22.3.20

ΟΜΗΡΟΣ ΚΑΙ ΟΛΥΜΠΟΣ

Από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα ο Όλυμπος είναι το μοναδικό ίσως βουνό που κατάφερε να διατηρήσει τo μυθικό του χαρακτήρα και
τη μεγαλοπρέπειά του. Αντικρίζοντας το βουνό και τις κορυφές του, αλλά προπαντός ανεβαίνοντας στον Όλυμπο, νιώθεις πως οι θεοί ποτέ δεν έφυγαν από τα παλάτια τους και ότι κάπου θα τους συναντήσεις.

Και αυτή η ίδια εικόνα του ψηλού βουνού που συχνά σκεπάζεται από σύννεφα πρέπει να αποτυπώθηκε μόνιμα και αναλλοίωτα στα ηρωικά τραγούδια που διασώθηκαν με την προφορική παράδοση πριν από τον 8ο π.Χ. αιώνα και ήταν δημιουργήματα μιας ολόκληρης σειράς εμπνευσμένων επικών ποιητών που δούλεψαν ακούραστα τη γλώσσα, το στίχο και το μύθο. Το έργο αυτών των ανθρώπων κληρονόμησε και τελειοποίησε στο δεύτερο μισό του 8ου αιώνα π.Χ. ο Όμηρος, στον οποίο αποδίδονται τα μόνα έπη που σώθηκαν ολόκληρα: η Ιλιάδα και η Οδύσσεια.

Στα δύο αυτά έπη, ο Όμηρος μιλά για τον Όλυμπο με την οικειότητα ενός ανθρώπου που φαίνεται ότι ξέρει το βουνό αρκετά καλά, αν και δεν τον είχε δει πιθανότατα ποτέ στη ζωή του. Όταν αναφέρεται σ’ αυτόν, χρησιμοποιεί τα επίθετα «αιγλήεις» (λαμπρός), «αγάννιφος» και «νιφόεις», δηλαδή πολυχιονισμένος και χιονοσκέπαστος, άλλού τον λέει «πολυδείρα» και «πολύπτυχο», δηλαδή με πολλά φαράγγια και χαράδρες και αλλού «μέγα», «μακρύ» και «πολύδενδρο».

Κυρίως όμως ο Πιερικός Όλυμπος είναι για τον Όμηρο το κέντρο της ελληνικής θρησκευτικής συνείδησης, η έδρα του Ολύμπιου Δία, του αδιαφιλονίκητου κυρίαρχου των θεών και των ανθρώπων, και η κατοικία και των άλλων θεών, των Ολυμπίων θεών. Εκεί ο Ήφαιστος, ο θεϊκός τεχνίτης, είχε χτίσει στα φαράγγια, τις «πτυχές του Ολύμπου» όπως τα ονομάζει ο Όμηρος, ένα παλάτι για κάθε θεό. Το πιο περίλαμπρο από όλα, χτισμένο στην κορυφή του βουνού, ήταν το ανάκτορο του Δία. Το πώς ήταν το παλάτι του Δία μπορεί κανείς να καταλάβει παίρνοντας μια ιδέα από τα λαμπρά παλάτια στη γη. Έτσι, ο Τηλέμαχος το φαντάζεται σαν το παλάτι του Μενέλαου στη Σπάρτη και λέει στο φίλο του, το γιο του Νέστορα τον Πεισίστρατο :

«Θάμαζε, γιε του Νέστορα, πολυάκριβέ μου φίλε,
τη λαμπεράδα του λευκού στ΄ αχόλελο παλάτι,
το κεχριμπάρι, το χρυσό, το φίλντισι, τ’ ασήμι
Παρόμοιο θα’ ναι σαν και αυτό του Δία το παλάτι».

Και ο Μενέλαος απαντάει :

«Παιδιά μου, ποιος μπορεί θνητός να παραβγεί του Δία;
Αθάνατοι είναι οι θησαυροί και το παλάτι εκείνου».

(Οδύσσεια, Ραψ. δ, στ. 73-80, μετάφραση Ζήσιμου Σιδέρη)

Σ’ αυτό το παλάτι συγκεντρώνονταν κάθε μέρα οι θεοί, καθισμένοι σε θρόνους, και ο Ζευς στο κέντρο, σαν πατέρας και βασιλιάς της γεωμετρικής εποχής, για να κατευθύνουν τις τύχες των ανθρώπων, για να συζητήσουν και να αποφασίσουν, να μαλώσουν και να συμφιλιωθούν για τους μεγάλους ήρωες του τρωικού πολέμου ή για την τύχη του Οδυσσέα (Οδύσσεια, ραψωδίες α και ε). Ο Απόλλωνας τους μάγευε με τη λύρα του κι οι Μούσες τραγουδούσαν τα ωραιότερα τραγούδια τους. Η Ήβη, θεά της νεότητας και κόρη του Δία και της Ήρας, πρόσφερε την αμβροσία μέσα σε χρυσά πιάτα και νέκταρ σε χρυσές κούπες. Από την κορυφή του Ολύμπου ο Ζευς σφενδόνιζε τον κεραυνό του. Κάθε πρωί, η Ηώ, «παρατώντας το κρεβάτι του ωραίου Τιθωνού», ανέβαινε με το άρμα της στον Όλυμπο «φως να φέρει στους θεούς και τους ανθρώπους» και το βράδυ, με την εξαφάνιση του ήλιου, όλα ξαναγύριζαν στη σιωπή στην ουράνια κατοικία.

Όταν ο Δίας θέλει να επισφραγίσει την τρομερή υπόσχεσή του στη Θέτιδα, την τραγική μητέρα του Αχιλλέα, επιβλητικά γνέφει με τα φρύδια του και ολόκληρος ο Όλυμπος τραντάζεται (Ιλιάδα, ραψωδία Α, στ. 528 κ.ε.). Και όταν στην αρχή της Ιλιάδας (Ραψωδία Α, στ. 43 κ.ε.) ο Απόλλωνας έρχεται στο στρατόπεδο των Ελλήνων για να εκδικηθεί την προσβολή που είχε γίνει στον ιερέα του το Χρύση από τον Αγαμέμνονα, από τις κορυφές του Ολύμπου κατεβαίνει τρομακτικός με το τόξο και τη φαρέτρα στους ώμους, προχωρώντας «σαν τη μαύρη νύχτα».

Αλλά και στην Οδύσσεια, η Αθηνά

Χύθηκε τότε από την κορυφή την ολυμπίσια κάτω,
Κι ευτύς στο Θιάκι βρέθηκε (Ραψ. α)

Και όταν ο Δίας έστειλε τον Ερμή στο νησί της Καλυψώς, για να της παραγγείλει την απόφαση των θεών για το νόστο του Οδυσσέα,

Είπε και υπάκουσε ο γοργός του Δία αποκρισάρης.
Κι έδεσε ευτύς στα πόδια του δυο όμορφα σαντάλια.
Κι απ’ την Πιερία σαν πέρασε, χύθηκε απ’ τον αιθέρα
Στο πέλαγο και πήγαινε στο κύμα σαν το γλάρο

(Ραψ. ε στ. 46 κ.ε. μετάφραση Ζήσιμου Σιδέρη))

Αθανασία, μεγαλειότητα και ανέμελη μακαριότητα χαρακτήριζαν κατά τον Όμηρο τους Ολύμπιους θεούς. Είναι όμορφοι και παντοδύναμοι κα όλες οι χαρές της ζωής είναι δικές τους. Ό,τι δεν μπορούν να χαρούν εύκολα οι θνητοί, το χαίρονται οι αθάνατοι.

Και η κατοικία τους, ο Όλυμπος, πραγματικός, επιβλητικός, αγέρωχος και ταυτόχρονα μυθικός, παραμυθένιος.

 Ένας τόπος που ο Όμηρος τον θέλει ολόφωτο, ένας τόπος

«…όπου, καθώς διηγούνται,
τη μόνιμή τους έδρα έχουν οι θεοί ασφαλισμένη
δεν τη χτυπούν ανέμοι, δεν τη λασπώνουν οι νεροποντές,
χιόνι δεν τη βαραίνει
μόνον αιθρία απλώνεται παντού, λάμψη λευκή την περιβάλλει.
Εκεί μακαρισμένοι χαίρονται οι θεοί την αιώνια ζωή.

(Οδύσσεια, ραψ. ζ στ. 55 κ.ε., μετάφραση Δ.Ν. Μαρωνίτη)

Και ο Ησίοδος τον 7ο π. Χ. αιώνα εμπνέεται από τον Όλυμπο.


Hσίοδος

Ευχαριστούν την ψυχή του Δία
πάνω στον Όλυμπο
οι Ολυμπιάδες μούσες,
οι κόρες του ασπιδοφόρου Δία.
Μα στου Ολύμπου απάνω τις κορφές
που ’ ναι στεφανωμένος με σύννεφα χρυσά,
ο Δίας των θεών, Ο βασιλιάς,
το ριζικό να καταλύσει δεν τολμά.