Τίποτα δε θύμιζε το παλιό χωριό....
Παντοπωλεία, μαγαζιά, καφενεία, το βιός των τσελιγγάδων, τα μαραγκάτκα, όλα καρβουνιάστηκαν, γίναν στάχτη....
Απέμειναν μόνο γυμνά ντουβάρια ερειπωμένα κι έρημα σπίτια, καπνισμένα και μελαγχολικά να μαρτυρούν πως κάποτε έσφιζε η ζωή σε τούτον τον όμορφο τόπο.....
Το χωριό όσο πήγαινε και άδειαζε...
Δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η δεύτερη φορά που γινόταν καταστροφή κι έπαιρναν το δρόμο της προσφυγιάς...
Με τον πόνο ζωγραφισμένο στα πρόσωπα, με το πικρό δάκρυ να κυλά ασταμάτητα, με τη θλίψη, με την οργή και την αγανάκτηση,
οι Λιτοχωριτες έφευγαν να σωθούν στα κοντινά χωριά σε φίλους και συγγενείς και μέσα .. στη Σαλονίκη....
Η λαϊκή μούσα σκάρωσε και τα σχετικά τραγούδια, το παρακάτω
οι Εβραίοι σύμφωνα με την καταγραφή.
"Κόκκινες ντομάτες και κολοκυθάκια
Τι κακό που πάθανε τα γκαμπαρντινάκια.
Κάτω στις ντάμπιες άφησαν τις κάπες
Κι απ' τα βελονωτά εγιόμισαν οι στράτες"
Τι κακό που πάθανε τα γκαμπαρντινάκια.
Κάτω στις ντάμπιες άφησαν τις κάπες
Κι απ' τα βελονωτά εγιόμισαν οι στράτες"
***
3 Μαρτίου 1878
Η μέρα που σημάδεψε το Λιτόχωρο και τους ανθρώπους του και γράφτηκε με μαύρα γράμματα στην ιστορία του.
"Τίποτα δεν προμήνυε τη μεγάλη συμφορά, τον χαλασμό, την καταστροφή του Λιτοχώρου….. Εκείνο το μοιραίο πρωινό το χωριό ήταν χιονισμένο, όταν ο παππούς ο Κλιούγκης, ο ντελάλης του χωριού ανέβηκε σε μια μεγάλη πιστεριά στον Αγ. Δημήτριο και φώναξε με όλη του τη δύναμη…
«Ακούσατε κύριοι ψωμί και άλας στον τρουβά κι όξω, έρχονται τα ζαμπέκια να μας κόψουν…. Έρχονται οι Τούρκοι να μας σφάξουν και να κάψουν το χωριό.»
Η καμπάνα άρχισε να χτυπά δυνατά και ασταμάτητα… Οι άνθρωποι πετάχτηκαν έντρομοι και ρωτούσαν ο ένας τον άλλο να μάθουν τι γίνεται. Για πότε συγκεντρώθηκε ο κόσμος και κατέκλυσε τον αυλόγυρο, οι παπάδες, οι δημογέροντες, οι προύχοντες και οι προεστοί… εκεί πήραν την απόφαση να βγουν στο βουνό, να βρουν καταφύγιο στο μοναστήρι.
Παρήγγειλαν ζώα όσοι μπορούσαν, γαϊδούρια οι φτωχότεροι και οι πιο ευκατάστατοι άλογα. Ανέβαζαν πάνω τα παιδιά και τα πιο βαριά πράγματα,, τα ελαφρύτερα στην αγκαλιά, πήραν γκιμάκια με νερό και έριξαν μια τελευταία ματιά στο χωριό πριν πάρουν τον ανήφορο και τα κακοτράχαλα μονοπάτια.
Απ΄της Κυριακούς τη ράχη ξεχώριζε η στρατιά των Τούρκων που ακολουθούσε τη Μπελίτικη οδό, οι Τούρκοι ήταν μιλιαούνια. Μπροστά πορευόταν ένα μεγάλο τάγμα με κόκκινα σαρίκια και σακάκια. Είχανε μπρούτζινα τύμπανα, χαντζάρια που στραφτοκοπούσαν και γυάλιζαν στον ήλιο, ενώ τραγουδούσαν στρατιωτικά εμβατήρια, που ο αντίλαλος τους έφτανε στα βουνά και τις γύρω κορυφές.
Προπορευόταν ένα μεγάλο επίλεκτο σώμα γενιτσάρων. Κατευθύνθηκαν προς την Τούρκικη αστυνομία, η οποία βρισκόταν ακριβώς στο σινεμά του Ζουρζούρα. Οι Τουρκάλες βγήκαν στα παράθυρα των επιταγμένων Λιτοχωρίτικων σπιτιών να τους καλωσορίσουν.
Ο επικεφαλής των τουρκικών αρχών, που εκτιμούσε τους Λιτοχωρίτες και δεχόταν επανειλημμένα εκκλήσεις από τον Επίσκοπο Θεσσαλονίκης, τους είπε να καθίσουν να ξεκουραστούν και να μην πειράξουν τίποτε στο χωριό. Οι Τούρκοι αγριεμένοι είπαν πως έχουν διαταγή απ’ τη Μεγάλη Πύλη να κάψουν όλο το χωριό, που έλαβε μέρος στην επανάσταση, να σφάξουν όλο τον πληθυσμό και να μείνει παραδειγματική η αγριότητα και η τιμωρία, ώστε να μην τολμήσουν ξανά να σηκώσουν κεφάλι οι Γκιαούρηδες. Τρεις μέρες καίγανε, ρημάζανε και γλεντοκοπούσαν…..
Χάθηκε και καταστράφηκε μια πανέμορφη κωμόπολη, ένα καμάρι του νομού Πιερίας, με τα αρχοντόσπιτα και τα καπετανόσπιτα, τα πλούσια σπίτια των δημογερόντων και των προεστών, με τα ψηλά χαγιάτια, τις μεγάλες ευρύχωρες σάλες με τα πολλά παράθυρα, με ωραίες και σπάνιες ξυλουργικές εργασίες, τις μεγάλες αυλές, τους γεμάτους δένδρα μπαχτσέδες, το σχολείο, το διδακτήριο, οι εκκλησίες, τα ξωκλήσια και τα μετόχια΄ όλα έγιναν αποκαΐδια και στάχτη, σωροί και ερείπια.... "
Από την εξαιρετική αναφορά στις μέρες εκείνες της Ελένης Ρέμπελου-Δεληγιάννη όπως τις κατέγραψε από τις αφηγήσεις της γιαγιάς της Πουλχερίας Γ. Ρέμπελου και δημοσίευσε στην εφημερίδα «Δημότης» του Δήμου Λιτοχώρου.
Η μέρα που σημάδεψε το Λιτόχωρο και τους ανθρώπους του και γράφτηκε με μαύρα γράμματα στην ιστορία του.
"Τίποτα δεν προμήνυε τη μεγάλη συμφορά, τον χαλασμό, την καταστροφή του Λιτοχώρου….. Εκείνο το μοιραίο πρωινό το χωριό ήταν χιονισμένο, όταν ο παππούς ο Κλιούγκης, ο ντελάλης του χωριού ανέβηκε σε μια μεγάλη πιστεριά στον Αγ. Δημήτριο και φώναξε με όλη του τη δύναμη…
«Ακούσατε κύριοι ψωμί και άλας στον τρουβά κι όξω, έρχονται τα ζαμπέκια να μας κόψουν…. Έρχονται οι Τούρκοι να μας σφάξουν και να κάψουν το χωριό.»
Η καμπάνα άρχισε να χτυπά δυνατά και ασταμάτητα… Οι άνθρωποι πετάχτηκαν έντρομοι και ρωτούσαν ο ένας τον άλλο να μάθουν τι γίνεται. Για πότε συγκεντρώθηκε ο κόσμος και κατέκλυσε τον αυλόγυρο, οι παπάδες, οι δημογέροντες, οι προύχοντες και οι προεστοί… εκεί πήραν την απόφαση να βγουν στο βουνό, να βρουν καταφύγιο στο μοναστήρι.
Παρήγγειλαν ζώα όσοι μπορούσαν, γαϊδούρια οι φτωχότεροι και οι πιο ευκατάστατοι άλογα. Ανέβαζαν πάνω τα παιδιά και τα πιο βαριά πράγματα,, τα ελαφρύτερα στην αγκαλιά, πήραν γκιμάκια με νερό και έριξαν μια τελευταία ματιά στο χωριό πριν πάρουν τον ανήφορο και τα κακοτράχαλα μονοπάτια.
Απ΄της Κυριακούς τη ράχη ξεχώριζε η στρατιά των Τούρκων που ακολουθούσε τη Μπελίτικη οδό, οι Τούρκοι ήταν μιλιαούνια. Μπροστά πορευόταν ένα μεγάλο τάγμα με κόκκινα σαρίκια και σακάκια. Είχανε μπρούτζινα τύμπανα, χαντζάρια που στραφτοκοπούσαν και γυάλιζαν στον ήλιο, ενώ τραγουδούσαν στρατιωτικά εμβατήρια, που ο αντίλαλος τους έφτανε στα βουνά και τις γύρω κορυφές.
Προπορευόταν ένα μεγάλο επίλεκτο σώμα γενιτσάρων. Κατευθύνθηκαν προς την Τούρκικη αστυνομία, η οποία βρισκόταν ακριβώς στο σινεμά του Ζουρζούρα. Οι Τουρκάλες βγήκαν στα παράθυρα των επιταγμένων Λιτοχωρίτικων σπιτιών να τους καλωσορίσουν.
Ο επικεφαλής των τουρκικών αρχών, που εκτιμούσε τους Λιτοχωρίτες και δεχόταν επανειλημμένα εκκλήσεις από τον Επίσκοπο Θεσσαλονίκης, τους είπε να καθίσουν να ξεκουραστούν και να μην πειράξουν τίποτε στο χωριό. Οι Τούρκοι αγριεμένοι είπαν πως έχουν διαταγή απ’ τη Μεγάλη Πύλη να κάψουν όλο το χωριό, που έλαβε μέρος στην επανάσταση, να σφάξουν όλο τον πληθυσμό και να μείνει παραδειγματική η αγριότητα και η τιμωρία, ώστε να μην τολμήσουν ξανά να σηκώσουν κεφάλι οι Γκιαούρηδες. Τρεις μέρες καίγανε, ρημάζανε και γλεντοκοπούσαν…..
Χάθηκε και καταστράφηκε μια πανέμορφη κωμόπολη, ένα καμάρι του νομού Πιερίας, με τα αρχοντόσπιτα και τα καπετανόσπιτα, τα πλούσια σπίτια των δημογερόντων και των προεστών, με τα ψηλά χαγιάτια, τις μεγάλες ευρύχωρες σάλες με τα πολλά παράθυρα, με ωραίες και σπάνιες ξυλουργικές εργασίες, τις μεγάλες αυλές, τους γεμάτους δένδρα μπαχτσέδες, το σχολείο, το διδακτήριο, οι εκκλησίες, τα ξωκλήσια και τα μετόχια΄ όλα έγιναν αποκαΐδια και στάχτη, σωροί και ερείπια.... "
Από την εξαιρετική αναφορά στις μέρες εκείνες της Ελένης Ρέμπελου-Δεληγιάννη όπως τις κατέγραψε από τις αφηγήσεις της γιαγιάς της Πουλχερίας Γ. Ρέμπελου και δημοσίευσε στην εφημερίδα «Δημότης» του Δήμου Λιτοχώρου.
Φωτ. 1920. Λιτόχωρο: η είσοδος στο Μυτηληνέικο |