15.3.20

Οδύσσεια – Απόσπασμα

Τέτοιες κουβέντες λυπηρές μιλούσαμε κι οι δυο μας
και στέκαμε περίλυποι στα δάκρυα βουτηγμένοι.
Ήρθε κατόπι κι η ψυχή του ξακουστού Αχιλλέα
με του Πατρόκλου την ψυχή και του άψεγου Αντιλόχου
και του μεγάλου του Αίαντα, που στη μορφή, στο σώμα,
περνούσε κάθε Δαναό, μετά απ’ τον Αχιλλέα.
Ευθύς με γνώρισε η ψυχή του φτερωτού Αχιλλέα
κι έτσι θρηνώντας μου ‘λεγε με φτερωμένα λόγια:
«Γιε του Λαέρτη, θεϊκέ πολύτεχνε Δυσέα,
καημένε, τι θα σοφιστείς ακόμα πιο μεγάλο!
Πώς βάσταξες να κατεβείς στον Άδη όπου γυρίζουν οι πεθαμένοι αναίσθητοι, θνητών νεκρών εικόνες;»
Είπε κι εγώ τ’ απάντησα με πεταχτά μου λόγια:
«Ω φίλε του Πηλέα γιε, των Αχαιών καμάρι,
ήρθα απ’ ανάγκη τη βουλή του Τειρεσία να μάθω και πώς θα φτάσω να μου πει στο βραχωμένο Θιάκι.
Κοντά σε χώμα Ελληνικό δεν πήγα ακόμα ως τώρα, μήτε και στην πατρίδα μου κι όλο καημοί με δέρνουν.
Μα σαν κι εσένα άλλος θνητός δε βρέθηκε, Αχιλλέα, στον κόσμο πιο καλότυχος μήτε ποτέ θα γίνει.
Γιατί όταν ζούσες σα θεό τιμούσαμε οι Αργίτες,
και τώρα πάλι στους νεκρούς μεγάλη δύναμη έχεις.
Γι’ αυτό, Αχιλλέα, μη χολιάς πως είσαι πεθαμένος».
Είπα κι ευθύς μ’ απάντησε με λυπημένα λόγια:
«Δυσέα, για το θάνατο μη με παρηγορήσεις.
Θα ‘θελα να ‘μαι χωρικός και να ξενοδουλεύω
σε αφέντη δίχως κτήματα, που ‘ναι το βιος του λίγο, παρά να βασιλεύω εδώ στους πεθαμένους όλους […]».

Απόσπασμα της Οδύσσειας από την έκδοση:
Όμηρος, Οδύσσεια, Εισαγωγή Γιάννη Κορδάτου, Μετάφραση Ζήσιμου Σίδερη, Εκδόσεις «Δαίδαλος» – Ι. Ζαχαρόπουλος , Αθήνα 2009

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ
Jean – Pierre Vernant


Εικόνα: Russell Flint, “Odysseus in Hades”