22.3.22

Κοιτούσε τον Μύτικα, την ψηλότερη κορυφή της Ελλάδας, πετούσε από τη δύση ως την ανατολή

[...] Έβλεπε ανάμεσα στις πολυκατοικίες, στο βάθος το δρόμο με τα αυτοκίνητα να ανεβοκατεβαίνουν το ένα πίσω από το άλλο
σχεδόν το ένα κολλημένο στο άλλο, σαν ένα μεγάλο ποτάμι. Ή καλύτερα δύο. Ένα που ανέβαινε ένα που κατέβαινε.Ακουμπούσε το μέτωπό στο τζάμι, όπως τότε, που ήταν παιδί, στο δημοτικό σχολείο. Πολλές φορές νοσταλγούσε εκείνο το παράθυρο. Στο πατρικό του. Μικρό παιδί, κάθε πρωί που ξυπνούσε πριν φύγει στο σχολείο πλησίαζε, ακουμπούσε το μέτωπο στο τζάμι και στύλωνε τα μάτια στις κορυφές του Ολύμπου. Η ανάσα του, η εκπνοή του, θόλωνε το τζάμι. Με τον δείκτη του χεριού του, ζωγράφιζε δυo καρδιές πότε τη μία δίπλα στην άλλη, πότε η μία να ακουμπάει την άλλη, πότε τη μία μέσα στην άλλη. Τη δική του κι εκείνης. Εκείνης της άγνωστης όμορφης πριγκίπισσας. Όταν στέγνωνε το τζάμι στην αντανάκλαση του ήλιου το απόγευμα φαινόταν τα αποτυπώματα των δαχτύλων πάνω στις καρδιές…Τις άγγιζε κατά κάποιο τρόπο…Ίσα-ίσα που διακρινόταν. Αχνά. Μέχρι το επόμενο πρωί. Μέχρι να καθαρίσει η μάνα τα τζάμια, από τις δαχτυλιές. Πάντα ένα χέρι έρχεται και τα καθαρίζει όλα. Όπως τα όνειρα, που έρχονται το βράδυ και φεύγουν με το φως της ανατολής.
Κοιτούσε τον Μύτικα, ανέβαινε στην κορφή και από κει, την ψηλότερη κορυφή της Ελλάδας, πετούσε από τη δύση ως την ανατολή, από τον βορά στο νότο, με τον ίδιο τρόπο που πετούσαν οι θεοί στους στίχους του Ομήρου. Τώρα το παράθυρο- πόρτα…έβλεπε ανάμεσα στους γκρίζους τοίχους των πολυκατοικιών.
Ασφυκτιούσε στη φυλακή των γκρίζων τοίχων.Όλα ήταν ένας τοίχος.
Ένας τοίχος ψηλός. Αδιαπέραστος. Αξεπέραστος…που έπρεπε να ξεπεράσει.



Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Θεοχάρη Μπικηρόπουλου Ο ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΣΕ ΤΗ ΓΟΡΓΟΝΑ