Τα ξυνόδενδρα τριγύρω στο κτήμα δημιουργούσαν μια μεγάλη αγκαλιά στο σπιτικό της Ροδάνθης και του Γιώργου. Λεμονιές, πορτοκαλιές, μανταρινιες και μερικά περγαμόντα αναπαλαίωναν τον ανοιξιάτικο αέρα με παλίμψηστα ζωής. Μνήμες από το κτήμα της οικογένειας στην απεκεί ακτή της Μικράς Ασίας.
Με τη συμφορά εφτασαν στην Ίμβρο μέχρι που ο θερμόαιμος πρωτότοκος Γιώργος θρυμμάτισε ένα γείτονα και έφυγε κυνηγημένος για την πρωτεύουσα.
Τις έναστρες νύχτες του Αυγούστου άναβαν το μαγκάλι και έψηναν καλαμπόκια.
Οι μεγάλοι συζητούσαν για τα καθημερινά και οι μικροί σπρώχναμε ο ένας τον άλλο για το ποιος πρώτος θα γευτεί το ψημένο κοτσάνι.
Έριχναν χοντρό αλάτι που μουδιάζε τη γλώσσα μας, έτσι έλεγαν ότι θα σταματούσαμε το σπρωξίδι. Τιμωρία και αυτή; Κατάλειπο της παιδικής βίας που είχαν υποστεί οι ίδιοι από τους γονείς τους. Μας έπερνε ο ύπνος με το καλαμπόκι στο χέρι.
Έστρωναν κατάχαμα στο κιόσκι και μας έσπερναν στη σειρά. Κάποιες φορές φτάναμε και τα εφτά παιδιά στη σειρά.
Όλη η γειτονιά στρωματσάδα.
Ανοίγαμε τα μάτια και βλέπαμε το φεγγάρι μπλεγμένο στα κλαριά της καρυδιάς
Δίπλα στο κιοσκι του κήπου η καρυδιά που φύτεψαν οι πρώτοι ιδιοκτήτες του κτήματος στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, έριχνε τη σκιά της πηκτή στον κήπο.
Το πρωί αργούσε να μας φτάσει ο ήλιος καθώς κρεμόταν στα κλαριά της καρυδιάς νυχτερίδα σαν και αυτές που έπαιζαν στο σκοτάδι με τα χαλάσματα του γειτονικού πέτρινου.
Ακούγαμε κάποια βραδιά και τις φωνές των ενοίκων του και σφίγγαμε από φόβο τα μάτια. Έλεγαν ότι ήταν στοιχειωμένο.
Τις μέρες τις φθινοπωρινές ποιο πολύ όμως τις χειμερινές μας μάζευε η θεία Ροδανθη γύρω της και μας έφτιαχνε τηγανίτες με μπόλικο μέλι και κανέλα.
Φορούσε συνήθως ρόμπες κλαρωτές.
Τις έκανε παραγγελία στην μοδίστρα της γειτονιάς. Που να βρει ρούχο στα μέτρα της, είχε φτάσει κάποια φορά και εκατόν ογδόντα κιλά.
Έλεγε χορατά και μίλαγε πολύ πικάντικα και αν κάποιος την εκνεύριζε σήκωνε τη ρόμπα και του έδειχνε το πράμα της, όπως έλεγε "να δες το εκεί σε γράφω".
Δεν τολμούσε κάνεις να την πειράξει. Με το παραμικρό θύμωνε και έλεγε βαριές κουβέντες.
Περίεργος άνθρωπος, από τη μια μας έκανε όλα χατίρια κι από την άλλη δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της.
Ανοίγαμε τη μαντεμένια ξώπορτα και χανομαστε στη θάλασσα για ώρες.
Όλο το βράδυ μας νανούριζε με το κύμα να αχολογα στη γειτονιά με τα εγκαταλελειμενα αρχοντικά.
Η Ροδανθη δεν ήταν κουτσομπολα αλλά ήθελε να ξέρει τα πάντα.
Κρυφάκουγε όταν μίλαγε στο τηλέφωνο ο άντρας της. Τον υποπτεύοταν ότι την κεράτωνε. Εψαχνε τις τσέπες και τις σχολικές τσάντες των ξαδερφών μας .
Ήξερε τα οικογενειακά της συνοικίας.
Όταν καταλάβαινε ειδικά το καλοκαίρι ότι παίρναμε τις σαμπρέλες και πέφταμε στα νερά από την προβλήτα, σκαρφαλώνε τη μάντρα να δει που είμαστε. Ειχε βάλει μια ξύλινη σκάλα που ανέβαινε με κίνδυνο να σωριαστεί και με το χέρι στο μέτωπο έψαχνε να μας ανακαλύψει.
Το παρατηριο της το ήξερε όλη η γειτονιά εκείνο που δεν ήξερε ήταν ότι είχε και ''να ζευγάρι κιάλια. Με αυτά ηξερε πότε ο Γιώργος της πήγαινε στην κόρη της μοδίστρας να νοιώσει άντρας. Το "πράμα" της Ροδανθης για να φανεί έπρεπε να κάνει ανασκαφή ο λιανόκορμος Γιώργος όπως ο Σλημαν στις Μυκήνες.
Όταν έφυγε την σήκωσαν στο ώμο έξι.
Τα παιδιά της βρήκαν ένα κομπόδεμα με λίρες που φύλαγε στο εικονοστάσι. Μαζί ανακάλυψαν και ένα σημειωματάριο πυκνογραμμένο με καθημερινές καταγραφές. Δίπλα στα αθροίσματα των εξόδων και των εσόδων για τις ανάγκες τους είχε και σημειώσεις για το τι γινόταν κάθε μέρα στο κτήμα. Δεν ήταν κουτσομπόλα ήθελε να ξέρει. Μας παρακολουθούσε όλους μικρούς και μεγάλους.
Το ημερολόγιο το βάλαμε μαζί της να διαβάζει στο ταξίδι της χειμώνα καλοκαίρι για το κτήμα με την θεορατη καρυδιά. Σε ένα μελτέμι αυγουστιάτικο ξεκόλλησε ένα κλαρί της και την πήρε μαζί του.
Το ημερολόγιο το βάλαμε μαζί της να διαβάζει στο ταξίδι της χειμώνα καλοκαίρι για το κτήμα με την θεορατη καρυδιά. Σε ένα μελτέμι αυγουστιάτικο ξεκόλλησε ένα κλαρί της και την πήρε μαζί του.
"Σπασμένα Δόντια"
Αντώνης Δ.Σκιαθάς
Αύγουστος 2022