9.2.24

Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας

Σήμερα, 9 Φεβρουαρίου, είναι η μέρα μνήμης του εθνικού ποιητή Διονύσιου Σολωμού. 
Το 2017 καθιερώθηκε ως Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας με σκοπό την ανάδειξη του θεμελιώδους ρόλου ανά τους αιώνες, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην εδραίωση τόσο του ευρωπαϊκού όσο και του παγκόσμιου πολιτισμού, όπως αναφέρει το Υπουργείο Παιδείας.
Γράφει η Βίκυ Κατσαρού, υπεύθυνη έκδοσης των εκδόσεων Διόπτρα:
«Ο Καζαντζάκης έγραφε σε μονοτονικό, γεγονός που επέτασσε κι η ενεργή του ανάμειξη στο γλωσσικό ζήτημα. Αγωνίστηκε για την εξάπλωση μιας πανελλήνιας δημοτικής και υποστήριζε την εισαγωγή της στα σχολεία και την κατάργηση της καθαρεύουσας. Ο λόγος του Καζαντζάκη είναι σοβαρός, σωματικός, αψύς. Η γλώσσα του χαρακτηρίζεται από αρκετούς ιδιωματισμούς, ποιητικά και πεζά στοιχεία. Ο Καζαντζάκης θέλει να αποδώσει στον στοχασμό του λέξεις με ψυχή, που πάλλονται, ζωντανεύουν, μακριά από τη γλωσσική αδράνεια, να ντύσει τις ιδέες του με τα κατάλληλα στολίδια, δημιουργώντας λέξεις με γλωσσικό και σημασιολογικό έρεισμα, κι όχι καταφεύγοντας σε δανεισμό ή ανακύκλωση όσων ήδη γνωρίζουμε. Εξάλλου στον Καζαντζάκη, τα πάντα υποτάσσονται στη γλώσσα».

Ο Νίκος Καζαντζάκης υπήρξε μοναδικό φαινόμενο εργατικότητας στα ελληνικά γράμματα και σήμερα θεωρείται διεθνώς ένας οικουμενικός συγγραφέας και στοχαστής, ένας κλασικός.
Από το Μουσείο Καζαντζάκη, Χειρόγραφο του Νίκου Καζαντζάκη
 από το έργο του Ο Ανήφορος.



Από τον Ανήφορο, το μυθιστόρημα που εκδόθηκε 65 χρόνια μετά τον θάνατό του:

Βρίσκουνταν σ’ ένα χαμηλό λόφο και τ’ αμπέλια, φορτωμένα σταφύλια, σκαρφάλωναν ως στην κορυφή του· είχαν αρχίσει κιόλας να γυαλίζουν οι ρώγες. Ανάμεσα από τ’ αριά φύλλα της ελιάς, πέρα καταβορρά διέκριναν την ανοιχτή θάλασσα να στραφταλίζει. Οι ρίζες της ελιάς ξεπρόβαιναν από το χώμα τυραννισμένες, σκληρές και δυνατές σαν πέτρες. Άπλωσε ο Κοσμάς μιαν κόκκινη πατανία κι έβαλε τη Νοεμή να καθίσει και ν’ ακουμπήσει στον κουφαλιασμένο κορμό της ελιάς. Μια πράσινη σαύρα που λιάζουνταν γύρισε το χαριτωμένο κεφάλι, τους είδε και οι στρογγυλές χάντρες των ματιών της τρόμαξαν· σαν το νερό γλίστρησε μέσα στις πέτρες και χάθηκε.

 ― Λοιπόν; ρώτησε ο Κοσμάς, σα να ’χαν αρχίσει μεγάλη κουβέντα και τώρα στον ίσκιο της ελιάς τη συνέχιζαν.

Κι η Νοεμή, σα να εξακολουθούσε κι αυτή μια μεγάλη κουβέντα, αποκρίθηκε:
― Συμφωνώ μαζί σου, Κοσμά. Ζούμε μιαν εποχή δύσκολη, δύσκολο και το χρέος σήμερα του ανθρώπου. Δε χωράει πια η ψυχή μας στο λόγο· ήρθε η στιγμή, Κοσμά, ο λόγος να γίνει πράξη. Παράτησε τα χαρτιά και τα μελάνια: Φτάνει πια! 

Τινάχτηκε ο Κοσμάς, πειράχτηκε που τόσο ωμά ξεσκέπασε η κοπέλα τούτη τη μέσα του αγωνία. Δεν είχε ακόμα αυτός τολμήσει να δει καταπρόσωπο την αγωνία του· μήτε να πάρει απόφαση· ίσως για να μην πάρει απόφαση. Αγαπούσε το λόγο, ένιωθε τη λέξη σαν έναν καρπό, σαν ένα ροδάκινο, γεμάτη χυμό, άρωμα, χνούδι. Όταν έβλεπε γύρα του την ασκήμια, τη φτώχεια, την αδικία, πονούσε· κι έκραζε βοήθεια τις λέξες, έβανε μέσα τους τον πόνο του, χωρούσε όλος, κι αλάφρωνε. Έκανε το χρέος του, ησύχαζε. Και τώρα η κοπέλα τούτη… Θύμωσε.

― Μα καθόλου δεν είπα αυτό, Νοεμή! διαμαρτυρήθηκε ο Κοσμάς. Δεν είπα πως θα παρατήσω το λόγο και θα δοθώ στην πράξη. Μεγάλη, μαγική είναι η δύναμη της λέξης· μπορούμε με αυτή να σώσουμε και να σωθούμε. Θυμάσαι τι μου ’λεγες, Νοεμή, όταν πρωτογνωριστήκαμε κι έμαθες πως γράφω...
Η κοπέλα στράφηκε και τον κοίταξε· δε θυμόταν.

― Μου έκαμε μεγάλο καλό ο λόγος αυτός, θα σου τον θυμίσω, είπε ο Κοσμάς. Ένας ραβίνος έλεγε στο μαθητή του: «Όταν προφέρεις μια λέξη, πρέπει να μπαίνεις μέσα στη λέξη με όλο σου το κορμί». «Και πώς μπορεί να μπει αλάκερος ένας άνθρωπος σε μια λέξη;» ρώτησε ο μαθητής. «Όποιος θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο από μια λέξη», αποκρίθηκε ο ραβίνος, «είναι ανάξιος να μιλάει κανείς μαζί του». Πολλές φορές από τότε αναστορήθηκα μ’ ευγνωμοσύνη τα λόγια τούτα του ραβίνου. Ένιωθα κι εγώ πάντα τη λέξη συμπυκνωμένη δύναμη, όπως λένε σήμερα οι σοφοί πως είναι η ύλη· όχι μάζα νεκρή παρά τεράστιες αντίδρομες δυνάμες που είναι τόσο ισορροπημένες που φαίνουνται ν’ ακινητούν. Τέτοιες κι οι λέξες. Όποιος διαβάζει ένα κείμενο, αν θέλει να το νιώσει, ένα και μόνο έχει να κάνει: να συντρίβει τη φλούδα, σκληρή ή μαλακιά, της κάθε λέξης και ν’ αφήνει το νόημά της να ξεσπάει μέσα στην καρδιά του. Όλη η τέχνη του δημιουργού είναι να στριγμώνει μαγικά μέσα στα γράμματα του αλφάβητου ανθρώπινη ουσία· κι όλη η τέχνη του αναγνώστη είναι ν’ ανοίγει τις μαγικές αυτές παγίδες και να λευτερώνει το φλογερό και γλυκύτατο περιεχόμενό τους. Κι είμαι βέβαιος, Νοεμή: όποιος μπορεί καλά να κυβερνήσει τη λέξη, μπορεί να σώσει τον κόσμο.

Ευχόμαστε όλοι από καρδιάς να συνεχίσει η διάδοση του πλούτου της ελληνικής γλώσσας.