Μάνα, τὸν ἥλιο ἐδῶ σκεπάζουν ἴσκιοι
κι ἀναπαμὸ ποτὲ ἡ καρδιὰ δὲ βρίσκει ἕνα:
οἱ αὐγὲς κ᾿ οἱ νύχτες μας γυρνοῦν φρικτὲς
πεντάλφες γράφουν στὸ σκοτάδι σήματα,
ποὺ τὸν κίνδυνο μηνοῦν,
πύρινα φίδια ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ Ἅδη.
Ζοῦμε στ᾿ ἀμπριὰ θαμμένοι, διπλωμένοι
κ᾿ ἔξω ἀπ᾿ τὴν τρύπα ὁ θάνατος περιμένει.
Μᾶς ἔπνιξαν τὸ φῶς καὶ τὴ χαρά,
στεγνῶσαν τὴν ψυχή μας καὶ τὸ σῶμα,
μὰ κάτι μέσα μας κυλᾶ βουερὰ
καὶ ξέσπασμα δὲ βρῆκε κάπου ἀκόμα.
Φουσκώνουν τῆς ζωῆς μας τὰ πελάη
σ᾿ ὅλες τὶς φλέβες μου, αἷμα μου κυλάει
τῆς Μαριγῶς τὸ φλογερὸ φιλί…
(θέλω νὰ πῶ, μητέρα μου, γιὰ κεῖνο
τὸ φιλί της ποὺ μοὔδωσε δειλὴ
προτοῦ γιὰ τὴν πατρίδα μας μακρύνω).
Ἡ κάθε μου ἵνα τὴ χαρὰ φωνάζει,
μὰ ὁ πόλεμος, τὴ νιότη μου σκεπάζει
καὶ μὲ ἀτσάλι ἀναμμένο μὲ κεντᾶ
ὅμως, μέσα μου ἡ καρδιά μου δὲ λυγίζει.
Μητέρα, ἐδῶ, στὸ θάνατο κοντά,
πρωτόμαθα τὸ πόσο ἡ ζωὴ ἀξίζει.