Από τη μία πλευρά η υψηλότερη θερμοκρασία, συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια, οδηγεί πιο σύντομα από το αναμενόμενο τους ανθρώπους σε παραθαλάσσια μέρη, καθώς θέλουν να «χαρούν» τον καλό καιρό, από την άλλη όμως, όταν ο υδράργυρος ανεβαίνει ιδιαίτερα ψηλά, η ζέστη είναι τόσο απωθητική, που όσοι επιλέγουν να πάνε σε εστιατόρια και καφετέριες ψάχνουν μέρη όπου θα δροσιστούν.
Πρόσφατη μελέτη του ΜΙΤ, επιβεβαιώνει το παραπάνω, καθώς έδειξε ότι η κλιματική αλλαγή απειλεί τους τουριστικούς προορισμούς, αφού μειώνεται ο αριθμός των ημερών που ενδείκνυνται για να τις περνά κανείς, έξω.
Έως το 2100 η Ελλάδα θα χάσει 37 μέρες ετησίως με μέτρια θερμοκρασία, γεγονός που μπορεί να στρέψει τον κόσμο σε εστιατόρια που βρίσκονται σε πιο δροσερά μέρη.
Τι μπορούν να κάνουν λοιπόν οι καταστηματάρχες στην εστίαση και πώς θα πρέπει να σκεφτούν όσοι έχουν σκοπό να επενδύσουν στον εν λόγω κλάδο; Ο πρόεδρος της Ενωσης Εστιατόρων και Συναφών Αττικής (Ε.Ε.Ε.Σ.Α), καθώς και δύο καθηγητές του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, μιλούν στο newmoney.gr, παρέχοντας την δική τους οπτική για το ζήτημα.
Οι δύο πόλοι
Οι επιχειρήσεις που επηρεάζονται πιο αρνητικά από όλες, είναι όσες βρίσκονται σε μέρη που παραδοσιακά υπήρχε χιόνι για μήνες.
Αυτές, όπως λέει ο κ. Ιωάννης Δαβερώνης, πρόεδρος της Ε.Ε.Ε.Σ.Α, «Δεν δουλεύουν όπως δούλευαν παλιά επειδή δεν χιόνισε». Μάλιστα σημειώνει ότι «θα το σκεφτόμουν παρά πολύ να ανοίξω μαγαζί σε τοποθεσία που σχετίζεται με το χιόνι».
Ωστόσο, ειδικά για όσους έχουν ιδιόκτητα ακίνητα και δεν μπορούν εύκολα να μετακινηθούν σε μία τοποθεσία με καλύτερες προοπτικές από άποψη κλιματικής αλλαγής, ο κ. Δαβερώνης, υπογραμμίζει ότι υπάρχει λύση. Αρχικά η υψηλή ποιότητα προϊόντων, δεν πρέπει να εκλείπει, καθώς τραβάει τους πελάτες, πολλές φορές και ασχέτως τοποθεσίας. Επιπλέον ο ίδιος τονίζει ότι σε συνδυασμό με τους τοπικούς φορείς, η στρατηγική των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε αυτά τα μέρη, θα μπορούσε να αναδείξει τη δροσιά ως λόγο προτίμησης της περιοχής, αντί το χιόνι.
Την ίδια άποψη φαίνεται να έχει και ο καθηγητής του ΟΠΑ, κ. Κωστής Ήντουνας, ο οποίος επισημαίνει πως οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους λεγόμενους χειμερινούς προορισμούς θα πρέπει «να επενδύσουν στην προσφορά ποιοτικών υπηρεσιών, την εξυπηρέτηση των πελατών και τη μεγιστοποίηση της εμπειρίας τους. Οι παράγοντες αυτοί θα συμβάλλουν στην αύξηση της αναγνωρισιμότητάς τους και τη βελτίωση της εικόνας τους, ειδικά λόγω του καθοριστικού ρόλου του διαδικτύου και των κοινωνικών μέσων τη σημερινή εποχή».
Αναφορικά με το νότιο τομέα, ο κ. Γεώργιος Μπαλτάς –επίσης καθηγητής στο ΟΠΑ-, λέει αρχικά ότι «είναι πρόωρο να πούμε ότι τα παραλιακά μέρη θα έχουν περισσότερο κόσμο» σε μακροχρόνιο επίπεδο. Παρόλα αυτά, «η συσσώρευση σε συγκεκριμένες περιοχές δεν είναι καλή για την οικονομία. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς την παράμετρο του κορεσμού, καθώς οι παραλιακές περιοχές, είναι ήδη ιδιαίτερα δημοφιλείς».
Τέλος θα πρέπει ο επιχειρηματίας «να στοχοποιήσει το κοινό του», επισημαίνει ο κ. Μπαλτάς, «καθώς άλλο τουρίστας και άλλο ντόπιος». Ο ξένος θέλει ζέστη, δεδομένου ότι οι «περισσότερες αφίξεις προέρχονται από την Κίνα ή τις χώρες της βόρειας Ευρώπης».
Σε κάθε περίπτωση «όταν κάποιος επιλέγει να ανοίξει μαγαζί, έχει ρίσκο με την κλιματική αλλαγή, είτε βρίσκεται κοντά σε βουνό, είτε κοντά σε θάλασσα», τονίζει ο κ. Δαβερώνης.
Η περιοχή που «δεν έχει θέμα»
Η μόνη περιοχή που δεν φαίνεται να «απειλείται» είναι το κέντρο της Αθήνας. Οπως λέει χαρακτηριστικά ο κ. Δαβερώνης το κέντρο «δεν έχει θέμα», καθώς «το προτιμούν όπως έχει φανεί και από έρευνες οι νέοι και οι τουρίστες», ενώ «συγκεκριμένες περιοχές, όπως το Κολωνάκι και το Παγκράτι, έχουν το δικό τους πελατολόγιο».
Καταλήγοντας, ο κ. Ήντουνας λέει πως «είναι νωρίς να βγάλουμε συμπεράσματα».
«Ωστόσο, λόγω του γεγονότος ότι ο καιρός επηρεάζει σήμερα αρκετούς κλάδους όπως, για παράδειγμα, τα τρόφιμα και τον τουρισμό, που έχουν άμεση ή έμμεση επίδραση ή συσχέτιση με τον κλάδο της εστίασης, θα ήταν χρήσιμο επιχειρηματίες στον εν λόγω κλάδο να λαμβάνουν υπόψη τον καιρό», αναφέρει.