31.1.23

“Δύο Νύχτες Αριστερά της Λήθης”...ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Η Ερασμία Μπουλιτσάκη μιλάει για την ποιητική της συλλογή στη Βάια Λαμπροπούλου.ΦΩΤΟ

Η ποιητική συλλογή “ Δύο Νύχτες Αριστερά της Λήθης” έχει γραφτεί από την  Ερασμία Μπουλιτσάκη* και μαγεύει όποιον διαβάσει τα ποιήματά της. Ξεφυλλίζω τις σελίδες του και μου μυρίζει
γιασεμί και αγιόκλημα. Στέκομαι σε έναν τίτλο, κάπου στη μέση του βιβλίου: “ Ουράνιο τόξο”. Το τόξο μου δίνει την αίσθηση της κίνησης και αρχίζω την ανάγνωση: “Ένα λευκό σγουρό / Ο φόβος στην άκρη του κυμάτου / Ο ιδρώτας του ετοιμοθάνατου”... 
Έκανα τόσες εικόνες! 
Οι εικόνες μέσα από τα μάτια της Ερασμίας έχουν μια μουσικότητα και έναν ρυθμό και δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά, καθώς και η ίδια είναι μια μουσική πορεία χρόνων. 
Την Ερασμία τη γνώρισα στα ψυχοδράματα της Γαύδου και αυτό έχει από μόνο του μια σημειολογία δυνατή για το ότι ήμουνα σίγουρη πως η ποίησή της αγγίζει τα άδυτα όλων των ανθρώπων. Με εμπιστεύτηκε να μιλήσουμε για την ποιητική της γέννα και για μένα είναι ιδιαίτερη τιμή.  


  



Ερασμία, σε μια παρουσίασή του βιβλίου σου ανέφερες πως θεωρείς τον εαυτό σου “γραφιά” και όχι ποιητή. Ποια είναι η διαφορά των δύο όρων και ποιο είναι το αποτύπωμά τους στην ποίηση;

Στην δική μου αντίληψη, η ποίηση είναι κάτι πολύ περισσότερο από λογοτεχνία. Είναι τρόπος ύπαρξης, ένας τρόπος να βιώνει κανείς τον κόσμο, να αντιλαμβάνεται το περιβάλλον του, να τα βγάζει πέρα με την ζωή, με την αδικία, την φρίκη, τον θάνατο, τον έρωτα. Με αυτή την έννοια, η ποίηση δεν έχει ανάγκη την γραφή. Ποιητής μπορεί να είναι κάποιος που δεν ξέρει να διαβάζει και να γράφει. Επίσης, η ποίηση εκφράζει κοινά, συλλογικά πράγματα. Είναι ένα πανανθρώπινο ποτάμι που ρέει, κουβαλώντας τα βιώματα, τους καημούς και τα αισθήματα ολόκληρης της Ιστορίας. Το μόνο που έχει να κάνει ο ποιητής είναι να αφήσει αυτό το ποτάμι να περάσει από μέσα του, να τον χρησιμοποιήσει για να εκφραστεί. Καμιά φορά χρειάζεται να φροντίζει τις όχθες του ποταμού, μα δεν παράγει εκείνος το νερό. Εκείνος απλώς μετα-γράφει στο χαρτί την συλλογική φωνή της ποίησης, την φωνή της εποχής του ή και προηγούμενων ή μεταγενέστερων εποχών. Με αυτή την έννοια, ο όρος «γραφιάς», μεταξύ αστείου και σοβαρού, μου φαίνεται ότι ταιριάζει περισσότερο σε όσους γράφουμε, μέχρι αποδείξεως του εναντίου.

Με αφορμή τον τίτλο ενός ποιήματος του Τίτου Πατρικίου “Σε βρίσκει η ποίηση”, αναρωτιέμαι, πώς «σε βρίσκει η ποίηση» σήμερα; Που την συναντάς; Μπορεί κάποιος που τη βρήκε να την ξεπεράσει ποτέ;

Νομίζω ότι ο Τίτος Πατρίκιος έχει ήδη απαντήσει σαφώς αυτό το ερώτημα. Δεν ξέρω πώς μπορεί κανείς να «ξεπεράσει» την ποίηση, σαν να ήταν ένα ακόμα προϊόν προς κατανάλωση και τέρψη. 
Η ποίηση δεν είναι προϊόν, δεν είναι στατική κατάσταση. Είναι τρόπος. 
Τρόπος να υπάρχεις, να αγωνίζεσαι, να αγαπάς, να αντιστέκεσαι, να ερωτεύεσαι, να πονάς, να αμφιβάλλεις, να πενθείς. 
Με απασχολεί πολύ ο ρόλος της ποίησης στο σήμερα, στον κόσμο του στυγνού καπιταλισμού με τα εκατομμύρια θύματά του. 
Σε μια συνθήκη όλο και βαθύτερης κτηνωδίας και βαρβαρότητας, οι ιδεολογίες, τα αφηγήματα ανθρωπισμού και οι ίδιες οι λέξεις χάνουν το νόημά τους. Κανείς δεν πιστεύει πια τίποτα μέσα στον πόλεμο. 
 Και βέβαια, κανένας στίχος δεν ανατρέπει καθεστώτα, όπως λέει και ο Μανόλης ο Αναγνωστάκης. 
Ωστόσο, αν κάτι πρόκειται να διασώσει στον διάβα της Ιστορίας τις σπουδαίες αξίες, την αξιοπρέπεια, την ανθρωπιά, την αλληλεγγύη, την ιστορική μνήμη, την αντίσταση, αυτή σίγουρα είναι η Τέχνη, δηλαδή η ποίηση, σε όλες τις μορφές της. 
 Μια σανίδα σωτηρίας, δηλαδή, μέσα στην αγριότητα που φαίνεται να τα σαρώνει όλα.

  

Τα ποιήματά σου είναι γραμμένα σε πολυτονικό σύστημα και παρατήρησα πως η μοναδική τελεία βρίσκεται στο τέλος της συλλογής. 
Γιατί συμβαίνει αυτό; Είναι μια επανάσταση ή μια μικρή εσωτερική αντίδραση;

Νομίζω ότι το πολυτονικό σύστημα είναι αναπόσπαστο όργανο της ελληνικής γλώσσας και, στον βαθμό που αυτή η γλώσσα είναι εργαλείο και πρώτη ύλη ποίησης, με την έννοια του «ποιείν», θέλησα να αψηφήσω τον χρόνια εγκατεστημένο ακρωτηριασμό της. Προτού προσπαθήσω να προσεγγίσω το πρόβλημα της τελείας, θέλω πρώτα να παραδεχτώ ότι δεν είμαι σε θέση να απαντήσω με σιγουριά κανένα «τι» και κανένα «γιατί» που αφορά την ποίηση, ακόμα κι αν πρόκειται για δικό μου γραπτό. Τα ποιήματα έχουν δική τους ζωή και μπορούν μόνα τους να εξηγήσουν τον εαυτό τους. Εκείνος που τα γράφει έχει μια μάλλον περιφερειακή σχέση με αυτά. Με αυτό το δεδομένο, να σας πω ότι η τελεία είναι πράγματι ένα σημείο στίξης με το οποίο έχω μια μάλλον ηθικής τάξης διαφωνία. Δυσκολεύομαι να αποδεχτώ την έννοια της τελευταίας λέξης, του τελεσίδικου, του ανεξίτηλου, του αδιαμφισβήτητου, του μη περαιτέρω. Δεν μου έκανε καρδιά να χαράξω τα ποιήματα με αυτό το σημάδι της βεβαιότητας. Σαν να ήθελα να αφήσω ανοιχτό το παράθυρό τους, μήπως και έρθει την νύχτα φτερουγίζοντας κάποιο καινούργιο νόημα και τα πλουτίσει. Αυτό μπορεί να συμβεί και μετά την έκδοσή τους, μέσα από το βλέμμα των αναγνωστών. Μου φαινόταν ότι η τελεία θα έβαζε φρένο σε αυτήν την αέναη διαλεκτική. Ωστόσο, αυτή η μοναδική τελεία στο τέλος του τελευταίου ποιήματος δεν συνάντησε αντίσταση μέσα μου, όχι τόσο γιατί βρίσκεται στο τέλος της συλλογής, όσο γιατί στέκεται πλάι στην λέξη ‘’αντίσταση’’. Η έννοια της αντίστασης είναι η μοναδική που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της, που η ύπαρξή της αναγεννά αδιάκοπα τον εαυτό της μέσα από την φαινομενική της αδιαλλαξία, όπως οι βράχοι αντιστέκουν την σταθερότητά τους μέσα στην φουρτούνα που τους απειλεί από παντού. Μια τέτοια σταθερότητα δεν κινδυνεύει από την βεβαιότητά της. Θα μπορούσα να πω, με άλλα λόγια, ότι η Αντίσταση είναι η μοναδική βεβαιότητα που παραδέχομαι.
 



Τι είναι για σένα η “ λήθη” και ποια είναι η σχέση της με τα ποιήματα σου;

Η λήθη σηματοδοτεί το σκοτάδι του θανάτου. Δεν είναι μόνο ο φυσικός θάνατος, μα και ο εν ζωή θάνατος, ως πολιτικό, κοινωνικό και υπαρξιακό φαινόμενο, ο ιστορικός θάνατος, ο ηθικός θάνατος. Η ποίηση αποτελεί ένα ισχυρό πρόταγμα μνήμης απέναντι σε αυτήν την άβυσσο. Ο ποιητής δίνει μια ζωτικής σημασίας και, ορισμένες φορές απελπισμένη, μάχη. Ο θάνατος, η απώλεια, οι ματαιώσεις, οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες, η αδικία, η φρίκη της έλλειψης, η καταπίεση, η βία και η βαρβαρότητα είναι οι δυνάμεις που εξαναγκάζουν έναν ποιητή σε εργασία. Κανένας δεν καταπιάνεται με την ποίηση όταν έχει την εναλλακτική να μην το κάνει. Είναι ένα ζήτημα κυριολεκτικά ζωής ή θανάτου. Έχω μέρα και νύχτα στα μάτια μου αυτό που έχει γράψει κάπου ο Ελύτης: 
«Γράφω γιατί η ποίηση αρχίζει εκεί που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος». 
Ένα λυχνάρι μέσα στην απέραντη νύχτα της λησμονιάς.

Ποια είναι η σχέση της ποίησης με την ειδικότητα της ψυχιατρικής που αυτή την στιγμή ξεκινάς; Θα μπορούσε η ποίηση να είναι μέρος της ιατρικής επιστήμης και γιατί;

Αυτό είναι ένα πρόβλημα που κι εγώ αναζητώ να απαντήσω. Εκ πρώτης, και εκ δεύτερης, όψης, η ποίηση δεν έχει καμία σχέση με την επιστήμη της ιατρικής, και ιδιαίτερα με την ψυχιατρική, η οποία, θα τολμούσα να πω, φαίνεται ότι ώρες-ώρες στέκει απέναντί της προσπαθώντας να την γιατρέψει. 
Κι αυτό γιατί η ποίηση είναι ετεροθαλής αδελφή του αντικειμένου της ψυχιατρικής, που τόσο μας τρομάζει που σπεύδουμε να το κρύψουμε στα άσυλα, στην καταστολή, στην βία, στο στίγμα, στο περιθώριο της καθόλα «φυσιολογικής» κοινωνίας μας. 
Η ποίηση, όπως και η αρρώστια, ψυχική ή σωματική, λέει ρητά αυτό που δεν θέλουμε να ακούσουμε, αυτό που πολύ θα θέλαμε να μην ήταν αλήθεια, αυτό που κρύψαμε μέσα στην σιωπή της ατελείωτης κοινωνικής μας φλυαρίας. 
Είναι ο αποδιοπομπαίος τράγος του πολιτισμού μας που επιστρέφει για να εκδικηθεί ή για να μας σώσει. Με αυτήν την έννοια, νομίζω ότι είναι σημαντικό για έναν γιατρό να διατηρεί καθαρό το βλέμμα του σε αυτά που φοβάται να αντικρίσει, δηλαδή στα σημαίνοντα του ασυνειδήτου, με τα οποία κυρίως ασχολείται η ποίηση.

Τα ποιήματα γεννιούνται, τα απολαμβάνουμε και τα διατηρούμε στον εσωτερικό μας. Πεθαίνουν ποτέ τα ποιήματα και αν ναι πότε;

Η ποίηση, βέβαια, δεν πεθαίνει, όπως δεν πεθαίνει ο ουρανός. Οι ποιητές πεθαίνουν, ως οφείλουν να κάνουν. Το πρόβλημα είναι με τα ποιήματα, των οποίων την διάρκεια ζωής είναι μάλλον αδύνατον να προβλέψει κανείς. Είναι παράξενο γιατί, εκεί που νομίζουμε ότι έκαναν τον κύκλο τους, εκείνα συμπεριφέρονται σαν σπόροι και ξεπηδούν αργότερα μέσα στον ιστορικό χρόνο, ζωντανά και νεογέννητα, δυνατότερα από πριν. Άλλες φορές, μοιάζει να γεννιούνται χρόνια μετά τον θάνατο του δημιουργού τους. Είναι αυτό που λέμε καθυστερημένη αναγνώριση. Φυσικά υπάρχουν και ποιήματα που δεν αντέχουν να διασχίσουν ούτε μισό αιώνα. Φαίνεται πως έχει να κάνει με την ποιότητα των πρώτων υλών που χρησιμοποιεί ο μάστορας.
 Αν κατορθώσει να τα σμιλέψει με εξωϊστορικά υλικά και νοήματα, θα καταφέρουν να διασχίσουν σαν τόξα τους αιώνες και να προσγειωθούν στην καρδιά του μακρινότερου απογόνου. Το έχουμε δει με τα μεγάλα αριστουργήματα.

Ποιο από τα ποιήματα σου θα αφιέρωνες στην Ερασμία ως παιδί και γιατί;

‘’Ο κόσμος 
 Ένα παιδί που δεν αγαπήθηκε 
 Και θα νυχτώσει’’. 

Η «Απόρριψη» νιώθω πως είναι, περισσότερο από όλα, ένα ποίημα γραμμένο μέσα από τα βάθη της παιδικής ηλικίας. Η απόρριψη είναι θανάσιμος κίνδυνος για κάθε παιδί, τόσο που ο τρόμος της διασώζεται σε ολόκληρη την ζωή μας. Ωστόσο, προσωπικά υπήρξα πολύ τυχερό παιδί, αν αναλογιστεί κανείς την φρίκη που αναγκάζονται να ζήσουν πολλά παιδιά στις γωνιές και στα περιθώρια αυτού του πλανήτη. Είναι πολύ ζωντανό μέσα μου το σύμβολο του ανεπιθύμητου παιδιού σαν ένα σούρουπο καταμεσής του πελάγου, με όλη την αγωνία για την τραγική επίπτωση της νύχτας που το απειλεί. Αυτά τα φρικτά θαλασσινά νυχτώματα είναι δίπλα μας, είναι τα παιδιά που πνίγονται κάθε μέρα στο Αιγαίο με τις ευλογίες του ελληνικού κράτους, είναι τα παιδιά στον βυθό της θάλασσας και στην λάσπη του Έβρου που αρνούμαστε πως υπήρξαν, καταδικάζοντας στο σκοτάδι την μνήμη τους και την μνήμη του λαού τους. Είναι τα παιδιά που μέλλει ακόμα να χαθούν εξαιτίας της ανοχής μας και της αδιαφορίας μας. Αυτή είναι η φρικτή διάσταση που μπορεί να πάρει η Απόρριψη, σε συλλογικό πλέον επίπεδο, για κάποια από τα παιδιά του κόσμου.

Που μπορεί να συναντήσει κάποιος και να προμηθευτεί την ποιητική σου συλλογή;

Η συλλογή κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ραδάμανθυς και βρίσκεται στα μεγάλα βιβλιοπωλεία της Αθήνας και σε κάποια τοπικά βιβλιοπωλεία της Κρήτης. Επίσης, βρίσκεται στις έρημες ακρογιαλιές, στα ξάγρυπνα δάκρυα, στις κορυφές των βουνών, στο βλέμμα των αδικημένων, στο τελευταίο φιλί, στους ξυπόλυτους χορούς, στα μαύρα ρούχα, στον χωρίς προσδοκία έρωτα, στα τηλέφωνα που δεν χτυπούν, στην διαμαρτυρία του ανέμου.
Εγώ, τουλάχιστον, εκεί την βρήκα.

Θα ήθελα να μου πεις κάποιους στίχους σου που μπορεί να πάρει ένας νέος άνθρωπος για φυλαχτό.

Το μοναδικό ποίημα που θα συνέστηνα σε κάποιον για φυλαχτό είναι αυτό που έχω κι εγώ: το ποίημα που έχει γράψει η θάλασσα σε όλα της τα όστρακα, που αρκεί να τα φέρουμε στ’ αφτί μας για να μάθουμε ξανά την γλώσσα της αθωότητας. 
Κατά τα άλλα, ο καθένας διαλέγει το φυλαχτό του.


*Η Ερασμία Μπουλιτσάκη γεννήθηκε το 1997 στα Χανιά. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και ξεκινά την ειδικότητά της στην Ψυχιατρική. Το “ Δύο Νύχτες Αριστερά της Λήθης” είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.