1.5.24

Έφυγε από τη ζωή ο Αμερικανός συγγραφέας Πολ Όστερ (1947-2024)-Αποσπάσματα

Την τελευταία του πνοή άφησε, σε ηλικία 77 ετών, ο Αμερικανός συγγραφέας Πολ Όστερ, εξαιτίας επιπλοκών του καρκίνου του πνεύμονα.
Ο Πολ Όστερ γεννήθηκε το 1947 στο Νιου Τζέρσι και, όπως είχε δηλώσει, η ενασχόλησή του με τη συγγραφή χρονολογείται ήδη από την τρυφερή ηλικία των 8 ετών, όταν δεν κατάφερε να αποκτήσει το αυτόγραφο ενός θρύλου του μπέιζμπολ επειδή δεν είχε πάνω του μολύβι. Από τότε κυκλοφορούσε παντού με ένα μολύβι άμεσα διαθέσιμο και, όπως είχε εξηγήσει σε ένα δοκίμιό του: «Αν υπάρχει μολύβι στην τσέπη σου, είναι πολύ πιθανό μια μέρα να μπεις στον πειρασμό ν’ αρχίσεις να το χρησιμοποιείς».

Πράγματι, ο Όστερ το χρησιμοποίησε αρκετά: στη διάρκεια της ζωής του έγραψε 34 βιβλία, μεταξύ των οποίων και τη διάσημη «Τριλογία της Νέας Υόρκης», που αποτελείται από τα βιβλία Γυάλινη πόλη, Φαντάσματα, Το κλειδωμένο δωμάτιο. Ήταν η Γυάλινη πόλη το έργο που τον έκανε διάσημο, παρότι είχε απορριφθεί από πολλούς εκδοτικούς οίκους προτού τελικά ένας μικρός εκδοτικός οίκος της Καλιφόρνια πει το «ναι».

Ο Όστερ έζησε ένα διάστημα στη Γαλλία και έγινε ευρύτερα γνωστός στην Ευρώπη για το έργο του, αποσπώντας και σημαντικά ευρωπαϊκά λογοτεχνικά βραβεία. 
Επίσης, ασχολήθηκε µε τον κινηµατογράφο ως σκηνοθέτης και σεναριογράφος. 
Ήταν µέλος της Αµερικανικής Ακαδηµίας Τεχνών και Γραµµάτων.

...Ορισμένες φορές, όταν της δείχνει τις φωτογραφίες εγκαταλελειμμένων αντικειμένων, τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα. Δια-θέτει μια τρυφερή, συναισθηματική πλευρά, σχεδόν κωμική. Εκείνος συγκινείται που είναι τόσο τρυφερή, τόσο ευάλωτη στα βέλη των άλλων, μα κι επειδή μπορεί να γίνει πολύ σκληρή, φλύαρη, να ξεσπάει σε γέλια. Του είναι αδύνατο να προβλέψει ποια πλευρά της θα εκδηλωθεί ανά πάσα στιγμή. Μπορεί στην αρχή να φαίνεται κουραστικό, μακροπρόθεσμα όμως είναι κάτι που θα αποδειχτεί σίγουρα θετικό. Αυτός που τόσα χρόνια απαρνιόταν τον εαυτό του, που δεν λύγισε ποτέ, που είχε μάθει να ελέγχει πλήρως τη διάθεσή του και να περιφέρεται μέσα στον κόσμο παγερά, πεισματικά αποστασιοποιημένος από τα πράγματα, επέστρεφε αργά και πάλι στη ζωή, καθώς ερχόταν αντιμέτωπος με τις συναισθηματικές της εξάρσεις, με τον ευέξαπτο χαρακτήρα της, τα ανόητα δάκρυά της, κάθε φορά που αντίκριζε έναν εγκαταλελειμμένο αρκούδο, ένα σπασμένο ποδήλατο ή ένα βάζο με μαραμένα λουλούδια.

«Σάνσετ Παρκ», του Πολ Όστερ



***** 

Ο γέρος κάθεται στην άκρη του στενού κρεβατιού, οι παλάμες απλωμένες στα γόνατά του, το κεφάλι σκυφτό, το βλέμμα στο πάτωμα. Δεν έχει ιδέα ότι μια κάμερα είναι εγκατεστημένη στο ταβάνι ακριβώς από πάνω του. Το κλείστρο κλείνει σιωπηλά μια φορά το δευτερόλεπτο, παράγοντας ογδόντα έξι χιλιάδες τετρακόσιες φωτογραφίες με κάθε περιστροφή της Γης. Ακόμα κι αν ήξερε ότι τον παρακολουθούν, δεν θα είχε σημασία. Αλλού είναι ο νους του, ναυαγισμένος ανάμεσα στα αποκυήματα στο κεφάλι του καθώς γυρεύει μια απάντηση στο ερώτημα που τον κατατρύχει.

Ποιος είναι; Τι κάνει εδώ πέρα; Πότε ήρθε και πόσο θα μείνει; Με λίγη τύχη, θα μας τα δείξει όλα ο χρόνος. Για την ώρα, το μόνο μας καθήκον είναι να μελετήσουμε τις εικόνες όσο προσεκτικότερα μπορούμε και να αποφύγουμε την εξαγωγή πρώιμων συμπερασμάτων.

Υπάρχουν αρκετά αντικείμενα στο δωμάτιο, καθένα με ένα κομμάτι λευκή ταινία κολλημένο πάνω του, που έχει μία και μόνη λέξη γραμμένη με κεφαλαία γράμματα. Στο κομοδίνο, για παράδειγμα, η λέξη είναι ΚΟΜΟΔΙΝΟ. Στη λάμπα, η λέξη είναι ΛΑΜΠΑ. Ακόμα και στον τοίχο, ο οποίος δεν είναι, για να ακριβολογούμε, αντικείμενο, υπάρχει ένα κομμάτι ταινία που γράφει ΤΟΙΧΟΣ. Ο γέρος σηκώνει τα μάτια μια στιγμή, βλέπει τον τοίχο, βλέπει το κομμάτι της ταινίας πάνω στον τοίχο, και προφέρει τη λέξη τοίχος με μαλακή φωνή. Αυτό που δεν είναι γνωστό για την ώρα είναι αν διαβάζει τη λέξη στο κομμάτι της ταινίας ή αν απλώς αναφέρεται στον ίδιο τον τοίχο. Ενδεχομένως να έχει ξεχάσει να διαβάζει αλλά να εξακολουθεί ν' αναγνωρίζει τα πράγματα γι' αυτό που είναι και να μπορεί να τα κατονομάσει ή, αντίθετα, να έχει χάσει την ικανότητα να αναγνωρίζει τα πράγματα γι' αυτό που είναι αλλά να εξακολουθεί να ξέρει να διαβάζει.
Φοράει μπλε και κίτρινη ριγέ βαμβακερή πιτζάμα, και τα πόδια του είναι μέσα σε ένα ζευγάρι μαύρες δερμάτινες παντόφλες. Δεν του είναι σαφές το πού ακριβώς βρίσκεται. Στο δωμάτιο, ναι, αλλά σε τι κτίριο βρίσκεται το δωμάτιο; Σε σπίτι; Σε νοσοκομείο; Σε φυλακή; Δεν θυμάται πόσο καιρό βρίσκεται εδώ ή τη φύση των συνθηκών που επέφεραν τη μετακίνησή του σε αυτό το μέρος. Ίσως να βρίσκεται εδώ από πάντα· ίσως εδώ να ζει από τη μέρα που γεννήθηκε. Αυτό που γνωρίζει είναι ότι την καρδιά του τη γεμίζει μια ακατασίγαστη αίσθηση ενοχής. Την ίδια ώρα, δεν μπορεί παρά να αισθάνεται θύμα μιας τρομερής αδικίας.

Υπάρχει ένα παράθυρο στο δωμάτιο, το στόρι όμως είναι κατεβασμένο, και απ' ό,τι μπορεί να θυμηθεί δεν έχει κοιτάξει ακόμη έξω. Ομοίως και με την πόρτα και το λευκό της πορσελάνινο πόμολο. Είναι κλειδωμένος, ή έχει το ελεύθερο να πηγαινοέρχεται κατά βούληση; Ακόμη δεν έχει ερευνήσει το ζήτημα – διότι, όπως ειπώθηκε στην παραπάνω παράγραφο, ο νους του είναι αλλού, έρμαιο του παρελθόντος καθώς περιπλανιέται ανάμεσα στα φασματικά όντα που γεμίζουν το κεφάλι του, πασχίζοντας να απαντήσει το ερώτημα που τον κατατρύχει.
Οι εικόνες δεν ψεύδονται, ούτε όμως λένε τα πάντα. Είναι απλώς μια καταγραφή του χρόνου που περνά, τα εξωτερικά στοιχεία. Η ηλικία του γέρου, για παράδειγμα, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί από τις ελαφρώς θολές ασπρόμαυρες εικόνες. Το μόνο δεδομένο που μπορεί να καταχωριστεί με κάποια βεβαιότητα είναι ότι δεν πρόκειται για νέο άνθρωπο, όμως η λέξη γέρος είναι όρος ευέλικτος και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγραφεί ένας άνθρωπος από εξήντα έως εκατό χρονών. Επομένως θα εγκαταλείψουμε το γέρος και εφεξής θα αναφερόμαστε στον άνθρωπο στο δωμάτιο ως κύριο Μπλανκ. Προς το παρόν, μικρό όνομα δεν χρειάζεται.

Ο κύριος Μπλανκ σηκώνεται απ' το κρεβάτι επιτέλους, κάνει μια μικρή παύση για να βρει την ισορροπία του, κι έπειτα σέρνεται προς το γραφείο στην άλλη άκρη του δωματίου. Νιώθει κούραση, σαν να ξύπνησε μόλις από άστατο, λιγοστό νυχτερινό ύπνο, και καθώς οι σόλες από τις παντόφλες του γρατζουνούν το άδειο ξύλινο πάτωμα, του έρχεται στον νου ο ήχος του γυαλόχαρτου. Από πολύ μακριά, πέρα από το δωμάτιο, πέρα από το κτίριο όπου βρίσκεται το δωμάτιο, ακούει την αχνή κραυγή ενός πουλιού – ίσως κοράκι, ίσως γλάρος, δεν μπορεί να ξεχωρίσει.

Ο κύριος Μπλανκ κάθεται στην καρέκλα του γραφείου. Είναι μια υπέρμετρα άνετη καρέκλα, αποφασίζει, φτιαγμένη από απαλό καφέ δέρμα και εξοπλισμένη με φαρδιά μπράτσα για να βολέψει τους αγκώνες και τους πήχεις του, χώρια ο αόρατος μηχανισμός των ελατηρίων που του επιτρέπει να λικνίζεται μπρος πίσω κατά βούληση, το οποίο είναι αυτό ακριβώς που ξεκινά να κάνει με το που κάθεται. Το λίκνισμα μπρος πίσω έχει μια καταπραϋντική επίδραση πάνω του, και καθώς ο κύριος Μπλανκ συνεχίζει να ενδίδει σ' αυτές τις ευχάριστες ταλαντεύσεις, θυμάται το κουνιστό αλογάκι που βρισκόταν στην κρεβατοκάμαρά του όταν ήταν παιδάκι, και έπειτα αρχίζει να ξαναζεί μερικά από τα φανταστικά ταξίδια που έκανε με εκείνο το άλογο, που το έλεγαν Ασπρούλη και που, στο μυαλό του νεαρού κυρίου Μπλανκ, δεν ήταν ξύλινο αντικείμενο διακοσμημένο με άσπρη μπογιά αλλά πλάσμα ζωντανό, άλογο αληθινό.

Έπειτα από αυτή τη σύντομη εξόρμηση στα παιδικάτα του, η απελπισία ξαναπνίγει τον λαιμό του κυρίου Μπλανκ. Λέει δυνατά με φωνή εξαντλημένη: Δεν πρέπει να το αφήσω να συμβεί. Έπειτα σκύβει προς τα μπρος για να εξετάσει τα βουνά των χαρτιών και των φωτογραφιών που είναι τακτικά στοιβαγμένα στην επιφάνεια του μαονένιου γραφείου. Πιάνει τις φωτογραφίες πρώτα, τρεις ντουζίνες ασπρόμαυρα πορτρέτα ανδρών και γυναικών διαφόρων ηλικιών και φυλών σε διάσταση οκτώ επί δέκα ιντσών. Η φωτογραφία πάνω πάνω δείχνει μια νεαρή κοπέλα εκεί στα είκοσι. Τα σκούρα μαλλιά της είναι κοντοκομμένα, και έχει μια έντονη, ανήσυχη έκφραση στα μάτια καθώς κοιτάζει τον φακό. Στέκεται έξω σε κάποια πόλη, ίσως μια πόλη ιταλική ή γαλλική, επειδή τυχαίνει να βρίσκεται μπροστά από μια μεσαιωνική εκκλησία, και επειδή η γυναίκα φοράει κασκόλ και μάλλινο παλτό, μπορούμε να υποθέσουμε με αρκετή σιγουριά ότι η φωτογραφία τραβήχτηκε χειμώνα. Ο κύριος Μπλανκ κοιτάζει τα μάτια της κοπέλας και πασχίζει να θυμηθεί ποια είναι. Ύστερα από είκοσι πάνω κάτω δεύτερα, ακούει τον εαυτό του να ψελλίζει μια μόνο λέξη: Άννα. Μια αίσθηση ακατανίκητης αγάπης τον διαπερνά. Αναρωτιέται αν η Άννα ήταν κάποια με την οποία ήταν κάποτε παντρεμένος, ή, ίσως, αν κοιτάζει μια φωτογραφία της κόρης του. Μια στιγμή αφού κάνει αυτές τις σκέψεις, του ορμάει νέο κύμα ενοχής, και ξέρει ότι η Άννα είναι νεκρή. Ακόμα χειρότερα, υποψιάζεται ότι είναι υπεύθυνος για τον θάνατό της. Θα μπορούσε, μονολογεί, μέχρι και να είναι αυτός ο ίδιος που τη σκότωσε.

Ο κύριος Μπλανκ βογκάει απ' τον πόνο. Το να κοιτάζει τις φωτογραφίες τού πέφτει βαρύ, έτσι τις κάνει στην άκρη και στρέφει την προσοχή του στα χαρτιά. Είναι τέσσερις στοίβες στο σύνολο, γύρω στους δεκαπέντε πόντους ύψος. Χωρίς να έχει συναίσθηση κάποιου ιδιαίτερου λόγου, απλώνει το χέρι στην πάνω σελίδα της στοίβας άκρη αριστερά. Οι χειρόγραφες λέξεις, γραμμένες με κεφαλαία γράμματα, όπως στα κομμάτια της λευκής ταινίας, λένε τα εξής:
Αν τη δεις από τις εσχατιές του διαστήματος, η Γη δεν είναι μεγαλύτερη από κόκκο σκόνης. Να το θυμάσαι την επόμενη φορά που θα γράψεις τη λέξη ανθρωπότητα.

Από το αηδιασμένο ύφος που απλώνεται στο πρόσωπό του καθώς διατρέχει αυτές τις αράδες, μπορούμε να είμαστε αρκετά βέβαιοι ότι ο κύριος Μπλανκ δεν έχει χάσει την ικανότητα να διαβάζει. Το ποιος όμως θα μπορούσε να είναι ο συγγραφέας των αράδων αυτών είναι ένα ερώτημα που παραμένει ανοιχτό.

Ο κύριος Μπλανκ κάνει να πιάσει την επόμενη σελίδα στη στοίβα και ανακαλύπτει ότι είναι κάποιου είδους δακτυλόγραφο. Η πρώτη παράγραφος γράφει:
Με το που άρχισα να λέω την ιστορία μου, με έβαλαν κάτω και με κλότσησαν κατακέφαλα. Όταν στάθηκα όρθιος και ξανάρχισα να μιλώ, ένας τους με χτύπησε στο στόμα, και έπειτα ένας άλλος μου έριξε μπουνιά στην κοιλιά. Έπεσα κάτω. Κατάφερα να ξανασηκωθώ, πάνω που πήγαινα όμως να αρχίσω την ιστορία για τρίτη φορά, ο Συνταγματάρχης με πέταξε στον τοίχο και λιποθύμησα.

Υπάρχουν άλλες δύο παράγραφοι στη σελίδα, πριν όμως προλάβει ο κύριος Μπλανκ να αρχίσει τη δεύτερη, χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι ένα μαύρο μοντέλο με καντράν από τα τέλη του σαράντα ή τις αρχές του πενήντα του περασμένου αιώνα, και επειδή βρίσκεται στο κομοδίνο, ο κύριος Μπλανκ αναγκάζεται να σηκωθεί από τη μαλακή δερμάτινη καρέκλα και να συρθεί ως την άλλη άκρη του δωματίου. Σηκώνει το ακουστικό στο τέταρτο χτύπημα.

Εμπρός, λέει ο κύριος Μπλανκ.
Ο κύριος Μπλανκ; ρωτά η φωνή στην άλλη άκρη.
Για να το λέτε.
Είστε σίγουρος; Δεν μπορώ να το ρισκάρω.
Για τίποτα δεν είμαι σίγουρος. Αν θέλετε να μου απευθύνεστε έτσι, μετά χαράς θα απαντήσω. Με ποιον μιλώ;
Τζέιμς.
Δεν ξέρω κανέναν Τζέιμς.
Τζέιμς Π. Φλαντ.
Θυμίστε μου.
Ήρθα και σας είδα χθες. Περάσαμε δυο ώρες μαζί.
Α. Ο αστυνομικός.
Πρώην αστυνομικός.
Σωστά. Πρώην αστυνομικός. Τι μπορώ να κάνω για σας;
Θέλω να σας ξαναδώ.
Δεν αρκεί μία συζήτηση;
Βασικά όχι. Το ξέρω πως δεν είμαι παρά ένας ελάσσων χαρακτήρας σ' αυτή την υπόθεση, είπαν όμως ότι μου επιτρέπεται να σας δω δυο φορές.
Μου λέτε πως δεν έχω επιλογή.
Φοβάμαι πως όχι. Όμως δεν είναι ανάγκη να μιλήσουμε στο δωμάτιο αν δεν θέλετε. Μπορούμε να βγούμε και να καθίσουμε στο πάρκο αν το προτιμάτε.
Δεν έχω ρούχα να φορέσω. Με τις πιτζάμες και τις παντόφλες είμαι.
Κοιτάξτε στην ντουλάπα. Έχετε όσα ρούχα χρειάζεστε.
Α. Στην ντουλάπα. Ευχαριστώ.
Πήρατε το πρωινό σας, κύριε Μπλανκ;
Δεν νομίζω. Μου επιτρέπεται να τρώω;
Τρία γεύματα τη μέρα. Ακόμη είναι λίγο νωρίς, η Άννα όμως λογικά θα έρθει πολύ σύντομα.
Η Άννα; Η Άννα είπατε;
Είναι το άτομο που σας φροντίζει.
Νόμιζα πως είχε πεθάνει.
Όχι δα.
Ίσως να πρόκειται για άλλη Άννα.
Αμφιβάλλω. Από τους τόσους που εμπλέκονται σε αυτή την ιστορία, είναι η μοναδική που είναι απολύτως με το μέρος σας.
Και οι άλλοι;
Ας πούμε απλώς ότι υπάρχει πολλή πικρία, κι ας μην επεκταθούμε.

«Μέρα νύχτα»



Τα βιβλία του κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.