15.8.22

Οι χαμένες εθνικές αναμνήσεις μετά το 2004. Του Μάνου Οικονομίδη Twitter@EmOikonomidis

Η σκυτάλη της ζωής… Εκείνη που περνάει από τη μια εκδοχή του εαυτού μας στην άλλη, από τη μια χρονική συγκυρία...του προσωπικού βηματισμού μας στην επόμενη. Η σιωπηλή συνθήκη συμφιλίωσης με όσα κουβαλάμε μέσα μας, ώστε να συνεχίζουμε, έστω λιγότερο αισιόδοξοι και χαρούμενοι, έστω με τις ουλές ενός σεναρίου ζωής ατροφικά γενναιόδωρου, σε σχέση με όσα υποψιάζονταν και προσδοκούσαν τα όνειρά μας.

Η ανάγκη δημιουργίας καινούριων αναμνήσεων… Όχι για να υποκαταστήσουν ή να αντικαταστήσουν εκείνες που προηγήθηκαν, αλλά για να εικονοποιήσουν τη συνέχεια, να δώσουν πρόσωπο και φωνή σε όσα ακολουθούν, στη ζωή που συνεχίζεται.

Τέτοιες μέρες πριν από 18 χρόνια, η Ελλάδα ζούσε το σημείο καμπής ανάμεσα στη ρουτίνα του τέλματος και την προσδοκία να αγκαλιάσει την πρόοδο, να διαμορφώσει τις συνθήκες μιας Νέας Μεταπολίτευσης, σε πολιτικό, αλλά κυρίως κοινωνικό επίπεδο. Παρασκευή και 13 Αυγούστου του 2004, ξεκίνησαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας, μια στιγμή στην Ιστορία που φλέρταρε με το δυσυπόστατο αποτύπωμα της… ευχής και κατάρας. Το ποιά πτυχή της Ιστορίας επικράτησε, το ζήσαμε στα χρόνια που ακολούθησαν ως δραματική εθνική πραγματικότητας.

Σε πολιτικό επίπεδο, είχε προηγηθεί η σαρωτική επικράτηση του Κώστα Καραμανλή στις εκλογές, με τη μεγαλύτερη κοινωνική δεξαμενή ψηφοφόρων των πολλών τελευταίων δεκαετιών, καθώς σχεδόν 3,5 εκατομμύρια Έλληνες συνυπέγραψαν την προσδοκία της πολιτικής αλλαγής, που έμεινε ατελής και υπονομεύτηκε βασανιστικά, μέχρι την τελική πτώση στις εκλογές του 2009. Στις εκλογές του «λεφτά υπάρχουν», που άνοιξαν το δρόμο για την εθνική καταστροφή των Μνημονίων.

Αν ακούσει κάποιος με ψυχραιμία και ειλικρίνεια τις ενστάσεις της καρδιάς του, θα συνειδητοποιήσει ότι, εκείνο το καλοκαίρι του 2004, η Ελλάδα ονειρεύτηκε για τελευταία φορά. Δεχτήκαμε με ενθουσιασμό την πρόκληση να δημιουργήσουμε καινούριες αναμνήσεις, που θα έδιναν συναρπαστικό άρωμα στη συνέχιση της εθνικής διαδρομής.

Από τότε, η ελληνική κοινωνία βιώνει ήττες, απογοητεύσεις και μιζέρια. Μια παρατεταμένη και ανατροφοδοτούμενη παρακμή, με εθνικές τραγωδίες μη αναστρέψιμων συνεπειών, από την κοινωνική φτωχοποίηση και την απώλεια εθνικής αυτοδιάθεσης που συνόδευσε τη λαίλαπα των Μνημονίων, μέχρι τις ακραίες φυσικές καταστροφές, με ανθρώπινα θύματα και λυσσώδη «τιμωρία» της φύσης και του ζωικού βασιλείου.
Οι χαμένες εθνικές αναμνήσεις του 2004 μοιάζουν περίπου αδύνατο να υποκατασταθούν στην εθνική αφήγηση. Από τις εκλογές του 2009 και μετά άλλωστε, λιγότεροι μετριοπαθείς άνθρωποι συμμετέχουν στο εθνικό γίγνεσθαι. Δεν ψηφίζουν, δεν δημιουργούν, δεν αντιδρούν. Υπομένουν βασανιστικά.

Η «σιωπηλή πλειοψηφία», την ύπαρξη της οποίας είχε απρόσμενα διαγνώσει πριν από αρκετές δεκαετίες ο Ρίτσαρντ Νίξον, παρατηρεί με βουβό, εσωτερικό θρήνο, τη χώρα-μαιευτήριο της Δημοκρατίας να έχει παραδοθεί στα άκρα και τις ακρότητες που τα συνοδεύουν. Στο μίσος και τον εθνικό διχασμό. Στην ακροδεξιά τύφλωση, που διαπνέει οριζόντια το πολιτικό σύστημα, ανεξαρτήτως κομμάτων, τα ΜΜΕ, τη δημόσια σφαίρα.

Η εθνική μελαγχολία για ένα περήφανο έθνος που μοιάζει εγκλωβισμένο στην παρακμή.