Πολλά από τα ποιήματα της συλλογής είναι διαρθρωμένα ως μικρά καρέ –εμπεριέχουν εικόνες που έρχονται να συμπληρώσουν τη σκέψη λειτουργώντας ενίοτε και αυτοτελώς μέσα στο ποίημα:
έπλυνα στίχους/ στάζανε απόνερα/ τους κρέμασα/ μπουζάτους καθαρούς/ σε μια ταράτσα/ μύρισε περι-ποίηση ο αέρας/ μαλακτικό ιδεών όταν/ το μάτι μου πήγε σ’ έναν λεκέ/ κατέβασα τον στίχο/ τον έτριψα στο χέρι/ να τον πετάξω σκέφτηκα.// Στην ταράτσα θ’ ανέβει ο γείτονας του τρίτου/ ο ηλεκτρολόγος για την κεραία/ ο έφηβος κρυφά που καπνίζει / η γυναίκα του δεύτερου με βλέμμα στο κενό/ οι ερωτευμένοι του ισογείου να δουν τ’ αστέρια.// Κράτησα τον στίχο. Κρατήθηκα και. Τρίβω ακόμα.
Η ποίηση ως πράξη δράσης περνά μέσα από τα περί ποιήσεως ποιήματα και προστίθεται στα ενδεχόμενα στιγμών όπου οι λέξεις και τα νοήματα πιάνουν την άκρη του νήματος. μέχρι που η αυγή βρίσκει τις απαντήσεις ακόμη να αιωρούνται. Κάθε λέξη και φράση αποκωδικοποιείται στο ξεκάθαρο κρύο. Σημαίνει επακριβώς όσα πασχίζουμε να καταλάβουμε, σε αυτόν τον αμφίρροπο αγώνα. Και βέβαια πάντα σε συνεννόηση με τον άλλον που σημαίνει ότι ο άνθρωπος και οι καταστάσεις/γεγονότα ζωής περνούν μέσα από την ποίηση της Κλεονίκης Δρούγκα. Μέσα από την οξύνοια λόγου και την εύστοχη αναδιάταξη των απλών λέξεων προκύπτει η συγκίνηση, η έκπληξη, αυτό το ευχάριστο ξάφνιασμα. Γραφή ώριμη, καθαρή με ζωντάνια διαρθρωμένη αλλά ταυτοχρόνως λεπταίσθητη ακόμη κι όταν μοιάζει δυνατά να αναρωτιέται:
[ ] Αιφνίδια γρατζουνάς στο μάγουλο
τα λέπια εικόνων νεκρών
στο μυαλό σου σπαρταρά το γατάκι.
Δύο οι λύπες
σε ακουμπάν με το χνούδι τους.
Η λέξη ξεροκαταπίνει
όσο η τελεία σκαρφαλώνει.
−Πού θα σταθείτε; πού;
−Να μπω μετά από σας ή
μήπως είν’ αυθάδεια;
−Ως τελεία επιβάλλεστε
ή κάνουμε δοκιμές;
Η λέξη σταύρωσε τα πόδια της.
Ένα πλεκτό
σκούντηξε μίαν άλλη
άλλαξε θέση ανήσυχη.
−Μετάνιωσα
της είπε η τελεία
και αποσύρθηκε.
Ο ποιητής
την κουβαλά μες στο μυαλό του
μια την στριμώχνει
μια την εξορίζει.
Κάποια στιγμή την εξωθεί ως
και δύο χρόνια μετά
μ’ ακόμη −λες− τη σκέφτεται.
Επείγουσα παραγγελία
―Πλήρωσα κάτι παραπάνω και
δυο τρεις μέρες μού είπατε
πια και θα ’ναι εδώ
στον φάκελο έγραψα «επείγον»
ξεφλούδισα τον χρόνο
―ο πατέρας βίδωνε
ρόδες βοηθητικές του ποδηλάτου.
Δεν ήρθε ακόμα.
―Τι παραγγείλατε, λοιπόν;
―Τα καλοκαίρια που ήμουνα παιδί.
―Λυπούμεθα. Αργήσατε.
Εξαντλημένο απ’ τον εκδότη.
Το λες ζωή
Ξυπνάς απότομα
αποφεύγεις τους καθρέφτες
να μη βλέπεις τη φθορά.
Το λες πανικό.
Πετάς πάνω από καταιγίδες
μ’ ένα τραγούδι των Beatles
παραφυλάς τον κηπουρό
μ’ ένα μακρύ ψαλίδι
κόβεις τη βροχή.
Το λες αναχρωματισμό.
Κρέμεσαι ανάποδα από έναν πλάτανο
λύνεις τα μαλλιά ενώ
βουτάς το κεφάλι στη θάλασσα
πνίγεις κάτι ψίχουλα λύπης και
το λες αντάρτικο.
Η θάλασσα μέσα της
Ανοίγει την ντουλάπα
ντύνεται με τα κύματα
στολίζεται στον καθρέφτη
γεμίζει κοχύλια η ματιά
καράβι γίνεται
φτάνει στα ξένα
στα λιμάνια βγάζει τα ρούχα της
αφρίζει θηρίο λαβωμένο
η θάλασσα μέσα της.
Κρουστό απόβραδο
Κυριακές ευτυχίας
τυλιγμένες σε αυταπάτες
περιστρέφονται μ’ ένα τηλεκοντρόλ
γύρω από σκουριασμένα απογεύματα
χαμογελούν στους καναπέδες
σκεπάζουν κάτω από λινές κουβέρτες
ληγμένες αποφάσεις.
Έδωσα όνομα ποιητικό
σ’ αυτή την Κυριακή
την είπα
ακριμάτιστη.
Δεν είχα σκοπό τ’ όνομα να αλλάξω.
Φώναζαν όμως οι λέξεις.
Κάποια πράγματα δεν…
να μην αλλάξουν γίνεται.
Σωτήρης Σόρογκας,
Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση,
εκδ. Μανδραγόρας,
16Χ24,
Ιανουάριος 2023, σελ. 64,
αριθμ. έκδοσης: 376,
ISBN: 978-960-592-158-3,
τιμή 10,60 ευρώ.