Έγινε γενική καθαριότητα στους θαλάμους και τις αυλές. Ασβεστώθηκαν τα παρτέρια και η μεγάλη κορόνα κάτω από τη σημαία. Πέρασαν με τη σειρά όλες οι ομάδες από τα λουτρά. Για μια-δυο μέρες υπήρχε μεγάλη αναστάτωση και ταραχή, και το τελευταίο βράδυ εμένα δεν με κολλούσε ο ύπνος με τίποτε.
Την άλλη μέρα —πρέπει να ήταν Κυριακή, γιατί δεν είχαμε σχολείο— βάλαμε την καλή μας στολή, στρώσαμε στην εντέλεια σεντόνια και κουβέρτες και σταθήκαμε για επιθεώρηση μπροστά στα κρεβάτια μας: μαλλιά, νύχια, ρούχα, παπούτσια, όλα να είναι άψογα. Στην πρωινή συγκέντρωση η αρχηγός μάς είπε να είμαστε φρόνιμοι, για να χαρεί η βασίλισσά μας, που μας φρόντιζε τόσο πολύ και ήταν για μας η Μεγάλη Μητέρα μας. Μετά μας μοίρασαν χάρτινες σημαιούλες, που από τη μια μεριά είχαν τη βασίλισσα κι από την άλλη τον βασιλιά, και σκορπίσαμε στην αυλή να περιμένουμε.
Κάποια στιγμή μια μαύρη κούρσα και μερικά ακόμη αυτοκίνητα πέρασαν γρήγορα την πύλη της παιδόπολης. Κατέβηκε η βασίλισσα και μερικές ακόμη κυρίες με πράσινες στολές. Στην αρχή δεν μπορούσα να δω και καλά, γιατί μας έσπρωχναν πίσω τα πιο μεγάλα παιδιά. Μόνον όταν άρχισαν ν' ανεβαίνουν τη σκάλα της βεράντας για να πάνε στα γραφεία, έτρεξα προς τα κει και την είδα. Δεν φορούσε εκείνο το μακρύ γαλάζιο φόρεμα. Τα μαλλιά της ήταν κοντά και σγουρά, και μένα μου άρεσαν πάντα τα ίσια και μακριά μαλλιά. Περισσότερο ήθελα να δω αν τα μάτια της ήταν γαλανά, όπως έλεγε το τραγούδι, αλλά φορούσε μαύρα γυαλιά για τον ήλιο και δεν μπόρεσα.
Μιαν άλλη φορά που ήρθε, ήταν σ' ανοιχτό αυτοκίνητο και είχε μαζί της και τον Κωνσταντίνο, που ήταν ντυμένος λυκόπουλο και μας χαιρετούσε με ανοιχτά τα δύο του δάκτυλα. Τρέχαμε πάλι όλοι γύρω από το αυτοκίνητο, όσο να πεις, δεν βλέπαμε και στα χωριά μας κάθε μέρα βασίλισσες και βασιλόπουλα. Ο Κωνσταντίνος, που ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερος από μένα, έμεινε για λίγο στην αυλή μαζί μ' όλους εμάς τους Γιάννηδες και τους Γιώργηδες και τους Μήτσους. Τότε ακούγαμε συνέχεια πως ο διάδοχος είχε έξι δάκτυλα στο δεξί του χέρι και, όπως έλεγε η παλιά προφητεία, ο Εξαδάκτυλος μια μέρα θα έπαιρνε πίσω την Πόλη και θα ξυπνούσε τότε κι ο άλλος Κωνσταντίνος, ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς, και μαζί με τον Πατριάρχη θα συνέχιζαν τη λειτουργία μέσα στην Αγια-Σοφιά. Πολλά παιδιά πήγαιναν κοντά του και προσπαθούσαν να μετρήσουν τα δάκτυλα του χεριού του, και μετά άλλα έλεγαν πως τα είδαν με τα μάτια τους κι ήταν πράγματι έξι, και άλλα ότι είχε, όπως και μεις, μόνο πέντε δάκτυλα. Μετά πιανόμασταν να μαλώνουμε μια ώρα πάνω σ' αυτό.
Μιαν άλλη μέρα —καθημερινή αυτή τη φορά, γιατί είχαμε φακές— η βασίλισσα μπήκε στην τραπεζαρία την ώρα που τρώγαμε. Μας είχαν πει από πριν να μη σηκωθούμε, γιατί, όταν τρώμε, δεν σηκωνόμαστε ούτε για τον βασιλιά, μόνο να φάμε όλο μας το φαγητό. Η Μαρίκα, που δεν της άρεσαν καθόλου οι φακές, μου είπε έπειτα στην αυλή ότι, για να μη δει γεμάτο το πιάτο της η βασίλισσα, είχε αδειάσει το μισό μέσα στην ποδιά της.
Ήρθε κι άλλες φορές στο Καστρί η βασίλισσα, αλλά δεν μου έκανε πια την ίδια εντύπωση, όπως στις αρχές. Και μια φορά που είχε έρθει πάλι, άκουσα ένα μεγαλύτερο παιδί να λέει σε κάτι μικρότερα που έτρεχαν να τη δούνε: «Σιγά να μην τρέχω τώρα πίσω από τη Γερμανίδα. Αυτή έρχεται εδώ μόνο να βγάλει φωτογραφίες, για να τη βλέπουν ο κόσμος έξω. Την ακούσατε ποτές να μας πει μια κουβέντα;»
Αλλά ένα από τα παιδιά γύρισε και του είπε: «Αφού δεν ξέρει Ελληνικά, ρε, πώς θέλεις να μας μιλήσει;»
Μ' αυτά και με κείνα περνούσαμε βασιλικά κι ωραία, και σιγά σιγά είχα αρχίσει να συνηθίζω σ' αυτή τη ζωή και να μου αρέσει λίγο.
Γιάννης Ατζακάς,
Μ' αυτά και με κείνα περνούσαμε βασιλικά κι ωραία, και σιγά σιγά είχα αρχίσει να συνηθίζω σ' αυτή τη ζωή και να μου αρέσει λίγο.
Θολός βυθός, Άγρα,
Αθήνα 2008, σ. 64-66.