3.10.22

Μούσαις χάρισι θύε...Ο Δ.Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ για την ποίηση

ΑΡΧΕΙΟ. Μέρα που είναι αύριο (της Ποίησης, με κεφαλαίο, υποθέτω, το πι) λέω να ρίξω κι εγώ την πετριά μου. Δηλώνοντας αμέσως πως αυτού του τύπου οι αφιερωτικές ημερίδες (κατά κανόνα θηλυκού γένους) μου φαίνονται στημένες και μάλλον υποκριτικές. 
Εξάλλου, αν πιστέψουμε τον Ησίοδο, οι Μούσες, που διαχειρίζονται τις τύχες της μουσικής ποίησης στην αρχαιότητα (εναλλάσσοντας κάποτε την αλήθεια με το αληθοφανές ψέμα), προτιμούν τη νύχτα από τη μέρα. 

Απόδειξη ο πρόλογος της «Θεογονίας», που παρατίθεται σε δική μου μετάφραση:

Με τις Ελικωνιάδες Μούσες ας αρχίσει το τραγούδι μας. / Κατοικούν τον Ελικώνα, όρος μέγα κι ιερό. / Και με πόδια ανάλαφρα χορεύουν γύρω στη μαβιά πηγή, / στον βωμό του παντοδύναμου Κρονίδη. / Λούζουν πρώτα το κορμί τους τρυφερό στα νερά του Περμησσού, / της Ιπποκρήνης ή του θεϊκού Ολμειού. / Υστερα ψηλά ανεβαίνουν στου Ελικώνα τις απάτητες κορφές / και χορούς συστήνουν όμορφους, χαριτωμένους, / τον ρυθμό κρατώντας με τα πόδια τους. / Από εκεί κινώντας, καλυμμένες σε πυκνή νεφέλη, / όλη νύχτα προχωρούν, τραγουδώντας με περίκαλλη φωνή…

Νυκτόβιες λοιπόν οι ησιόδειες Μούσες, περνούν από τη μια κορφή στην άλλη, προσφέροντας τον ύμνο τους όχι μονάχα στους θεούς, αλλά και στη Γη, στον Ωκεανό, στη μαύρη Νύχτα. 
Που πάει να πει: στην ανοιχτή, παγκόσμια φύση με τα οριακά της σήματα. 
Στο μεταξύ, άλλαξαν οι καιροί, άλλαξαν και τα γούστα: η δική μας «άρρωστη» Μούσα στριμώχνεται τη μέρα της ονομαστικής γιορτής της μέσα σε μπουκωμένα αυτοκίνητα, τρόλεϊ και μετρό, διαφημίζοντας τους έρωτές της. 
H πρώτη διαφορά.

H άλλη διαφορά: 
στον Ησίοδο η ποίηση δεν έχει ακόμη δικό της όνομα. Μοιράζεται στις έντεχνες εννέα Μούσες, κόρες του Δία και της Μνημοσύνης: Κλειώ και Ευτέρπη, Θάλεια και Μελπομένη, Τερψιχόρη και Ερατώ, Πολύμνια και Ουρανία. Τελευταία και αζευγάρωτη σε ακέραιο στίχο, η Καλλιόπη, γίνεται, με την ωραία φωνή της και τον μουσικό της λόγο, πρώτη: προφερεστάτη απασέων.
Θυμίζω ότι το ρήμα ποιώ στα χρόνια του Ομήρου και του Ησιόδου σημαίνει ακόμη «κατασκευάζω» και αντιστοιχεί σε έργα κεραμικά και γλυπτά. 
Στη ρίζα του επομένως ο μουσικός λόγος της ποίησης ήταν φωνή και μιλιά, προορισμένος να προφέρεται και να ακούγεται. 
Αυτός εξάλλου είναι και ο καημός κάθε καλού ποιητή στις μέρες μας. Αλλιώς το ποίημα ξεπέφτει σε κωφάλαλα γράμματα – συνηθισμένο πράγμα στους καιρούς μας.

H τρίτη διαφορά: 
οι αρχαϊκές Μούσες, συνδυάζοντας το θεολογικό με το ποιητικό τους κύρος, εκπροσωπούν την πολυώνυμη και συνάμα ανώνυμη ποίηση, η οποία υπερασπίζεται τη μνημοσύνη, εκτοπίζοντας τη μίζερη καθημερινότητα με τη λησμοσύνη. 
Συναιρούν και τους τρεις ρόλους της μουσικής προσφοράς: την ποίηση, τον ποιητή και το ποίημα, και τους μοιράζουν στους θνητούς κατά το κέφι τους. 
Μεταβάλλουν τον λιμασμένο αγροίκο βοσκό σε εμπνευσμένο αοιδό και του παραχωρούν την αοιδή, για να μπορεί τραγουδώντας να διηγείται και διηγώντας να τραγουδά (Ησίοδος). Συμπληρώνουν κάποτε τη δωρεά της ποίησης με τη στέρηση της όρασης (Δημόδοκος).

Στο μεταξύ, άλλαξε άρδην η ποιητική μας μοίρα, αφότου οι Μούσες έγιναν άδειες σκιές. 
Οπότε η ποίηση έμεινε χωρίς προστάτη και, αντιδρώντας σε έναν κόσμο αφιλόξενο, αυτονομήθηκε, με τίμημα την απομόνωσή της. Διασώθηκε ωστόσο ως εν δυνάμει ενέργεια, ενσωματωμένη και μοιρασμένη στη φύση και στον άνθρωπο. 
Οταν τα δύο αυτά μέρη της αντικρίζονται, δημιουργούν αμοιβαίες ανταποκρίσεις, προκαλώντας αποκαλυπτικές συγκινήσεις: από την ηδονή έως τον πανικό· από τον φόβο έως τον έλεον. 
Αυτή όμως η ποιητική ενδελέχεια, που προορίζεται για όλους, χρειάζεται διαμεσολαβητές· ρόλο που αναλαμβάνουν οι ποιητές, διαθέτοντας πιο ευαίσθητες κεραίες πρόσληψης. 
Ετσι προκύπτει το ποίημα· χρέος του ποιητή, που το αναγνωρίζει ο ευαίσθητος αναγνώστης. Πρόκειται δηλαδή για αλυσίδα με τέσσερις συνεχόμενους αλλά εύθραυστους κρίκους: ποίηση-ποιητής-ποίημα-αναγνώστης. H ρήξη μπορεί να συμβεί ανάμεσα στον πρώτο και στον δεύτερο, στον δεύτερο και στον τρίτο, στον τρίτο και στον τέταρτο κρίκο. 
Και υπάρχουν ποιήματα που αποτυπώνουν αυτήν ακριβώς την οδυνηρή ρήξη. 
Οπως το επόμενο συνταρακτικό σονέτο του Καρυωτάκη:

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες / κιθάρες. 
Ο άνεμος, όταν περνάει, / στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει / στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες. /// Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες. / Υψώνονται σα δάχτυλα στα χάη, / στην κορυφή τους τ’ άπειρο αντηχάει / μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες. /// Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις / χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε. / Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις. /// Στο σώμα, στην ενθύμιση πονούμε. / Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις / είναι το καταφύγιο που φθονούμε.