που το εκπέμπει κάθε κατά μέτωπον επίθεση και απόκρουση του ποιητή από τα ίδια τα μέσα της έκφρασης του, δεν έπαψε να υποβόσκει μέσα μου και να ζωηρεύει, ως το σημείο να με χτυπά με την ίδια ένταση κάθε φορά που μια τυχαία συνάντηση μ' ένα κείμενο ικανό ν' ανοίγει ρήγματα στη λεγόμενη συμβατικότητα έδινε την αφορμή. Αναφέρω δύο συγκεκριμένα παραδείγματα: το ένα είναι η Κάθοδος της Ιχτάρ στον Άδη, το γνωστό ασσυροβαβυλωνιακό ποιητικο-θρησκευτικό κείμενο, που το πρωτοδιάβασα στο βιβλίο του Δρος Pierre Mabille, Le Miroir du Merveilleux, το 1940· και το άλλο, μια εκλαϊκευτική εργασία, επάνω στην κινέζικη γραφή, του Charles Le-play, με βάση το "Τραγούδι του Ποταμού" του Λί Τάι Πο, που έπεσε στα χεριά μου όταν βρισκόμουνα στη Γαλλία την άνοιξη του 1949.
Ένα φτάσιμο ως τα μεγαλύτερα βάθη του χρόνου ήταν το πρώτο· και που έδειχνε πόσο ήταν ανέκαθεν σύμφυτη με τον ψυχισμό του ανθρώπου η παραλογική έκφραση και η υπαγωγή της σ' ένα ύφος λειτουργικό, φτασμένο, έτσι ή αλλιώς, μέσ' από τους πιο διαφορετικούς πολιτισμούς, τις πιο αντιφατικές διαθέσεις, ακόμη και μέσ' από την οξύτερη αισθησιακή παρέκκλιση - τι παράξενο - σ' αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε "θαυματουργία". Ο μηχανισμός του παραμυθιού, ξεσηκωμένος κι αυτός από τον μηχανισμό του ονείρου, η ροπή προς τις δυνάμεις που ξεπερνούν τον άνθρωπο, το αναπότρεπτο της μαγικής επίδρασης των αριθμών, παρόντα εκεί, μιαν ολόκληρη χιλιετηρίδα πριν από τον κύκλο που άνοιξε ο δικός μας πολιτισμός.
Κι ένα άλλου είδους φτάσιμο, στα βάθη της φαντασίας του ανθρώπου αυτό, και του τρόπου της λειτουργίας της, όταν πρωτόνιωσε την ανάγκη ν' ανακοινωθεί, ήτανε το δεύτερο. Αλήθεια, δε γνωρίζω ποιητικότερο αποτύπωμα της επινοητικότητας, που μπορεί να διαθέτει το ανθρώπινο πνεύμα, από το κινέζικο ιδεόγραμμα, όπως μας παρουσιάζεται εντελώς ιδιαίτερα στην πρώτη, την αρχαϊκή του μορφή. Πρόκειται κυριολεκτικά για μιαν ακτινογραφία βγαλμένη απάνω στη στιγμή που ο ανθρώπινος νους πιάνει στην απόχη των σχημάτων εξίσου αποτελεσματικά τον κόσμο της ύλης και την αφηρημένη σκέψη. Όλα όσα έχουμε ίσαμε σήμερα θαυμάσει στα κορυφαία ποιητικά επιτεύγματα - η δύναμη των αναλογιών, η ακαριαία μετατροπή της σκέψης σε εικόνα, η τόλμη ή συνδυαστική της φαντασίας και η ατελεύτητη συνειρμική της αλληλουχία - δεν αποτελούν παρά την αναλυτική φάση του ίδιου φαινομένου που ύστερα από μια νοερή διαδραμάτιση μας παρουσιάζεται κλειδωμένο σ' ένα τελικό συντομογράφημα.
Το φαινόμενο της γέννησης είναι, στη γλώσσα και στη γραφή της, όπως και στη ζωή την ανθρώπινη, λιγότερο ίσως εντυπωσιακό, πολύ πιο ισχυρό όμως από το φαινόμενο του θανάτου. Κι απ' αυτή την άποψη, της ελληνικής γλώσσας η γέννηση και η διαμόρφωση, για να ξανάρθουμε στο θέμα, με απασχολήσανε πολύ· όχι μόνο σαν ποιητή, που είναι φυσικό να πασχίζει να ξυπνήσει τα πράγματα από τη νάρκη τους μέσα στις λέξεις, θέλω να πω, να ξαναφέρει τις λέξεις στην κατάσταση του νεογέννητου, άλλα και σαν άνθρωπο, που η ευαισθησία του απόχτησε με τα χρόνια την αγωγή της ακοής απέναντι σε ό,τι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «ηχώ των φαινομένων». Είναι ένας τρόπος κι αυτός ν' αντιλαμβάνεται κανείς τα πράγματα, που αν, στην περίπτωση αυτή, κινδυνεύει να με παρασύρει σε παραλογισμούς ή σε παλιές ξεπερασμένες θεωρίες, μου είναι αδιάφορο. Ετοιμάζομαι να πω τούτο: τα στόματα που μπόρεσαν να μιλήσουν έτσι κι όχι αλλιώς, που αρθρώσανε τις λέξεις με τελείωση φθογγολογική, ικανή να παρακολουθεί τη γραμματολογική, χωρίς ούτε να υπολείπεται απ' αυτήν ούτε να την ξεπερνάει ούτε να την αλλοιώνει, ασύνειδά τους υπακούανε στην ιδιαίτερη ακτινοβολία που προσλαμβάνουν τα φυσικά φαινόμενα στη συγκεκριμένη αυτή γεωγραφική περιοχή. Μεταφέρανε, και από συλλαβή σε συλλαβή σωματώνανε, τις έννοιες σε σύμβολα που είχαν το ίδιο καθαρό περίγραμμα (την ίδια έλλειψη αστάθειας ή μουσικής σύγχυσης ή σκιοφωτισμού) με τα πράγματα που υπήρξανε η γενεσιουργός τους αιτία - ένα βουνό στην πρωινή αιθρία, έναν ήλιο καταμεσής της θάλασσας, ένα βότσαλο μες στη διαύγεια του βυθού.
Την ημέρα που συνειδητοποίησα ότι στην ελληνική γλώσσα δεν υπάρχει κιαροσκούρο κατάλαβα πόσο εύλογη είναι η αδυναμία μας να δεχθούμε την Αναγέννηση κι είδα να φεύγει και το τελευταίο στοιχείο που μ' εμπόδιζε να κατανοήσω τη βαθύτερη ενότητα της τέχνης στην Αρχαία Ελλάδα, στο Βυζάντιο και στα Νεοελληνικά χρόνια. Το φαινόμενο της ελληνικής γλώσσας πήρε στα μάτια μου τα γνωρίσματα του αναπόφευχτου που παρουσιάζουν τα φαινόμενα τα φυσικά· σε τέτοιο βαθμό, που έφτασα να πιστεύω ακράδαντα ότι κι η πιο θολή κι η πιο φευγαλέα ξένη γλώσσα υστέρα από μια χιλιετηρίδα ζωής στην περιοχή αυτή θα 'βλέπε τη φύση της ν' αλλάζει, τους ήχους ν' ανεβαίνουν από το λάρυγγα και να κατεβαίνουν από τη μύτη στη στοματική κοιλότητα, τις λέξεις να χάνουν τις άχρηστες συλλαβές τους, να ξεπλένονται στο φως και να λειαίνονται, την ουσία τους να καθαρίζει μ' έναν τρόπο, αν όχι ακριβώς τον ίδιο, τουλάχιστον παραπλήσιο προς τον ελληνικό.
Δεν αξιολογώ τη στιγμή αύτη - διαπιστώνω· είναι κάτι πολύτιμο για μένα. Γιατί με βοήθησε ν' αντιλαμβάνομαι, σήμερα, ότι ακόμη κι ο μικρός κώδικας της συμπεριφοράς μου απέναντι στους τρίτους, η προσωπική ηθική μου, ας πούμε, δεν είναι παρά μια ευδιάκριτη μεταγραφή της αισθητικής μου, που, με τη σειρά της κι αυτή, δεν είναι παρά μια μεταγραφή των φυσικών ορών που προσδιορίσανε την ανθρωπινή μου περίπτωση. Αλλά ένας τέτοιος δρόμος, από το επάνω του μέρος, μοιραία οδηγεί προς τη Μεταφυσική. Με κάθε κύμα της Ποίησης που μου ξανάρχεται, αφού προηγουμένως χτυπήσει στην πρώτη μου νεότητα, νιώθω να βρίσκομαι πιο κοντά στο φως. Η έννοια της Ανάστασης αναπόσπαστα είναι δεμένη μέσα μου με την έννοια του Θανάτου, άλλα πολύ πίσω, εκεί, στην περιοχή τη μυστική, που είναι και ο προθάλαμος της Γέννησης. Την άκρα ολιγάρκεια μου την ξαναβρίσκω στην ειρηνική συμβίωση μου μ' ένα τέτοιου είδους αίνιγμα· όπως την εξοικείωση μου με την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων, στη λειτουργία που ξέρει να προσθέτει δυο φτερούγες αγγέλου στον άνθρωπο. Τέλος, στο άγριο συναίσθημα υπερηφάνειας, που με χαρακτηρίζει, φτάνω να βρίσκω τους λόγους που με κάνουν να εχθρεύομαι τόσο πολύ τον μορφασμό στην Τέχνη (και στη Ζωή, βέβαια) και να υπακούω στη μυστική φωνή που αέναα μου υπαγορεύει: «αυτό που σε καθιστά ανίσχυρο δεν είναι για να το τραγουδήσεις».
Ε λοιπόν ναι, δεν υπάρχει αμφιβολία. Η έμφυτη ροπή μου να εξαγιάζω την αίσθηση εκβάλλει κατευθείαν στο δράμα του Παραδείσου. Και είναι η νόηση του αφηρημένου μέσ' απ' την αίσθηση του συγκεκριμένου που με κάνει αμετανόητα να ξαναγυρίζω, θύμα κι εγώ του αιώνιου, στο απόλυτο αστραφτοβόλημα μιας θάλασσας μέσα στον ήλιο:
Elle est retrouvée!
Quoi? l' éternité.
C'est la mer mèlée
Au soleil.
E'
Θάμπωναν τα μάτια μου, καταμεσήμερο Ιουλίου, από τις άπειρες κοψιές του ήλιου μες στα κύματα· που κι αν ακόμα δεν υπήρχαν οι ελαιώνες, τέτοια στιγμή θα τους είχα επινοήσει· όμοια τζιτζίκι. Κάπως έτσι θα 'γινε, φαντάζομαι, σε καιρούς αλλοτινούς, ο κόσμος· που αν δεν έγινε καλύτερος, βέβαια, φταίει ο φόβος του ανθρώπου να κοιταχτεί και να παραδεχτεί ποιος είναι προτού μιλήσει. Εγώ μιλώ. Θέλω να κατεβώ τα σκαλοπάτια, να πέσω μες σ' αυτή τη θαλερή φωτιά κι ύστερα ν' αναληφτώ σαν άγγελος Κυρίου...
Η αλαφράδα, η έλλειψη της βαρύτητας, το φτερούγισμα στα ύψη, σαν ιδέα και σα βίωμα των ελεύθερων ωρών του ύπνου μου, πάντοτε, μου 'διναν μιαν άρρητη ηδονή· κι ίσως δεν είναι, τυχαίο που η ψυχανάλυση, από τη δική της σκοπιά, έφτασε να δώσει στο ίδιο αυτό φαινόμενο μια συγκεκριμένη σεξουαλική ερμηνεία. Στα παραμύθια, στα τραγούδια, στις λαϊκές παραδόσεις, το συναντάμε συχνά. Οπουδήποτε ξεσπάει ο άνθρωπος, κι αφήνει τα ένστικτα του να μιλήσουν, πετάει. Θέλω να πω, πάει αντίθετα προς τους φυσικούς νόμους που τον καθηλώνουν. Διαμαρτύρεται για μιαν ακόμη, παρ' ολίγον, περιπέτεια, που δεν του δόθηκε να χαρεί. Θέλει να κατακτήσει, να βιάσει, να εκσπερματώσει, να προεκτείνει τις σωματικές του δυνάμεις σ' όλο το μάκρος των νοητικών του λειτουργιών. Αυτά τα κράνη και τα σπαθιά, που τα παλεύει από μικρός, οι ξεκοιλιασμένες κούκλες και τα ξεχαρβαλωμένα ρολόγια τι άλλο νόημα μπορεί να έχουν; Διαβάζοντας κανείς την ιστορία, και πιο ειδικά το ανεκδοτολογικό και πολιτιστικό της μέρος, φρίττει μπροστά στην έλλειψη ασφάλειας που γνώρισαν κάποτε οι άνθρωποι. Συλλογίζομαι όμως πως αν οι άνθρωποι αυτοί μπορούσαν να ξαναϋπάρξουν και να διαβάσουν τη δική μας ιστορία, θα έφριτταν και αυτοί με τη σειρά τους μπροστά στην έλλειψη ανασφάλειας που επιτύχαμε, ζώντας κυριολεκτικά με τα δυο μας πόδια σ' ένα παπούτσι. Δεν είμαι καθόλου νοσταλγός του πρωτογονισμού, κι από τ' άλλο μέρος, κάθε σαδομαζοχιστική εκτροπή όπως και - ακόμη περισσότερο - κάθε καλλιέργεια τεχνητής ευδαιμονίας με βρίσκουν αντίθετο. Παρ' όλ' αυτά, αισθάνομαι υποχρεωμένος να λάβω πολύ στα σοβαρά υπόψη μου μερικά τυπικά συμπτώματα «οργής», «ανταρσίας» και «αναρχισμού», που χαρακτηρίζουν τη σημερινή νεολαία και μάλιστα - ενόσω βρίσκονται στην αφιλόκερδη φάση τους, δεν έχουν δηλαδή προλάβει να διοχετευθούν σε παρατάξεις, που επιδιώκουν άλλου είδους οφέλη - να τα κατανοήσω και να τα χειροκροτήσω, όπως πραγματικά τους αξίζει.
Θα πρέπει να 'ναι κανένας πολύ χοντρόπετσος για να μην καταλαβαίνει ότι, στο βάθος, υποφέρει από τα ίδια δεινά που υποφέρουν κι εκείνοι και ότι αν δεν αντιδρά με τον ίδιο τρόπο φταίει άπλα και μόνον η ηλικία του. Αν ήμουν σκηνοθέτης παντομίμας, θα διάλεγα έναν ηθοποιό που να διαθέτει σωματικές ικανότητες ακροβάτη και θα τον έβαζα μισή ώρα πάνω στη σκηνή να πασχίζει πως θα καταφέρει καλύτερα να περδουκλωθεί πάνω στο κάθισμα του, με το ένα πόδι, τελικά, πάνω απ' το κεφάλι, το άλλο κάτω απ' τον πισινό, τα χέρια πίσω απ' τη ράχη ανάποδα, το λαιμό στραγγουλισμένο, το στόμα φιμωμένο, την ανάσα δύσκολη, τα μάτια μισόκλειστα. Ένας άλλος ηθοποιός, πλάσμα φτασμένο, υποτίθεται, από μακρινό πλανήτη, θ' απορούσε για την υπεράνθρωπη αυτή όσο και μάταιη προσπάθεια ως τη στιγμή που, προσέχοντας κάτι άλλο, θ' άρχιζε να καταλαβαίνει και να χτυπά το μέτωπο του: να καταλαβαίνει δηλαδή ότι με το οδυνηρό του περδούκλωμα ο δυστυχισμένος αυτός αποσκοπούσε απλά και μόνο ν' ανταποκριθεί στη θέση που του όριζε, για να μπορέσει να λειτουργήσει, ένα πολύπλοκο μηχάνημα στημένο αντικρύ του, με σωλήνες, λάστιχα, κουμπιά, χούνια και απορροφητήρες, αποτέλεσμα πολυετών ερευνών, που, χάρη σ' έναν απίστευτης τελειότητας μηχανισμό, του επέτρεπε, οντάς σ’ αύτη τη στάση, παρ' όλ' αυτά να συντηρείται στη ζωή, ν' αναπνέει, να τρώει, ν' αφοδεύει, να κάνει έρωτα και να παρακολουθεί τηλεόραση, χωρίς να μετακινηθεί.
Ζητώ συγγνώμη για τον εύκολο συμβολισμό, αλλά η εποχή μας σ' αυτήν ακριβώς την αλήθεια συμποσούται: μια καταπληκτική τεχνική πρόοδος αγωνίζεται να θεραπεύσει τα δεινά που προκαλεί στον άνθρωπο μια καταπληκτική τεχνική πρόοδος. Βρισκόμαστε μακριά από την εποχή που ο άνθρωπος ονειρευόταν ένα πουλί. Από τη στιγμή που πέταξε το πρώτο αεροπλάνο, εκείνος έχασε τα φτερά του. Τα φτερά του που, είναι η αλήθεια, πολύ συχνά τον απομάκρυναν από ένα τέλος σε ειρηνικό κρεβάτι· και υστέρα; Στο αναμεταξύ εκείνος εκσπερμάτωνε. Θέλω να πω, του δινότανε η ευχέρεια να ξοδέψει όχι μόνο ένα ποσοστό από το λευκό εκείνο σπέρμα που αναλογεί στον κάθε άνθρωπο και που έτσι ή αλλιώς, ακόμη και χωρίς συνεταίρο, βρίσκεται τρόπος να βγει, μα κι ένα μεγάλο ποσοστό από το άλλο, το μαύρο σπέρμα, που - δεν είναι η θέση εδώ ν' αναρωτηθεί κανείς «γιατί» - συμβαίνει να περικλείνει στα βάθη της η ψυχή του· και που, επίσης, αν δεν ξοδευτεί με τη μέθοδο του απροσδόκητου (θα έπρεπε να πω: του θαύματος) ή της οποιασδήποτε περιπέτειας, κινδυνεύει να τον οδηγήσει στην παράκρουση.
Όλες αυτές οι περιπλανήσεις των λαών που διαβάζουμε στα παλαιά χρονικά, η μόνιμη σχεδόν διαβίωση τους χωρίς αστυνόμευση, το παρθένο έδαφος που πρωτοπατούσανε, οι ληστείες, οι απαγωγές, οι αρπαγές, οι εξορμήσεις προς το άγνωστο μεσ' από μύριους φυσικούς κινδύνους η ήθη και έθιμα εξωτικά, η πάλη σώμα με σώμα στους πολέμους, το κούρσεμα μυθικών πολιτειών, οι έρωτες κι οι μονομαχίες, αντιστοιχούσανε σε ποταμούς σωστούς μαύρου σπέρματος που αποτρέπανε κάθε ιδέα κόρου ή ανίας, και χαλαρώνανε τα ελατήρια ενός νευρικού συστήματος που αντέχει στα πάντα εκτός απ' την αχρησία.
Στους προηγμένους πνευματικά λαούς η πίεση των δυνάμεων της ψυχής βρήκε, ως ένα σημείο, διέξοδο στις διάφορες μορφές της τέχνης - στο χορό, στη μουσική, στο δράμα· ως ένα σημείο· γιατί ούτε όλοι οι άνθρωποι μέσα σ' ένα λαό συμβαίνει να είναι στον ίδιο βαθμό προηγμένοι ούτε όλοι οι προηγμένοι ν' αρκούνται, δυστυχώς, στου είδους αυτού τα υποκατάστατα. Πολύ περισσότερο που, ας προχθές ακόμα, η μαθηματική ένταξη του καθενός απ' αυτούς μέσα σ' ένα βαθμολογημένο σύνολο, που ελέγχεται αδιάκοπα, και η τέλεια φίμωση του, δεν είχε συντελεσθεί. Το μεγάλο πρόβλημα διαγράφεται πιο καθαρά μέσα στο κάτοπτρο της τέχνης, που τη βλέπουμε, πριν ακόμη τελειώσει ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, να ταρακουνιέται, πάει να πει, να διαμαρτύρεται για το λόγο ότι ασφυκτιά. Οι ανεπίτευκτες τεθλασμένες, που μια ζωή διψασμένη για πληρότητα θα είχε κάθε δικαίωμα να γνωρίσει, περνάνε στις γραμμές και στα χρώματα, στις κραυγές και στους ήχους των πνευματικών δημιουργημάτων. Μήτε που μπορούσε να γίνει αλλιώς, όταν ο κάθε επίδοξος Αχιλλέας διασώθηκε, αφού εδέησε να περάσει μήνες ολόκληρους μέσα στα λίγα λασπωμένα τετραγωνικά ενός χαρακώματος· κι όταν, από την επαύριο της ειρήνης και υστέρα, ένας Θεός Αρχιλογιστής το 'βαλε πείσμα, και το κατάφερε, μέσα σε λίγες δεκαετίες να χωρέσει εκατοντάδες εκατομμυρίων ανθρώπους σε μικροσκοπικές κυψέλες, καταγραμμένους στις μυριάδες καρτέλες μιας αόρατης Εξουσίας, εξαναγκασμένους ν' ακολουθούν τους ρυθμιστικούς κανόνες μιας οικουμενικών διαστάσεων υπερμεγέθους βλακείας.
Ο ασυγχρονισμός της φύσης και του ανθρώπου έφερε τον ασυγχρονισμό της ψυχής και του σώματος. Όπου δεν ακούγεται αηδόνι, ακούγεται κοκτέιλ Μολότωφ. Τα πουλιά εκδικούνται, δε φοίτησαν αυτά ποτέ τους στο Κατηχητικό. Κι οι νεολαίες, αρχίζοντας από την Ουγγαρία ή τη Σουηδία και φτάνοντας στην Τσεχοσλοβακία και στη Γαλλία, ζητούν, με τ' αυτοκίνητα που ανατρέπουν και τις φωτιές που βάζουν, κατά βάθος, τα δικαιώματα του μαύρου σπέρματος. Είναι ανάγκη, μια που η ζωή δε γίνεται να πάει πίσω, να πάνε οι άνθρωποι ακόμη πιο μπροστά, μήπως και την ξαναπιάσουν, όπως θα μπορούσε να πει κανείς, από την ουρά της.
Τη στιγμή που η αόρατη, αλλά και γι' αυτό πιο ουσιαστική, πιο συγκλονιστική θαυματουργία συνεχίζεται με τη μορφή ενός απλού άνθους που ανοίγει τα πέταλα του ή μιας θάλασσας που στραφτοκοπάει στον ήλιο, έχει το δικαίωμα να ελπίζει κανείς ότι, ανάμεσ’ από τα φοβερά κυκλοτρόνια, και τους ηλεκτρονικούς εγκεφάλους, μια μέρα, όπως ανάμεσ’ από δυο μαλτεζόπετρες, θα ξεφυτρώσει πάλι, σαν καταπόρφυρη παπαρούνα, η Ποίηση. Δε μιλώ για την ικανότητα να συνθέτει κανένας στίχους αλλά για την άλλη - ν' ανασυνθέτει τον κόσμο κυριολεκτικά και μεταφορικά, έτσι που οι πόθοι του όσο περισσότερο καταφέρνουν να πραγματοποιούνται τόσο και πιο πολύ θα συντελούν στο να υλοποιηθεί ένα Αγαθό αποδεκτό από το σύνολο των ανθρώπων. Για έναν ονειροπόλο και χιμαιρικόν Έλληνα, όπως δε διστάζω να ομολογήσω ότι είμαι, η έννοια ενός τέτοιου είδους Αγαθού δεν μπορεί να είναι, στην ύστατη κατάληξη της, παρά κάποιο ιδανικό σημείο, παρ' όλα αυτά πλασμένο από χώμα και νερό, μια «Νήσος των Μακάρων», όχι διόλου πνιγμένη σ' έναν πλούτο φυσικόν ή άλλον, άλλα ολιγαρκής και απαιτητική συνάμα, όσο κι ο Παρθενώνας, γυμνή και αρμοσμένη στη χρυσή τομή των ανέμων, με το ασβεστοχρισμένο τοιχάκι μιας εκκλησίας πάνω από την πιο θαμπωτική θάλασσα.
ΣΤ΄
Έχω συλλάβει τη μορφή μου κάπου ανάμεσα σε μια θάλασσα, που ξεπροβάλλει από το ασβεστοχρισμένο τοιχάκι μιας εκκλησίας, και σ' ένα κορίτσι ξιπόλητο, που του σηκώνει ο άνεμος το ρούχο, μια στιγμή τύχης που αγωνίζομαι να αιχμαλωτίσω και της στήνω καρτέρι με λόγια ελληνικά.
Να τι είδους είναι ο ελάχιστος καμβάς όπου μπορεί επάνω του να κεντηθεί το ιδεόγραμμα της ζωής μου· που, ωστόσο, αν έβρισκε κανείς ότι αξίζει τον κόπο να το αναλύσει, θα 'φτανε να σχηματίσει ένα χώρο, που η σημασία του δε βρίσκεται στα στοιχεία τα φυσικά που τον απαρτίζουν, άλλα στις προεκτάσεις και στις αντιστοιχίες τους μέσα μας, ως τις απώτατες άκριες, έτσι ώστε, σε τελικήν ανάλυση, ολόκληρο το νόημα του οράματος να συγκεντρώνεται στην καθαρότητα ψυχής που προϋποθέτει, για να γίνει ευανάγνωστο και κατανοητό. Πρέπει να 'χει, φοβούμαι, πεισθεί κανένας προηγουμένως ότι η ψυχική διεργασία που απαιτείται για να συλλάβει έναν άγγελο είναι πολύ πιο επώδυνη και τρομαχτική από την άλλη, που κατορθώνει να εκμαιεύει δαιμόνους και τέρατα, για να μπορέσει να καταλάβει τι θέλω να πω.
Μίλησα για μια καθαρότητα που το μεταφυσικό της νόημα είναι υπερτοποθετημένο ακριβώς επάνω στο ηθικό και αυτό, πάλι, ακριβώς επάνω στο αισθητικό, τέτοιο που το γνωρίζουμε και που μας έχει παραδοθεί σαν απλή, σχεδόν, θα έλεγα κίνηση των χεριών, οικεία στους Έλληνες απανέκαθεν, είτε αυτοί λέγονται Φειδίες και Ικτίνοι είτε Ανθέμιοι και Ισίδωροι είτε ανώνυμοι θαλασσινοί και μαστόροι των χρόνων της σκλαβιάς. Και που, επίσης, το φάσμα της είναι τόσο πλατύ, ώστε να πιάνει από την αίσθηση και να φτάνει ας την ιδέα, η, πιο σωστά ακόμη, από την εμπιστοσύνη στον υλικό κόσμο έως την εμπιστοσύνη στο «θείο». Η θεοφάνεια του Διονυσίου ή του Μαξίμου, κοιταγμένη από μια σκοπιά ηλιολατρική, και έξω εντελώς από τις συνηθισμένες εύκολες λύσεις που είναι οι πανθεϊστικές.
Άλλωστε, δεν είναι αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ· δεν είναι η καθαρότητα μα ο κίνδυνος της καθαρότητας, που, όσο προχωρούμε προς το Βορρά και όσο πλησιάζουμε προς την εποχή μας, ολοένα μεγαλώνει. Ποιο είναι, λοιπόν, το μυστικό που κράτησε, στη δική μας παράδοση, το χέρι του ποιητή ή του καλλιτέχνη να μη βλασφημήσει ποτέ τη ζωή και να μην τερατολογήσει; Να μη δοκιμάσει τον υπερθετικό βαθμό παρά μόνον (ας μου επιτραπεί να κάνω μια γενίκευση) κατά την κατεύθυνση του αγαθού και του κάλλους; Τι είναι εκείνο που, όταν η λάμψη μιας άλλης ζωής αφεθεί να περάσει μέσα σε τούτη, δε φτάνει ν' αλλοιώσει, όπως άλλου, σ' ένα χιλιομετρικό μήκος μεταμορφώσεων τα πράγματα παρά κατορθώνει απλώς σ' ένα χιλιομετρικό βάθος να τα μετουσιώσει; Κανείς δεν είναι σε θέση ν' απαντήσει με βεβαιότητα. Μιλήσανε πολλοί για το φως, αλλά, προσθέτω, ποιος μας είπε ποτέ, στο αναπεπταμένο πεδίο της κριτικής σκέψης, τι σημαίνει «φως»; Είναι πιο φρόνιμο, βρίσκω, να φτάνει κανείς από την αναλογία μιας κλίμακας ταπεινής στα ουσιαστικά και στα μεγάλα.
Μου έκανε πάντοτε εντύπωση πόσο, από την εποχή που η τύχη των πνευματικών πεπρωμένων του ανθρώπου ξέφυγε από τα χέρια του Ελληνισμού, η έννοια της προσωπικότητας του καλλιτέχνη κατόρθωνε με την ιδιότητα της διογκωμένης ατομικής εξαίρεσης να προοδεύει, ενώ με την έννοια της διερμηνείας ενός ιδανικού – έστω και ατομικού, αφού το ομαδικό από ένα σημείο και υστέρα δεν υπήρχε πια - ολοένα εξασθενούσε κι έσβηνε. Από το ένα μέρος, αυτό· και από το άλλο, πόσο η διαφορά της σημασίας των ανθρωπίνων αισθημάτων, από τη ζωή στην τέχνη, έπαυε να γίνεται αντιληπτή, σε τέτοιο σημείο, που να πιστεύουμε στο τέλος πως αρκεί να γράψεις ότι ένας άνθρωπος πονά ή χαίρεται στη ζωή, για να πονά και να χαίρεται πραγματικά στην τέχνη. Λοιπόν, στο αόρατο και δυσκολοπροσδιόριστο, θα έλεγα, σημείο οπού σμίγουν, κατά κάποιο τρόπο, κι επικοινωνούν αυτά τα δύο θέματα, κι ας μοιάζουν άσχετα μεταξύ τους, βρίσκεται, υποψιάζομαι, το μυστικό που διαφοροποιεί τη δυτική από την ελληνική αντίληψη για την καλλιτεχνική δημιουργία.
Βέβαια, στην εποχή της Σαπφώς ή του Αρχίλοχου, όπως και στην εποχή του Dylan Thomas ή του Pablo Neruda, μια που η αποκοπή από έναν οποιονδήποτε θεϊκό μύθο είχε συντελεσθεί, το Εγώ του ποιητή, και μόνον, καταλαβαίνουμε ότι είχε κληθεί να παίξει τον πρώτο ρόλο. Μόνο που, μπαίνοντας μέσα σ' αύτη την, ας πούμε, σεληνιακή φάση του δυτικού κόσμου, το Εγώ κέρδισε έναν τόνο τόσον οξύ, που το τονιζόμενο στοιχείο απολέσθηκε. Ωστόσο, το Εγώ του ποιητή - επιμένω σ' αυτό και πρέπει να το χωνέψουμε - δεν είναι ο Ποιητής όπως διαμορφώνεται μέσα στον κόσμο· είναι ο κόσμος όπως διαμορφώνεται μέσα στον Ποιητή.
Ω ναι, μου φαίνεται πως η εποχή της λογοτεχνίας των ανεξάρτητων λαών τελειώνει· μπαίνουμε στην εποχή της παραλογοτεχνίας των ευρωπαϊκών επαρχιών: κάτι που να διαβάζεται, άλλα να μην είναι ακριβώς γλώσσα· να άφορα τη σκέψη, άλλα να μην απασχολεί τη σκέψη· να προσφέρει φαντασία, όμως έτοιμη και συσκευασμένη όπως στον κινηματογράφο, που να μη ζητάει δηλαδή συνεπίκουρο τη δική μας. Σύμφωνοι. Μόνο που, είτε το θέλουμε είτε όχι, όταν δε ζητά κανείς ξυραφάκια, δε φτιάχνει κανείς ξυραφάκια.
Ολόκληρος ο μηχανισμός που έτεινε στη συγκρότηση μιας άψογης και πρωτότυπης σελίδας, οπού η κάθε διακύμανση, το κάθε συνταίριασμα λέξεων, το κάθε κόμμα, οι παύλες,, οι παύσεις, οι παρενθέσεις, να συνθέτουν μια φυσιογνωμία μοναδική, ένας μηχανισμός που - όχι αστεία - θυσιάστηκαν ζωές στην υπηρεσία του, μονομιάς πάει περίπατο. Δεν υπάρχει πελάτης για τη σελίδα αυτή, δεν υπάρχει λάτρης για τις ζωοφόρους αυτές του γραπτού λόγου. Όλοι θέλουν τις μεγάλες αλήθειες, κι απέ για το πως θα τους τις πεις δεν ιδρώνει το αυτί τους. Ότι στη λογοτεχνία οι αλήθειες υπάρχουν ή δεν υπάρχουν - τουλάχιστον ως ένα σημείο - από τον τρόπο που λέγονται, μήτε το υποψιάστηκαν ποτέ. Άκουσα πολλούς νέους να θαυμάζουν τον Andre Breton, και ακόμη περισσότερους τον Albert Camus· αλλά, πάνω που πήγα να χαρώ, κατάλαβα το λάθος μου: εκείνο που τους τραβούσε ήταν η θεωρία, τα προβλήματα, οι τέτοιες ή τέτοιες διαπιστώσεις του παράλογου στη ζωή. Για το άλλο, θέλω να πω, για το γεγονός που έδωσε ίσα - ίσα τη χροιά του αναντίρρητου στα λεγόμενα τους, για το ότι είχαν επιτύχει την πιο εύγλωττη ο ένας, την πιο διάφανη και αράγιστη ο άλλος, πεζογραφία της σύγχρονης γαλλικής λογοτεχνίας, ούτε λέξη. Η Peste, και όχι το Noces ή το Ete· η αυτόματη γραφή, και όχι το Point du Jour ή το Amour Fou. Voila ou nous en sommes, που θα έλεγαν και οι ίδιοι.
Ωστόσο, μιλώ χωρίς μελαγχολία. Ξέρω πως είναι λάθος να προδικάζεις, ενόσω διαρκεί η εγκυμοσύνη, τον καρπό του μέλλοντος. Κανένας προγενέστερος δεν είναι κατά κανόνα πιο έξυπνος από τον μεταγενέστερο, και μια κοινωνία οπού τα δικά μας κριτήρια δε θα 'χουν καμιάν απολύτως πέραση βρίσκω πως είναι πολύ πιθανή. Παρ' όλ' αυτά, πάνω στο γιοφύρι, την ώρα που τρίζουν τα σανίδια, είναι δικαίωμα σου να συλλογίζεσαι τον κίνδυνο και να κοιτάς με δέος κατά τον γκρεμό. Η περιλάλητη ενοποίηση του κόσμου, που, από μιαν άποψη, όλοι μας τη θέλουμε, και δουλεύουμε γι' αυτήν, περικλείνει, στο στάδιο τουλάχιστον που διανύουμε σήμερα, καταστάσεις οξύμωρες, θα έπρεπε να πω: τραγελαφικές, που τη σημασία τους δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ακόμη.
Λαοί νέοι και μικροί, γεμάτοι από χυμούς και δυνάμεις ωστικές, εξαναγκάζονται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να ευθυγραμμιστούν με τους μεγάλους και ισχυρούς, που έχουνε χάσει κάθε ικμάδα, και συντηρούνται με προπαρασκευασμένους ορούς πολιτισμού. Η πνευματική τους αλληλογνωριμία, που γίνεται από την τεθλασμένη των μεταφράσεων, οδηγεί σ' έναν αλληθωρισμό αξίων που ευθύς μια τέλεια τεχνική οργάνωση παραλαμβάνει, συγκροτεί, εδραιώνει και παρουσιάζει με όλες τις επιφάσεις της αληθοφάνειας. Διαβατήριο αποτελεί μοιραία η καλή μετάφραση, που όλοι μας ξέρουμε ότι είναι τόσο πιο πρόσφορη, όσο το πρωτότυπο κείμενο είναι λιγότερο ζυμωμένο και μετουσιωμένο στη γλώσσα του τη μητρική.
Ένας από τους πέντε ή δέκα μεγαλύτερους ποιητές σ' όλο τον κόσμο και σ' όλους τους αιώνες, ο Διονύσιος Σολωμός, παραμένει άγνωστος, και θα παραμένει, τη στιγμή που κυκλοφορεί σε απανωτές εκδόσεις ένα πλήθος αλλοφύλων πέμπτης και δέκατης κατηγορίας.
Απέναντι σε μια κατάσταση τόσο παράλογη όσο αυτή δεν αισθάνομαι την ανάγκη ούτε να θρηνήσω ούτε να επαναστατήσω, άλλα μόνο να παραλογιστώ κι εγώ με τη σειρά μου· και ο παραλογισμός μου αυτός να 'ναι η εσχάτη συνέπεια μιας αδήριτης λογικής: ας ευχόμαστε, ας κάνουμε το παν για να υπάρξουν μια μέρα πέντε και δέκα Διονύσιοι Σολωμοί, έτσι που να εξαναγκαστούν οι άλλοι να προσέλθουν στα Νέα Ελληνικά, όπως τους εξανάγκασαν να προσέλθουν στα Αρχαία οι Πίνδαροι και οι Ψάπφες.
Δ΄
Η αγάπη στην ποίηση μου ήρθε από μακριά και, αν μπορεί να το πει αυτό κανένας, έξω απ' τη λογοτεχνία. Το συνειδητοποίησα μια μέρα καθώς τριγύριζα στις αίθουσες του Βρετανικού Μουσείου και βρέθηκα μπροστά σ' έναν πάπυρο πρασινωπό, αν θυμάμαι καλά, με χαραγμένο επάνω του αρκετά καθαρά ένα απόσπασμα της Σαπφώς. Ύστερα από τους σωρούς τα λατινικά χειρόγραφα που κατάπινα τα χρόνια εκείνα ένιωθα μια πραγματική ανακούφιση· μου φαινότανε ότι ο κόσμος ίσιωνε κι έμπαινε στη σωστή του θέση. Αυτά τα λιγνόκορμα συμπαγή κεφαλαία συγκροτούσανε μια γραφική παράσταση διαυγή και μυστηριακή μαζί, που μου 'κανε νόημα φιλικό μέσ' από τους αιώνες. Σα να βρισκόμουν πάλι σ' ένα γιαλό της Μυτιλήνης και ν’ άκουγα την κόρη του περιβολάρη μας να τραγουδά. Κι άξαφνα, όπως ένας ήχος ή μια μυρωδιά, πριν προλάβουμε να το καλοσκεφτούμε, ανασταίνουν μέσα μας μια θαμμένη από καιρό εντύπωση, ξανάβλεπα τον εαυτό μου μαθητή στο Δημοτικό Σχολείο να σκαλίζει τα βιβλία των μεγάλων και να στέκεται με απορία μπροστά σε μιαν ωδή του Πινδάρου. Δεν κάνω λάθος, είμαι βέβαιος, από τότε μου μείνε το κλασικό εκείνο: άριστον μεν ύδωρ. Αλλά εδώ δεν ήταν η ουσία, ήταν η διαφορετική διάταξη της γραφής, που με τραβούσε, νομίζω, τόσο ακατανίκητα. Τι τους έπιανε τους ανθρώπους να συνδυάζουν τις λέξεις έτσι που να μη λεν αυτά που λέμε κάθε μέρα; Και γιατί δεν τραβούσαν ως την άκρια της σελίδας αλλά σταματούσαν και ξανάρχιζαν από την άλλη αράδα;
Στα τραγούδια που άκουγα κάθε μέρα, στα ποιήματα που μαθαίναμε στο σχολείο, δε μου 'ρθε ποτέ να σκεφτώ ένα τέτοιο πράγμα. Ίσως τ' άπλα νοήματα, ίσως η ομοιοκαταληξία, προπαντός αυτή, να μου έδιναν μιαν επαρκή εξήγηση. Αλλά εδώ, στη γερμανική στερεότυπη έκδοση που κρατούσα, δεν υπήρχανε τέτοια πράγματα. Κάτι άλλο υπήρχε, που δεν το καταλάβαινα επειδή, βέβαια, δεν καταλάβαινα τα Αρχαία· και αυτό, σίγουρα, θα εξηγούσε τον ιδιαίτερο τρόπο της γραφής.
Προσπαθώ να εκφράσω με σημερινά λόγια το αίσθημα που είχα την εποχή εκείνη· και που το ξανάβρισκα σ' ένα μόνο πράγμα: στα ξόρκια που με δέος και ανεπιφύλαχτο θαυμασμό παρακολουθούσα να κάνει μια γριά Κρητικιά μαγείρισσα που είχαμε τα χρόνια εκείνα στο σπίτι μας. Ήταν βέβαια και το τελετουργικό μέρος - τ' απανωτά σταυροκοπήματα, οι σταξιές το λάδι στο νερό, οι τρίχες που καίγονταν τσιτσιρίζοντας, ένα κλωναράκι βασιλικός ραντίζοντας τα εικονίσματα. Μα πάνω απ' όλα ήταν τα λόγια· παράξενα, «παλαβάτα», όπως έλεγε η μάνα μου, άσχετα εντελώς μ' αυτά που άκουγα γύρω μου, χωρίς κανέναν ειρμό, "μια μετατόπιση του ονείρου στο λεκτικό ιδίωμα", .όπως θα μπορούσα να το προσδιορίσω σήμερα. Αν είναι θεμιτό να μιλά κανείς για τις παλιές εντυπώσεις, που - άθελα του - η κατοπινή πείρα διορθώνει και συγκροτεί, θα μπορούσα να βεβαιώσω πως είχα να κάνω μ' ένα κύμα μυστηρίου που έβγαινε από το υλικό σώμα του ποιήματος και οπού ο αιρετικός χειρισμός του λόγου βρισκότανε σε αντιστοιχία με τον αιρετικό τρόπο της γραφής. Κάτι που, όσο μεγάλωνα, έβλεπα να προχωρεί βαθιά και να φτάνει ως την κοινή ρίζα, οπού συναντιούνται το φαινόμενο της γλώσσας και η συμβολική της γραφική παράσταση.
Και αυτό το κύμα του μυστηρίου, που το εκπέμπει κάθε κατά μέτωπον επίθεση και απόκρουση του ποιητή από τα ίδια τα μέσα της έκφρασης του, δεν έπαψε να υποβόσκει μέσα μου και να ζωηρεύει, ως το σημείο να με χτυπά με την ίδια ένταση κάθε φορά που μια τυχαία συνάντηση μ' ένα κείμενο ικανό ν' ανοίγει ρήγματα στη λεγόμενη συμβατικότητα έδινε την αφορμή. Αναφέρω δύο συγκεκριμένα παραδείγματα: το ένα είναι η Κάθοδος της Ιχτάρ στον Άδη, το γνωστό ασσυροβαβυλωνιακό ποιητικο-θρησκευτικό κείμενο, που το πρωτοδιάβασα στο βιβλίο του Δρος Pierre Mabille, Le Miroir du Merveilleux, το 1940· και το άλλο, μια εκλαϊκευτική εργασία, επάνω στην κινέζικη γραφή, του Charles Le-play, με βάση το "Τραγούδι του Ποταμού" του Λί Τάι Πο, που έπεσε στα χεριά μου όταν βρισκόμουνα στη Γαλλία την άνοιξη του 1949.
Ένα φτάσιμο ως τα μεγαλύτερα βάθη του χρόνου ήταν το πρώτο· και που έδειχνε πόσο ήταν ανέκαθεν σύμφυτη με τον ψυχισμό του ανθρώπου η παραλογική έκφραση και η υπαγωγή της σ' ένα ύφος λειτουργικό, φτασμένο, έτσι ή αλλιώς, μέσ' από τους πιο διαφορετικούς πολιτισμούς, τις πιο αντιφατικές διαθέσεις, ακόμη και μέσ' από την οξύτερη αισθησιακή παρέκκλιση - τι παράξενο - σ' αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε "θαυματουργία". Ο μηχανισμός του παραμυθιού, ξεσηκωμένος κι αυτός από τον μηχανισμό του ονείρου, η ροπή προς τις δυνάμεις που ξεπερνούν τον άνθρωπο, το αναπότρεπτο της μαγικής επίδρασης των αριθμών, παρόντα εκεί, μιαν ολόκληρη χιλιετηρίδα πριν από τον κύκλο που άνοιξε ο δικός μας πολιτισμός.
Κι ένα άλλου είδους φτάσιμο, στα βάθη της φαντασίας του ανθρώπου αυτό, και του τρόπου της λειτουργίας της, όταν πρωτόνιωσε την ανάγκη ν' ανακοινωθεί, ήτανε το δεύτερο. Αλήθεια, δε γνωρίζω ποιητικότερο αποτύπωμα της επινοητικότητας, που μπορεί να διαθέτει το ανθρώπινο πνεύμα, από το κινέζικο ιδεόγραμμα, όπως μας παρουσιάζεται εντελώς ιδιαίτερα στην πρώτη, την αρχαϊκή του μορφή. Πρόκειται κυριολεκτικά για μιαν ακτινογραφία βγαλμένη απάνω στη στιγμή που ο ανθρώπινος νους πιάνει στην απόχη των σχημάτων εξίσου αποτελεσματικά τον κόσμο της ύλης και την αφηρημένη σκέψη. Όλα όσα έχουμε ίσαμε σήμερα θαυμάσει στα κορυφαία ποιητικά επιτεύγματα - η δύναμη των αναλογιών, η ακαριαία μετατροπή της σκέψης σε εικόνα, η τόλμη ή συνδυαστική της φαντασίας και η ατελεύτητη συνειρμική της αλληλουχία - δεν αποτελούν παρά την αναλυτική φάση του ίδιου φαινομένου που ύστερα από μια νοερή διαδραμάτιση μας παρουσιάζεται κλειδωμένο σ' ένα τελικό συντομογράφημα.
Το φαινόμενο της γέννησης είναι, στη γλώσσα και στη γραφή της, όπως και στη ζωή την ανθρώπινη, λιγότερο ίσως εντυπωσιακό, πολύ πιο ισχυρό όμως από το φαινόμενο του θανάτου. Κι απ' αυτή την άποψη, της ελληνικής γλώσσας η γέννηση και η διαμόρφωση, για να ξανάρθουμε στο θέμα, με απασχολήσανε πολύ· όχι μόνο σαν ποιητή, που είναι φυσικό να πασχίζει να ξυπνήσει τα πράγματα από τη νάρκη τους μέσα στις λέξεις, θέλω να πω, να ξαναφέρει τις λέξεις στην κατάσταση του νεογέννητου, άλλα και σαν άνθρωπο, που η ευαισθησία του απόχτησε με τα χρόνια την αγωγή της ακοής απέναντι σε ό,τι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «ηχώ των φαινομένων». Είναι ένας τρόπος κι αυτός ν' αντιλαμβάνεται κανείς τα πράγματα, που αν, στην περίπτωση αυτή, κινδυνεύει να με παρασύρει σε παραλογισμούς ή σε παλιές ξεπερασμένες θεωρίες, μου είναι αδιάφορο. Ετοιμάζομαι να πω τούτο: τα στόματα που μπόρεσαν να μιλήσουν έτσι κι όχι αλλιώς, που αρθρώσανε τις λέξεις με τελείωση φθογγολογική, ικανή να παρακολουθεί τη γραμματολογική, χωρίς ούτε να υπολείπεται απ' αυτήν ούτε να την ξεπερνάει ούτε να την αλλοιώνει, ασύνειδά τους υπακούανε στην ιδιαίτερη ακτινοβολία που προσλαμβάνουν τα φυσικά φαινόμενα στη συγκεκριμένη αυτή γεωγραφική περιοχή. Μεταφέρανε, και από συλλαβή σε συλλαβή σωματώνανε, τις έννοιες σε σύμβολα που είχαν το ίδιο καθαρό περίγραμμα (την ίδια έλλειψη αστάθειας ή μουσικής σύγχυσης ή σκιοφωτισμού) με τα πράγματα που υπήρξανε η γενεσιουργός τους αιτία - ένα βουνό στην πρωινή αιθρία, έναν ήλιο καταμεσής της θάλασσας, ένα βότσαλο μες στη διαύγεια του βυθού.
Την ημέρα που συνειδητοποίησα ότι στην ελληνική γλώσσα δεν υπάρχει κιαροσκούρο κατάλαβα πόσο εύλογη είναι η αδυναμία μας να δεχθούμε την Αναγέννηση κι είδα να φεύγει και το τελευταίο στοιχείο που μ' εμπόδιζε να κατανοήσω τη βαθύτερη ενότητα της τέχνης στην Αρχαία Ελλάδα, στο Βυζάντιο και στα Νεοελληνικά χρόνια. Το φαινόμενο της ελληνικής γλώσσας πήρε στα μάτια μου τα γνωρίσματα του αναπόφευχτου που παρουσιάζουν τα φαινόμενα τα φυσικά· σε τέτοιο βαθμό, που έφτασα να πιστεύω ακράδαντα ότι κι η πιο θολή κι η πιο φευγαλέα ξένη γλώσσα υστέρα από μια χιλιετηρίδα ζωής στην περιοχή αυτή θα 'βλέπε τη φύση της ν' αλλάζει, τους ήχους ν' ανεβαίνουν από το λάρυγγα και να κατεβαίνουν από τη μύτη στη στοματική κοιλότητα, τις λέξεις να χάνουν τις άχρηστες συλλαβές τους, να ξεπλένονται στο φως και να λειαίνονται, την ουσία τους να καθαρίζει μ' έναν τρόπο, αν όχι ακριβώς τον ίδιο, τουλάχιστον παραπλήσιο προς τον ελληνικό.
Δεν αξιολογώ τη στιγμή αύτη - διαπιστώνω· είναι κάτι πολύτιμο για μένα. Γιατί με βοήθησε ν' αντιλαμβάνομαι, σήμερα, ότι ακόμη κι ο μικρός κώδικας της συμπεριφοράς μου απέναντι στους τρίτους, η προσωπική ηθική μου, ας πούμε, δεν είναι παρά μια ευδιάκριτη μεταγραφή της αισθητικής μου, που, με τη σειρά της κι αυτή, δεν είναι παρά μια μεταγραφή των φυσικών ορών που προσδιορίσανε την ανθρωπινή μου περίπτωση. Αλλά ένας τέτοιος δρόμος, από το επάνω του μέρος, μοιραία οδηγεί προς τη Μεταφυσική. Με κάθε κύμα της Ποίησης που μου ξανάρχεται, αφού προηγουμένως χτυπήσει στην πρώτη μου νεότητα, νιώθω να βρίσκομαι πιο κοντά στο φως. Η έννοια της Ανάστασης αναπόσπαστα είναι δεμένη μέσα μου με την έννοια του Θανάτου, άλλα πολύ πίσω, εκεί, στην περιοχή τη μυστική, που είναι και ο προθάλαμος της Γέννησης. Την άκρα ολιγάρκεια μου την ξαναβρίσκω στην ειρηνική συμβίωση μου μ' ένα τέτοιου είδους αίνιγμα· όπως την εξοικείωση μου με την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων, στη λειτουργία που ξέρει να προσθέτει δυο φτερούγες αγγέλου στον άνθρωπο. Τέλος, στο άγριο συναίσθημα υπερηφάνειας, που με χαρακτηρίζει, φτάνω να βρίσκω τους λόγους που με κάνουν να εχθρεύομαι τόσο πολύ τον μορφασμό στην Τέχνη (και στη Ζωή, βέβαια) και να υπακούω στη μυστική φωνή που αέναα μου υπαγορεύει: «αυτό που σε καθιστά ανίσχυρο δεν είναι για να το τραγουδήσεις».
Ε λοιπόν ναι, δεν υπάρχει αμφιβολία. Η έμφυτη ροπή μου να εξαγιάζω την αίσθηση εκβάλλει κατευθείαν στο δράμα του Παραδείσου. Και είναι η νόηση του αφηρημένου μέσ' απ' την αίσθηση του συγκεκριμένου που με κάνει αμετανόητα να ξαναγυρίζω, θύμα κι εγώ του αιώνιου, στο απόλυτο αστραφτοβόλημα μιας θάλασσας μέσα στον ήλιο:
Elle est retrouvée!
Quoi? l' éternité.
C'est la mer mèlée
Au soleil.
E'
Θάμπωναν τα μάτια μου, καταμεσήμερο Ιουλίου, από τις άπειρες κοψιές του ήλιου μες στα κύματα· που κι αν ακόμα δεν υπήρχαν οι ελαιώνες, τέτοια στιγμή θα τους είχα επινοήσει· όμοια τζιτζίκι. Κάπως έτσι θα 'γινε, φαντάζομαι, σε καιρούς αλλοτινούς, ο κόσμος· που αν δεν έγινε καλύτερος, βέβαια, φταίει ο φόβος του ανθρώπου να κοιταχτεί και να παραδεχτεί ποιος είναι προτού μιλήσει. Εγώ μιλώ. Θέλω να κατεβώ τα σκαλοπάτια, να πέσω μες σ' αυτή τη θαλερή φωτιά κι ύστερα ν' αναληφτώ σαν άγγελος Κυρίου...
Η αλαφράδα, η έλλειψη της βαρύτητας, το φτερούγισμα στα ύψη, σαν ιδέα και σα βίωμα των ελεύθερων ωρών του ύπνου μου, πάντοτε, μου 'διναν μιαν άρρητη ηδονή· κι ίσως δεν είναι, τυχαίο που η ψυχανάλυση, από τη δική της σκοπιά, έφτασε να δώσει στο ίδιο αυτό φαινόμενο μια συγκεκριμένη σεξουαλική ερμηνεία. Στα παραμύθια, στα τραγούδια, στις λαϊκές παραδόσεις, το συναντάμε συχνά. Οπουδήποτε ξεσπάει ο άνθρωπος, κι αφήνει τα ένστικτα του να μιλήσουν, πετάει. Θέλω να πω, πάει αντίθετα προς τους φυσικούς νόμους που τον καθηλώνουν. Διαμαρτύρεται για μιαν ακόμη, παρ' ολίγον, περιπέτεια, που δεν του δόθηκε να χαρεί. Θέλει να κατακτήσει, να βιάσει, να εκσπερματώσει, να προεκτείνει τις σωματικές του δυνάμεις σ' όλο το μάκρος των νοητικών του λειτουργιών. Αυτά τα κράνη και τα σπαθιά, που τα παλεύει από μικρός, οι ξεκοιλιασμένες κούκλες και τα ξεχαρβαλωμένα ρολόγια τι άλλο νόημα μπορεί να έχουν; Διαβάζοντας κανείς την ιστορία, και πιο ειδικά το ανεκδοτολογικό και πολιτιστικό της μέρος, φρίττει μπροστά στην έλλειψη ασφάλειας που γνώρισαν κάποτε οι άνθρωποι. Συλλογίζομαι όμως πως αν οι άνθρωποι αυτοί μπορούσαν να ξαναϋπάρξουν και να διαβάσουν τη δική μας ιστορία, θα έφριτταν και αυτοί με τη σειρά τους μπροστά στην έλλειψη ανασφάλειας που επιτύχαμε, ζώντας κυριολεκτικά με τα δυο μας πόδια σ' ένα παπούτσι. Δεν είμαι καθόλου νοσταλγός του πρωτογονισμού, κι από τ' άλλο μέρος, κάθε σαδομαζοχιστική εκτροπή όπως και - ακόμη περισσότερο - κάθε καλλιέργεια τεχνητής ευδαιμονίας με βρίσκουν αντίθετο. Παρ' όλ' αυτά, αισθάνομαι υποχρεωμένος να λάβω πολύ στα σοβαρά υπόψη μου μερικά τυπικά συμπτώματα «οργής», «ανταρσίας» και «αναρχισμού», που χαρακτηρίζουν τη σημερινή νεολαία και μάλιστα - ενόσω βρίσκονται στην αφιλόκερδη φάση τους, δεν έχουν δηλαδή προλάβει να διοχετευθούν σε παρατάξεις, που επιδιώκουν άλλου είδους οφέλη - να τα κατανοήσω και να τα χειροκροτήσω, όπως πραγματικά τους αξίζει.
Θα πρέπει να 'ναι κανένας πολύ χοντρόπετσος για να μην καταλαβαίνει ότι, στο βάθος, υποφέρει από τα ίδια δεινά που υποφέρουν κι εκείνοι και ότι αν δεν αντιδρά με τον ίδιο τρόπο φταίει άπλα και μόνον η ηλικία του. Αν ήμουν σκηνοθέτης παντομίμας, θα διάλεγα έναν ηθοποιό που να διαθέτει σωματικές ικανότητες ακροβάτη και θα τον έβαζα μισή ώρα πάνω στη σκηνή να πασχίζει πως θα καταφέρει καλύτερα να περδουκλωθεί πάνω στο κάθισμα του, με το ένα πόδι, τελικά, πάνω απ' το κεφάλι, το άλλο κάτω απ' τον πισινό, τα χέρια πίσω απ' τη ράχη ανάποδα, το λαιμό στραγγουλισμένο, το στόμα φιμωμένο, την ανάσα δύσκολη, τα μάτια μισόκλειστα. Ένας άλλος ηθοποιός, πλάσμα φτασμένο, υποτίθεται, από μακρινό πλανήτη, θ' απορούσε για την υπεράνθρωπη αυτή όσο και μάταιη προσπάθεια ως τη στιγμή που, προσέχοντας κάτι άλλο, θ' άρχιζε να καταλαβαίνει και να χτυπά το μέτωπο του: να καταλαβαίνει δηλαδή ότι με το οδυνηρό του περδούκλωμα ο δυστυχισμένος αυτός αποσκοπούσε απλά και μόνο ν' ανταποκριθεί στη θέση που του όριζε, για να μπορέσει να λειτουργήσει, ένα πολύπλοκο μηχάνημα στημένο αντικρύ του, με σωλήνες, λάστιχα, κουμπιά, χούνια και απορροφητήρες, αποτέλεσμα πολυετών ερευνών, που, χάρη σ' έναν απίστευτης τελειότητας μηχανισμό, του επέτρεπε, οντάς σ’ αύτη τη στάση, παρ' όλ' αυτά να συντηρείται στη ζωή, ν' αναπνέει, να τρώει, ν' αφοδεύει, να κάνει έρωτα και να παρακολουθεί τηλεόραση, χωρίς να μετακινηθεί.
Ζητώ συγγνώμη για τον εύκολο συμβολισμό, αλλά η εποχή μας σ' αυτήν ακριβώς την αλήθεια συμποσούται: μια καταπληκτική τεχνική πρόοδος αγωνίζεται να θεραπεύσει τα δεινά που προκαλεί στον άνθρωπο μια καταπληκτική τεχνική πρόοδος. Βρισκόμαστε μακριά από την εποχή που ο άνθρωπος ονειρευόταν ένα πουλί. Από τη στιγμή που πέταξε το πρώτο αεροπλάνο, εκείνος έχασε τα φτερά του. Τα φτερά του που, είναι η αλήθεια, πολύ συχνά τον απομάκρυναν από ένα τέλος σε ειρηνικό κρεβάτι· και υστέρα; Στο αναμεταξύ εκείνος εκσπερμάτωνε. Θέλω να πω, του δινότανε η ευχέρεια να ξοδέψει όχι μόνο ένα ποσοστό από το λευκό εκείνο σπέρμα που αναλογεί στον κάθε άνθρωπο και που έτσι ή αλλιώς, ακόμη και χωρίς συνεταίρο, βρίσκεται τρόπος να βγει, μα κι ένα μεγάλο ποσοστό από το άλλο, το μαύρο σπέρμα, που - δεν είναι η θέση εδώ ν' αναρωτηθεί κανείς «γιατί» - συμβαίνει να περικλείνει στα βάθη της η ψυχή του· και που, επίσης, αν δεν ξοδευτεί με τη μέθοδο του απροσδόκητου (θα έπρεπε να πω: του θαύματος) ή της οποιασδήποτε περιπέτειας, κινδυνεύει να τον οδηγήσει στην παράκρουση.
Όλες αυτές οι περιπλανήσεις των λαών που διαβάζουμε στα παλαιά χρονικά, η μόνιμη σχεδόν διαβίωση τους χωρίς αστυνόμευση, το παρθένο έδαφος που πρωτοπατούσανε, οι ληστείες, οι απαγωγές, οι αρπαγές, οι εξορμήσεις προς το άγνωστο μεσ' από μύριους φυσικούς κινδύνους η ήθη και έθιμα εξωτικά, η πάλη σώμα με σώμα στους πολέμους, το κούρσεμα μυθικών πολιτειών, οι έρωτες κι οι μονομαχίες, αντιστοιχούσανε σε ποταμούς σωστούς μαύρου σπέρματος που αποτρέπανε κάθε ιδέα κόρου ή ανίας, και χαλαρώνανε τα ελατήρια ενός νευρικού συστήματος που αντέχει στα πάντα εκτός απ' την αχρησία.
Στους προηγμένους πνευματικά λαούς η πίεση των δυνάμεων της ψυχής βρήκε, ως ένα σημείο, διέξοδο στις διάφορες μορφές της τέχνης - στο χορό, στη μουσική, στο δράμα· ως ένα σημείο· γιατί ούτε όλοι οι άνθρωποι μέσα σ' ένα λαό συμβαίνει να είναι στον ίδιο βαθμό προηγμένοι ούτε όλοι οι προηγμένοι ν' αρκούνται, δυστυχώς, στου είδους αυτού τα υποκατάστατα. Πολύ περισσότερο που, ας προχθές ακόμα, η μαθηματική ένταξη του καθενός απ' αυτούς μέσα σ' ένα βαθμολογημένο σύνολο, που ελέγχεται αδιάκοπα, και η τέλεια φίμωση του, δεν είχε συντελεσθεί. Το μεγάλο πρόβλημα διαγράφεται πιο καθαρά μέσα στο κάτοπτρο της τέχνης, που τη βλέπουμε, πριν ακόμη τελειώσει ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, να ταρακουνιέται, πάει να πει, να διαμαρτύρεται για το λόγο ότι ασφυκτιά. Οι ανεπίτευκτες τεθλασμένες, που μια ζωή διψασμένη για πληρότητα θα είχε κάθε δικαίωμα να γνωρίσει, περνάνε στις γραμμές και στα χρώματα, στις κραυγές και στους ήχους των πνευματικών δημιουργημάτων. Μήτε που μπορούσε να γίνει αλλιώς, όταν ο κάθε επίδοξος Αχιλλέας διασώθηκε, αφού εδέησε να περάσει μήνες ολόκληρους μέσα στα λίγα λασπωμένα τετραγωνικά ενός χαρακώματος· κι όταν, από την επαύριο της ειρήνης και υστέρα, ένας Θεός Αρχιλογιστής το 'βαλε πείσμα, και το κατάφερε, μέσα σε λίγες δεκαετίες να χωρέσει εκατοντάδες εκατομμυρίων ανθρώπους σε μικροσκοπικές κυψέλες, καταγραμμένους στις μυριάδες καρτέλες μιας αόρατης Εξουσίας, εξαναγκασμένους ν' ακολουθούν τους ρυθμιστικούς κανόνες μιας οικουμενικών διαστάσεων υπερμεγέθους βλακείας.
Ο ασυγχρονισμός της φύσης και του ανθρώπου έφερε τον ασυγχρονισμό της ψυχής και του σώματος. Όπου δεν ακούγεται αηδόνι, ακούγεται κοκτέιλ Μολότωφ. Τα πουλιά εκδικούνται, δε φοίτησαν αυτά ποτέ τους στο Κατηχητικό. Κι οι νεολαίες, αρχίζοντας από την Ουγγαρία ή τη Σουηδία και φτάνοντας στην Τσεχοσλοβακία και στη Γαλλία, ζητούν, με τ' αυτοκίνητα που ανατρέπουν και τις φωτιές που βάζουν, κατά βάθος, τα δικαιώματα του μαύρου σπέρματος. Είναι ανάγκη, μια που η ζωή δε γίνεται να πάει πίσω, να πάνε οι άνθρωποι ακόμη πιο μπροστά, μήπως και την ξαναπιάσουν, όπως θα μπορούσε να πει κανείς, από την ουρά της.
Τη στιγμή που η αόρατη, αλλά και γι' αυτό πιο ουσιαστική, πιο συγκλονιστική θαυματουργία συνεχίζεται με τη μορφή ενός απλού άνθους που ανοίγει τα πέταλα του ή μιας θάλασσας που στραφτοκοπάει στον ήλιο, έχει το δικαίωμα να ελπίζει κανείς ότι, ανάμεσ’ από τα φοβερά κυκλοτρόνια, και τους ηλεκτρονικούς εγκεφάλους, μια μέρα, όπως ανάμεσ’ από δυο μαλτεζόπετρες, θα ξεφυτρώσει πάλι, σαν καταπόρφυρη παπαρούνα, η Ποίηση. Δε μιλώ για την ικανότητα να συνθέτει κανένας στίχους αλλά για την άλλη - ν' ανασυνθέτει τον κόσμο κυριολεκτικά και μεταφορικά, έτσι που οι πόθοι του όσο περισσότερο καταφέρνουν να πραγματοποιούνται τόσο και πιο πολύ θα συντελούν στο να υλοποιηθεί ένα Αγαθό αποδεκτό από το σύνολο των ανθρώπων. Για έναν ονειροπόλο και χιμαιρικόν Έλληνα, όπως δε διστάζω να ομολογήσω ότι είμαι, η έννοια ενός τέτοιου είδους Αγαθού δεν μπορεί να είναι, στην ύστατη κατάληξη της, παρά κάποιο ιδανικό σημείο, παρ' όλα αυτά πλασμένο από χώμα και νερό, μια «Νήσος των Μακάρων», όχι διόλου πνιγμένη σ' έναν πλούτο φυσικόν ή άλλον, άλλα ολιγαρκής και απαιτητική συνάμα, όσο κι ο Παρθενώνας, γυμνή και αρμοσμένη στη χρυσή τομή των ανέμων, με το ασβεστοχρισμένο τοιχάκι μιας εκκλησίας πάνω από την πιο θαμπωτική θάλασσα.
ΣΤ΄
Έχω συλλάβει τη μορφή μου κάπου ανάμεσα σε μια θάλασσα, που ξεπροβάλλει από το ασβεστοχρισμένο τοιχάκι μιας εκκλησίας, και σ' ένα κορίτσι ξιπόλητο, που του σηκώνει ο άνεμος το ρούχο, μια στιγμή τύχης που αγωνίζομαι να αιχμαλωτίσω και της στήνω καρτέρι με λόγια ελληνικά.
Να τι είδους είναι ο ελάχιστος καμβάς όπου μπορεί επάνω του να κεντηθεί το ιδεόγραμμα της ζωής μου· που, ωστόσο, αν έβρισκε κανείς ότι αξίζει τον κόπο να το αναλύσει, θα 'φτανε να σχηματίσει ένα χώρο, που η σημασία του δε βρίσκεται στα στοιχεία τα φυσικά που τον απαρτίζουν, άλλα στις προεκτάσεις και στις αντιστοιχίες τους μέσα μας, ως τις απώτατες άκριες, έτσι ώστε, σε τελικήν ανάλυση, ολόκληρο το νόημα του οράματος να συγκεντρώνεται στην καθαρότητα ψυχής που προϋποθέτει, για να γίνει ευανάγνωστο και κατανοητό. Πρέπει να 'χει, φοβούμαι, πεισθεί κανένας προηγουμένως ότι η ψυχική διεργασία που απαιτείται για να συλλάβει έναν άγγελο είναι πολύ πιο επώδυνη και τρομαχτική από την άλλη, που κατορθώνει να εκμαιεύει δαιμόνους και τέρατα, για να μπορέσει να καταλάβει τι θέλω να πω.
Μίλησα για μια καθαρότητα που το μεταφυσικό της νόημα είναι υπερτοποθετημένο ακριβώς επάνω στο ηθικό και αυτό, πάλι, ακριβώς επάνω στο αισθητικό, τέτοιο που το γνωρίζουμε και που μας έχει παραδοθεί σαν απλή, σχεδόν, θα έλεγα κίνηση των χεριών, οικεία στους Έλληνες απανέκαθεν, είτε αυτοί λέγονται Φειδίες και Ικτίνοι είτε Ανθέμιοι και Ισίδωροι είτε ανώνυμοι θαλασσινοί και μαστόροι των χρόνων της σκλαβιάς. Και που, επίσης, το φάσμα της είναι τόσο πλατύ, ώστε να πιάνει από την αίσθηση και να φτάνει ας την ιδέα, η, πιο σωστά ακόμη, από την εμπιστοσύνη στον υλικό κόσμο έως την εμπιστοσύνη στο «θείο». Η θεοφάνεια του Διονυσίου ή του Μαξίμου, κοιταγμένη από μια σκοπιά ηλιολατρική, και έξω εντελώς από τις συνηθισμένες εύκολες λύσεις που είναι οι πανθεϊστικές.
Άλλωστε, δεν είναι αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ· δεν είναι η καθαρότητα μα ο κίνδυνος της καθαρότητας, που, όσο προχωρούμε προς το Βορρά και όσο πλησιάζουμε προς την εποχή μας, ολοένα μεγαλώνει. Ποιο είναι, λοιπόν, το μυστικό που κράτησε, στη δική μας παράδοση, το χέρι του ποιητή ή του καλλιτέχνη να μη βλασφημήσει ποτέ τη ζωή και να μην τερατολογήσει; Να μη δοκιμάσει τον υπερθετικό βαθμό παρά μόνον (ας μου επιτραπεί να κάνω μια γενίκευση) κατά την κατεύθυνση του αγαθού και του κάλλους; Τι είναι εκείνο που, όταν η λάμψη μιας άλλης ζωής αφεθεί να περάσει μέσα σε τούτη, δε φτάνει ν' αλλοιώσει, όπως άλλου, σ' ένα χιλιομετρικό μήκος μεταμορφώσεων τα πράγματα παρά κατορθώνει απλώς σ' ένα χιλιομετρικό βάθος να τα μετουσιώσει; Κανείς δεν είναι σε θέση ν' απαντήσει με βεβαιότητα. Μιλήσανε πολλοί για το φως, αλλά, προσθέτω, ποιος μας είπε ποτέ, στο αναπεπταμένο πεδίο της κριτικής σκέψης, τι σημαίνει «φως»; Είναι πιο φρόνιμο, βρίσκω, να φτάνει κανείς από την αναλογία μιας κλίμακας ταπεινής στα ουσιαστικά και στα μεγάλα.
Μου έκανε πάντοτε εντύπωση πόσο, από την εποχή που η τύχη των πνευματικών πεπρωμένων του ανθρώπου ξέφυγε από τα χέρια του Ελληνισμού, η έννοια της προσωπικότητας του καλλιτέχνη κατόρθωνε με την ιδιότητα της διογκωμένης ατομικής εξαίρεσης να προοδεύει, ενώ με την έννοια της διερμηνείας ενός ιδανικού – έστω και ατομικού, αφού το ομαδικό από ένα σημείο και υστέρα δεν υπήρχε πια - ολοένα εξασθενούσε κι έσβηνε. Από το ένα μέρος, αυτό· και από το άλλο, πόσο η διαφορά της σημασίας των ανθρωπίνων αισθημάτων, από τη ζωή στην τέχνη, έπαυε να γίνεται αντιληπτή, σε τέτοιο σημείο, που να πιστεύουμε στο τέλος πως αρκεί να γράψεις ότι ένας άνθρωπος πονά ή χαίρεται στη ζωή, για να πονά και να χαίρεται πραγματικά στην τέχνη. Λοιπόν, στο αόρατο και δυσκολοπροσδιόριστο, θα έλεγα, σημείο οπού σμίγουν, κατά κάποιο τρόπο, κι επικοινωνούν αυτά τα δύο θέματα, κι ας μοιάζουν άσχετα μεταξύ τους, βρίσκεται, υποψιάζομαι, το μυστικό που διαφοροποιεί τη δυτική από την ελληνική αντίληψη για την καλλιτεχνική δημιουργία.
Βέβαια, στην εποχή της Σαπφώς ή του Αρχίλοχου, όπως και στην εποχή του Dylan Thomas ή του Pablo Neruda, μια που η αποκοπή από έναν οποιονδήποτε θεϊκό μύθο είχε συντελεσθεί, το Εγώ του ποιητή, και μόνον, καταλαβαίνουμε ότι είχε κληθεί να παίξει τον πρώτο ρόλο. Μόνο που, μπαίνοντας μέσα σ' αύτη την, ας πούμε, σεληνιακή φάση του δυτικού κόσμου, το Εγώ κέρδισε έναν τόνο τόσον οξύ, που το τονιζόμενο στοιχείο απολέσθηκε. Ωστόσο, το Εγώ του ποιητή - επιμένω σ' αυτό και πρέπει να το χωνέψουμε - δεν είναι ο Ποιητής όπως διαμορφώνεται μέσα στον κόσμο· είναι ο κόσμος όπως διαμορφώνεται μέσα στον Ποιητή.
Που σημαίνει ότι αν ο Ποιητής αποτελεί μιαν εξαίρεση, η εξαίρεση αυτή καθαυτή δεν ενδιαφέρει, ενδιαφέρει με ποιόν τρόπο η εξαίρεση αντιλαμβάνεται τον κανόνα.
Δεν ξέρω αν δίνω να καταλάβει κανείς τι θέλω να πω. Συχνά, για ν' ακολουθήσεις την ευθεία οδό στην Ποίηση χρειάζεται να παίρνεις τις παρακαμπτήριες. Έχω χίλιες πίκρες για τα ποιήματα που έγραψα, δεν υπάρχει ούτ' ένα που να μ' αφήνει ορθόν, παρ' όλ' αυτά ευλογώ την ώρα και τη στιγμή που έσπρωξαν το χέρι μου να τα γράψω, και μάλιστα να τα γράψω έτσι κι όχι αλλιώς. Αλήθεια το λέω, κι ας μη θεωρηθεί ασέβεια, ότι αν ήταν άλλος ένας να κλάψει για τον μάταιο τούτο κόσμο, δεν πιστεύω πως θα 'πιανα ποτέ την πένα. Είναι η εναντίωση που με τράβηξε. Τουλάχιστον έτσι πίστευα· πως είναι αύτη το δακτυλικό μου αποτύπωμα, Σήμερα κάτι άλλο με κάνει να πιστεύω πως οι κυκλοτερές γραμμές, που σχηματίζουν αυτό το αποτύπωμα, είναι λιγότερο μιας μοναδικότητας και περισσότερο μιας κοινότητας τα νήματα που - ποιος ξέρει από ποια βάθη τραβηγμένα - έφτασαν ίσαμε κει οπού κρατιέται η πένα. Κι όσο για τα βιογραφικά περιστατικά (τις αφορμές που μας κάνουν κάθε φορά να υλοποιούμε τον εαυτό μας, και να φωτίζουμε καλύτερα μιαν από τις πλευρές του), τα σέβομαι, βέβαια, και υπακούω σ’ αυτά, όμως μονάχα στο μέτρο που μπορούν να επαληθεύουν - κάποτε και με τον πιο απροσδόκητο τρόπο -· την καθαρότητα που τείνει, ασταμάτητα, να παίρνει μέσα στο σχεδόν αποσπασμένο από μένα Εγώ μου ο κόσμος.
Αν εμίλησα στην αρχή για κορίτσι και για εκκλησάκι με κίνδυνο να φανώ ελάχιστα σοβαρός είχα το λόγο μου. Θα 'θελα να τραβήξω το πρώτο μέσα στο δεύτερο και να το κάνω δικό μου, όχι διόλου για να σκανδαλίσω, αλλά για να ομολογήσω πως ο ερωτάς είναι ένας· και, μαζί, για να κάνω πιο πυκνό το ποίημα, που θέλω, με τις ήμερες του βίου μου, ν' αποτελώ.
Κλωνάρια ροδιάς θα 'βλεπα τότε να ξεφυτρώνουν από το τέμπλο κι ο άνεμος να ψέλνει στο παραθυράκι με το κύμα όταν ο νοτιάς,, πιο δυνατός, θα το βοηθούσε να καβαλήσει το πεζούλι. Σ' ένα τέτοιο πεζούλι αγγίχτηκα γυμνός κάποτε, κι ένιωσα να καθαρίζουνε τα σωθικά μου, σάμπως ο ασβέστης να 'χε διαπεράσει φύλλο - φύλλο με τις απολυμαντικές του ιδιότητες την καρδιά μου. Γι' αυτό δε φοβήθηκα ποτέ μου το βλέμμα το άγριο των Αγίων, το άγριο, βέβαια, όπως καθετί που φτάνει τ' Άφταστα. Ήξερα ότι έφτανε ίσα - ίσα ν' αποκρυπτογραφεί τους Νόμους της φανταστικής μου πολιτείας και ν' αποκαλύπτει ότι είναι αύτη η έδρα της αθωότητας. Μην το πάρει κανένας για έπαρση· δε μιλώ για τον εαυτό μου· μιλώ για όποιον νιώθει σαν τον εαυτό μου και δεν έχει αρκετή αφέλεια να τ' ομολογεί.
Αν υπάρχει, συλλογίζομαι, για τον καθένα μας ένας διαφορετικός, προσωπικός Παράδεισος, ανεπανόρθωτα ο δικός μου θα πρέπει να 'ναι σπαρμένος με δέντρα λέξεων που τ' ασημώνει ο άνεμος καθώς λευκές, από ανθρώπους που βλέπουν να επαναστρέφει επάνω τους το δίκιο που τους είχε αφαιρεθεί, από πουλιά που ακόμα και μέσα στην αλήθεια του θανάτου επιμένουν να κελαηδούν ελληνικά, και να λεν «έρωτας», «έρωτας», «έρωτας»...
Ζ'
Η πρώτη αλήθεια είναι ο θάνατος. Απομένει να μάθουμε ποια είναι η τελευταία. Η αίσθηση του «γυρισμού των πραγμάτων» μου είναι οικεία, ίδια καθώς το κύμα της Ποίησης που έλεγα πριν ότι τ' αφήνω να χτυπά μακριά στην πρώτη μου νεότητα και να ξαναγυρίζει εκεί που περιμένω λιγοστεμένος κάθε φορά και περισσότερο, αλλ' ορθός - καθώς το θέλησα. Ένας αμετανόητα ερωτευμένος· που πηγαίνω πάντα νωρίτερα στο σημείο το κρυφό της συνάντησης, με την ίδια λαχτάρα, το ίδιο σφίξιμο στο λαιμό, το ίδιο βημάτισμα επάνω - κάτω και περιμένω... Τι; Ίσως αυτό, θα έλεγα, που αν δεν ανέβει να γίνει δάκρυο, πήζει στο στήθος και βαραίνει και ο κόσμος όλος άξαφνα φαίνεται τόσο γλυκός και τόσο πικρός μαζί. Κάποτε είναι μια κοπέλα· κάποτε, πάλι, δυο - τρεις στίχοι· πολλές φορές, άπλα και μόνον το καλοκαίρι.
Τα πιο ανεπαίσθητα σημάδια, τα πιο αόρατα- ο τρόπος που γέρνει λίγο πιο λοξά ένα πουλί, που φωνάζει λίγο πιο δυνατά ο γιαουρτάς το δειλινό στον κατηφορικό δρόμο, που μπαίνει απ' τ' ανοιχτό παράθυρο αναπάντεχα μια μυρωδιά καμένου χόρτου (που βρέθηκε; από που να 'ρχεται) -, παίρνουν ολάκερη τη σημασία τους, λες κι έχουν αποστολή τους μοναδική να με πείσουν ότι, οπού να 'ναι, σήμανε ο ερχομός της αγαπημένης. Να γιατί γράφω. Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο Θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη άλλα που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε να ανιχνεύσει η ψυχή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο Ήλιος κι ο Άδης αγγίζονται. Η ατελεύτητη φορά προς το φως το Φυσικό, που είναι ο Λόγος, και το φως το Άκτιστον, που είναι ο Θεός. Γι' αυτό γράφω. Γιατί με γοητεύει να υπακούω σ' αυτόν που δε γνωρίζω, που είναι ο εαυτός μου ολάκερος, όχι ο μισός - που ανεβοκατεβαίνει τους δρόμους και «φέρεται εγγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων του Δήμου».
Είναι σωστό να δίνουμε στο άγνωστο το μέρος που του ανήκει· να γιατί πρέπει να γράφουμε. Γιατί η Ποίηση μας ξεμαθαίνει από τον κόσμο, τέτοιον που τον βρήκαμε: τον κόσμο της φθοράς, που έρχεται κάποια στιγμή να δούμε ότι είναι η μόνη οδός για να υπερβούμε τη φθορά, με την έννοια που ο Θάνατος είναι η μόνη οδός για την Ανάσταση. Μιλώ, το καταλαβαίνω, σα να μην έχω το δικαίωμα, σα να ντρέπομαι σχεδόν που αγαπώ τη ζωή. Κάποτε, είναι η αλήθεια, μ' εξαναγκάσανε και σ’ αυτό. Κανείς δεν ξέρει, δεν ανακάλυψε ποτέ, από που κρατάει το πάθος του ανθρώπου να μισεί τη δυνατότητα της ίδιας του της σωτηρίας. Είναι που ίσως θα ήθελε να μην το ξέρει άλλα παρ' όλ' αυτά το ξέρει πως υπάρχει· και πως είναι αυτός η αιτία που δεν μπορεί μήτε να την πλησιάσει μήτε να την υπερβεί. Θέλουμε δε θέλουμε, είμαστε όλοι μας δέσμιοι μιας ευτυχίας, που από δικό μας λάθος αποστερούμαστε. Να από που ξεπηδά η προαιώνια λύπη της αγάπης.
Λοιπόν όχι, δεν ήταν από άγνοια που έβαζα τα χρυσά στον ουρανό καθώς οι αγιογράφοι· δεν ήταν πως μου έλειψε η ακοή, όταν οι άλλοι φώναζαν. Όταν οι άλλοι φώναζαν, άκουγα κι έβλεπα κι οσφραινόμουν και γευόμουν και χάιδευα το βρέφος που δεν έσωσε να κάνω κάτι για να γεννηθεί. Γι' αυτό και μόνον αισθάνομαι υπεύθυνος. Ποτέ για μια παράταξη που κλείνει όλων των λογιών τους ηλίθιους και τους ικανοποιημένους. Και με πίκρα συλλογίζομαι, κάθε φορά που πιάνω την πένα, πόσο μάταιο είναι να μιλά ο άνθρωπος για λογαριασμό ενός κόσμου που είναι κατάσπαρτος από νύξεις μιας ιδανικής τελειότητας, όταν είναι ίσα - ίσα η ατέλεια του, που γι' αυτήν υποφέρει και οδύρεται, είναι αύτη που τον εμποδίζει να τις αναγνωρίσει και, με τη βοήθεια τους, να πάει πιο πέρα.
Σίγουρα στο κεφάλαιο της τέχνης της ψυχής δεν έχουμε περάσει ακόμη στη σύνθεση. Ψελλίζουμε, συλλαβίζουμε, το πολύ βγάζουμε κραυγές που, για να νιώθουμε πως είναι το μέγιστο που μπορούμε, τις θαυμάζουμε και μας συγκινούν ως τα δάκρυα. Όμως, αν το καλοσκεφτούμε, πόσο μέρος από το πραγματικό αντίκρισμα της ζωής καταφέρνουν κάθε φορά να καλύπτουν; Να γιατί, τ' ομολογώ, αποβλέπω στην άνδρωση του λόγου, όπως ένας συνωμότης αποβλέπει στην κατίσχυση των μυστικών του ιδεών με πολλούς υπολογισμούς και πολλά όνειρα. Δεν είμαι - δεν ήμουν ποτέ - της πλειοψηφίας, το ξέρω. Αφελείς πρέπει να είμαστε όσοι λέμε πως διακρίνουμε κάποιο σχέδιο ανάμεσα στ' άστρα και στα σπλάχνα μας, ανάμεσα στο πέταγμα των πουλιών και στην ψυχή μας. Παρ' όλ' αυτά, η αφέλεια μας δεν είναι τόση που να φτάσουμε να πούμε το καίριο. Πρέπει να ξέρεις ν' αρπάξεις τη θάλασσα από τη μυρωδιά για να σου δώσει το καράβι, και το καράβι να σου δώσει τη Γοργόνα, κι η Γοργόνα τον Μεγαλέξαντρο, και όλα τα πάθη του Ελληνισμού.
Έτσι κάποτε, όταν το πλήρωμα του χρόνου φτάσει, μία μέσ' απ' την άλλη, αποσυρταρωμένες οι αισθήσεις μας συνθέτουν τη δεύτερη και την τρίτη ιστορία που η Ποίηση ζητά στην ίδια της την κίνηση ν' απαθανατίσει. Οι αισθήσεις μας, που δεν έχουν, όπως τα αισθήματα μας, ιστορία - τι περίεργο. Που χωρίς να υπόκεινται στη μεταβολή, την προκαλούν και την υποβοηθούν αποτελεσματικότερα· που χωρίς να εκβιάζονται να παρακολουθήσουν το πνεύμα μιας εποχής, το εκφράζουν πάντα πιο εύγλωττα. Να γιατί πιστεύω πως κι η πιο ύστερη (η πιο μοντέρνα) κάθε φορά ποιητική γραφή οφείλει να μαρτυρεί ότι είναι σε θέση ν' ανάγεται, όπως κι αυτές, στην πρώτη γραφή των πραγμάτων. Είναι κάτι αυτό που, όσο απλό κι αν φαίνεται, όταν το συνειδητοποίησα, ένιωσα πραγματικά μιαν απέραντη ελευθερία.
Ένα μεταφορικό καλοκαίρι με περίμενε, ολόιδιο, αιώνιο, με τα τριξίματα του ξύλου, τις μυρωδιές των άγριων χόρτων, τα σύκα του Αρχίλοχου και το φεγγάρι της Σαπφώς. Ταξίδευα σα να περπατούσα σ' ένα διάφανο βυθό· το σώμα μου έφεγγε καθώς το διαπερνούσανε πράσινα και γαλάζια ρεύματα· χάιδευα τις αμίλητες πέτρινες γυναικείες μορφές, και στους αντικατοπτρισμούς άκουγα, χιλιάδες, των βλεμμάτων τα κελαηδίσματα· μια ατελεύτητη σειρά πρόγονοι, αγριωποί, βασανισμένοι, περήφανοι, κινούσαν τον κάθε μου μυώνα. Ω ναι, δεν είναι μικρό πράγμα να 'χεις τους αιώνες με το μέρος σου, έλεγα ολοένα, και προχωρούσα.
Έτσι, ανάμεσ' από το αδιάφορο «μεγάλο κοινόν» και τις «εχθρικές Εξουσίες» πέρασα όπως ανάμεσ' απ’ τις Συμπληγάδες. Κι ότι δεν υπάρχει χρυσόμαλλο δέρας είναι ψέματα· ο καθένας από μας είναι το χρυσόμαλλο δέρας του εαυτού του. Κι ότι δεν αφήνει ο θάνατος να το δούμε, και να τ' αναγνωρίσουμε, είναι απάτη· πρέπει ν' αδειάσουμε το θάνατο απ' αυτά που τον έχουν παραγεμίσει, να τον φτάσουμε στην απόλυτη καθαρότητα, για ν' αρχίσουν να ξεχωρίζουν μέσ' απ' αυτόν τ' αληθινά βουνά και η αληθινή χλόη, ο γδικιωμένος κόσμος γιομάτος δροσοσταλίδες που λάμπουν καθαρότερες από τα πιο πολύτιμα δάκρυα.
Να τι είναι αυτό που περιμένω κάθε χρόνο, με μια ρυτίδα περισσότερο στο μέτωπο, μια ρυτίδα λιγότερο στην ψυχή: την πλήρη αντιστροφή, την απόλυτη διαφάνεια...
Δεν ξέρω αν δίνω να καταλάβει κανείς τι θέλω να πω. Συχνά, για ν' ακολουθήσεις την ευθεία οδό στην Ποίηση χρειάζεται να παίρνεις τις παρακαμπτήριες. Έχω χίλιες πίκρες για τα ποιήματα που έγραψα, δεν υπάρχει ούτ' ένα που να μ' αφήνει ορθόν, παρ' όλ' αυτά ευλογώ την ώρα και τη στιγμή που έσπρωξαν το χέρι μου να τα γράψω, και μάλιστα να τα γράψω έτσι κι όχι αλλιώς. Αλήθεια το λέω, κι ας μη θεωρηθεί ασέβεια, ότι αν ήταν άλλος ένας να κλάψει για τον μάταιο τούτο κόσμο, δεν πιστεύω πως θα 'πιανα ποτέ την πένα. Είναι η εναντίωση που με τράβηξε. Τουλάχιστον έτσι πίστευα· πως είναι αύτη το δακτυλικό μου αποτύπωμα, Σήμερα κάτι άλλο με κάνει να πιστεύω πως οι κυκλοτερές γραμμές, που σχηματίζουν αυτό το αποτύπωμα, είναι λιγότερο μιας μοναδικότητας και περισσότερο μιας κοινότητας τα νήματα που - ποιος ξέρει από ποια βάθη τραβηγμένα - έφτασαν ίσαμε κει οπού κρατιέται η πένα. Κι όσο για τα βιογραφικά περιστατικά (τις αφορμές που μας κάνουν κάθε φορά να υλοποιούμε τον εαυτό μας, και να φωτίζουμε καλύτερα μιαν από τις πλευρές του), τα σέβομαι, βέβαια, και υπακούω σ’ αυτά, όμως μονάχα στο μέτρο που μπορούν να επαληθεύουν - κάποτε και με τον πιο απροσδόκητο τρόπο -· την καθαρότητα που τείνει, ασταμάτητα, να παίρνει μέσα στο σχεδόν αποσπασμένο από μένα Εγώ μου ο κόσμος.
Αν εμίλησα στην αρχή για κορίτσι και για εκκλησάκι με κίνδυνο να φανώ ελάχιστα σοβαρός είχα το λόγο μου. Θα 'θελα να τραβήξω το πρώτο μέσα στο δεύτερο και να το κάνω δικό μου, όχι διόλου για να σκανδαλίσω, αλλά για να ομολογήσω πως ο ερωτάς είναι ένας· και, μαζί, για να κάνω πιο πυκνό το ποίημα, που θέλω, με τις ήμερες του βίου μου, ν' αποτελώ.
Κλωνάρια ροδιάς θα 'βλεπα τότε να ξεφυτρώνουν από το τέμπλο κι ο άνεμος να ψέλνει στο παραθυράκι με το κύμα όταν ο νοτιάς,, πιο δυνατός, θα το βοηθούσε να καβαλήσει το πεζούλι. Σ' ένα τέτοιο πεζούλι αγγίχτηκα γυμνός κάποτε, κι ένιωσα να καθαρίζουνε τα σωθικά μου, σάμπως ο ασβέστης να 'χε διαπεράσει φύλλο - φύλλο με τις απολυμαντικές του ιδιότητες την καρδιά μου. Γι' αυτό δε φοβήθηκα ποτέ μου το βλέμμα το άγριο των Αγίων, το άγριο, βέβαια, όπως καθετί που φτάνει τ' Άφταστα. Ήξερα ότι έφτανε ίσα - ίσα ν' αποκρυπτογραφεί τους Νόμους της φανταστικής μου πολιτείας και ν' αποκαλύπτει ότι είναι αύτη η έδρα της αθωότητας. Μην το πάρει κανένας για έπαρση· δε μιλώ για τον εαυτό μου· μιλώ για όποιον νιώθει σαν τον εαυτό μου και δεν έχει αρκετή αφέλεια να τ' ομολογεί.
Αν υπάρχει, συλλογίζομαι, για τον καθένα μας ένας διαφορετικός, προσωπικός Παράδεισος, ανεπανόρθωτα ο δικός μου θα πρέπει να 'ναι σπαρμένος με δέντρα λέξεων που τ' ασημώνει ο άνεμος καθώς λευκές, από ανθρώπους που βλέπουν να επαναστρέφει επάνω τους το δίκιο που τους είχε αφαιρεθεί, από πουλιά που ακόμα και μέσα στην αλήθεια του θανάτου επιμένουν να κελαηδούν ελληνικά, και να λεν «έρωτας», «έρωτας», «έρωτας»...
Ζ'
Η πρώτη αλήθεια είναι ο θάνατος. Απομένει να μάθουμε ποια είναι η τελευταία. Η αίσθηση του «γυρισμού των πραγμάτων» μου είναι οικεία, ίδια καθώς το κύμα της Ποίησης που έλεγα πριν ότι τ' αφήνω να χτυπά μακριά στην πρώτη μου νεότητα και να ξαναγυρίζει εκεί που περιμένω λιγοστεμένος κάθε φορά και περισσότερο, αλλ' ορθός - καθώς το θέλησα. Ένας αμετανόητα ερωτευμένος· που πηγαίνω πάντα νωρίτερα στο σημείο το κρυφό της συνάντησης, με την ίδια λαχτάρα, το ίδιο σφίξιμο στο λαιμό, το ίδιο βημάτισμα επάνω - κάτω και περιμένω... Τι; Ίσως αυτό, θα έλεγα, που αν δεν ανέβει να γίνει δάκρυο, πήζει στο στήθος και βαραίνει και ο κόσμος όλος άξαφνα φαίνεται τόσο γλυκός και τόσο πικρός μαζί. Κάποτε είναι μια κοπέλα· κάποτε, πάλι, δυο - τρεις στίχοι· πολλές φορές, άπλα και μόνον το καλοκαίρι.
Τα πιο ανεπαίσθητα σημάδια, τα πιο αόρατα- ο τρόπος που γέρνει λίγο πιο λοξά ένα πουλί, που φωνάζει λίγο πιο δυνατά ο γιαουρτάς το δειλινό στον κατηφορικό δρόμο, που μπαίνει απ' τ' ανοιχτό παράθυρο αναπάντεχα μια μυρωδιά καμένου χόρτου (που βρέθηκε; από που να 'ρχεται) -, παίρνουν ολάκερη τη σημασία τους, λες κι έχουν αποστολή τους μοναδική να με πείσουν ότι, οπού να 'ναι, σήμανε ο ερχομός της αγαπημένης. Να γιατί γράφω. Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο Θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη άλλα που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε να ανιχνεύσει η ψυχή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο Ήλιος κι ο Άδης αγγίζονται. Η ατελεύτητη φορά προς το φως το Φυσικό, που είναι ο Λόγος, και το φως το Άκτιστον, που είναι ο Θεός. Γι' αυτό γράφω. Γιατί με γοητεύει να υπακούω σ' αυτόν που δε γνωρίζω, που είναι ο εαυτός μου ολάκερος, όχι ο μισός - που ανεβοκατεβαίνει τους δρόμους και «φέρεται εγγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων του Δήμου».
Είναι σωστό να δίνουμε στο άγνωστο το μέρος που του ανήκει· να γιατί πρέπει να γράφουμε. Γιατί η Ποίηση μας ξεμαθαίνει από τον κόσμο, τέτοιον που τον βρήκαμε: τον κόσμο της φθοράς, που έρχεται κάποια στιγμή να δούμε ότι είναι η μόνη οδός για να υπερβούμε τη φθορά, με την έννοια που ο Θάνατος είναι η μόνη οδός για την Ανάσταση. Μιλώ, το καταλαβαίνω, σα να μην έχω το δικαίωμα, σα να ντρέπομαι σχεδόν που αγαπώ τη ζωή. Κάποτε, είναι η αλήθεια, μ' εξαναγκάσανε και σ’ αυτό. Κανείς δεν ξέρει, δεν ανακάλυψε ποτέ, από που κρατάει το πάθος του ανθρώπου να μισεί τη δυνατότητα της ίδιας του της σωτηρίας. Είναι που ίσως θα ήθελε να μην το ξέρει άλλα παρ' όλ' αυτά το ξέρει πως υπάρχει· και πως είναι αυτός η αιτία που δεν μπορεί μήτε να την πλησιάσει μήτε να την υπερβεί. Θέλουμε δε θέλουμε, είμαστε όλοι μας δέσμιοι μιας ευτυχίας, που από δικό μας λάθος αποστερούμαστε. Να από που ξεπηδά η προαιώνια λύπη της αγάπης.
Λοιπόν όχι, δεν ήταν από άγνοια που έβαζα τα χρυσά στον ουρανό καθώς οι αγιογράφοι· δεν ήταν πως μου έλειψε η ακοή, όταν οι άλλοι φώναζαν. Όταν οι άλλοι φώναζαν, άκουγα κι έβλεπα κι οσφραινόμουν και γευόμουν και χάιδευα το βρέφος που δεν έσωσε να κάνω κάτι για να γεννηθεί. Γι' αυτό και μόνον αισθάνομαι υπεύθυνος. Ποτέ για μια παράταξη που κλείνει όλων των λογιών τους ηλίθιους και τους ικανοποιημένους. Και με πίκρα συλλογίζομαι, κάθε φορά που πιάνω την πένα, πόσο μάταιο είναι να μιλά ο άνθρωπος για λογαριασμό ενός κόσμου που είναι κατάσπαρτος από νύξεις μιας ιδανικής τελειότητας, όταν είναι ίσα - ίσα η ατέλεια του, που γι' αυτήν υποφέρει και οδύρεται, είναι αύτη που τον εμποδίζει να τις αναγνωρίσει και, με τη βοήθεια τους, να πάει πιο πέρα.
Σίγουρα στο κεφάλαιο της τέχνης της ψυχής δεν έχουμε περάσει ακόμη στη σύνθεση. Ψελλίζουμε, συλλαβίζουμε, το πολύ βγάζουμε κραυγές που, για να νιώθουμε πως είναι το μέγιστο που μπορούμε, τις θαυμάζουμε και μας συγκινούν ως τα δάκρυα. Όμως, αν το καλοσκεφτούμε, πόσο μέρος από το πραγματικό αντίκρισμα της ζωής καταφέρνουν κάθε φορά να καλύπτουν; Να γιατί, τ' ομολογώ, αποβλέπω στην άνδρωση του λόγου, όπως ένας συνωμότης αποβλέπει στην κατίσχυση των μυστικών του ιδεών με πολλούς υπολογισμούς και πολλά όνειρα. Δεν είμαι - δεν ήμουν ποτέ - της πλειοψηφίας, το ξέρω. Αφελείς πρέπει να είμαστε όσοι λέμε πως διακρίνουμε κάποιο σχέδιο ανάμεσα στ' άστρα και στα σπλάχνα μας, ανάμεσα στο πέταγμα των πουλιών και στην ψυχή μας. Παρ' όλ' αυτά, η αφέλεια μας δεν είναι τόση που να φτάσουμε να πούμε το καίριο. Πρέπει να ξέρεις ν' αρπάξεις τη θάλασσα από τη μυρωδιά για να σου δώσει το καράβι, και το καράβι να σου δώσει τη Γοργόνα, κι η Γοργόνα τον Μεγαλέξαντρο, και όλα τα πάθη του Ελληνισμού.
Έτσι κάποτε, όταν το πλήρωμα του χρόνου φτάσει, μία μέσ' απ' την άλλη, αποσυρταρωμένες οι αισθήσεις μας συνθέτουν τη δεύτερη και την τρίτη ιστορία που η Ποίηση ζητά στην ίδια της την κίνηση ν' απαθανατίσει. Οι αισθήσεις μας, που δεν έχουν, όπως τα αισθήματα μας, ιστορία - τι περίεργο. Που χωρίς να υπόκεινται στη μεταβολή, την προκαλούν και την υποβοηθούν αποτελεσματικότερα· που χωρίς να εκβιάζονται να παρακολουθήσουν το πνεύμα μιας εποχής, το εκφράζουν πάντα πιο εύγλωττα. Να γιατί πιστεύω πως κι η πιο ύστερη (η πιο μοντέρνα) κάθε φορά ποιητική γραφή οφείλει να μαρτυρεί ότι είναι σε θέση ν' ανάγεται, όπως κι αυτές, στην πρώτη γραφή των πραγμάτων. Είναι κάτι αυτό που, όσο απλό κι αν φαίνεται, όταν το συνειδητοποίησα, ένιωσα πραγματικά μιαν απέραντη ελευθερία.
Ένα μεταφορικό καλοκαίρι με περίμενε, ολόιδιο, αιώνιο, με τα τριξίματα του ξύλου, τις μυρωδιές των άγριων χόρτων, τα σύκα του Αρχίλοχου και το φεγγάρι της Σαπφώς. Ταξίδευα σα να περπατούσα σ' ένα διάφανο βυθό· το σώμα μου έφεγγε καθώς το διαπερνούσανε πράσινα και γαλάζια ρεύματα· χάιδευα τις αμίλητες πέτρινες γυναικείες μορφές, και στους αντικατοπτρισμούς άκουγα, χιλιάδες, των βλεμμάτων τα κελαηδίσματα· μια ατελεύτητη σειρά πρόγονοι, αγριωποί, βασανισμένοι, περήφανοι, κινούσαν τον κάθε μου μυώνα. Ω ναι, δεν είναι μικρό πράγμα να 'χεις τους αιώνες με το μέρος σου, έλεγα ολοένα, και προχωρούσα.
Έτσι, ανάμεσ' από το αδιάφορο «μεγάλο κοινόν» και τις «εχθρικές Εξουσίες» πέρασα όπως ανάμεσ' απ’ τις Συμπληγάδες. Κι ότι δεν υπάρχει χρυσόμαλλο δέρας είναι ψέματα· ο καθένας από μας είναι το χρυσόμαλλο δέρας του εαυτού του. Κι ότι δεν αφήνει ο θάνατος να το δούμε, και να τ' αναγνωρίσουμε, είναι απάτη· πρέπει ν' αδειάσουμε το θάνατο απ' αυτά που τον έχουν παραγεμίσει, να τον φτάσουμε στην απόλυτη καθαρότητα, για ν' αρχίσουν να ξεχωρίζουν μέσ' απ' αυτόν τ' αληθινά βουνά και η αληθινή χλόη, ο γδικιωμένος κόσμος γιομάτος δροσοσταλίδες που λάμπουν καθαρότερες από τα πιο πολύτιμα δάκρυα.
Να τι είναι αυτό που περιμένω κάθε χρόνο, με μια ρυτίδα περισσότερο στο μέτωπο, μια ρυτίδα λιγότερο στην ψυχή: την πλήρη αντιστροφή, την απόλυτη διαφάνεια...