μόνο καθώς δρούσαν και στα Πιέρια, την Ελασσόνα, την Κοζάνη.
Όπως σχεδόν όλοι οι λήσταρχοι
πίστευε ότι διορθώνει τις αδικίες,
ότι τιμωρεί την εξουσία, τους προδότες και συγχρόνως βοηθά τους φτωχούς και αδικημένους.
Εκτιμάται ότι δολοφόνησε δεκάδες άτομα, τουλάχιστον 54 με το μαχαίρι του την «Παρδάλα».
Θρασύς, είχε καταφέρει να ξεγλιστρίσει αρκετές φορές από τα χέρια των διωκτικών αρχών, λάτρης της καλής ζωής, ένας όμορφος -όπως λέγεται- άνδρας που γοήτευε τις γυναίκες. Επικηρυγμένος για πολλά χρήματα, με τις αρχές να τον αναζητούν μανιωδώς, ο Γιαγκούλας συχνά μεταμφιεζόταν προκειμένου να τους ξεφεύγει. Οι μεταμφιέσεις του ήταν τόσο πετυχημένες που λέγεται ότι κατάφερνε να κάθεται ακόμη και ακριβώς δίπλα από τους αστυνομικούς και να κρυφακούει τα σχέδια που κατάστρωναν για να τον συλλάβουν!
Μια φορά μάλιστα ο Γιαγκούλας φεύγοντας από το εστιατόριο άφησε κάτω από το πιάτο του ένα χαρτάκι που έγραφε «βασιλεύς των Ορέων, Γιαγκούλας» κι έφυγε. Όταν ο εστιάτορας το βρήκε και το έδειξε στους κυνηγούς, εκείνοι έγιναν έξαλλοι. Έτρωγαν δίπλα στο θήραμά τους, που δημόσια τους χλεύαζε και τους γελοιοποιούσε.
Ο Γιαγκούλας νεκρός
Ο Φώτης Γιαγκούλας σκοτώθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 1925 σε συμπλοκή που κράτησε 8 ώρες με χωροφύλακες στην περιοχή Κλεφτόβρυση του Ολύμπου.
Μαζί του σκοτώθηκε και ο εκλεκτός συνεργάτης του, Πάνος Μπαμπάνης.
Επίσης, σκοτώθηκε ο λήσταρχος Τσαμήτρας και ο χωροφύλακας Κωνσταντίνος Σαλιώρας.
Του πήραν το κεφάλι
Τα κεφάλια των ληστών εκτέθηκαν σε κοινή θέα στην Κατερίνη, επάνω σε ένα κοντάρι μπροστά στο κτήριο του δικαστηρίου για να φοβίσουν έτσι τον κόσμο.
Ο Βασίλης Τζανακάρης στο βιβλίο του «Όταν σκοτώνεται ο απέθαντος» περιγράφει τη στιγμή που ο μοίραρχος Μανώλης Πετράκης ζήτησε να κόψουν το κεφάλι του Γιαγκούλα.
«''Τι τους κοιτάτε, μωρέ, και δεν τους παίρνετε τα κεφάλια; Περιμένετε να ζωντανέψουν; Πάει τέλειωσε μ’ αυτούς, κόψτε τα να τελειώνουμε!'' βρυχήθηκε ο μοίραρχος Μανώλης Πετράκης.
Είχε στραβώσει το πηλήκιο με το έμβλημα της Δημοκρατίας που φορούσε και τα γαλόνια στα μανίκια της στολής του ήταν γεμάτα σκόνη και καπνιά.
Οι μπότες του ήταν άβαφες, βρόμικες, γδαρμένες κι ο ίδιος έδειχνε ανήσυχος. Κάθε τόσο χτυπούσε τα πόδια του στις πέτρες να διορθώσει ό,τι μπορούσε να διορθωθεί από την τσαλακωμένη του εμφάνιση κι έριχνε άγριες ματιές κατά το μέρος του πισθάγκωνα δεμένου Λεωνίδα Μπαμπάνη που τον φύλαγαν δυο χωροφύλακες.
Οι περισσότεροι από τους άντρες του αποσπάσματος τον κοιτούσαν σιωπηλοί.
πίστευε ότι διορθώνει τις αδικίες,
ότι τιμωρεί την εξουσία, τους προδότες και συγχρόνως βοηθά τους φτωχούς και αδικημένους.
Εκτιμάται ότι δολοφόνησε δεκάδες άτομα, τουλάχιστον 54 με το μαχαίρι του την «Παρδάλα».
Θρασύς, είχε καταφέρει να ξεγλιστρίσει αρκετές φορές από τα χέρια των διωκτικών αρχών, λάτρης της καλής ζωής, ένας όμορφος -όπως λέγεται- άνδρας που γοήτευε τις γυναίκες. Επικηρυγμένος για πολλά χρήματα, με τις αρχές να τον αναζητούν μανιωδώς, ο Γιαγκούλας συχνά μεταμφιεζόταν προκειμένου να τους ξεφεύγει. Οι μεταμφιέσεις του ήταν τόσο πετυχημένες που λέγεται ότι κατάφερνε να κάθεται ακόμη και ακριβώς δίπλα από τους αστυνομικούς και να κρυφακούει τα σχέδια που κατάστρωναν για να τον συλλάβουν!
Μια φορά μάλιστα ο Γιαγκούλας φεύγοντας από το εστιατόριο άφησε κάτω από το πιάτο του ένα χαρτάκι που έγραφε «βασιλεύς των Ορέων, Γιαγκούλας» κι έφυγε. Όταν ο εστιάτορας το βρήκε και το έδειξε στους κυνηγούς, εκείνοι έγιναν έξαλλοι. Έτρωγαν δίπλα στο θήραμά τους, που δημόσια τους χλεύαζε και τους γελοιοποιούσε.
Ο Γιαγκούλας νεκρός
Ο Φώτης Γιαγκούλας σκοτώθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 1925 σε συμπλοκή που κράτησε 8 ώρες με χωροφύλακες στην περιοχή Κλεφτόβρυση του Ολύμπου.
Μαζί του σκοτώθηκε και ο εκλεκτός συνεργάτης του, Πάνος Μπαμπάνης.
Επίσης, σκοτώθηκε ο λήσταρχος Τσαμήτρας και ο χωροφύλακας Κωνσταντίνος Σαλιώρας.
Του πήραν το κεφάλι
Τα κεφάλια των ληστών εκτέθηκαν σε κοινή θέα στην Κατερίνη, επάνω σε ένα κοντάρι μπροστά στο κτήριο του δικαστηρίου για να φοβίσουν έτσι τον κόσμο.
Ο Βασίλης Τζανακάρης στο βιβλίο του «Όταν σκοτώνεται ο απέθαντος» περιγράφει τη στιγμή που ο μοίραρχος Μανώλης Πετράκης ζήτησε να κόψουν το κεφάλι του Γιαγκούλα.
«''Τι τους κοιτάτε, μωρέ, και δεν τους παίρνετε τα κεφάλια; Περιμένετε να ζωντανέψουν; Πάει τέλειωσε μ’ αυτούς, κόψτε τα να τελειώνουμε!'' βρυχήθηκε ο μοίραρχος Μανώλης Πετράκης.
Είχε στραβώσει το πηλήκιο με το έμβλημα της Δημοκρατίας που φορούσε και τα γαλόνια στα μανίκια της στολής του ήταν γεμάτα σκόνη και καπνιά.
Οι μπότες του ήταν άβαφες, βρόμικες, γδαρμένες κι ο ίδιος έδειχνε ανήσυχος. Κάθε τόσο χτυπούσε τα πόδια του στις πέτρες να διορθώσει ό,τι μπορούσε να διορθωθεί από την τσαλακωμένη του εμφάνιση κι έριχνε άγριες ματιές κατά το μέρος του πισθάγκωνα δεμένου Λεωνίδα Μπαμπάνη που τον φύλαγαν δυο χωροφύλακες.
Οι περισσότεροι από τους άντρες του αποσπάσματος τον κοιτούσαν σιωπηλοί.
Δεν ήταν ό,τι πιο εύκολο αυτό που ζητούσε ο καπετάνιος τους. Και μόνο που το σκέφτονταν, ιδιαίτερα κάτι νέα και πρωτόβγαλτα παλικαράκια, ανατρίχιαζαν.
Από την άλλη τα κεφάλια έπρεπε να κοπούν όσο τα κορμιά των ληστών ήταν ακόμη ζεστά και δεν είχε αρχίσει να στεγνώνει το αίμα.
Από τη δύσκολη θέση τούς έβγαλε ένας γεροδεμένος και ηλιοψημένος άντρας που είχε ακολουθήσει εθελοντικά το απόσπασμα και τώρα αποτραβηγμένος κάπνιζε σιωπηλά το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο.
– Καπετάνιο, στον Γιαγκούλα άφησέ με να το κάνω εγώ! πρότεινε με δυνατή φωνή.
Από την άλλη τα κεφάλια έπρεπε να κοπούν όσο τα κορμιά των ληστών ήταν ακόμη ζεστά και δεν είχε αρχίσει να στεγνώνει το αίμα.
Από τη δύσκολη θέση τούς έβγαλε ένας γεροδεμένος και ηλιοψημένος άντρας που είχε ακολουθήσει εθελοντικά το απόσπασμα και τώρα αποτραβηγμένος κάπνιζε σιωπηλά το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο.
– Καπετάνιο, στον Γιαγκούλα άφησέ με να το κάνω εγώ! πρότεινε με δυνατή φωνή.
Άφησέ με να του πάρω εγώ το κεφάλι όπως το έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου!
Ο Πετράκης στράφηκε προς το μέρος του. Ήταν ένας ψηλός καράβλαχος με στεγνό πρόσωπο, μικρά πονηρά μάτια και μαύρο καλπάκι που του έκρυβε το μισό κεφάλι.
– Ποιος είσαι εσύ, μωρέ; ρώτησε παραξενεμένος ο μοίραρχος, καθώς δεν μπορούσε να τους θυμάται όλους.
– Εγώ, καπετάνιο μου, είμαι ο Καλαϊτζής ο κτηνοτρόφος! είπε εκείνος.
Ο Πετράκης παραξενεύτηκε.
– Και γιατί θέλεις να το κόψεις εσύ, μωρέ, κι όχι κανένας άλλος; Είχες τίποτα προηγούμενα μαζί του;
– Είχα, καπετάνιο, πώς δεν είχα. Κάποτε με είχαν πιάσει ληστές κι ήθελαν να με σκοτώσουν γιατί νόμιζαν ότι τους πρόδιδα στα αποσπάσματα. Όμως στο τέλος τη γλίτωσα φτηνά.
Ο Καλαϊτζής γύρισε από τη μια κι από την άλλη το κεφάλι του δείχνοντας τα δυο υπόλοιπα από τα κομμένα αυτιά του. Μικρά κομμάτια πετσοκομμένης σάρκας κρέμονταν δεξιά κι αριστερά, κακοραμμένα από κάποιον αλμπάνη παρά από επιστήμονα γιατρό και χειρουργό.
Ο Πετράκης συμφώνησε.
Έβγαλε από την τσέπη του ένα συνηθισμένο μαχαίρι, από αυτά που χρησιμοποιούσαν στην υπηρεσία για να κόβουν ψωμί, και του το πρότεινε.
– Κάνε ό,τι μπορείς μ’ αυτό, αλλά όσο πιο γρήγορα, να μη μας πάρει η νύχτα.
– Να ’σαι ήσυχος, καπετάνιο, εγώ σε κάτι τέτοια είμαι μάνα! τον διαβεβαίωσε ο κτηνοτρόφος σκύβοντας πάνω από το νεκρό και ματωμένο κορμί του λήσταρχου. Αλλά θα μου επιτρέψεις, γιατί έχω το δικό μου, είπε δείχνοντας μια τεράστια μαχαίρα».
«Η παρδάλα»
Ο Πετράκης στράφηκε προς το μέρος του. Ήταν ένας ψηλός καράβλαχος με στεγνό πρόσωπο, μικρά πονηρά μάτια και μαύρο καλπάκι που του έκρυβε το μισό κεφάλι.
– Ποιος είσαι εσύ, μωρέ; ρώτησε παραξενεμένος ο μοίραρχος, καθώς δεν μπορούσε να τους θυμάται όλους.
– Εγώ, καπετάνιο μου, είμαι ο Καλαϊτζής ο κτηνοτρόφος! είπε εκείνος.
Ο Πετράκης παραξενεύτηκε.
– Και γιατί θέλεις να το κόψεις εσύ, μωρέ, κι όχι κανένας άλλος; Είχες τίποτα προηγούμενα μαζί του;
– Είχα, καπετάνιο, πώς δεν είχα. Κάποτε με είχαν πιάσει ληστές κι ήθελαν να με σκοτώσουν γιατί νόμιζαν ότι τους πρόδιδα στα αποσπάσματα. Όμως στο τέλος τη γλίτωσα φτηνά.
Ο Καλαϊτζής γύρισε από τη μια κι από την άλλη το κεφάλι του δείχνοντας τα δυο υπόλοιπα από τα κομμένα αυτιά του. Μικρά κομμάτια πετσοκομμένης σάρκας κρέμονταν δεξιά κι αριστερά, κακοραμμένα από κάποιον αλμπάνη παρά από επιστήμονα γιατρό και χειρουργό.
Ο Πετράκης συμφώνησε.
Έβγαλε από την τσέπη του ένα συνηθισμένο μαχαίρι, από αυτά που χρησιμοποιούσαν στην υπηρεσία για να κόβουν ψωμί, και του το πρότεινε.
– Κάνε ό,τι μπορείς μ’ αυτό, αλλά όσο πιο γρήγορα, να μη μας πάρει η νύχτα.
– Να ’σαι ήσυχος, καπετάνιο, εγώ σε κάτι τέτοια είμαι μάνα! τον διαβεβαίωσε ο κτηνοτρόφος σκύβοντας πάνω από το νεκρό και ματωμένο κορμί του λήσταρχου. Αλλά θα μου επιτρέψεις, γιατί έχω το δικό μου, είπε δείχνοντας μια τεράστια μαχαίρα».
«Η παρδάλα»
Το 1917 ο Γιαγκούλας απέκτησε ένα ξεχωριστό, όπως επρόκειτο να αποδειχθεί, φονικό όπλο, τη μαχαίρα του, την οποία ο ίδιος αποκαλούσε «Παρδάλα». Στη λεπίδα της ο λήσταρχος, σύμφωνα με το Εγκληματολογικό Μουσείο, είχε χαράξει το εξής κείμενο:
«Προς όλους. Επειδή δεν μπορώ να βρω δίκαιο στη δικαιοσύνη των Ελλήνων, αναγκάσθηκα να τονίσω το δίκαιο της Παρδάλας ή Μαχαίρας. Από τώρα και στο εξής η ύψιστη αυτή λειτουργός της άνανδρης Δικαιοσύνης, η ονομαζόμενη “Παρδάλα”, έχει τον λόγο απέναντι σε όλους τους υπεύθυνους και άπιστους.
Η λειτουργία αυτής της μαχαίρας θα είναι πάντα ειλικρινής και πότε δεν θα λησμονήσει τα ιερά της καθήκοντα για την απονομή του δικαίου.
Μάρτιος 1917».
Ο Φώτης Γιαγκούλας χρησιμοποιούσε την Παρδάλα ως μέσο επιβολής και προστασίας, αποτελώντας τον πιστό «σύντροφό» του για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό το μαχαίρι είχε μαζί του σε περιόδους έντασης, όταν αναστάτωνε με τα καμώματά του διάφορα χωριά ή όταν η Χωροφυλακή τον κυνηγούσε θέτοντάς τον στο στόχαστρό της. Την Παρδάλα, όμως, κουβαλούσε μαζί του και όταν σε περιόδους ανάπαυλας και ηρεμίας αποτραβιόταν στα βουνά. Δεν ξενίζει, επομένως, το γεγονός ότι η Παρδάλα αντιμετωπίστηκε από τον ληστή όχι μόνον σαν ένας πολύτιμος αλλά και σαν ένας αξιοσέβαστος «σύντροφος». Γι’ αυτό, άλλωστε, ο ίδιος ο Γιαγκούλας επέλεξε να «σφραγίσει» με το προσωπικό του στίγμα το όπλο αυτό, ανεξίτηλο δείγμα της παρορμητικής, ιδιόμορφης και φλογερής ιδιοσυγκρασίας του.
Όχι πολύ αργότερα, η Παρδάλα, όπως και το κεφάλι του Φώτη Γιαγκούλα θα προστεθούν στη συλλογή του Εγκληματολογικού Μουσείου, συνιστώντας μερικά από τα πλέον μοναδικά και σημαντικής αξίας εκθέματά του, καθώς το συγκεκριμένο μαχαίρι-φονικό όπλο διαθέτει εξέχουσα σημασία, αφού ακόμη και σήμερα περιβάλλεται από ένα πέπλο μυστηρίου.
Επιπλέον, διαθέτει και μοναδική ιστορική σημασία, συνδεόμενο άμεσα όχι μόνον με τη δράση και τον θάνατο ενός διάσημου εγκληματία, αλλά και επειδή αντικατοπτρίζει με ενάργεια τον ιστορικό περίγυρο της Ελλάδας του 19ου αιώνα.
Σήμερα το κεφάλι του Γιαγκούλα, μαζί με το θρυλικό μαχαίρι του, την «Παρδάλα» (με το οποίο εκτιμάται ότι δολοφόνησε 54 ανθρώπους) εκτίθενται στο Εγκληματολογικό Μουσείο.
Πηγή: iefimerida.gr - https://www.iefimerida.gr/news/364013/giagkoylas-o-listarhos-fovos-kai-tromos-eihe-sfaxei-54-atoma-me-mahairi-toy-sto-telos
Πηγή: Ολύμπιο Βήμα http://olympiobima.gr/san-simera-exoydeteronetai-i-symmoria-ton-thrylikon-foti-giagkoyla-kai-leonida-mpampani
Μάρτιος 1917».
Ο Φώτης Γιαγκούλας χρησιμοποιούσε την Παρδάλα ως μέσο επιβολής και προστασίας, αποτελώντας τον πιστό «σύντροφό» του για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό το μαχαίρι είχε μαζί του σε περιόδους έντασης, όταν αναστάτωνε με τα καμώματά του διάφορα χωριά ή όταν η Χωροφυλακή τον κυνηγούσε θέτοντάς τον στο στόχαστρό της. Την Παρδάλα, όμως, κουβαλούσε μαζί του και όταν σε περιόδους ανάπαυλας και ηρεμίας αποτραβιόταν στα βουνά. Δεν ξενίζει, επομένως, το γεγονός ότι η Παρδάλα αντιμετωπίστηκε από τον ληστή όχι μόνον σαν ένας πολύτιμος αλλά και σαν ένας αξιοσέβαστος «σύντροφος». Γι’ αυτό, άλλωστε, ο ίδιος ο Γιαγκούλας επέλεξε να «σφραγίσει» με το προσωπικό του στίγμα το όπλο αυτό, ανεξίτηλο δείγμα της παρορμητικής, ιδιόμορφης και φλογερής ιδιοσυγκρασίας του.
Όχι πολύ αργότερα, η Παρδάλα, όπως και το κεφάλι του Φώτη Γιαγκούλα θα προστεθούν στη συλλογή του Εγκληματολογικού Μουσείου, συνιστώντας μερικά από τα πλέον μοναδικά και σημαντικής αξίας εκθέματά του, καθώς το συγκεκριμένο μαχαίρι-φονικό όπλο διαθέτει εξέχουσα σημασία, αφού ακόμη και σήμερα περιβάλλεται από ένα πέπλο μυστηρίου.
Επιπλέον, διαθέτει και μοναδική ιστορική σημασία, συνδεόμενο άμεσα όχι μόνον με τη δράση και τον θάνατο ενός διάσημου εγκληματία, αλλά και επειδή αντικατοπτρίζει με ενάργεια τον ιστορικό περίγυρο της Ελλάδας του 19ου αιώνα.
Σήμερα το κεφάλι του Γιαγκούλα, μαζί με το θρυλικό μαχαίρι του, την «Παρδάλα» (με το οποίο εκτιμάται ότι δολοφόνησε 54 ανθρώπους) εκτίθενται στο Εγκληματολογικό Μουσείο.
Πηγή: iefimerida.gr - https://www.iefimerida.gr/news/364013/giagkoylas-o-listarhos-fovos-kai-tromos-eihe-sfaxei-54-atoma-me-mahairi-toy-sto-telos
Πηγή: Ολύμπιο Βήμα http://olympiobima.gr/san-simera-exoydeteronetai-i-symmoria-ton-thrylikon-foti-giagkoyla-kai-leonida-mpampani
Φώτης Γιαγκούλας και Πάντος Μπαμπάνης
Γράφει
Γράφει
ο Γιώργος Π. Μπαμπάνης
Από μικρός και συγκεκριμένα όταν ήμουν μαθητής του γυμνασίου, άκουγα ιστορίες για τους θρυλικούς ληστές τόσο από τον πατέρα μου όσο και από τους συγγενείς μου από το χωριό Αγράμπελο και κυρίως από τον αδερφό του παππού μου Γιώργου, τον Χρήστο Μπαμπάνη, ο οποίος φέτος μού δάνεισε και ένα βιβλίο με τίτλο
<< Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν>> του Βασίλη Ι. Τζανακάρη, στο οποίο μέσα καταγράφονται οι ιστορίες για τους ληστές στον ελλαδικό χώρο. Επίσης, έχουν γίνει και αφιερώματα για τους λήσταρχους τόσο από την τηλεόραση στην εκπομπή του Χρήστου Βασιλόπουλου << Η Μηχανή του χρόνου>> όσο και σε εφημερίδες και σε διάφορες ιστοσελίδες του διαδικτύου .
Καταρχάς, το φαινόμενο της ληστείας δεν είναι βέβαια <<προνόμιο>> του ελλαδικού χώρου, αλλά αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο.
Όπως αναφέρει στο πρόλογο του βιβλίου ο Απόστολος Δουβάρης που είχε δημοσιεύσει στο περιοδικό «Γιατί» , οι ληστές απέκτησαν την ταυτότητα τους στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα, και ειδικά η πρωταρχική αιτία να τη δηλώσουν υπήρξε το διάταγμα της Αντιβασιλείας για τη διάλυση των σωμάτων των ατάκτων αγωνιστών της Επανάστασης.
Η φιλοδοξία της Αντιβασιλείας να δημιουργήσει τακτικό στρατό αποκλείοντας όμως από αυτόν την ένταξη εκείνων που πραγματικά έκαναν την Επανάσταση και ουσιαστικά απελευθέρωσαν τη χώρα, μαζί με το διάταγμα για τη διάλυσή τους, υπήρξε η κυριότερη αφορμή για την εκδήλωση της ληστείας.
Ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν αγροτικός στο μεγαλύτερο μέρος του, και η μετάβαση του στον αστικό βίο έγινε χωρίς να έχει υπάρξει καμία υποδομή, παιδεία και πληροφόρηση. Έτσι, παρουσιάστηκε το φαινόμενο οι ληστές, ως εκπρόσωποι της αγροτικής τάξης, να έρχονται άμεσα αυτοί σε φανερή σύγκρουση και σκληρή αναμέτρηση με τις αρχές, τους τσιφλικάδες και τους προύχουντες.
Φαινόμενο που έχει την εξήγησή του στην καταπίεση που ασκούσαν οι δεύτεροι με την εξουσία, το χρήμα και το διοικητικό μηχανισμό που κρατούσαν στα χέρια τους. Είναι γεγονός πως οι ληστές στην Ελλάδα ήταν στη μεγάλη πλειοψηφία τους χωρικοί, που είτε δεν είχαν την ικανότητα να προσαρμοστούν στο κοινωνικό σύνολο είτε η κοινωνική αδικία, πολλές φορές, κατά τη δική τους αντίληψη, τους εξανάγκαζε <<να βγουν στο κλαρί>>.
Άλλοι λόγοι, που κρατάνε και μέχρι τις μέρες μας ήταν βεντέτα και η ζωοκλοπή.
Όσον αφορά στο τον τρόπο ζωή τους ήταν σχεδόν όλοι θρησκευόμενοι, βάφτιζαν, στεφάνωναν, έκαναν κουμπαριές, προστάτευαν ορφανά, προίκιζαν κοπέλες, και οι συγγενείς ένιωθαν περήφανοι.
Οι χωριανοί τους τιμούσαν τις μανάδες και τις γυναίκες τους, αποκαλώντας τες <<καπετάνισσες>>.
Είχαν δικό τους <<δίκαιο>> και δικούς τους <<νόμους>>.
Σπάνια γυναίκα προσβαλλόταν από ληστή. Επομένως, δεν ήταν καθόλου παράξενο που οι ιστορίες των ληστών είχαν τεράστια απήχηση στο ευρύ κοινό. Έτσι εξηγείται και η ηρωοποίησή τους, καθώς και ο μύθος τους που χτίστηκε σιγά σιγά γύρω τους. Ίσως σε αυτό το σημείο καταλαβαίνουμε ότι μάς θυμίζει τον αρχετυπικό Άγγλο λαϊκό ήρωα Ρομπέν των Δασών.
Ένας αβρός κι ευσεβής παράνομος της μεσαιωνικής εποχής, ο οποίος είναι διάσημος από σύγχρονες εκδοχές του θρύλου για το γεγονός ότι άρπαζε χρήματα από τους πλούσιους και τα μοίραζε στους φτωχούς, πολεμώντας την τυραννία και την αδικία.
Επίσης, παρουσιάζεται ως ένας δεινός τοξοβόλος. Αυτός κι οι ακόλουθοί του συνήθως συσχετίζονται με το Δάσος του Σέργουντ στο Νότιγχαμ
Σε πολλές ιστορίες αντίπαλος του Ρομπέν ήταν ο δεσποτικός Σερίφης του Νότιγχαμ, ο οποίος διέπραττε ευρέως κατάχρηση εξουσίας, οικειοποιούμενος εκτάσεις γης, κυνηγώντας αδίκως τους φτωχούς και θέτοντας υπέρογκη φορολογία στους υπηκόους του. Σε κάποιες ιστορίες, αντίπαλος είναι ο Πρίγκιπας Ιωάννης, ίσως ο Ιωάννης της Αγγλίας, σφετεριστής του θρόνου που δικαιωματικά κατείχε ο αδερφός του, Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος. Σε κάποιες εκδοχές του μύθου, ο Ρομπέν των Δασών λέγεται πως ήταν ευγενής, ο κόμης Ρόμπιν του Λόξλει, τη γη του οποίου καταχράστηκαν άπληστοι άνθρωποι της εκκλησίας. Κάποιες φορές εμφανίζεται να έχει πολεμήσει στην Τρίτη Σταυροφορία και, γυρνώντας στην Αγγλία, να βλέπει τα εδάφη του καταπατημένα από το μοχθηρό Σερίφη. Σε κάποιες ιστορίες είναι ο υπερασπιστής του λαού, που πολεμάει εναντίον διεφθαρμένων αξιωματούχων και του τυραννικού καθεστώτος που τους προστατεύει, ενώ άλλες φορές είναι ένας αλαζόνας και ξεροκέφαλος επαναστάτης, που απολαμβάνει κάθε μάχη να γίνεται λουτρό αίματος, κατασφάζοντας τους αντιπάλους του με απίστευτη σκληρότητα.
Από μικρός και συγκεκριμένα όταν ήμουν μαθητής του γυμνασίου, άκουγα ιστορίες για τους θρυλικούς ληστές τόσο από τον πατέρα μου όσο και από τους συγγενείς μου από το χωριό Αγράμπελο και κυρίως από τον αδερφό του παππού μου Γιώργου, τον Χρήστο Μπαμπάνη, ο οποίος φέτος μού δάνεισε και ένα βιβλίο με τίτλο
<< Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν>> του Βασίλη Ι. Τζανακάρη, στο οποίο μέσα καταγράφονται οι ιστορίες για τους ληστές στον ελλαδικό χώρο. Επίσης, έχουν γίνει και αφιερώματα για τους λήσταρχους τόσο από την τηλεόραση στην εκπομπή του Χρήστου Βασιλόπουλου << Η Μηχανή του χρόνου>> όσο και σε εφημερίδες και σε διάφορες ιστοσελίδες του διαδικτύου .
Καταρχάς, το φαινόμενο της ληστείας δεν είναι βέβαια <<προνόμιο>> του ελλαδικού χώρου, αλλά αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο.
Όπως αναφέρει στο πρόλογο του βιβλίου ο Απόστολος Δουβάρης που είχε δημοσιεύσει στο περιοδικό «Γιατί» , οι ληστές απέκτησαν την ταυτότητα τους στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα, και ειδικά η πρωταρχική αιτία να τη δηλώσουν υπήρξε το διάταγμα της Αντιβασιλείας για τη διάλυση των σωμάτων των ατάκτων αγωνιστών της Επανάστασης.
Η φιλοδοξία της Αντιβασιλείας να δημιουργήσει τακτικό στρατό αποκλείοντας όμως από αυτόν την ένταξη εκείνων που πραγματικά έκαναν την Επανάσταση και ουσιαστικά απελευθέρωσαν τη χώρα, μαζί με το διάταγμα για τη διάλυσή τους, υπήρξε η κυριότερη αφορμή για την εκδήλωση της ληστείας.
Ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν αγροτικός στο μεγαλύτερο μέρος του, και η μετάβαση του στον αστικό βίο έγινε χωρίς να έχει υπάρξει καμία υποδομή, παιδεία και πληροφόρηση. Έτσι, παρουσιάστηκε το φαινόμενο οι ληστές, ως εκπρόσωποι της αγροτικής τάξης, να έρχονται άμεσα αυτοί σε φανερή σύγκρουση και σκληρή αναμέτρηση με τις αρχές, τους τσιφλικάδες και τους προύχουντες.
Φαινόμενο που έχει την εξήγησή του στην καταπίεση που ασκούσαν οι δεύτεροι με την εξουσία, το χρήμα και το διοικητικό μηχανισμό που κρατούσαν στα χέρια τους. Είναι γεγονός πως οι ληστές στην Ελλάδα ήταν στη μεγάλη πλειοψηφία τους χωρικοί, που είτε δεν είχαν την ικανότητα να προσαρμοστούν στο κοινωνικό σύνολο είτε η κοινωνική αδικία, πολλές φορές, κατά τη δική τους αντίληψη, τους εξανάγκαζε <<να βγουν στο κλαρί>>.
Άλλοι λόγοι, που κρατάνε και μέχρι τις μέρες μας ήταν βεντέτα και η ζωοκλοπή.
Όσον αφορά στο τον τρόπο ζωή τους ήταν σχεδόν όλοι θρησκευόμενοι, βάφτιζαν, στεφάνωναν, έκαναν κουμπαριές, προστάτευαν ορφανά, προίκιζαν κοπέλες, και οι συγγενείς ένιωθαν περήφανοι.
Οι χωριανοί τους τιμούσαν τις μανάδες και τις γυναίκες τους, αποκαλώντας τες <<καπετάνισσες>>.
Είχαν δικό τους <<δίκαιο>> και δικούς τους <<νόμους>>.
Σπάνια γυναίκα προσβαλλόταν από ληστή. Επομένως, δεν ήταν καθόλου παράξενο που οι ιστορίες των ληστών είχαν τεράστια απήχηση στο ευρύ κοινό. Έτσι εξηγείται και η ηρωοποίησή τους, καθώς και ο μύθος τους που χτίστηκε σιγά σιγά γύρω τους. Ίσως σε αυτό το σημείο καταλαβαίνουμε ότι μάς θυμίζει τον αρχετυπικό Άγγλο λαϊκό ήρωα Ρομπέν των Δασών.
Ένας αβρός κι ευσεβής παράνομος της μεσαιωνικής εποχής, ο οποίος είναι διάσημος από σύγχρονες εκδοχές του θρύλου για το γεγονός ότι άρπαζε χρήματα από τους πλούσιους και τα μοίραζε στους φτωχούς, πολεμώντας την τυραννία και την αδικία.
Επίσης, παρουσιάζεται ως ένας δεινός τοξοβόλος. Αυτός κι οι ακόλουθοί του συνήθως συσχετίζονται με το Δάσος του Σέργουντ στο Νότιγχαμ
Σε πολλές ιστορίες αντίπαλος του Ρομπέν ήταν ο δεσποτικός Σερίφης του Νότιγχαμ, ο οποίος διέπραττε ευρέως κατάχρηση εξουσίας, οικειοποιούμενος εκτάσεις γης, κυνηγώντας αδίκως τους φτωχούς και θέτοντας υπέρογκη φορολογία στους υπηκόους του. Σε κάποιες ιστορίες, αντίπαλος είναι ο Πρίγκιπας Ιωάννης, ίσως ο Ιωάννης της Αγγλίας, σφετεριστής του θρόνου που δικαιωματικά κατείχε ο αδερφός του, Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος. Σε κάποιες εκδοχές του μύθου, ο Ρομπέν των Δασών λέγεται πως ήταν ευγενής, ο κόμης Ρόμπιν του Λόξλει, τη γη του οποίου καταχράστηκαν άπληστοι άνθρωποι της εκκλησίας. Κάποιες φορές εμφανίζεται να έχει πολεμήσει στην Τρίτη Σταυροφορία και, γυρνώντας στην Αγγλία, να βλέπει τα εδάφη του καταπατημένα από το μοχθηρό Σερίφη. Σε κάποιες ιστορίες είναι ο υπερασπιστής του λαού, που πολεμάει εναντίον διεφθαρμένων αξιωματούχων και του τυραννικού καθεστώτος που τους προστατεύει, ενώ άλλες φορές είναι ένας αλαζόνας και ξεροκέφαλος επαναστάτης, που απολαμβάνει κάθε μάχη να γίνεται λουτρό αίματος, κατασφάζοντας τους αντιπάλους του με απίστευτη σκληρότητα.
Η συμμορία των Φώτη Γιαγκούλα, των αδελφών Πάντου και Λεωνίδα Μπαμπάνη και Κώστα Τζαμήτα
Ο Φώτης Γιαγκούλας, τα αδέρφια Μπαμπάνη, Λεωνίδας και Πάντος, και ο Κώστας Τζαμήτας αποτελούσαν την <<Άγρια Συμμορία>> των χρόνων του Μεσοπολέμου.
Ο Φώτης Γιαγκούλας, υπήρξε ο αγριότερος και ο ωραιότερος των λήσταρχων! O Φώτης ή Φώτος Γιαγκούλας ήταν θρυλικός λήσταρχος από το χωριό Μεταξάς Σερβίων. Γεννήθηκε στις 12 Οκτωβρίου του 1894 ( και είχε φοιτήσει μέχρι τη δευτέρα τάξη του γυμνασίου (όπως αναφέρει ο δάσκαλος και επίσης ληστής Ευάγγελος Παπαθεοδώρου!) και σκοτώθηκε σε πολύωρη συμπλοκή στις 20 Σεπτεμβρίου του 1925 σε τοποθεσία του Ολύμπου, όταν αυτός και οι σύντροφοί του περικυκλώθηκαν από καταδιωκτικό απόσπασμα.
Η ιστορία του Φώτη Γιαγκούλα είναι γεμάτη από κατορθώματα που θα σμιλέψουν το θρύλο που περιέβαλλε το πρόσωπό του. Έδρασε στην περιοχή που περιέκλειαν τα βουνά Χασιά, Καμβούνια και Όλυμπος. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετές εκδοχές για το πώς βγήκε στο βουνό. Μία λέει για ζωοκλοπή, θα καταδικαστεί σε έξι χρόνια φυλάκισης την πρώτη φορά και τη δεύτερη για δεκαέξι, αλλά κατά την μεταφορά του από τη Λάρισα στο διαβόητο κάτεργo Γεντί Κουλέ της Θεσσαλονίκης θα δραπετεύσει φορώντας και τις χειροπέδες του.
Άλλη εκδοχή είναι ότι βγήκε στο βουνό το 1902, όταν συμπλήρωσε την κανονική στρατιωτική του θητεία και για την τιμή μιας πρώτης εξαδέλφης του της Μαρίας σκότωσε έναν ενωμοτάρχη της χωροφυλακής που υπηρετούσε στον μικρό σταθμό των Μεταξάδων και που την ενοχλούσε επίμονα…(υπάρχουν και άλλες εκδοχές)…Επίσης ένα άλλο χαρακτηριστικό που τον διέκρινε ήταν το θράσος που είχε. Υπήρχαν περιπτώσεις που παρότι έκανε τις δολοφονίες εναντίον των πλουσίων…έβαζε τα καλά του και εμφανιζόταν στη κοσμική Αθήνα και συγκεκριμένα στα σπίτια των πλουσίων όπου έφτανε στο σημείο να συζητά μαζί τους και δεν καταλάβαινε κανείς ότι ήταν εκείνος!
Ήταν τόσο ξακουστός που το άγγελμα του θανάτου του θα ταξιδέψει από τη μια μέχρι την άλλη άκρη της Ελλάδας και θα θλίψει αρκετούς απ ΄ αυτούς που ο λήσταρχος, με τη μεγαλοκαρδία του, είχε συνδράμει με τον έναν ή άλλον τρόπο. Με λίγα λόγια καταλαβαίνουμε ότι έγινε θρύλος και ξακουστός…Αφού πολλοί δεν θέλανε να πιστέψουν ότι <<ο βασιλιάς των ορέων>> δεν θα σκορπίσει το φόβο και τον τρόμο στους εκμεταλλευτές των φτωχών και των ανήμπορων. Ο θρύλος λέει επίσης ότι ακόμη και αυτοί που τον καταδώσανε θ ΄ αρχίζουν να χάνονται ο ένας μετά τον άλλο και θα πουν ότι το φάντασμά του έπαιρνε εκδίκηση… για την άδικη κατάδοσή του.
Ο Λεωνίδας Μπαμπάνης, αδελφός του θρυλικού λήσταρχου Πάντου Μπαμπάνη, καταγόταν από το χωριό Καρατζόλι, το σημερινό Αργυροπούλι της Ελασσόνας. Σε ηλικία είκοσι τεσσάρων ετών έγινε μέλος της συμμορίας του αδελφού του, η οποία κατά καιρούς << συνέπραττε>> μ ΄ εκείνην του Φώτη Γιαγκούλα. Οι τρείς τους διέπραξαν σοβαρές ληστείες και αιματηρούς φόνους.
Ο Λεωνίδας Μπαμπάνης αποκαλούνταν και
<< Γάτος >>, από την ικανότητα του να ξεφεύγει πηδώντας από μεγάλο ύψος. Λένε πως , όταν φύλαγε τον αιχμάλωτο Τζαμαλούκα, που είχε συλλάβει ο αδελφός του Πάντος Μπαμπάνης, πήδηξε από ένα λόφο ύψους…πενήντα περίπου μέτρων προκειμένου να ειδοποιήσει τους συντρόφους του ότι είχε διακρίνει ένα απόσπασμα χωροφυλάκων να ΄ρχεται προς το λημέρι τους.
Ο Πάντος ( Παντελής ) Μπαμπάνης, σε κάποια εκ βάθεων αφήγησή του, θα εκμυστηρευθεί πως ο πρώτος δολοφονημένος από τα χέρια του ήταν ένας χότζας στη Μικρά Ασία, όταν αυτός υπηρετούσε εκεί στην στρατιωτική του θητεία.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΩΝ ΛΗΣΤΩΝ ΣΤΟ ΛΗΜΕΡΙ ΤΟΥΣ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΚΟΚΚΑΛΑ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ ΑΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΛΕΦΤΟΒΡΥΣΗ
Κυριακή, 20 Σεπτεμβρίου 1925.
Ο Πάντος ( Παντελής ) Μπαμπάνης, σε κάποια εκ βάθεων αφήγησή του, θα εκμυστηρευθεί πως ο πρώτος δολοφονημένος από τα χέρια του ήταν ένας χότζας στη Μικρά Ασία, όταν αυτός υπηρετούσε εκεί στην στρατιωτική του θητεία.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΩΝ ΛΗΣΤΩΝ ΣΤΟ ΛΗΜΕΡΙ ΤΟΥΣ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΚΟΚΚΑΛΑ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ ΑΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΛΕΦΤΟΒΡΥΣΗ
Κυριακή, 20 Σεπτεμβρίου 1925.
Οι ληστές Φώτης Γιαγκούλας, Λεωνίδας και Πάντος Μπαμπάνης και Κώστας Τζαμήτας, κρατούσαν ομήρους τα δύο νεαρά ξαδέρφια Ράπτη και ζητούσαν από τους γονείς τους 3.000.000 δραχμές για να τα ελευθερώσουν. Ένα καλά οργανωμένο απόσπασμα από είκοσι επτά σκληροτράχηλους αγροφύλακες και πέντε καλά εκπαιδευμένους αγροφύλακες και έναν καταδότη είχαν καταφέρει να εντοπίσουν το λημέρι των ληστών. Την ώρα που οι αγροφύλακες ρίχνουν τα πρώτα πυρά εναντίον τους, οι ληστές θα ταμπουρωθούν όχι στη σπηλιά αλλά στο βάθος του ρέματος. Ο Κώστας Τζαμήτας ήταν ο μόνος που είχε μείνει στη σπηλιά πυροβολώντας αδιάκοπα… μέχρι που θα κάνει μια απελπισμένη έξοδο σε μια προσπάθεια να συναντήσει τους συντρόφους του. Και τότε θα τραυματιστεί βαρύτατα από τις σφαίρες των χωροφυλάκων που τον πέτυχαν στα πόδια και θα πεθάνει από ακατάσχετη αιμορραγία… Ύστερα από μεγάλη μάχη και συγκεκριμένα στις δύο το μεσημέρι ο θρυλικός λήσταρχος του Μεσοπολέμου Φώτης Γιαγκούλας θα σκοτωθεί. Λίγο αμέσως μετά, κατά τις τρεις η ώρα, θα σκοτωθεί και ο Πάντος Μπαμπάνης. Για το Φώτη Γιαγκούλα έχει καταγραφεί ότι ήταν τόσο σκληρός που ακόμα και όταν ξεψυχούσε δεν παραδινόταν μέχρι που ο ενωματάρχης Καλογούρης από απόσταση μερικών μέτρων θα τον σημαδέψει στη καρδιά και ο θάνατός του από εκείνη τη μοναδική σφαίρα θα είναι σαν να έχει τρυπήσει τις καρδιές όλων όσων είχαν απομείνει ζωντανοί. Κατά το απόγευμα ο Λεωνίδας Μπαμπάνης θα πέσει εγκλωβισμένος στα χέρια των χωροφυλάκων…
Αργά το απόγευμα οι κομμένες κεφαλές των Γιαγκούλα, Μπαμπάνη και Τζαμήτα θα είναι παλουκωμένα στα σιδερένια κάγκελα του μικρού σταθμού Κατερίνης μπροστά σε ένα γεμάτο από πλήθος αργόσχολων και περίεργων ανθρώπων.
Για τα κατορθώματα του Μπαμπάνη και του Γιαγκούλα έχουν γραφτεί και τραγούδια. Συγκεκριμένα για τον Μπαμπάνη , ο συνθέτης και στιχουργός Θανάσης Παπακωνσταντίνου έφτιαξε το τραγούδι με τίτλο ομίχλη όπου το τραγούδησε ο Ορφέας Περίδης. Το τραγούδι έχει ως εξής:
Φορώ το μαγικό σκουφί που αόρατο με κάνει
γλιστρώ απ’ το σεντονάκι της να φύγω στα κρυφά.
Σκοτάδι είναι, παγωνιά. Στα σπίτια όλοι κοιμούνται μ’ από τις γρύλιες όνειρα βγαίνουν και συναντιούνται.
Την πόλη αφήνω πίσω μου άγρυπνος και ξαναμμένος
Απ’ το γεφύρι του Ξηριά περνώ αλλοπαρμένος
και φτάνω πάνω στο βουνό, ψηλά στο Γκουνταμάνι
ομίχλη έχει, νότισαν τα γένια του Μπαμπάνη
Με καλοδέχθη το βουνό, μου φτιάχνει προσκεφάλι
με κάπαρη, με ρίγανη, με μέντα και θυμάρι
Παρακαλεί και τ’ άγρια, που χάρη του χρωστάνε
να μου κρατήσουν συντροφιά και να παραφυλάνε
Πουλιά της νύχτας τραγουδάν για να με νανουρίσουν
και την ψυχή που ανοίγεται στον ύπνο να κερδίσουν
Και βλέπω όνειρα τρελά και τον ληστή Μπαμπάνη
να τουφεκάει τον ουρανό, να κλαίει στο Γκουνταμάνι
Αργά το απόγευμα οι κομμένες κεφαλές των Γιαγκούλα, Μπαμπάνη και Τζαμήτα θα είναι παλουκωμένα στα σιδερένια κάγκελα του μικρού σταθμού Κατερίνης μπροστά σε ένα γεμάτο από πλήθος αργόσχολων και περίεργων ανθρώπων.
Για τα κατορθώματα του Μπαμπάνη και του Γιαγκούλα έχουν γραφτεί και τραγούδια. Συγκεκριμένα για τον Μπαμπάνη , ο συνθέτης και στιχουργός Θανάσης Παπακωνσταντίνου έφτιαξε το τραγούδι με τίτλο ομίχλη όπου το τραγούδησε ο Ορφέας Περίδης. Το τραγούδι έχει ως εξής:
Φορώ το μαγικό σκουφί που αόρατο με κάνει
γλιστρώ απ’ το σεντονάκι της να φύγω στα κρυφά.
Σκοτάδι είναι, παγωνιά. Στα σπίτια όλοι κοιμούνται μ’ από τις γρύλιες όνειρα βγαίνουν και συναντιούνται.
Την πόλη αφήνω πίσω μου άγρυπνος και ξαναμμένος
Απ’ το γεφύρι του Ξηριά περνώ αλλοπαρμένος
και φτάνω πάνω στο βουνό, ψηλά στο Γκουνταμάνι
ομίχλη έχει, νότισαν τα γένια του Μπαμπάνη
Με καλοδέχθη το βουνό, μου φτιάχνει προσκεφάλι
με κάπαρη, με ρίγανη, με μέντα και θυμάρι
Παρακαλεί και τ’ άγρια, που χάρη του χρωστάνε
να μου κρατήσουν συντροφιά και να παραφυλάνε
Πουλιά της νύχτας τραγουδάν για να με νανουρίσουν
και την ψυχή που ανοίγεται στον ύπνο να κερδίσουν
Και βλέπω όνειρα τρελά και τον ληστή Μπαμπάνη
να τουφεκάει τον ουρανό, να κλαίει στο Γκουνταμάνι