27.2.22

Συνέντευξη της συγγραφέως Μαρίας Τσακίρη στο Olymposvoice.blogspot.com. "Η ελπίδα και ο έρωτας μπορούν να ανθίσουν μόνο αν καταφέρεις να κρατήσεις ελεύθερο το πνεύμα σου. "


H Μαρία Τσακίρη γεννήθηκε στην Κατερίνη και ζει στη Θεσσαλονίκη. Σα δημοσιογράφος και ανταποκρίτρια,  εργάστηκε  σε εφημερίδες, περιοδικά αλλά και στο ραδιόφωνο. Η δημοσιογραφία, την ώθησε να ξεδιπλώσει τη μεγάλη της αγάπη, στη συγγραφή.Από τις Εκδόσεις Ψυχογιός κυκλοφόρησαν τα μυθιστορήματα "Ιφιγένεια–Ο κύκλος της σιωπής", "Θλιμμένος Σεπτέμβρης" και σήμερα κυκλοφορεί πλέον το τρίτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Λούτσυ & Καμίλ»από τις εκδόσεις ΠΗΓΗ. 
Με αφορμή... την κυκλοφορία του νέου της βιβλίου, μιλήσαμε με την Μαρία Τσακίρη τόσο για το βιβλίο όσο και για τις απόψεις της σε θέματα που όλους μας ενδιαφέρουν, στον ταραγμένο και σκληρό κόσμο που ζούμε.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο σας με τίτλο «Λούτσυ & Καμίλ». Όπως και στα δύο προηγούμενα βιβλία σας, διαπραγματεύεστε μια αληθινή ιστορία αυτή τη φορά στη γειτονική Αλβανία.
Πράγματι και αυτή τη φορά μια αληθινή ιστορία ήταν αυτή που με ενέπνευσε. Είναι η ιστορία μιας οικογένειας που ζούσε σε μία χώρα που «κατάπινε» τους πολίτες της κρατώντας τους απομονωμένους από τον υπόλοιπό κόσμο. Μια οικογένεια που δικαιούνταν το μήνα από ένα κιλό αλεύρι - ζάχαρη – λάδι και τα τρία τέταρτα του ψωμιού, επειδή ήταν τριμελής και άρα δε δικαιούνταν ολόκληρο ψωμί!!! Μια οικογένεια που πέρασε παράνομα τα σύνορα για να ζήσει ελεύθερα. Μια οικογένεια που αγαπούσε τα βιβλία και την Ελλάδα.

Αλβανία, μια χώρα αποκλεισμένη δεκαετίες, χωρίς δικαιώματα, μια χώρα με πολλά στερητικά α, όπως γράφετε και στον πρόλογο σας. Τι ήταν αυτό που σας οδήγησε ώστε να μεταφέρετε σ΄ ένα βιβλίο την ιστορία του Καμίλ και της Λούτσυ σε ένα τέτοιο περιβάλλον;

Όλα ξεκίνησαν ένα πρωί σε λεωφορείο του ΟΑΣΘ με κατεύθυνση την Καλαμαριά όπου εργαζόμουν. Μία φίλη μου έδειξε μια μικροκαμωμένη κυρία με πολύ ζεστό χαμόγελο. Ανταλλάξαμε ένα χαιρετισμό. «Αγαπήθηκε με τον καθηγητή της και κλέφτηκαν. Είναι ο θρύλος της Κορυτσάς», μου είπε η φίλη μου. Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα. Στην αρχή ασχολήθηκα δημοσιογραφικά με την κόρη τους που κατάφερε να κερδίσει με το σπαθί της μια υποτροφία στο Αμερικάνικο Κολλέγιο Ανατόλια, στη συνέχεια μια υποτροφία σ’ ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά και μια αξιοζήλευτη θέση στον απαιτητικό παγκόσμιο χρηματιστηριακό κόσμο. Τα ρεπορτάζ μου ακολούθησαν δημοσιεύματα αλλά και τηλεοπτικά ρεπορτάζ για το παιδί θαύμα από την Κορυτσά. Μέχρι που άρχισα να μαθαίνω τις πρώτες πληροφορίες για τη ζωή της οικογένειας στην Αλβανία τα χρόνια του Ενβέρ Χότζα. Την ίδια στιγμή αντιλήφθηκα πως όλα αυτά τα ενδιαφέροντα που αγνοούσα για τη γειτονική μας χώρα, ίσως ενδιαφέρουν και πολλούς άλλους. Την ίδια στιγμή ξεκίνησα να γράφω το «Λούτσυ και Καμίλ».
Στο βιβλίο σας υπάρχουν λεπτομερείς αναφορές στην πολιτική κατάσταση και τις συνέπειες στη ζωή των Αλβανών κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Ενβέρ Χότζα. Όλα τα στοιχεία και οι πληροφορίες που παρουσιάζετε στο βιβλίο είναι προϊόν δημοσιογραφικής έρευνας ;
Οι πληροφορίες μου, είναι κυρίως, προϊόν δημοσιογραφικής έρευνας. Ήταν πολλές οι ώρες που αναζήτησα τη διασταύρωση των όσων μου διηγούνταν η Λούτσυ και όσων διάβαζα στα ημερολόγια και τις σημειώσεις του Καμίλ. Επιπλέον, είχα στη διάθεσή μου όλα εκείνα τα δημόσια έγγραφα της οικογένειας που έφεραν μαζί τους από την Αλβανία. Το πιο σημαντικό, ίσως ήταν, ένα κιτρινισμένο από τον χρόνο επίσημο έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Αλβανίας που έφθασε στα χέρια του Καμίλ το 1994 και αφορούσε την εκτέλεση του πατέρα του. Έγραφε πως: 
«Ο Ραμαντάν Σουλεϊμάν Ζέρα, συνελήφθη 15 - 10 - 1945 κι αποφασίστηκε να καταδικαστεί σε θάνατο από το στρατιωτικό δικαστήριο στην Κορυτσά την 1 - 3 - 1946. Δεν υπάρχει νούμερο απόφασης. Εκτελέστηκε 20 - 3 - 1946, 7 το απόγευμα. Αυτό που έχει αξία να κρατήσουμε πως εκείνη την ημέρα, είναι πως είχε γίνει μία από τις χειρότερες ομαδικές εκτελέσεις. Σαράντα άνθρωποι εκτελέστηκαν και παραχώθηκαν σ’ έναν πρόχειρο λάκκο. Αυτό που επίσης που μου πρόσφερε σημαντική βοήθεια είναι οι παραπομπές και υποσημειώσεις σε διάφορα κείμενα που βρήκα και είτε μου μετέφρασε η Λούτσυ είτε ζήτησα τη βοήθεια του εργαλείου μετάφρασης της google.

Ας γνωρίσουμε, τους πρωταγωνιστές και τι ήταν αυτό που σας συγκίνησε ώστε να εμπνευστείτε το βιβλίο σας αυτό και να διανθίσετε τα πραγματικά γεγονότα με τη μυθοπλασία;
Καμίλ. Γνώρισε την φτώχεια και την εξαθλίωση στα παιδικά του χρόνια στο Μπιλίστ. Ο πατέρας του εκτελέστηκε και όλη η περιουσία του δημεύτηκε. Ως μαθητής διακρίθηκε στο σχολείο και αργότερα ως φοιτητής στο πανεπιστήμιο των Τιράνων. Ως καθηγητής ερωτεύτηκε την Λούτσυ και την περίμενε να μεγαλώσει, για να της εκδηλώσει τον έρωτά του. Ένας έρωτας-θρύλος για την Κορυτσά της δεκαετίας του ’70, όπου ενώ το δημόσιο φιλί μπορεί να μην απαγορευόταν, αλλά κατακρινόταν, ενώ ακόμα και η αναπνοή των ανθρώπων ήταν ελεγχόμενη από ένα απάνθρωπο και αναχρονιστικό καθεστώς, οι δυο τους κατάφεραν να ζήσουν τον έρωτά τους χωρίς να υπολογίζουν τα σχόλια των γύρων τους. Η Λούτσυ ήταν επίσης πολύ καλή μαθήτρια, που στη συνέχεια σπούδασε Χημεία και εργάστηκε ως Χημικός Ορυχείων. Ερωτεύτηκε τον Καμίλ με όλη τη δύναμη της ψυχής της και στάθηκε στο πλευρό του μέχρι την τελευταία του στιγμή. Η Ιωάννα, η κόρη τους ήταν ένα παιδί που ξεχώρισε από τα πέντε του που βρέθηκε στην Ελλάδα. Ξεχωρίζει ακόμη και σήμερα που εργάζεται στις Η.Π.Α.

Η λογοτεχνία και η βιβλιοφιλία του Καμίλ, αποτελούν σημαντική διέξοδο αλλά και στήριγμα στην ζωή του. Αγαπημένο του βιβλίο η «Άννα Καρένινα». Πως λειτούργησε στον συναισθηματικό του κόσμο ώστε να μην το αποχωριστεί ποτέ στη ζωή του;
Ο Καμίλ λάτρευε το βιβλίο. Ο φίλος του ο Ούλμπερ είχε μια εξαιρετική βιβλιοθήκη κι οι δυο τους πολλές φορές διάβαζαν μαζί. Την Άννα Καρένινα τη γνώρισε σ’ αυτό το σπίτι και μαγεύτηκε. Οι αναγνώστες θα συναντήσουν την ηρωίδα του Τολστόι αρκετές φορές μέχρι τον επίλογο. Η Άννα Καρένινα είναι η γυναίκα που τολμά και ακροβατώντας μεταξύ του θέλω και του πρέπει, επιλέγει το θέλω και αυτό ήταν που κράτησε τον Καμίλ κοντά της. Η οπτική της ηρωίδας του Τολστόι δε διέφερε καθόλου από τη δική του. Η Άννα Καρένινα πολέμησε για το δικαίωμά της στην προσωπική ελευθερία, έχοντας απέναντί της μια κοινωνία που την ήθελε φυλακισμένη ανάμεσα σε πρέπει και κανόνες. Αυτά τα πρέπει και κανόνες ο Καμίλ με τη στάση της ζωής του απέδειξε πως δε θα επιτρέψει να περιορίσουν την ελευθερία της σκέψης του. Όταν ερωτεύτηκε τη Λούτσυ κι ενώ είχε απέναντί του μια ολόκληρη κοινωνία, εκείνος πορεύτηκε διαβάζοντας Άννα Καρένινα. Το βιβλίο αυτό υπάρχει ακόμη και πρέπει να σας πω ότι το ξεφύλλισα με δέος.

Τι είναι αυτό που θα θέλατε να εισπράξει ο αναγνώστης και γιατί; Τι μαθαίνει από τους ήρωές σας;
Ο Καμίλ και η Λούτσυ δεν αρκούνται στα λίγα ούτε στο τίποτα που είχαν στην πατρίδα τους. Με οποιοδήποτε κόστος αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους. Είχαν ένα πείσμα, το οποίο κληρονόμησε και η κόρη τους η Ιωάννα. Όλα αυτά που άφησαν πίσω τους και δε γνώριζα ήταν αυτά που με ώθησαν να ξεκινήσω να γράφω. Και κάτι ακόμα επιθυμώ να κρατήσει ο αναγνώστης: Η ελπίδα και ο έρωτας μπορούν να ανθίσουν μόνο αν καταφέρεις να κρατήσεις ελεύθερο το πνεύμα σου. Αυτό ακριβώς που εκπροσωπούν η Λούτσυ και ο Καμίλ. Κράτησαν ο ένας το χέρι του άλλου και τόλμησαν να ονειρευτούν μια ζωή μακριά από τη χώρα που καταπατούσε κάθε δικαίωμά τους.

Το μοναδικό ίσως όπλο που είχαν αυτοί οι άνθρωποι ήταν η μόρφωση και η ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα καταφέρουν να αποδράσουν από την καταπίεση που βίωναν. Πιστεύετε ότι αποτελούν εξαίρεση;
Ενδεχομένως, ναι, να αποτελούν εξαίρεση. Αλλά και πάλι γνωρίζοντας όλα αυτά τα χρόνια Αλβανούς οι οποίοι βρίσκονται στη χώρα μας αντιλήφθηκα πως είναι ένας λαός που αγαπάει το διάβασμα και το βιβλίο. Ίσως όχι η πλειοψηφία που αναγκάζεται να δουλεύει σε χειρονακτικές εργασίες για την επιβίωσή της, σίγουρα όμως η δεύτερη γενιά που πήγε εδώ σχολείο και προχώρησε με πανεπιστημιακές σπουδές.

Ποια συναισθήματα εναλλάσσονται στους ήρωές σας κατά τη διάρκεια της εξέλιξης των γεγονότων που αφορούν τη ζωή τους;
Φόβος και αβεβαιότητα είναι δυο από τα συναισθήματα που συνόδευαν τη ζωή της Λούτσυ και του Καμίλ, τα παιδικά και νεανικά τους χρόνια. Όταν αποφάσισαν να πορευτούν μαζί στη ζωή πολλές φορές η οργή και ο θυμός αντικατέστησαν τα πρώτα συναισθήματα. Ήταν όμως δυο άνθρωποι που έβαζαν στόχους, οπότε δε σταμάτησαν ποτέ να ελπίζουν πως κάπου εκεί έξω από τα συρματοπλεγμένα σύνορά τους υπάρχει ένας κόσμος που τους περιμένει να ζήσουν ελεύθερα. Φθάνοντας στη χώρα μας πήραν μια βαθιά ανάσα αισιοδοξίας και κατάφεραν να επιβιώσουν σ’ ένα κλίμα αμφισβήτησης.

Το βαθύτερο μήνυμα του βιβλίου, ποιο είναι; Ολοκληρώνοντας την ανάγνωσή του τι θέλετε να μείνει ως μήνυμα στον αναγνώστη;
Ακόμη και το πιο άπιαστο όνειρο μπορείς να το αγγίξεις. Αρκεί να είσαι προσηλωμένος σ’ αυτό και να τολμήσεις. Αυτό έκαναν και οι ήρωες του βιβλίου μου. Η λέξη «σύνορα» ήταν απαγορευμένη στη χώρα τους. Τόλμησαν να κάνουν το βήμα να τα περάσουν για να ανασάνουν ελεύθερα. Τα κατάφεραν.

Υπάρχουν πολλές οικογένειες στη χώρα μας όπως η οικογένεια Αρώνη που συμπαραστάθηκε στον Καμίλ και τη Λούτσυ. Είναι το αισιόδοξο μήνυμα που θέλατε να δώσετε στο βιβλίο σας; Ότι δεν πρέπει να γενικεύουμε τα μέλη της κοινωνίας μας, καθώς μάλιστα η συμβίωση με τους Αλβανούς μετανάστες στη χώρα μας είναι μια πραγματικότητα;
Η οικογένεια του Γιώργου Αρώνη, ήταν για μένα μια πολύ ευχάριστη έκπληξη και σίγουρα ένα πολύ αισιόδοξο μήνυμα για όλους μας. Στο σπίτι τους στην Καλαμαριά – στο οποίο η λέξη ρατσισμός ήταν και παραμένει άγνωστη λέξη - ξεκίνησε να δουλεύει η Λούτσυ όταν πρώτη ήρθε στην Ελλάδα. Τόσο το ζευγάρι, όσο και τα παιδιά τους την αγκάλιασαν από την πρώτη στιγμή και μόνο ευγνωμοσύνη ένιωθε και νιώθει για κείνους. Την έκαναν μέλος της οικογένειάς τους, τη στήριξαν και τη βοήθησαν τους πρώτους δύσκολους μήνες. Και όταν ήρθαν στη συνέχεια ο Καμίλ και η Ιωάννα τους παραχώρησαν ένα σπίτι στην Αγία Τριάδα. Δεν νομίζω πως θα το έκαναν πολλοί αυτό και μάλιστα εκείνα τα πρώτα χρόνια παράνομης εισόδου Αλβανών στη χώρα μας. Πρέπει να σας πω ότι γνώρισα αυτή την οικογένεια. Είναι μια δεμένη οικογένεια, η οποία έχει αποκτήσει πολλά μέλη και συνεχίζει να έχει μια ανοιχτή αγκαλιά για τη Λούτσυ και την Ιωάννα. Μια ανθρώπινη σχέση που είμαι σίγουρη πως θα κρατήσει για πάντα.

Και τα τρία βιβλία σας έχουν πολιτικό και κοινωνικό προσανατολισμό.

Ναι, έτσι ακριβώς είναι. Η «Ιφιγένεια» ήρθε το 2017 για να ταρακουνήσει τα νερά. Ήταν μια αληθινή ιστορία κακοποίησης κοριτσιού από τον πατέρα του. Και να φανταστείτε πως το «τσουνάμι» των κακοποιήσεων αργούσε αρκετά ακόμη να μας «πνίξει». Τα κοινωνικά μηνύματα αλλά κυρίως ο κοινωνικός προβληματισμός που προέκυψε, τότε, ήταν μεγάλος. Στη συνέχεια ήρθε ο «Θλιμμένος Σεπτέμβρης» με την τρομοκρατική επίθεση στο σχολείο του Μπεσλάν και πρόσφατα το «Λούτσυ και Καμίλ». Απαιτούσαν τα ίδια τα θέματα την πολιτική και κοινωνική προέκταση, ώστε ο αναγνώστης να μπορεί να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα έχοντας όλα τα δεδομένα συγκεντρωμένα στις σελίδες του βιβλίου. Γι αυτό και – μάλλον ακολουθώντας τον δημοσιογραφικό δρόμο – προσπάθησα στα βιβλία μου να παρουσιάσω και την άλλη πλευρά και σε πολλά σημεία να κρατήσω ίσες αποστάσεις. Όπως στο «Λούτσυ και Καμίλ» που θεώρησα χρέος να μιλήσω για την απολυταρχία που επέβαλλε ο Ενβέρ Χότζα στην Αλβανία, αλλά να καταθέσω και όλα εκείνα τα θετικά που έκανε για τη χώρα του.

Θέλετε να μας πείτε πώς ακριβώς ορίζετε εσείς το πραγματικά «καλό» βιβλίο; Είναι αυτό που έχει πρωτότυπο θέμα, που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, που είναι γραμμένο σε γλαφυρή γλώσσα, που είναι καινοτόμο ως σύλληψη και αφηγηματική τεχνική, που διαθέτει ξεκάθαρα αρχή, μέση και τέλος, κάτι απ’ όλα αυτά, ή όλα μαζί;
Αν και μια λογική απάντηση είναι το «όλα μαζί», πιστεύω πως η θεματολογία σε συνδυασμό με τον τρόπο τον οποίο έχει αποδοθεί από τον συγγραφέα, κάνουν πραγματικά το καλό βιβλίο. Επιπλέον, εγώ χαρακτηρίζω καλό το βιβλίο εκείνο, που όταν το ολοκληρώσω θα το σκέφτομαι για αρκετές ημέρες ακόμη αλλά και δε θα μου έχει αφήσει αναπάντητα ερωτηματικά και κενά.

Πιστεύετε ότι η Νεοελληνική Λογοτεχνία αντιμετωπίζει πρόβλημα θεματολογίας, όντας προσκολλημένη στον «μικροαστισμό» μας.
Έχω την αίσθηση πως τα τελευταία χρόνια αυτή η θεματολογία που χαρακτηρίζετε προσκολλημένη στον «μικροαστισμό» μας, έχει διευρυνθεί αρκετά. Μπήκαν δεκάδες νέοι και πολλά υποσχόμενοι συγγραφείς στο χώρο του βιβλίου, αφήνοντας πίσω τις ερωτικές ιστορίες, τα ερωτικά τρίγωνα και τα ροζ συννεφάκια. Βλέπετε, επίσης, πως η λογοτεχνία φανταστικού που έχει κερδίσει όλες τις χώρες του κόσμου, ξεκίνησε με δειλά βήματα και στη χώρα μας καταφέρνοντας να κερδίσει ένα μέρος του αναγνωστικού κοινού. Άρα, είμαστε σε καλό δρόμο!

Είναι γνωστό ότι ελάχιστοι συγγραφείς μπορούν να βιοπορισθούν εξ ολοκλήρου από τη συγγραφή, ιδιαίτερα στη χώρας μας. Τελικά ένας συγγραφέας ο οποίος ασχολείται και με άλλα πράγματα και έχει μία εντελώς διαφορετική εργασία προκειμένου να βιοπορίζεται, είναι ευνοημένος από άποψη συγγραφικών ερεθισμάτων ή αδικημένος από άποψη χρόνου σε ό,τι αφορά το κομμάτι της συγγραφής;
Έχετε δίκιο. Είναι ελάχιστοι οι συγγραφείς που μπορούν να βιοπορίζονται εξολοκλήρου από τη συγγραφή. Θα έλεγα, μάλιστα, πως είναι μετρημένοι στα δάχτυλα. Θα συμφωνήσω όμως με το πρώτο μέρος της πρότασής σας. Θεωρώ πως είναι ευνοημένος ο συγγραφέας που έχει μία εντελώς διαφορετική εργασία προκειμένου να βιοπορίζεται. Και το λέω αυτό, επειδή μέσα από την εργασία και την κοινωνική του ζωή που πολλές φορές έχει άμεση σχέση με το επάγγελμά του έχει περισσότερα ερεθίσματα. Μιλώντας από τη δική μου εμπειρία, σημειώνω πως και τα τρία βιβλία μου προέκυψαν από το επάγγελμα της δημοσιογράφου, το οποίο μου έδινε τη δυνατότητα να ζω αλλά συγχρόνως και τη δυνατότητα να γνωρίζω ανθρώπους και ιστορίες. Πάντως, δε με βρίσκει καθόλου αντίθετη το ενδεχόμενο κάποτε και οι Έλληνες συγγραφείς να μπορούν να ζουν από τα βιβλία τους.

Πάμε στις ανθρώπινες σχέσεις: η κοινωνική δικτύωση μέσα από τα ηλεκτρονικά μέσα αποτελεί κίνδυνο για τις αληθινές «διά ζώσης» ανθρώπινες σχέσεις;
Αναμφισβήτητα. Απόδειξη; Βγείτε έξω στους δρόμους και παρατηρείστε τις «ανθρώπινες σχέσεις», στις παρέες, στα cafe, στους δρόμους. Στην πλειοψηφία τους στηρίζονται σ’ ένα κινητό τηλέφωνο, σ’ ένα like. Πιστεύω πως από τη στιγμή που μπήκε στη ζωή μας το διαδίκτυο οι ανθρώπινες σχέσεις με τη μορφή που τις γνωρίζαμε έσβησαν. Ο εγκλεισμός, δε, των τελευταίων χρόνων, έκαναν την κατάσταση μη αναστρέψιμη.

Πείτε μας δυο λόγια για τα αγαπημένα σας αναγνώσματα και από τα είδη της λογοτεχνίας που σας συγκινούν περισσότερο;
Επειδή εμπνέομαι και η ίδια από αληθινές ιστορίες ανθρώπων, προτιμώ να διαβάζω ιστορίες που βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα. Με το ίδιο κριτήριο επιλέγω και μία ταινία.

Ψάχνοντας τις ψυχές των άλλων, τι έχετε κερδίσει σε προσωπικό επίπεδο;
Στις αληθινές ιστορίες με τις οποίες καταπιάστηκα οι ψυχές των άλλων κουβαλούσαν βαρύ φορτίο. Αναπάντητα ερωτήματα, συναισθηματικές απορρίψεις (βλέπε Ιφιγένεια), όνειρα και επιθυμίες. Τόσο από την Ιφιγένεια, όσο και από τη Λούτσυ (που μου διηγήθηκε την ιστορία της οικογένειάς της) κέρδισα πολλά. Θα σταθώ στο εξής ένα: Ότι θα με ακολουθούν πάντα τα μάτια τους όταν μου μιλούσαν για τη ζωή τους.

Υπάρχουν πράγματα που θα θέλατε να αλλάξετε, αν σας δινόταν η ευκαιρία;
Θα μπορούσα να γράψω περί ειρήνης και αγάπης στον κόσμο, όλα αυτά που συνήθως διαβάζουμε σε συνεντεύξεις. Προσωπικά θα άλλαζα τους νόμους κακοποίησης ανθρώπων και ζώων. Κανένα έλεος στα τέρατα.

Ποια διέξοδο, σας χαρίζει η συγγραφή;
Μια διέξοδο που απολαμβάνω από τότε που σταμάτησα να εργάζομαι ως δημοσιογράφος. Δεν ακούω και δεν βλέπω, πλέον, ειδήσεις. Αρνούμαι να «χαλιέμαι». Όπως και να το δείτε είναι κι αυτή μία διέξοδος. Τι μου προσφέρει; Την ηρεμία μου.

Αγαπημένο σας τραγούδι;
«No Woman, No Cry» του Bob Marley.

Ποια ευχή θέλετε να κάνετε για τους αναγνώστες μας για το 2022;
Να μεγαλώσει το ποσοστό τους. Είναι πολύ μικρό το 8% των Ελλήνων που διαβάζουν βιβλία. Στο χέρι όλων μας είναι να το μεγαλώσουμε.