24.4.22

«Για ένα όνειρο ζούμε. Για μια φαντασίωση. Για ένα παραμύθι. Για ένα πιστεύω. Την αλήθεια την ξέρουμε…Αυτή είναι η ζωή»!

[...]Ένοιωσε στο μυαλό του εκείνη τη θεία τρέλα που έλεγε χιλιάδες χρόνια πριν ο Πλάτωνας. 
«Αν αγνοούμε το παρελθόν δε διδασκόμαστε…» σκέφτηκε αναλογιζόμενος σε πόσα λάθη μπορεί να οδηγήσει η ομορφιά. Πλησίασε δίπλα της με βαριά σταθερά βήματα κοιτάζοντας προς το απέραντο γαλάζιο.«Θα μείνετε πολλές μέρες στο νησί…;» ρώτησε γυρίζοντας προς το μέρος για την απάντησή της. Έμεινε να κοιτάει τη σιλουέτα της.
«Α, αυτό είναι μυστικό…κύριε Αχιλλέα!» είπε χαμογελώντας και ίσως κοιτάζοντας με την άκρη του ματιού που ήταν ελεύθερο από τον φακό.
«Τόσο σπουδαίος λόγος για να είναι μυστικό…!»
«Εντάξει…για να πω την αλήθεια, δε ξέρω. Θα δείξει…»
«Θα δείξει; Αν επιτρέπεται, είσθε μόνη σας;»
Άφησε ξανά μισό χαμόγελο στα χείλη κούνησε το κεφάλι μαζί με τους ώμους χωρίς να δώσει σαφή απάντηση και συνέχισε με νάζι τα κλικ στη μπουκαμβίλια που τα πορφυρά λουλούδια της έδεναν με το κάτασπρο ασβέστη του τοίχου, τους βασιλικούς και τις μολόχες, την μπλε ξύλινη εξώπορτα, το μαύρο γάτο, τους γλάρους που άνοιγαν τα φτερά τους ξαφνικά πάνω από τα κεφάλια τους, συννεφάκια που γυρόφερναν στον ουρανό… Ακόμη και περαστικούς που περνούσαν έξω στο δρόμο, φωτογράφιζε από ψηλά την άγνοιά τους.
Γύρισε κοίταξε τον Αχιλλέα και τράβηξε πολλά κλικ…Το πρόσωπό του, τις ρυτίδες του, το βαθύ βλέμμα του, τα μισάνοιχτα χείλη του, το χαμόγελό του, τα χέρια του…το τραπεζάκι …το κομπολόι του…τις γλάστρες.
Ο Αχιλλέας θαύμαζε τη χάρη της, το νάζι και το πάθος που φωτογράφιζε . Κοιτούσε μαγεμένος και σιωπηλός. Κάθε φορά που γύριζε και τον κοιτούσε η Βίβιαν, μοίραζε το χαμόγελο της, μαζί με το βαθύ βλέμμα της…Οι κόρες των ματιών του ανοιγόκλειναν στο ρυθμό που χτυπούσε η καρδιά του. Η καρδιά του Αχιλλέα χοροπηδούσε. Άκουγε τους χτύπους της στις φλέβες του, σα να ήθελε το αίμα να αποδράσει από τη φυλακή του σωματός του…Είχε πολλά χρόνια να του συμβεί αυτό. Ο αέρας κούνησε τα κλαδιά της μπουκαμβίλιας και δεκάδες άνθη σκορπίστηκαν στο λευκό πλακόστρωτο…
«Θέλετε να σας βγάλω μια φωτογραφία;» τη ρώτησε απλώνοντας τα χέρια να πιάσει τη φωτογραφική μηχανή.
Έφυγε μαζί με το δροσερό αεράκι που είχε σηκωθεί πάνω από τη θάλασσα, χοροπηδώντας σα μικρό παιδί…
«Θα μου στείλεις τις φωτογραφίες;».
Δεν πήρε απάντηση. 
 Έμεινε να κοιτάει στο δρόμο.
«Τι όμορφο κορίτσι…Για μια στιγμή πίστεψα πως θα είσαι το επόμενο λάθος μου καλή μου…Ας είναι. Στο καλό….!»
Γύρισε του χαμογέλασε και χάθηκε στη στροφή στο μεγάλο σοκάκι. Έμεινε εκεί, ακίνητος. Χαμογελούσε. Η παρουσία της του έδωσε χαρά. Του ξύπνησε τον έρωτα. Μόνο το «Κύριε Αχιλλέα» του ηχούσε παράξενα στη σκέψη του. Τον συνόδευε τα τελευταία δέκα χρόνια και τον έκανε να μένει μπροστά στον καθρέπτη για να …δει τα χρόνια του! 
Αγνάντεψε τη θάλασσα αρκετή ώρα. Δυο δάκρυα ανεξήγητης συγκίνησης κύλησαν στα μάγουλά του. Το ένα ήθελε να προσπεράσει το άλλο κι ας έπεφτε πρώτο καταγής. Δάκρυα, ιδρώτας, θάλασσα. Η αλμύρα τους, τα γιάνει όλα. Έπιασε το ποτιστήρι και πότισε τους βασιλικούς. Οι μέρες κύλησαν όμορφες μέχρι που έφτασε η μελαγχολική γαλήνη του φθινοπώρου. 
Τις άδειες ακτές του φθινόπωρου, ακολούθησαν οι μεγάλες σιωπές του χειμώνα. 
Ξαναήρθε η άνοιξη, το βοητό του καλοκαιριού, οι πρόσκαιροι έρωτες, τα ηλιοβασιλέματα, ο θόρυβος και οι φωνές της νύχτας. 
Το γρανάζι του χρόνου άλλαζε τις εποχές και ξόδευε τις ώρες. Οι εποχές με τα δικά τους χαρακτηριστικά εναλλάσσονταν κρατώντας τις ισορροπίες στην ψυχή των ανθρώπων του νησιού και της δικής του. Πάνω που η ρουτίνα άρχιζε να κουράζει, πάνω που η ένταση και ο θόρυβος πλησίαζε τα όρια, άλλαζε η εποχή, άλλαζαν όλα…Τα διδυμάκια του, μεγάλωναν τα καλοκαίρια, τα Χριστούγεννα και τις Πασχαλιές. Ήταν εκείνες οι μέρες που ερχόταν στο νησί και πλημμύριζε η ζωή του πατρική αγάπη. Ήταν εκείνες οι μέρες που δεν υπήρχε τίποτα άλλο στη ζωή του, παρά τα γέλια, τα χαμόγελα και τα λαμπερά μάτια τους.Έβλεπε την εξέλιξή τους, κρεμόταν από τα χείλη τους, από τα λόγια τους και τις αναμνήσεις από το σπίτι και τη ζωή στην Κατερίνη. Πίσω από την πόρτα του σπιτιού, χάραζε γραμμούλες με το ύψος τους. Έτρεχαν κάθε φορά να μετρηθούν, βιαστικά, όπως βιάζονται όλα τα παιδιά να μεγαλώσουν…
Χτύπησε η πόρτα.
 Άκουσε το όνομά του.
 Άνοιξε.
 Ο ταχυδρόμος του έτεινε ένα μουσταρδί δέμα. Το πήρε στα χέρια του γεμάτος περιέργεια. Ευχαρίστησε το νεαρό ταχυδρόμο και μπήκε μέσα. Το άνοιξε προσεκτικά και το άδειασε πάνω στο τραπεζάκι του. Τρεις φάκελοι ήταν μέσα. Τους άνοιξε προσεκτικά. Ένα φλασάκι είχε ο μικρός, φωτογραφίες ο πιο μεγάλος κι ένα κασκόλ ο τρίτος !
Η Βίβιαν του είχε στείλει τις δικές του φωτογραφίες τυπωμένες κι ένα στικάκι με δεκάδες φωτογραφίες που είχε «τραβήξει» στο νησί …Ανάμεσα από τις φωτογραφίες έπεσε η visit cart με τη διεύθυνση, το meil και τα τηλέφωνά της…Την κράτησε δυο λεπτά στα δάχτυλά του φέρνωντας εικόνες από τη συνάντηση εκείνη. Χαμογέλασε. Άρχισε να σιγοτραγουδάει έναν ρυθμό.
Δοκίμασε το κασκόλ στο λαιμό του… Κοιτάχτηκε στον καθρέπτη δίπλα από την σερβάντα. Του ταίριαζε. Του άρεσε και το χρώμα.
«Τώρα γιατί το κάνεις αυτό κορίτσι μου;» σκέφτηκε.
Ακόμη ένας χρόνος έφυγε ίδιος και απαράλλακτος με τον προηγούμενο. Περίμενε το καλοκαίρι να τη δει στο μπαλκόνι του…Δεν ήρθε. Δεν απάντησε στα μέιλ του αλλά μέσα του περίμενε ότι θα του έκανε έκπληξη και θα την έβλεπε μπροστά του. Τα φύλλα από τα δένδρα έμοιαζαν με ρυάκι στα πλακόστρωτα.
Ο αέρας δροσερός τα έσπρωχνε στην κατηφόρα πότε δεξιά πότε αριστερά, αφήνοντας το χαρακτηριστικό θόρυβο στο τσιμέντο και τις πλάκες.
Οκτώβρης ήτανε. 
 Η εποχή του τρύγου. Είχαν γεμίσει οι αμπελώνες τρυγητές. Στους χωματόδρομους ψηλά στα ορεινά, γαϊδουράκια κουβαλούσαν κοφίνια γεμάτα σταφύλια, προσφέροντας μοναδικά θέματα για φωτογραφίες από αυθεντικές στιγμές της ζωής στους τελευταίους τουρίστες.
Μύριζαν τα καζάνια και τα οινοποιεία, τα γλέντια φούντωναν από γειτονιά σε γειτονιά. Με μια καράφα ρακί δυο μεζέδες και τραγούδια. Μικρές στιγμές μεγάλης αγαλλίασης.
28 Οκτωβρίου. 
Μετά τον εκκλησιασμό και την παρέλαση στην προβλήτα, κόπιασε μέχρι το μεγάλο καφενείο. Κάθισε με τους γείτονες για το καφεδάκι.Η κουβέντα και η γιορτή έφεραν και το τσιπουράκι. Τα νέα του νησιού, μασλάτια, αστεία, σοφίες, ιστορίες με ναυτικούς και τρικυμίες και άσπρο πάτο.
Κουβέντα στην κουβέντα, έπιασαν στο στόμα το κρασί, τον τρύγο και τη σοδειά.
Η χρονιά ήταν καλή, τα κρασιά θα γίνονταν καλά. Αν έπιαναν και καλή τιμή, όλα «ζάχαρη και μέλι».
Ο Αχιλλέας άδραξε την ευκαιρία και ανακοίνωσε τα σχέδιά του.
«Εκείνο το αμπέλι του ναυαγού, αποφάσισα να το φροντίσω. Κρίμα να το τρώνε τα αγριόχορτα. Κι αν τύχει και εμφανιστεί κάποιος κληρονόμος, χαλάλι του. Αν δεν έχει αντίρρηση το αγοράζω κιόλας . Όπως και να έχει, θα το τρυγήσω και θα δώσω τη σοδειά στον πολιτιστικό σύλλογο. Θα το κλαδέψω, θα το οργώσω. Εγώ, θα το φροντίζω στο εξής.Του χρόνου θα «φυσάει. Έχω πολύ χρόνο και θα ήταν χαρά μου να το δω να ξαναγεννιέται. Έχει κανείς αντίρρηση; Σκέφτηκα να ενημερώσω τον παππά. Μεταξύ μας, πίνει ο παπάς;»
«Το ευλογάει…και το πίνει το κρασάκι….πιο πολύ και από μας! Μερακλής, δόξα το θεό!»
«Πάντα ήθελα ένα αμπέλι…»
«Εμείς δεν έχουμε αντίρρηση…»
«Θα την βρούμε την άκρη….»
Το βράδυ βρήκε μέσα στο συρτάρι του εκείνο το ραβασάκι που ''πέταξε" στο πλοίο στο πρώτο ταξίδι για το νησί. Θυμήθηκε και την κοπέλα που το είχε πιάσει στον αέρα. Δεν είχε δει το πρόσωπό της. Έφερε στη θέση της το πρόσωπο τη Βίβιαν. Διάβασε τις αράδες του. Πήρε ένα κόκκινο στυλό, έγραψε, μουτζούρωσε, ξανάγραψε, έσβησε…
«Κάθε στιγμή κρύβει εκπλήξεις. Καλές ή κακές…Ανεβαίνεις, κατεβαίνεις…Πετάς, τσακίζεσαι…ξανασηκώνεσαι. Άνω κάτω μας κάνει η ζωή. Σκαμπανεβάσματα που κρύβει! Πάνω –κάτω. Κάπου εκεί ανάμεσα κρύβεται η ευτυχία. Τη μια στιγμή ανθρωπάκι, ένα τίποτα. Την άλλη κατακτητής, αυτοκράτορας..! Μία χαρά, μία πίκρα…Όλα ή τίποτα» διάβασε ψιθυριστά.
Έπιασε το μπλε τετράδιο, το σημειωματάριο που κρατούσε καμιά φορά τις σκέψεις του, πήρε ένα μολύβι, έξυσε τη σπασμένη μύτη . Κάθισε πάλι δίπλα στο παράθυρο χαμογελώντας .
«Θα την βρούμε την άκρη…Για να φτάσεις στο ρετιρέ μην περιμένεις το ασανσερ. Ανέβα από τις σκάλες… » φώναξε δυνατά και η φωνή του γέμισε το χώρο. Άκουσε τη φωνή του σαν αντίλαλο, σαν απάντηση επιβεβαίωσης.
Έσκυψε πάλι πάνω από το μπλε τετράδιο και αντέγραψε το κείμενο από το χαρτί. Έμεινε για λίγο σκεπτικός κοιτώντας από το παράθυρο τη θέα.Έγραψε ξανά γρήγορα, για να μην ξεχάσει τις σκέψεις του. Μετά διάβασε δυνατά:
«Ουράνια κοράλλια»
Είναι κάποιες στιγμές
που χρειάζομαι το γαλάζιο της θάλασσας με τα κοράλλια.
Και τα κοπάδια με τα χρυσόψαρα.
Κάποιες άλλες στιγμές
χρειάζομαι το βαθύ σκοτάδι του άναστρου ουρανού.
Ονειρεύομαι τις στιγμές,
που τα κοράλλια θα γίνουν αστέρια, τα χρυσόψαρα γαλαξίες,
και το σκοτάδι θάλασσα».

Ξημέρωσε Δευτέρα.Η ημέρα που άλλοτε μισούσε τώρα ήταν η αγαπημένη του.
Άνοιξε διάπλατα το μπλε παντζούρι. Αντίκρισε την ανατολή. Πήρε μια βαθιά εισπνοή και γέμισε τα πνευμόνια του δροσερό αέρα.
Τα μάτια του έτρεξαν στον ορίζοντα και στάθηκαν στη σμίξη του μπλε του ουρανού με το γαλάζιο της θάλασσας…
Στην αντανάκλαση του ήλιου πάνω στη ράχη των κυμάτων του φάνηκε πως είδε μια λευκή γραμμή. Κοίταξε προσεκτικά. Είδε τη Γοργόνα πάνω στον αφρό να του χαμογελάει. Χαμογέλασε.
Έμεινε ακίνητος να την κοιτάει γεμάτος ευτυχία ώσπου χάθηκε. Βγήκε έξω και στάθηκε στην άκρη του μπαλκονιού.
«Το μέλλον δεν είναι πια αυτό που ήταν» ψιθύρισε στον ζέφυρο που περνούσε διακριτικά από το μπαλκόνι του. Άνοιξε διάπλατα τα χέρια του, πήρε μια βαθιά ανάσα, έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό. Έκλεισε τα μάτια του. Ένοιωθε το δροσερό αγέρι να τυλίγει το κορμί του. Προσπάθησε να ακούσει τη σιωπή. Με κλειστά τα μάτια, χαμογέλασε γεμάτος ευτυχία. Ύστερα κοίταξε ολόγυρα τον ορίζοντα. Πήρε μια βαθιά ανάσα ανακούφισης. Κάθισε στην καρέκλα του στο μπαλκόνι. Έπιασε το κεχριμπαρένιο κομπολόι του ανάμεσα στα δάχτυλά του. Έμεινε για λίγο σκεπτικός κοιτώντας μία μία τις χάντρες. Με βαθιά αργή φωνή μονολόγησε:
«Για ένα όνειρο ζούμε. Για μια φαντασίωση. Για ένα παραμύθι. Για ένα πιστεύω.
Την αλήθεια την ξέρουμε…Αυτή είναι η ζωή»!


Απόσπασμα από τον επίλογο του μυθιστορήματος Ο ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΣΕ ΤΗ ΓΟΡΓΟΝΑ του Θεοχάρη Μπικηρόπουλου...