"Ξαφνικά θυμήθηκα που ήμουν παιδί και με αγκάλιαζε ο πατέρας μου. Θα προσπαθούσα να βάλω τα χέρια μου γύρω από τη μέση του, να τον αγκαλιάσω κι εγώ αλλά ποτέ δεν μπορούσα να καλύψω όλη την περιφέρεια του σώματός του. Ήταν τόσο μεγαλύτερος από την ίδια τη ζωή. Μετά κάποια μέρα, μπορούσα πια να το κάνω. Τον κρατούσα εγώ αντί να με κρατάει αυτός και το μόνο πράγμα που ήθελα εκείνη την στιγμή ήταν να αντιστραφούν και πάλι τα πράγματα.''
Από το βιβλίο “Vanishing acts” της Jodi Picoult
***
Νιόβη Ιωάννου: ο πατέρας μου
ο πατέρας μου
δεν άφηνε κανέναν
να κάθεται στο παγκάκι
«περιμένω τα βήματα», έλεγε
να μ’ ελευθερώσουν
είχε μια πληγή από σοκολάτα στο στήθος
κι όλο έδειχνε τα χέρια του
που ήτανε καθαρά
άρχιζε, λησμονώντας πως με λένε
μετά θυμόταν
το τσαλακωμένο χαρτί
στο παλτό του
«στα σκουπίδια να ψάχνεις την αλήθεια, Μαρία»…
ο πατέρας μου
κοιμήθηκε
για να πεθάνει
στα ψέματα
έτσι δεν καλυτέρευσε τον κόσμο
του άρεσε μόνο
να παίζει φυσαρμόνικα
κοιτάζοντας τα πουλιά
Νιόβη Ιωάννου
Από την ποιητική συλλογή «Εις άτοπον» εκδ. Μανδραγόρας, 2017
Στὴ μνήμη τοῦ πατέρα μου (ποίημα) Μελισσάνθη (1910 – 1990)
Ὅταν κοιτὰζω τὰ παιδάκια κάθε μὲρα
στοὺς δρόμους, τὸ πρωί,
μὲ τοῦ σχολείου τὴν τσάντα
φτωχοντυμὲνη μιὰ μικροῦλα βλέπω πάντα,
μὲ τὴν παλιά της σάκκα, δίπλα στὸν πατέρα.
"Όλοι οι πατεράδες είναι αόρατοι κατά την ημέρα. Η ημέρα διαφεντεύεται από τις μητέρες και οι πατέρες εμφανίζονται τη νύχτα. Το σκοτάδι φέρνει στο σπίτι τους πατέρες, με την αληθινή, ανείπωτη δύναμή τους. Υπάρχουν περισσότερα στους πατέρες από αυτά που φαίνονται με την πρώτη ματιά."
Από το βιβλίο «Μάτι Γάτας» της Margaret Atwood
φτωχοντυμὲνη μιὰ μικροῦλα βλέπω πάντα,
μὲ τὴν παλιά της σάκκα, δίπλα στὸν πατέρα.
***
"Όλοι οι πατεράδες είναι αόρατοι κατά την ημέρα. Η ημέρα διαφεντεύεται από τις μητέρες και οι πατέρες εμφανίζονται τη νύχτα. Το σκοτάδι φέρνει στο σπίτι τους πατέρες, με την αληθινή, ανείπωτη δύναμή τους. Υπάρχουν περισσότερα στους πατέρες από αυτά που φαίνονται με την πρώτη ματιά."
Από το βιβλίο «Μάτι Γάτας» της Margaret Atwood
***
«Κοριτσάκι μου θέλω να σου φέρω τα φαναράκια των κρίνων να σου φέγγουν στον ύπνο σου. Θέλω να σου φέρω ένα περιβολάκι ζωγραφισμένο με λουλουδόσκονη πάνω στο φτερό μιας πεταλούδας για να σεργιανάει το γαλανό όνειρό σου. Θέλω να σου φέρω ένα σταυρουλάκι αυγινό φως, δυο αχτίνες σταυρωτές απ’ τους στίχους μου να σου ξορκίζουν το κακό, να σου φωτάνε, μη μου σκοντάψεις, κοριτσάκι, έτσι γυμνόποδο και τρυφερό στ’ αγκάθι κ’ ενός ίσκιου. Κοιμήσου, να μεγαλώσεις γρήγορα, έχεις να κάνεις πολύ δρόμο, κοριτσάκι, κι έχεις δυο πεδιλάκια μόνο από ουρανό. (…)Κοιμήσου, κοριτσάκι. Είναι μακρύς ο δρόμος. Πρέπει να μεγαλώσεις.Είναι μακρύς, μακρύς, μακρύς ο δρόμος»
Γιάννη Ρίτσου προς την κόρη του Ερη.
***
Ο πατέρας δεν πίνει στους ουρανούς
Χθες είδα πάλι στον ύπνο μου τον πατέρα.
Καθόμασταν οι δυο μας σ’ ένα τραπέζι με καρό τραπεζομάντιλο.
Κάποιος μας έφερε δυο ποτηράκια και κρασί.
– Είσαι καλά; Του λέω.
– Καλά, καλά, και μου ‘πιασε το χέρι.
– Άντε, στην υγειά σου, είπε.
Σήκωσε το ποτήρι, τσούγκρισε και το άφησε πάνω στο τραπέζι.
– Δεν πίνεις; Ρώτησα.
– Εσύ να πιεις, απάντησε. Εγώ δε θέλω να ξεχάσω….
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ
***
Patrizia Valduga, «Requiem»
Ω, πατέρα πατέρα, πατρίδα της καρδιάς μου,
τόσο καιρό μόνος με τη συμφορά σου,
για μέρες και μέρες και νύχτες τρόμου,
σαν σε μια συνειρμική διαδοχή
σε βλέπω, μόνο, μόνο, και δίχως αγάπη
να πνίγεσαι σιωπώντας μες στη συμφορά σου
ανάμεσα σ’ αυτούς που ξέρουν και κατανοούν
και δεν ξέρουν ν’ αγαπούν
και σ’ αυτούς που δεν ξέρουν να κατανοούν
και δεν ξέρουν ν’ αγαπούν. Τι μαύρες ώρες πρέπει να ’χεις περάσει,
ώρες για να πεις χρόνια, να πεις ζωή,
ως εκείνο τον απέλπιδο Νοέμβρη
του παγερού ανέμου,
των κιτρινισμένων φύλλων,
πατέρα κιτρινισμένε σαν φύλλο στην πνοή
όλου του παγερού ανέμου της ζωής,
της παρανοημένης και ασύδοτης αγάπης,
της αγάπης
που δεν σου έχει δοθεί.
Ω, πατέρα πατέρα που σε γνωρίζω τώρα
μόνο τώρα μετά από τόση ζωή,
σε ικετεύω μίλα μου, μίλα μου ακόμα•
εγώ απότυχα ως κόρη,
έφυγα μια μέρα μακριά,
και από τότε μακριά,
δεν ξέρω τίποτα για σένα, για τη ζωή σου,
τίποτα για τις χαρές και τις σκοτούρες σου,
και είμαι σαράντα χρόνων, πατέρα,
είμαι σαράντα χρόνων!
(απόδοση: Ευαγγελία Πολύμου)
***
Ιερεύς του Σεραπίου
Τον γέροντα καλόν πατέρα μου
τον αγαπώντα με το ίδιο πάντα •
τον γέροντα καλόν πατέρα μου θρηνώ
που πέθανε προχθές, ολίγο πριν χαράξει.
Ιησού Χριστέ, τα παραγγέλματα
της ιεροτάτης εκκλησίας σου να τηρώ
εις κάθε πράξιν μου, εις κάθε λόγον,
εις κάθε σκέψι είν’ η προσπάθεια μου
η καθημερινή. Κι όσους σε αρνούνται
τους αποστρέφομαι._ Αλλά τώρα θρηνώ•
οδύρομαι, Χριστέ, για τον πατέρα μου
μ’ όλο που ήτανε – φρικτόν ειπείν –
στο επικατάρατον Σεράπιον ιερεύς.
(Κ. Π. Καβάφης)
***
Τόλης Νικηφόρου, «Καταγωγή»
«Τι νάχει απογίνει ο πατέρας
ατμός θαλασσινού νερού
κι ύστερα σύννεφο που ταξιδεύει ανατολικά
αφράτο χώμα μήπως
της γλάστρας στο περβάζι
λουλούδι που ανθίζει
αλλάζει χρώμα και μαραίνεται
ή μήπως άγγιγμα
εκεί που δεν υπάρχει χέρι
δάκρυ αλμυρό
εκεί που δεν υπάρχει μάτι
σπάνια χαμόγελο
που διαγράφεται αχνό στην πρωινή ομίχλη
σε ξένη χώρα γύρισε ο πατέρας
σε χώρα άγνωστη μα και παράξενα οικεία
κει που πηγάζει απρόσιτο το φως
και μεταγγίζεται στο βλέμμα των παιδιών
και μέσα σε οδυνηρή διαφάνεια
μου γνέφει»
(Τα ωραιότερα ποιήματα για τον πατέρα, Καστανιώτης)
***
Κωστής Παλαμάς, «Οι πατέρες»
« Παιδί, το περιβόλι που θα κληρονομήσεις,
όπως το βρεις κι όπως το δεις να μη το παρατήσεις.
Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα, και πλούτησε τη χλώρη του και πλάτυνε τη γη του, κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις,
και να του φέρνεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας –
κι αν αγαπάς τ’ ανθρώπινα κι όσα άρρωστα δεν είναι,
ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά, να φύγουν,
και τη ζωντάνια σπείρε του μ’ όσα γερά, δροσάτα.
Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής.
Κι αν είναι
κι έρθουνε χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί οργισμένοι,
κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δένδρα
για τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια,
μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι! Τράβα,
ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόψ’ το,
και χτίσε κάστρο απάνου του και ταμπουρώσου μέσα,
για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα,
π’ όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για να ‘ρθει,
κι όλο συντρίμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.
Φτάνει μια ιδέα να σ’ το πει, μια ιδέα να σ’ το προστάξει,
κορόνα ιδέα, ιδέα σπαθί που θα είν’ απάνου απ’ όλα.»
***
Τίτος Πατρίκιος, «Επάγγελμα πατρός ηθοποιός»
«Αχ να γινόταν πάλι να με πάρεις απ’ το χέρι
να με βγάλεις από τούτο το λαγούμι
όπου οι άνθρωποι μυρίζονται ανθρώπινο κρέας
να με πήγαινες όπως τότε στην ακροθαλασσιά
κάτω από τα κτίρια των παιδικών εξοχών,
τότε που σε περίμενα να παραπονεθώ
έστω να πω ότι η προϊσταμένη
κρατούσε τα γλυκά που μου ‘φερνες
κι αντί γι αυτό κοιτούσα μαγεμένος
τα καινούρια λαστιχένια σου παπούτσια.
Πατέρα δεν έμαθες ποτέ
σε τι κόλαση νε είχατε βάλει
τι μου ‘καναν τ’ άλλα τα παιδιά
που όλη τη μέρα με λέγαν «θεατρίνα»
κι εγώ, πνίγοντας τα κλάματα,
τα ‘βαζα με σένα
με το Θεό, μ’ όλους, που δεν είχες
μια δουλειά της προκοπής,
μια δουλειά της προκοπής,
ει δυνατόν ένα γραφείο.
Ντρεπόμουνα για το επάγγελμά σου
όπως τώρα καμαρώνω, τώρα
που κάθε πρωί κινάω για την κοινή σκλαβιά
του ασήμαντου γραφείου μου.»
2. Τίτος Πατρίκιος, «Μνημόσυνο I»
«Δύσκολα χρόνια φτώχειας και κατατρεγμού
μαζί τα ζούσαμε κυλούσαν σα νερό
έπειτα άνοιξα μια πόρτα στο βοριά
κι όλοι σκορπίσαμε σαν ξεραμένα φύλλα.
Όμως πατέρα τώρα σε γνωρίζω από κοντά
βλέπω όσα δεν άγγιξαν τη ζωή σου
άχρηστα λόγια σαλιάρικη ευτυχία
τώρα που η παρουσία σου όλο λιγότερο με βαραίνει.»
Ντρεπόμουνα για το επάγγελμά σου
όπως τώρα καμαρώνω, τώρα
που κάθε πρωί κινάω για την κοινή σκλαβιά
του ασήμαντου γραφείου μου.»
2. Τίτος Πατρίκιος, «Μνημόσυνο I»
«Δύσκολα χρόνια φτώχειας και κατατρεγμού
μαζί τα ζούσαμε κυλούσαν σα νερό
έπειτα άνοιξα μια πόρτα στο βοριά
κι όλοι σκορπίσαμε σαν ξεραμένα φύλλα.
Όμως πατέρα τώρα σε γνωρίζω από κοντά
βλέπω όσα δεν άγγιξαν τη ζωή σου
άχρηστα λόγια σαλιάρικη ευτυχία
τώρα που η παρουσία σου όλο λιγότερο με βαραίνει.»
ΠΟΙΗΜΑΤΑ, II (1953-1959)», Κέδρος)
***
...Έξω φυσάει κι είναι κρύο κι είναι μπόρα
Πού να ‘σαι αλήθεια το βράδυ αυτό
Απόψε μου λείπεις μου λείπεις πολύ
Θα καθόμουν πλάι σου
Κοντά στο τζάκι με φιλιά να σε κοιμήσω
Ας ερχόσουν για λίγο κι ας χανόσουν μετά.
Ακούς, μ’ ακούς
Πατέρα;
Έλα γι’ απόψε
μόνο απόψε
λίγη ώρα.
(Γιάννης Βαρβέρης, από τη συλλογή Πιάνο βυθού, 1991)
***
Στο τηλέφωνο
«Πώς είσαι πατέρα, πώς τα περνάς, προσέχεις,
ντύνεσαι καλά;», ρωτούσε η κόρη στο τηλέφωνο
και η φωνή της ράγιζε και το χέρι της έτρεμε,
καθώς κρατούσε με λαχτάρα το ακουστικό. Ένας
απροσδόκητος κόμπος έσφιγγε ολόκληρο το σπίτι.
«Είμαι καλά», απαντούσε ο πατέρας και η φωνή
του σκαμπανέβαζε σαν μέσα από σκοτεινή θάλασσα,
αραίωνε και πύκνωνε, έφτανε και χανόταν «καλά
περνάω, παράπονο δεν έχω, τρώω καλά και ντύνομαι ζεστά.
***
...Έξω φυσάει κι είναι κρύο κι είναι μπόρα
Πού να ‘σαι αλήθεια το βράδυ αυτό
Απόψε μου λείπεις μου λείπεις πολύ
Θα καθόμουν πλάι σου
Κοντά στο τζάκι με φιλιά να σε κοιμήσω
Ας ερχόσουν για λίγο κι ας χανόσουν μετά.
Ακούς, μ’ ακούς
Πατέρα;
Έλα γι’ απόψε
μόνο απόψε
λίγη ώρα.
(Γιάννης Βαρβέρης, από τη συλλογή Πιάνο βυθού, 1991)
***
Στο τηλέφωνο
«Πώς είσαι πατέρα, πώς τα περνάς, προσέχεις,
ντύνεσαι καλά;», ρωτούσε η κόρη στο τηλέφωνο
και η φωνή της ράγιζε και το χέρι της έτρεμε,
καθώς κρατούσε με λαχτάρα το ακουστικό. Ένας
απροσδόκητος κόμπος έσφιγγε ολόκληρο το σπίτι.
«Είμαι καλά», απαντούσε ο πατέρας και η φωνή
του σκαμπανέβαζε σαν μέσα από σκοτεινή θάλασσα,
αραίωνε και πύκνωνε, έφτανε και χανόταν «καλά
περνάω, παράπονο δεν έχω, τρώω καλά και ντύνομαι ζεστά.
τις νύχτες σκεπάζομαι με τρεις κουβέρτες,
προχθές μας έδωσαν και χοιρινές μπριζόλες, αλλά …»
και η φωνή του αναβόσβηνε σαν τρένο,
προχθές μας έδωσαν και χοιρινές μπριζόλες, αλλά …»
και η φωνή του αναβόσβηνε σαν τρένο,
που περνάει
μέσα από αλλεπάλληλες σήραγγες,
μέσα από αλλεπάλληλες σήραγγες,
σαν άμαξα μοναχική που διέρχεται πλημμυρισμένο δάσος
και το φαναράκι της αντιμάχεται τον άνεμο.
ως κι ανάσα του ακουγόταν άλλοτε καθαρή
κι άλλοτε απόμακρη,
σαν ένα μουσικό ψιθύρισμα ακαθόριστο, νυχτωμένο,
θυμίζοντας πολυτρίχια
θυμίζοντας πολυτρίχια
και νούφαρα σε τράχηλο
πνιγμένου.
πνιγμένου.
«αλλά, να,»
συνέχισε λαχανιάζοντας,
«δεν ξέρω σε τι τόπο βρίσκομαι κι όλο μου φαίνεται πώς έχω, πια, πεθάνει …»
(Ηλίας Κεφάλας, από τη συλλογή Λόγος για την αβεβαιότητα, 1997)
«δεν ξέρω σε τι τόπο βρίσκομαι κι όλο μου φαίνεται πώς έχω, πια, πεθάνει …»
(Ηλίας Κεφάλας, από τη συλλογή Λόγος για την αβεβαιότητα, 1997)
***
Μάργκαρετ Θάτσερ : "Απλώς χρωστάω σχεδόν όλα στον πατέρα μου [και] είναι πολύ ενδιαφέρον για μένα ότι τα πράγματα που έμαθα σε μια μικρή πόλη, σε ένα πολύ μικρό σπίτι, είναι ακριβώς αυτά που πιστεύω ότι έχουν κερδίσει τις εκλογές."
***
Μάργκαρετ Τρούμαν:
"Μόνο όταν μεγαλώσετε και απομακρυνθείτε από αυτόν, ή τον αφήσετε για τη δική σας καριέρα και το δικό σας σπίτι - μόνο τότε μπορείτε να μετρήσετε το μεγαλείο του και να το εκτιμήσετε πλήρως. Η υπερηφάνεια ενισχύει την αγάπη."
Μπαμπάδες, Χρόνια πολλά!!