Μέσα στη νύχτα με ξύπνησε μια αλαφριά δόνηση. Δεν ταράχτηκε. Είναι η Γη που κοιμάται ανήσυχα. Τα σπλάχνα της σκιρτούν εδώ στους Δελφούς, κάτω από τον οφαλό της, αναπολώντας τις μυριάδες τα πλάσματα που γέννησε. Η Γη κοιμάται ανήσυχα, παραμιλά στον ύπνο της:
«Πατέρα Χάος, τι σκληρή μοίρα βρήκε το παιδί σου! Στα νιάτα μου φεγγοβολούσα, διασκέλιζα χαρούμενα στο δρόμο του απείρου, ξένοιαστη, δίχως να ’χω ανάγκη από τον Ήλιο να με θερμάνει και να με φωτίσει. Ένα στολίδι της δημιουργίας. Κι ανάμεσα στα τόσα αστέρια, εμένα διάλεξε ο γαλανομάτης Ουρανός και μ’ έκανε δική του. Σκίρτησε η πλάση περιμένοντας τη νέα γενιά, δυνατή και ωραία, που θα ξεπεταγότανε από την ένωσή μας.
Πατέρα Χάος, πώς δέχτηκες να γίνει τέτοιος σπαραγμός; Τα νεαρά βλαστάρια μεγάλωσαν σε δύναμη και νου, γινήκανε οι Γίγαντες και οι Τιτάνες. Η ίδια φωτιά που αναδεύεται στα σπλάχνα μου έκαιγε και αυτωνών τα στήθια, τους παρορμούσε να υψωθούν, να φτάσουνε το γαλανό πατέρα τους. Αυτό στάθηκε η μόνη αμαρτία: η φιλοστοργία των παιδιών που νοσταλγούσαν ν’ ακουμπήσουν πάνω στους δυο γεννήτορες, τα πόδια στη Μητέρα Γη και το κεφάλι στον Ουρανό Πατέρα. Κάθε πλάσμα έχει δικαίωμα. Όμως τα πρωτογέννητα παιδιά μου αφανιστήκαν με σκληρό χαμό.
Πατέρα Χάος, πώς άφησες τους φθονερούς θεούς να κατακεραυνώνουν τα εγγόνια σου; Τα κατηγόρησαν αυτοί πως είχαν τάχα τη φιλοδοξία να σφετεριστούν τη δύναμη των Ολυμπίων –κι εσύ τους πίστεψες. Κι έτσι απόμεινες ανάλγητος στις ικεσίες μου, στις ικεσίες του παιδιού σου. Πώς βάσταξες το θέαμα του σκοτωμού; Άλλα παιδιά μου κείτουνται καμέν’ από τ’ αστροπελέκι του αμείλικτου Δία και άλλα τρυπημέν’ από τη λόγχη της άκαρδης θεάς, της κόρης του που δε γεννήθηκε από μητέρα. Και το αγαπημένο μου παιδί, τον Προμηθέα, τον κάρφωσαν στην κορυφή εκείνου του ψηλού βουνού να τρέφει γύπες κι αετούς με το συκώτι του. Έκλεινε μες στο στέρνο του όλης της ανθρωπότητας τον πόνο και θυσιάστηκε αυτός για τη δική της σωτηρία. Έτσι εξολοθρεύτηκε η πρώτη μου μεγάλη γέννα. Η κατοπινή έζησε μια ταπεινή ζωή, μα ευτυχισμένη.
Όμως η μοχθηρία των θεών δεν έχει όρια. Έστειλαν την πονηρή και γλυκομίλητη Πανδώρα να σκορπίσει αρρώστιες και διχόνοια. Δες τα παιδιά μου πώς αλληλοσπαράζονται πάνω στο πλατύ μου στέρνο, καταρυτιδωμένο από τους αμέτρητους αιώνες, πάνω στο γερασμένο στήθος της μητέρας τους που τα πονεί ωστόσο και τα τρέφει. Τα σπλάχνα μου δε στέρεψαν ακόμη, καθημερινά γεννοβολώ πλάσματα ειδεχθή, γεμάτα φθόνο και ανησυχία.
Πατέρα, κοίταξε τα χέρια τους που τα σηκώνουν με απληστία βλαστημώντας Ουρανό και Γη που τα γεννήσαν. Άκουσε τις κραυγές τους. Ψάχνουν την ευτυχία παραδέρνοντας εδώ κι εκεί —σαν τη χρυσόμυγα μέσα σε τέσσερα ντουβάρια— δε βρίσκουν άλλο από μια βραχεία ηδονή που την ακολουθάει ο πόνος, ο μακρός κι ατέλειωτος.
Οι ευλογίες τους είναι χειρότερες κι από κατάρες: είναι οι ευλογίες αυτών που πέτυχαν με κάθε μέσο. Από κανένα θύμιασμα ο καπνός δεν ανεβαίνει ολόρθος.
Πατέρα Χάος, ώς πότε η κατάρα τούτη θα κρατήσει; Άπλωσε πάλι το σκοτεινό μανδύα σου και πνίξε μέσα στις πτυχές του τον κακό σπόρο που έσπειρες — ή στέρξε πια να ξαναγεννηθεί μια νέα γενιά Γιγάντων που επιτέλους θα φτάσει ώς τον Ουρανό».
[…]
Μείναμε σιωπηλοί μέσα στη φωτερή γαλήνη των βουνών. Πολύχρωμα ζουζούνια πάνε κι έρχουνται, ανεβοκατεβαίνουν δισταχτικά τις πέτρες, κρύβουνται μέσα στη μυστήρια λόχμη του καινούριου χορταριού. Ένας χρυσαετός ξέσκισε με το κρώξιμό του το γαλανό διάστημα και χάθηκε ψηλά, πίσω από τα βράχια.
Σηκώθηκα νευριασμένος.
— Ένα πράμα δεν μπορώ να καταλάβω. Δε σας εμπνέει αυτό το περιβάλλον; Δεν είπατε ούτε λέξη! Σκεφτήκατε ποτέ όλη αυτή την περασμένη δόξα; Το κατάλευκο τέμενος ανάμεσα στους θησαυρούς που στήσαν ξακουσμένες πολιτείες κι ανάμεσα στ’ αγάλματα και τους βωμούς. Όλος ο παλιός κόσμος είχε το βλέμμα του στραμμένο εδώ, περίμενε να του μιλήσει ο θεός. Το παγκόσμιο ιερό.
Η Βίργκω τινάχτηκε ορθή.
— Το παγκόσμιο ιερό! επανέλαβε με ειρωνεία, σχεδόν με αγανάχτηση. Αυτός δεν είναι τόπος προσευχής! Ένας τόπος φρίκης που η γαλήνη τον εγκατέλειψε για πάντα. Ακόμη και τ’ αγάλματα κρατούνε κάποια φρίκη μες στην ακινησία τους, κάτι το υποβλητικό. Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ τη νύχτα παρόλο τον περίπατο που έκανα (χμ, καλά το κατάλαβα εγώ). Τα μάτια του Ηνίοχου μένανε καρφωμένα πάνω μου, με παρακολουθούσανε παντού. Γι’ αυτό δε θέλησα να ξαναπάω στο μουσείο. Δε με κοίταζε με τις κόρες των ματιών του, μόνο το ασπράδι φωσφόριζε μες στο σκοτάδι αφήνοντας ένα κενό στη μέση. Παρατηρήσατε τα πόδια του; Θαρρείς πως αναδεύουνται από ζωή, οι φλέβες πως χτυπούνε, πως η καρδιά βρίσκεται κλεισμένη εκεί μέσα.
Τα πράσινα μάτια γεμίσανε σκιά μέσα στο μελανό τους κύκλο. Το στήθος της φουσκώνει.
— Δε φταίει ο Ηνίοχος. Είναι η άνοιξη και ο περίπατος στο σεληνόφωτο, της λέω αργά.
Της πιάνω το χέρι και της μιλώ με ήσυχη φωνή:
— Αφήστε να σας οδηγήσω εγώ. Ξεχάστε τον εαυτό σας, φανταστείτε μιαν αρχαία πομπή να ξετυλίγεται ρυθμικά στους ήχους του αυλού και της κιθάρας, με τις κινήσεις που μένουν αποτυπωμένες πάνω στ’ αρχαία αγγεία. Αναπαραστήστε τη διδασκαλία κάποιας τραγωδίας στο θέατρο αυτό εδώ, ν’ αντιλαλούν πάνω στις Φαιδριάδες οι στίχοι του Αισχύλου και του Σοφοκλή. Δεν ονειροπολείτε να ξαναζωντανέψουν όλα τούτα σε κάποια υπέρτατη ζωή που να συνδυάζει μιαν αρμονία τέλεια σε κάθε της εμφάνιση; Η τριάδα του ρυθμού: ο λόγος, η κίνηση και η μουσική.
Μ’ εξετάζει από την κορφή ώς τα νύχια.
— Δεν μπορώ να σας φανταστώ μες στο ρυθμό αυτό με τα χοντρά σας ματογυάλια και το τιρολέζικο καπέλο.
Δεν πειράχτηκα βέβαια με τις ανοησίες της.
— Δεν πρόκειται για μένα, της αποκρίθηκα. Ούτε για μένα ούτε για σας. Μιλώ για την αναβίωση αρχαίων τελετών…
Μου έκοψε την ομιλία:
— Όσο δεν ξαναζωντανεύει κι ολόκληρη η αρχαία ζωή, να τη ζήσομε όλοι εμείς καθώς που ζούμε τώρα την καθημερινή ζωή μας, θα ’ναι μονάχα μια σκηνοθεσία.
— Μα επιτέλους ποια είναι τα ιδανικά σας;
Έμεινε σκεφτική. Τα μάτια της βυθίστηκαν μακριά, πιο πέρ’ απ’ τον ορίζοντα.
— Τα ιδανικά μου;… Ένα λευκό σπιτάκι με πράσινα παραθυρόφυλλα καταμεσής σ’ ένα λιβάδι.
[…]
Διαβάστε όλο το μυθιστόρημα στο www.ebooks4greeks.gr
Ο Κοσμάς Πολίτης (πραγματικό ονοματεπώνυμο: Παρασκευάς Ταβελούδης, 16 Μαρτίου 1888 – 23 Φεβρουαρίου 1974) ήταν Έλληνας συγγραφέας, απ’ τους σημαντικότερους πεζογράφους της γενιάς του ’30.